ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπóθεση Αρ. 1714/2008)

 

 

9 Σεπτεμβρίου, 2010

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.      ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ Χ"ΙΩΑΝΝΟΥ

2.      ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΜΟΡΙΔΗΣ

3.      ΙΩΑΝΝΗΣ Χ"ΓΙΑΝΝΗ

Αιτητές,

 

ν. 

1.      ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ

2.      ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ

3.      ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΜΕΛΟΥΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ

4.      ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΜΕΛΟΥΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ

5.      ΑΝΔΡΕΑ ΔΗΜΟΥ, ΜΕΛΟΥΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ

6.      ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΕΥΕΛΘΩΝΤΟΣ, ΜΕΛΟΥΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Χ. Κληρίδης, για τους αιτητές.

Α. Μαρκίδης, για τους καθ΄ ων η αίτηση 1-5.

Καμιά εμφάνιση, για τον καθ΄ ου η αίτηση 6.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι αιτητές είναι μέλη της Κοινότητας Ακρωτηρίου. Ο αιτητής 1 είναι επίσης  μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Ακρωτηρίου (καθ΄ ων η αίτηση 1 - το Συμβούλιο). Μέλη του Συμβουλίου είναι επίσης οι καθ΄ ων η αίτηση 3, 4, 5 και 6 ενώ, Πρόεδρος του Συμβουλίου είναι ο καθ΄ ου η αίτηση 2.

 

Σε συνεδρία του που έλαβε χώρα τις 26.8.08 το Συμβούλιο, απεφάσισε κατά πλειοψηφία όπως προχωρήσει στην αγορά του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 272, Φ/Σχ. 58/47, αρ. εγγραφής 2816, που βρίσκεται εντός των ορίων της κοινότητας Ακρωτηρίου, με σκοπό την ανέγερση αίθουσας εκδηλώσεων, αντί του ποσού των €153.774 (η προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση διαφώνησε ο αιτητής 1.  

 

Της πιο πάνω συνεδρίας είχε προηγηθεί συνεδρία του Συμβουλίου στις 26.6.08 κατά την οποία και πάλι διαφωνούντος του αιτητή 1, λήφθηκε η κατ΄ αρχήν απόφαση αγοράς του εν λόγω τεμαχίου. Αποφασίστηκε επίσης όπως ζητηθεί εκτίμηση για την αξία του εν λόγω ακινήτου.

 

Με στόχο την υλοποίηση της απόφασης ημερ. 26.6.08, το Συμβούλιο ζήτησε και έτυχε εκτίμησης του ακινήτου από τους εκτιμητές «Αδάμο Κατσαντώνη και Συνεργάτες» την οποία το Συμβούλιο είχε ενώπιόν του κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Σύμφωνα με την εν λόγω εκτίμηση η αγοραία αξία του ακινήτου ανερχόταν σε €191.000.

 

Τα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου ημερ. 26.8.08 έτυχαν της έγκρισης του Επάρχου Λεμεσού.

 

Το ακίνητο αγοράσθηκε από το Συμβούλιο στο όνομα του οποίου και μεταβιβάσθηκε αντί του ποσού των €153.774. Σχετικός τίτλος ιδιοκτησίας εκδόθηκε από τις κτηματολογικές αρχές στο όνομα του Συμβουλίου στις 5.11.08.

 

Οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ημερομηνίας 26.8.08 για τους πιο κάτω λόγους τους οποίους οι καθ΄ ων η αίτηση απορρίπτουν:

 

(α)   Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και συγκεκριμένα την αρχή της αμεροληψίας.

 

(β)   Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη/είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας.

 

Πρόσθετα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν και τρεις προδικαστικές ενστάσεις, τις οποίες θα εξετάσω πρώτα, όχι όμως με τη σειρά που προβάλλονται από τους συνηγόρους των καθ'ων η αίτηση. Όσον αφορά τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα σε σχέση με την ουσία της προσφυγής, σ' αυτά θα αναφερθώ σε κατοπινό στάδιο, νοουμένου ότι οι προδικαστικές ενστάσεις θα επιτύχουν.

 

Η προσφυγή δεν μπορεί να ασκηθεί παραδεκτά εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση 2 - 6.

 

Τα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των καθ΄ ων η αίτηση σε σχέση με την πιο πάνω προδικαστική ένσταση περιστρέφονται γύρω από τη θέση ότι «η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να ασκηθεί παραδεκτά εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση 2 - 6 καθότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα είναι ο Πρόεδρος και μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Ακρωτηρίου. Είναι πρωτοφανές», υποστηρίζουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση, «να ασκείται προσφυγή εναντίον απόφασης συλλογικού διοικητικού οργάνου ... και να θεωρούνται ως διάδικοι τα μέλη του συλλογικού διοικητικού οργάνου που έλαβε την απόφαση.»

 

Η εκ διαμέτρου αντίθετη επί του προκειμένου θέση των αιτητών έχει ως υπόβαθρο τις πρόνοιες του άρθρου 108 του περί Κοινοτήτων Νόμου 86(Ι)/99 οι οποίες έχουν ως εξής:

 

«Κάθε Συμβούλιο μπορεί να εμφανίζεται ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή σε οποιαδήποτε νομική διαδικασία με τον κοινοτάρχη ή τον κοινοτικό γραμματέα ή οποιοδήποτε υπάλληλο ή μέλος του, εξουσιοδοτημένο με γενικό τρόπο ή αναφορικά με οποιαδήποτε ειδική διαδικασία από το Συμβούλιο. Η επίδοση στον κοινοτάρχη οποιουδήποτε εντάλματος ή διατάγματος ή άλλου δικογράφου θεωρείται έγκυρη επίδοση στο Συμβούλιο.»

 

Η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των καθ'ων η αίτηση με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Μια απλή ανάγνωση των προνοιών του άρθρου 108 του Νόμου 86(Ι)/99 είναι πιστεύω αρκετή για να καταδείξει ότι εκείνο που οι εν λόγω πρόνοιες προβλέπουν είναι ότι το Συμβούλιο μπορεί να εκπροσωπείται σε δικαστικές διαδικασίες από τους συγκεκριμένους αξιωματούχους του ή άλλο δεόντως εξουσιοδοτημένο υπάλληλο του και όχι ότι τα μέλη του Συμβουλίου μπορούν να ενάγουν ή να ενάγονται ως φυσικά πρόσωπα υπό την ιδιότητα τους ως μέλη του Συμβουλίου.

 

Ως αποτέλεσμα, η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση θα πρέπει να πετύχει και συνεπώς η προσφυγή εναντίον των καθ'ων η αίτηση 2-6 θα πρέπει, δοθέντος ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον των συγκεκριμένων καθ'ων η αίτηση υπό την ιδιότητα τους ως μέλη του Συμβουλίου, να απορριφθεί.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς δεν ελέγχεται ακυρωτικά δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η πιο πάνω προδικαστική ένσταση συνιστά η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη ιδιωτικού δικαίου που δεν ελέγχεται παραδεκτά με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Πρόκειται, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των καθ΄ ων η αίτηση για πράξη δημόσιας αρχής που επενεργεί στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και ως τέτοια αποτελεί αντικείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά το αστικό δίκαιο.

 

Σε αντίθεση με την πιο πάνω θέση, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών προβάλλουν τη θέση ότι στην υπό κρίση περίπτωση υπάρχουν «δύο ξεχωριστές σχέσεις και δύο ξεχωριστές καταστάσεις». Η μια, η οποία είναι και η σχέση που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής πρόκειται για την απόφαση για αγορά του ακινήτου η οποία λήφθηκε μονομερώς ως εκδήλωση δημόσιας εξουσίας και συνεπώς παράγει έννομα αποτελέσματα απέναντι στους κατοίκους της κοινότητας. Η άλλη, η οποία είναι ξεχωριστή και δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, πρόκειται για τη συμφωνία μεταξύ του Συμβουλίου και του ιδιοκτήτη του ακινήτου δυνάμει της οποίας το ακίνητο πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε στο Συμβούλιο στην οποία τα δύο συμβαλλόμενα μέρη κατέληξαν με την ελεύθερη βούλησή τους και επί ίσοις όροις συναλλαγή. Και είναι αυτή η δεύτερη σχέση η οποία, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των αιτητών, συνιστά προϊόν συναλλαγής της διοίκησης εξ ου και αυτή δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.

 

Η πιο πάνω προδικαστική ένσταση είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Το κατά πόσο μια διοικητική απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου, έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε πληθώρα υποθέσεων. Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη σχετική επί του θέματος νομολογία είναι πως το πεδίο του δημόσιου δικαίου διακρίνεται από το ιδιωτικό δίκαιο ανάλογα με το σκοπό στον οποίο η νομοθεσία αποβλέπει και το ενδιαφέρον του κοινού στη συγκεκριμένη λειτουργία (Tamasos Tabacco Supplies & Co. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407). Αν ο πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι δημόσιου συμφέροντος, τότε η απόφαση εμπίπτει στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Αν όμως κύριος σκοπός της είναι ο καθορισμός αστικών δικαιωμάτων των πολιτών, τότε εμπίπτει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. (Βλ. Antoniou and others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και την εκεί νομολογία που η απόφαση παραπέμπει). Έχει λεχθεί πως το κριτήριο δεν είναι κατά πόσο η νομοθεσία σύμφωνα με την οποία η επίδικη απόφαση λήφθηκε εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό, αλλά κατά πόσο η συγκεκριμένη απόφαση εξυπηρετεί ένα τέτοιο σκοπό. (Hellenic Bank Ltd. v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 481-486). Το γεγονός ότι μια απόφαση που λήφθηκε από όργανο ή αρχή κρίθηκε σαν απόφαση που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, δεν εξυπακούει κατ' ανάγκη ότι και μια άλλη απόφαση που λήφθηκε από το ίδιο όργανο ή αρχή πάνω σε διαφορετική περιοχή διοικητικής δράσης εμπίπτει στην ίδια σφαίρα δικαίου. Αποφάσεις που λήφθηκαν από την ίδια αρχή ή όργανο μπορεί να εμπίπτουν είτε στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και επομένως να υπόκεινται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και να μην υπόκεινται σε αναθεώρηση. Εξαρτάται από το σκοπό που η συγκεκριμένη απόφαση τείνει να εξυπηρετήσει. Για μια ενδελεχή και ενδιαφέρουσα συζήτηση επί του συγκεκριμένου θέματος παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 169/2006, Altan Salih Niazi v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ημερομηνίας 14/4/2009.

 

Για τους πιο κάτω λόγους η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των καθ'ων η αίτηση δεν με βρίσκει σύμφωνο.

 

Η λειτουργία των Κοινοτικών Συμβουλίων είναι πράξη που αποσκοπεί στην προαγωγή δημόσιου σκοπού (βλ. Μέρος Ένατο, Αρμοδιότητες, Καθήκοντα και Εξουσίες του Συμβουλίου, άρθρα 81-98 του Νόμου 86(Ι)/99) και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Και, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μιας τέτοιας λειτουργίας. Δεν πρόκειται για απόφαση οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου για αγορά ακίνητης περιουσίας για σκοπούς που δεν ενδιαφέρουν το ευρύ κοινό. Πρόκειται για απόφαση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η υλοποίηση της οποίας συνεπάγεται τη δημιουργία δαπανών τις οποίες το Συμβούλιο θα κληθεί να καταβάλει από το δημόσιο ταμείο του, θέμα το οποίο ενδιαφέρει ευρύτατα τα μέλη της κοινότητας. Είναι πιστεύω αρκετό να διεξέλθει ένας το Μέρος Όγδοο, Προϋπολογισμοί, Δημοσιονομικές Διατάξεις και Λογαριασμοί του πιο πάνω Νόμου, για να διαπιστώσει το γεγονός ότι η διαχείριση του ταμείου συνιστά λειτουργία που ενδιαφέρει τα μέλη της συγκεκριμένης κοινότητας.

 

Η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των καθ'ων η αίτηση ότι η απόφαση              για αγορά του συγκεκριμένου ακινήτου πρόκειται για πράξη δημόσιας αρχής που επενεργεί στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς δεν ελέγχεται παραδεκτά με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Κατά συνέπεια η πιο πάνω προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Έλλειψη έννομου συμφέροντος

 

Κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η πιο πάνω προδικαστική ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση συνιστά η θέση ότι το οποιοδήποτε έννομο συμφέρον των αιτητών ενδεχομένως να υπήρχε, είχε εκλείψει πριν την καταχώρηση της προσφυγής. Δεδομένου ότι το ακίνητο είχε μεταβιβαστεί στο όνομα των καθ΄ ων η αίτηση 1 πριν την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής τότε, το οποιοδήποτε έννομο συμφέρον των αιτητών έπαψε να υφίσταται, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των καθ΄ ων η αίτηση, με τη μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα των καθ΄ ων η αίτηση 1. Επομένως, υποστηρίζουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να ακυρωθεί. «Δεν μπορεί», όπως χαρακτηριστικά υποδεικνύουν στη γραπτή αγόρευσή τους οι συνήγοροι του αιτητή «στα πλαίσια της διοικητικής δίκης το Ανώτατο Δικαστήριο να διατάξει την ακύρωση της εγγραφής του ακινήτου στο όνομα του Κοινοτικού Συμβουλίου Ακρωτηρίου».

 

Πρόσθετα οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι: οι αιτητές δεν έχουν αναγνωρίσει με συγκεκριμένη αναφορά στο δικόγραφό τους είτε το προσωπικό τους συμφέρον και την άμεση σύνδεσή τους με την προσβαλλόμενη απόφαση είτε τις συνέπειες που η απόφαση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους συνεπάγεται.

 

Ειδικότερα σε σχέση με τον αιτητή 1, ισχυρίζονται επίσης ότι «η ιδιότητά του ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου δεν τεκμηριώνει έννομο συμφέρον να ασκεί προσφυγή εναντίον μιας απόφασης του Συμβουλίου με την οποία διαφωνεί».

 

Στην αντίπερα όχθη ο κ. Χ. Κληρίδης ισχυρίζεται ότι το έννομο συμφέρον των αιτητών είναι αυτό που απορρέει από την ιδιότητά τους ως κατοίκων της συγκεκριμένης κοινότητας. Συγκεκριμένα οι αιτητές, ως κάτοικοι της κοινότητας Ακρωτηρίου θα επηρεαστούν, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, από την προσβαλλόμενη απόφαση «αφού μεταξύ άλλων θα επωμισθούν την οιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση επιβληθεί στους κατοίκους για την υλοποίηση της πράξης αυτής. Ως μέλη της κοινότητας θεωρούνται» σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη «άμεσα ενδιαφερόμενοι και εν πάση περιπτώσει πρόσωπα έχοντα έννομο συμφέρον για να προσφύγουν εναντίον της πράξης αυτής».

 

Κατ΄ αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Ανυπαρξία έννομου συμφέροντος στερεί από το δικαστήριο την εξουσία να ασχοληθεί με την προσφυγή. (Loukis Kritiotis v. The Municipality of Paphos and another (1986) 3 CLR 322), ενώ το βάρος απόδειξης της ύπαρξης έννομου συμφέροντος βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, (Makrides v. Republic (1967) 3 CLR 147).

 

Η ύπαρξη ή μη έννομου συμφέροντος, συνιστά θέμα πραγματικό και  ως τέτοιο συναρτάται με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, αποφασίζεται  δε στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης. Έχει νομολογηθεί πως ο αιτητής νομιμοποιείται στην προσβολή μιας διοικητικής πράξης εφόσον, με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της περίπτωσης, είτε έχει ηθικό έννομο συμφέρον είτε αποκαλύπτεται κάποιας μορφής δυσμενής επηρεασμός του από την απόφαση της διοίκησης. Κοντολογίς, το συμφέρον του αιτητή το οποίο επηρεάζεται από μια πράξη της διοίκησης μπορεί να είναι είτε υλικό είτε ηθικό. Και στις δύο όμως περιπτώσεις πρέπει να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντος                    (βλ., μεταξύ άλλων, Χαράλαμπος Μορίτσης ν. Φίλιππας Καρσερά,                Α.Ε. 117/2006, 12/2/2009).

 

Στην υπόθεση Λουκία Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας και άλλου (1998)               3 ΑΑΔ 189, στη σελίδα 193 λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα:

 

«Για να δικαιούται να ασκήσει διοικητική προσφυγή ο αιτητής θα πρέπει να έχει υποστεί βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση μεταξύ του και της προσβαλλόμενης πράξης. Το συμφέρον δεν είναι ταυτόσημο με δικαίωμα.

 

Η έννοια του συμφέροντος στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης ακύρωσης είναι ευρύτερη από την έννοια του νομικού δικαιώματος. Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ΄ αυτόν (Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 2498).»

 

 

Στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 5η Έκδοση, σελ. 433, διαβάζουμε τα πιο κάτω σχετικά στα οποία η κυπριακή νομολογία έχει κατά καιρούς αναφερθεί με επιδοκιμασία.

 

     "Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια, η οποία θίγεται αμέσως ή εμμέσως από την προβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ' αυτόν."

 

 

Έχει επίσης νομολογηθεί ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται τόσο κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης και προσβολής της (Elias Christofis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 97), όσο και κατά το χρόνο ακρόασης της προσφυγής (Demetrios Papadopoulos v. The Municipality of Nicosia and another (1974) 3 C.L.R. 352). Όμως, αυτές οι προϋποθέσεις ικανοποιούνται αν κατά τους εν λόγω κρίσιμους χρόνους είναι σαφές ότι το ενεστώς έννομο συμφέρον ενός αιτητή, παρόλο ότι δεν επηρεάζεται ευθέως, πρόκειται αναποφεύκτως να επηρεαστεί στο μέλλον. (Papasavvas v. Republic (1967) 3 C.L.R. 111).

 

Τέλος στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο»,                2η Έκδοση, στην παράγραφο 538(4) στη σελ. 399, κάτω από το γενικότερο τίτλο «Προϋποθέσεις παραδεκτού: έννομο συμφέρον», διαβάζουμε:

 

"4. Έννομο είναι, τέλος, το συμφέρον που έχει ανάγκη έννομης προστασίας. Η ανάγκη αυτή δεν υπάρχει στις περιπτώσεις που τα επίδικα ζητήματα έχουν θεωρητική μόνο σημασία, γιατί αναφέρονται σε καταργημένες πια ή μη ψηφισμένες ακόμη νομοθετικές διατάξεις ή σε μη ισχύουσες πια διοικητικές πράξεις, ή όταν η προσβαλλόμενη πράξη είναι ευνοϊκή για τον προσφεύγοντα ή είναι «αλυσιτελές» το ένδικο βοήθημα, δηλαδή και σε περίπτωση αποδοχής του δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων, ή η επιδιωκόμενη έννομη προστασία δεν μπορεί να βελτιώσει ή μπορεί μάλιστα να χειροτερεύσει την θέση του προσφεύγοντος."

 

 

Επανερχόμενος στην παρούσα περίπτωση παρατηρώ τα πιο κάτω. Ναι μεν           η απόφαση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή είναι η απόφαση            της 26/8/2008, με την οποία αποφασίστηκε η υλοποίηση κατ' αρχήν απόφασης για αγορά του συγκεκριμένου ακινήτου, η προσβαλλόμενη όμως απόφαση υλοποιήθηκε με την αγορά και μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα του Συμβουλίου, πριν την καταχώριση της προσφυγής.

 

Ενόψει των πιο πάνω έχω την άποψη ότι η μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα του Συμβουλίου επέφερε καταλυτικές για την ανάγκη προστασίας του έννομου συμφέροντος των αιτητών συνέπειες και κατέστησε την παρούσα προσφυγή αλυσιτελή. Και αυτό γιατί σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής,        το συμφέρον που επικαλούνται οι αιτητές και του οποίου την προστασία επιδιώκουν, έχει ουσιαστικά εκλείψει. Εκείνο που στην ουσία οι αιτητές στοχεύουν με την παρούσα προσφυγή τους, είναι όπως μέσω της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης καταστήσουν την υλοποίηση της, δηλαδή την αγορά του συγκεκριμένου ακινήτου, ανέφικτη, στόχος που δεν μπορεί να επιτευχθεί.

 

Σ' αυτό το στάδιο θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω στις πρόνοιες των άρθρων 57 και 58 του Νόμου 158(Ι)/99 οι οποίες πιστεύω είναι σχετικές. Τις παραθέτω:

 

     "57. Έπειτα από ακυρωτική απόφαση η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.

 

     58. Κατά την επανεξέταση πράξης της που έχει ακυρωθεί, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφασή της. Κατ' εξαίρεσιν και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου είναι εφαρμοστέο το κατά το χρόνο της έκδοσης της νέας πράξης νομικό καθεστώς, όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων."

 

Η θέση των αιτητών ότι αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση για αγορά του κτήματος και όχι η πράξη αγοράς του και συνεπώς στόχος είναι η ακύρωση εκείνης της απόφασης και όχι της συμφωνίας με την οποία το κτήμα αγοράστηκε και μεταβιβάστηκε στο όνομα του Συμβουλίου, έχει, εφόσον η μεταβίβαση δεν μπορεί να ακυρωθεί, καταστεί θέμα με θεωρητική μόνο σημασία.

 

 

 

 

Ως αποτέλεσμα, η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.

 

Δοθέντος ότι ανυπαρξία έννομου συμφέροντος στερεί από το Δικαστήριο την εξουσία να ασχοληθεί με την ουσία της προσφυγής (Loukis Kritiotis (πιο πάνω)) δεν θα ασχοληθώ με τα επιχειρήματα και τις θέσεις των δύο πλευρών που έχουν σχέση με την ουσία της προσφυγής.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1.200 υπέρ των καθ'ων η αίτηση 1-5, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, και εναντίον των αιτητών. Μεταξύ αιτητών και καθ'ου η αίτηση 6 δεν επιδικάζονται οποιαδήποτε έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                            Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο