ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1585/08]
27 Σεπτεμβρίου, 2010
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑ. FE. CELESTE SOQUERA
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ' ων η αίτηση
Ε. Λοϊζίδου για Γ.Ζ. Γεωργίου για την αιτήτρια.
Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 3.12.07, αφού τέθηκε σε ισχύ ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικός Νόμος του 2007) Ν. 8(Ι)/2007) η αιτήτρια, με επιστολή των δικηγόρων της, ζήτησε να της παραχωρηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Με την επιστολή ημερομηνίας 13.8.08 ενημερώθηκε πως η αίτηση απορρίφθηκε για δυο λόγους, ως ακολούθως:
(α) Η παραμονή της στη Δημοκρατία ήταν αποκλειστικά επί προσωρινής βάσης και η διάρκεια της άδειας προσωρινής διαμονής της είχε επισήμως περιοριστεί με την ένδειξη «τελική/μη ανανεώσιμη».
(β) Δεν ικανοποιούσε τα προαπαιτούμενα που εξειδικεύονται στο άρθρο 18(1) του Νόμου αναφορικά με την ανάγκη να έχει σταθερούς και τακτικούς οικονομικούς πόρους. Ιδιαίτερα έχοντας υπόψη τις προσωπικές της περιστάσεις και τη φύση και τις περιστάσεις της εργοδότησής της.
Τα πιο πάνω, στη βάση της απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης ημερομηνίας 9.5.08, στα πρακτικά της οποίας η απόφαση εξηγείται ως ακολούθως:
«H 5η περίπτωση που αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης από την Επιτροπή αφορούσε την αίτηση της κας Ma Fe Celeste Soquera, από τις Φιλιππίνες (Αρ. Φ. Β993509):
Η Επιτροπή, αφού εξέτασε την υποβληθείσα από το Τ.Α.Π. & Μ. σχετική έκθεση, αποφάνθηκε ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, όπως αυτό καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 18Ζ, του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως νόμου, για το λόγο ότι η διαμονή της στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αφορούσε αποκλειστικά λόγους προσωρινού χαρακτήρα και η άδεια διαμονής της είχε επίσημα περιορισθεί σ' ότι αφορά τη χρονική της διάρκεια, έχοντας υπόψη τη φύση της επαγγελματικής της ιδιότητας, καθώς και τη διάρκεια της μέχρι σήμερα παραμονής της, συναρτούμενα ως προς τη φύση και το σκοπό της παραμονής της. Εξάλλου, όπως παρατηρήθηκε, η άδειά της έφερε την ένδειξη FINAL, ΝΟΝ RENEWABLE, γεγονός που εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι αναιρεί, την εύλογη προοπτική εδραίωσης της παραμονής της, έτσι, όπως αυτό αναλύεται στην Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση με αρ. 673/2006, (Cresencia Cabotaje Motilla Vs Κ.Δ.), ημερ. 21/01/2008, όπου ρητά διευκρινίζεται ότι « ...η φύση και ο σκοπός της παραμονής εσωτερικών οικιακών βοηθών, που η άδειά τους μάλιστα αφορά συγκεκριμένο εργοδότη, εμπεριέχει μια ειδικότητα και προσωρινότητα της παραμονής τους που δικαιολογεί την εξαίρεσή τους από το γενικό κανόνα, γνωρίζοντας ότι καθ'όλη τη διάρκεια της παραμονής της στην Κύπρο, εγνώριζε ότι αυτή θα ήταν περιορισμένης διάρκειας και δεν μπορούσε να της εδημιουργούντο ερείσματα εύλογων προσδοκιών για μονιμότερη παραμονή και εδραίωσή της στην Κύπρο. Με κάθε ανανέωση μάλιστα της ετονίζετο τούτο, μέσα από την ένδειξη ότι η άδεια δεν θα ανανεώνετο περαιτέρω, όρο τον οποίο απεδέχθη.»
Περαιτέρω, η Επιτροπή, μετά από αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων και δεδομένων της αιτήτριας έκρινε ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 18Θ του νόμου, αναφορικά με την ανάγκη διάθεσης σταθερών και τακτικών οικονομικών πόρων.
Υπό το φως των πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος στην ενδιαφερόμενη.».
Αμφισβητείται το κύρος της απόφασης με αναφορά και στους δυο λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε το αίτημα.
Ο πρώτος λόγος
Η αιτήτρια εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία στις 11.2.00 και έκτοτε της χορηγούνταν προσωρινές άδειες παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός σε ορισμένο εργοδότη. Η τελευταία, πριν τεθεί το ζήτημα του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, έληγε στις 11.2.07 και σ' αυτήν, όπως και προηγουμένως, σημειωνόταν πως αυτή ήταν τελική και μη ανανεώσιμη («final and not renewable»). Στις 7.2.07 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για να της χορηγηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος αλλά, όπως της εξηγήθηκε με την απάντηση ημερομηνίας 14.3.07, ενώ είχε δικαίωμα να υποβάλει τέτοια αίτηση δεν ήταν διαθέσιμα ακόμα τα έντυπα που θα πρέπει να συμπληρωθούν. Επομένως, κατά το νόημά της, θα έπρεπε να επανέλθει και για να καλυφθεί το διάστημα που θα μεσολαβούσε, η προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας παρατάθηκε μέχρι τις 11.2.08. Σ' αυτή την προσωρινή άδεια δεν αναγράφηκε η ένδειξη «τελική και μη ανανεώσιμη». Όταν υποβλήθηκε δεόντως η αίτηση, όπως σημείωσα στις 3.12.07, υποβλήθηκε και αίτηση ημερομηνίας 14.4.08 για περαιτέρω παράταση της προσωρινής άδειάς της, για όσο θα διαρκούσε η εκκρεμότητα της αίτησής της για το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Στις 9.5.08 λήφθηκε η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης και, στις 13.8.08, η αιτήτρια ενημερώθηκε και γι' αυτή αλλά και για παράταση της άδειας παραμονής της μέχρι τις 11.2.09. Ούτε σ' αυτή την άδεια σημειώθηκε η φράση «τελική και μη ανανεώσιμη».
Η αιτήτρια ανέπτυξε γενικούς ισχυρισμούς για ελλιπή έρευνα που θα έπρεπε να περιλάμβανε και ακρόασή της, πλάνη και ελλιπή αιτιολογία. Θεωρώντας πως οι λίγες τυποποιημένες γραμμές της ειδοποίησης ημερομηνίας 13.8.08 ήταν ανεπαρκείς για να καλύψουν τις ανάγκες της περίπτωσης αφού δεν επιτρέπουν το δικαστικό έλεγχο. Σ' αυτό το πλαίσιο αναφέρθηκε σε στοιχεία όπως οι προσωπικές περιστάσεις και ο χαρακτήρας της που δεν απασχόλησαν όπως και σε διατάξεις του Νόμου οι οποίες, κατά την εισήγησή της, τηρούνταν. Θεωρώντας, τελικά, ότι στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαζε το Νόμο. Αυτά, όμως, χωρίς αναφορά στα πρακτικά της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης που και αυτή στηρίχτηκε στο σύνολο των στοιχείων του φακέλου όπως τα κατέγραψε έκθεση που τέθηκε ενώπιόν της και στην οποία, όπως εξηγεί, βασίστηκε. Εξηγείται στα πρακτικά ακριβώς ο πρώτος λόγος απόρριψης εν προκειμένω με σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία που, βεβαίως, δεν μπορεί να συσχετισθεί προς όσα γενικά περί τις προσωπικές περιστάσεις και το χαρακτήρα της αιτήτριας αναφέρθηκαν. Η ουσία της οποίας αποδίδεται και με την επιστολή της 13.8.08, την οποία συμπληρώνει. Μάλιστα, με αναφορά και στην απόφαση της πλήρους Ολομέλειας στη Motilla v. Δημοκρατίας, (2008) 3 AAΔ 29, απόσπασμα από την οποία και παρέθεσε.
Επισημάνθηκε αυτή η πραγματικότητα στην αγόρευση για τους καθ' ων η αίτηση και υποστηρίχτηκε ότι, εν τέλει, η περίπτωση ήταν όμοιας φυσιογνωμίας με εκείνη της Motilla. Οπότε, κατά δέσμευση, η κρίση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Η αιτήτρια δεν υποστήριξε οτιδήποτε προς την αντίθετη κατεύθυνση στην απαντητική της αγόρευση προς διάκριση των χαρακτηριστικών της παρούσας από εκείνα της Motillα. Όπως σημείωσε, υιοθετούσε και επαναλάμβανε την απόφαση της μειοψηφίας στην πιο πάνω υπόθεση αναφορικά με το πνεύμα και το σκοπό της Οδηγίας. Όπως καταλήγει, η απόφαση της πλειοψηφίας στην πιο πάνω υπόθεση παρερμήνευσε το πνεύμα της Οδηγίας. Όμως η απόφαση της πλειοψηφίας στη Motilla είναι δεσμευτική και δεν παρέχεται περιθώριο για πορεία όπως την εισηγείται η αιτήτρια.
Υπάρχει, όμως, ένα θέμα στο οποίο πρέπει να γίνει ειδική αναφορά. Μαζί με τα άλλα, η αιτήτρια επικαλέστηκε το γεγονός ότι στις δυο τελευταίες προσωρινές άδειες παραμονής και εργασίας της, δεν αναγραφόταν η φράση «τελική και μή ανανεώσιμη», στην οποία η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει, όπως εισηγείται η αιτήτρια, ωσάν να μη είχε υπόψη της αυτές τις άδειες. Φράση η οποία, ας σημειωθεί, και στην υπόθεση Motilla συνυπολογίστηκε. Είναι προφανές πως αυτή η ένδειξη στην παρούσα υπόθεση αφορούσε στις προσωρινές άδειες που παραχωρούνταν μέχρι την εκδήλωση της πρόθεσης της αιτήτριας να ζητήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Η πρώτη παράταση δόθηκε ακριβώς για να καλυφθεί η περίοδος μέχρι την υποβολή κατά τύπο τέτοιας αίτησης και η δεύτερη αφού υποβλήθηκε αίτημα για τέτοια προσωρινή παράταση μέχρι τη λήψη απόφασης. Μάλιστα, επιεικώς, ενόψει προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε η εργοδότρια και ο υπερήλικας σύζυγός της, αφού προηγουμένως αποφασίστηκε η απόρριψη του αιτήματος για χορήγηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Δεν θεωρώ, συνεπώς, ότι τα πιο πάνω διαφοροποιούσαν την κατάσταση ώστε να είναι δυνατό να υποστηριχτεί πως, για τέτοιο λόγο, εδώ δημιουργήθηκαν προσδοκίες μόνιμης παραμονής. Ούτε οι προηγούμενες ενδείξεις αναιρούνταν ούτε, βεβαίως, μπορεί να γίνεται λόγος για αλλαγή των σχετικών παραμέτρων.
Ο δεύτερος λόγος
Όπως και σε άλλες υποθέσεις, ενώ με την επικύρωση του πρώτου λόγου καθορίζεται η τύχη της προσφυγής, εξέτασα και το δεύτερο λόγο. Τα δεδομένα σε εκείνες τις περιπτώσεις ήταν τα ίδια. Όσα αφορούσαν σ' αυτό το λόγο εξαντλούνται στο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης, την ουσία της οποίας απέδωσε και η επιστολή της 13.8.08, όπως το παρέθεσα. Είναι το ίδιο όπως και στις άλλες υποθέσεις. Για λόγους που εξήγησα στην προσφυγή Nora Alvarez Lopena ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση 1650/08 ημερομηνίας 11 Φεβρουαρίου, 2010 έκρινα πως, ως προς αυτό το λόγο, το παράπονο της αιτήτριας για ανεπαρκή αιτιολόγηση είναι δικαιολογημένο. Θα περιοριστώ εδώ στην παράθεση του σχετικού αποσπάσματος στη δεύτερη υπόθεση Nilda Govino Paug ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση 186/09 ημερομηνίας 12.2.10 στην οποία γίνεται αναφορά και στην πρώτη. Τα δεδομένα τους αλλά και όσα οι καθ' ων η αίτηση ανέφεραν στην αγόρευσή τους είναι, στην ουσία, τα ίδια.
«Τα πιο πάνω καθορίζουν την τύχη της προσφυγής αλλά οφείλω να ασχοληθώ και με το δεύτερο λόγο απόρριψης της αίτησης. Η εισήγηση της αιτήτριας είναι ιδιαιτέρως σύντομη αλλά βάσιμη. Όσα αναφέρθηκαν από την Επιτροπή, όπως αυτά φαίνονται στο πρακτικό που παρέθεσα αλλά και την επιστολή της ημερομηνίας 4.12.08, είναι εντελώς γενικά και αόριστα ώστε να μην είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, όπως ακριβώς έκρινα και στη Νora Alvarez Lopena ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 1650/08, ημερομηνίας 11 Φεβρουαρίου 2010. Στην οποία επίσης οι καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν με την αγόρευσή τους διάφορες σκέψεις, μάλιστα με αναφορά, όπως και εδώ, σε «ιδιόκτητο κατάλυμα» και «οικονομική ανεξαρτησία». Επαναλαμβάνω και εν προκειμένω πως από όσα η Επιτροπή σημείωσε δεν είναι δυνατό να εντοπιστεί η αιτιολογική σκέψη που θα επέτρεπε το δικαστικό έλεγχο και πως, όπως είναι στοιχειώδες, δεν είναι δυνατό η αιτιολογία να παρέχεται εκ των υστέρων, μάλιστα, με τις αγορεύσεις. Σε συμφωνία, επομένως, με την άποψη της αιτήτριας, καταλήγω πως ως προς το δεύτερο λόγο, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη».
Όπως και στις πιο πάνω υποθέσεις, ο πρώτος λόγος απόρριψης λειτουργεί αυτοτελώς και, συνεπώς, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Με αναφορά σ' αυτόν, η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Δεν θα εκδώσω όμως διαταγή για έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά