ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Συνεκδικαζόμενες Υπόθ. Αρ. 1478/2008 και 1636/2008)
6 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1478/2008)
ΔΑΦΝΗ ΦΙΝΟΠΟΥΛΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1636/2008)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΤΣΑΛΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια στην 1478/2008.
Ε. Νικολαϊδου, για τον Αιτητή στην 1636/08.
Α. Κουντουρή με Στ. Μαξούτη, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδ. Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι παρούσες προσφυγές συνεκδικάστηκαν αφού έχουν κοινό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο. Προσβάλλουν τη νομιμότητα της απόφασης της καθ' ής η αίτηση (στο εξής ΑΛΚ) ημερ. 8.9.08, που λήφθηκε κατόπιν δεύτερης επανεξέτασης και με την οποία επαναδιόρισαν τον κ. Δημήτρη Φελλά (ενδ. μέρος) στη μόνιμη θέση Οικονομικού Διευθυντή, Αρχή Λιμένων Κύπρου, αναδρομικά από 15.6.05.
Οι προηγούμενες αποφάσεις διορισμού του ενδ. μέρους στην επίδικη θέση ακυρώθηκαν με διαδοχικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε προσφυγές που είχαν ασκήσει οι αιτητές. (Δάφνη Φινοπούλου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, συνεκδ. υποθ. αρ. 756/2005 και 860/2005, ημερ. 21.09.06, Δάφνη Φινοπούλου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, συνεκδ. υποθ. αρ. 2094/2006 και 16/2007, ημερ. 1.8.08). Οι λόγοι ακύρωσης στη μεν πρώτη απόφαση αφορούσαν έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με την αρνητική προηγούμενη σταδιοδρομία του ενδ. μέρους λόγω επανειλημμένων αρνητικών σχολίων στο φάκελο του, πλάνη και αντιφατική συμπεριφορά της ΑΛΚ σχετικά με την εκτίμηση της πείρας του ενδ. μέρους, υπεροχή της αιτήτριας Φινοπούλου σε βαθμολογημένη αξία και υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις. Ενώ με τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση διαπιστώθηκε παραβίαση δεδικασμένου που συνίστατο στην παραγνώριση των δυσμενών αξιολογήσεων για το ενδ. μέρος και στην αναφορά του Διοικητικού Συμβουλίου σε ευρεία πείρα του στη Λογιστική.
Η ΑΛΚ δεν εφεσίβαλλε τις πιο αποφάσεις. Προχώρησε σε επανεξέταση υπό το πρίσμα της ακυρωτικής απόφασης, έχοντας μελετήσει σχετικό σημείωμα του Διευθυντή ημερ. 28/8/08, τις αιτήσεις και τα συνημμένα σε αυτές στοιχεία, τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους όσων από τους υποψηφίους ήταν υπάλληλοι της ΑΛΚ. Το Δ.Σ. αποφάσισε στη συνεδρία ημερ. 8/9/08 να καθορίσει 8 χρόνια πείρας ως ελάχιστης για το απαιτούμενο στην παρ.3(β) του σχεδίου υπηρεσίας προσόντος της ευρείας πείρας στη Λογιστική ή/και τα Οικονομικά και το προσόν της ευρείας διοικητικής πείρας καθώς και ότι η πρόνοια 3(στ) δηλ. «Γνώσις και πείρα επί θεμάτων διοικήσεως και λειτουργία λιμένων ή γνώσις άλλων ξένων γλωσσών θα θεωρηθώσιν ως πρόσθετα προσόντα» θα ερμηνεύεται σε διαζευκτική κατοχή των προσόντων που κατονομάζονται.
Επίσης δεν έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που διεξήχθη αρχικά, διότι άλλαξε η σύνθεση του Συμβουλίου. Αποφάσισε περαιτέρω, να μη λάβει υπόψη τις εμπιστευτικές εκθέσεις του ενδ. μέρους για τα έτη 1980, 1981, 1982, 1984, 1985, 1987, 1988 και 1989, οι οποίες περιείχαν δυσμενείς βαθμολογίες, διότι όπως αναλυτικά εξήγησε, εντόπισε παραβάσεις κατά την ετοιμασία τους. Αναφορικά με την κατοχή του επιπρόσθετου προσόντος παραθέτω την εικόνα των υποψηφίων, όπως καταγράφηκε στο πρακτικό:
«Δημήτρης Φελλάς - Διαθέτει γνώση και πείρα σε θέματα διοίκησης και λειτουργίας λιμανιών που απέκτησε υπηρετώντας ως υπάλληλος της Αρχής για περίοδο πέραν των 20 χρόνων από την υπηρεσία της οποίας οικειοθελώς αφυπηρέτησε πρόωρα, την 1/1/2001. Ως εκ τούτου διαθέτει το επιπρόσθετο προσόν του σχεδίου υπηρεσίας.
Δημήτρης Πάτσαλος - Διαθέτει γνώση και πείρα σε θέματα διοίκησης και λειτουργίας λιμανιών, ως υπάλληλος της Αρχής από το Μάϊο του 2002 οπότε και είχε προσληφθεί στην Αρχή. Διαθέτει επομένως το επιπρόσθετο προσόν του σχεδίου υπηρεσίας.
Δάφνη Φινοπούλου - Διαθέτει γνώση και πείρα σε θέματα διοίκησης και λειτουργίας λιμανιών ως υπάλληλος της Αρχής για πάνω από 20 χρόνια. Διαθέτει επομένως το επιπρόσθετο προσόν. Το Συμβούλιο σημείωσε ότι η κα Φινοπούλου διαθέτει και το προσόν της γερμανικής γλώσσας. Λαμβανομένης ωστόσο της ερμηνείας που έδωσε το Συμβούλιο στο προσόν 3(στ) του σχεδίου υπηρεσίας (παρ. 1.4(β) πιο πάνω) δεν τίθεται θέμα κατοχής δύο επιπρόσθετων προσόντων.»
Το Συμβούλιο της ΑΛΚ έλαβε υπόψη τις εκθέσεις των υποψηφίων με έμφαση στα τελευταία τρία χρόνια και ενόψει όλων των συγκριτικών στοιχείων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδ. μέρος ήταν ο καταλληλότερος για διορισμό.
Προσφυγή 1478/2008
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας επικεντρώνει την επιχειρηματολογία του στην παραβίαση δεδικασμένου εκ μέρους της ΑΛΚ σε ό,τι αφορά τις ετήσιες εκθέσεις των διαδίκων. Είναι η θέση του ότι ενώ η αιτήτρια, όπως διαπιστώθηκε από τις δυο ακυρωτικές αποφάσεις, είχε διαχρονική και σαφή υπεροχή στις αξιολογήσεις, το Συμβούλιο παρακάμπτοντας τα αρνητικά σχόλια σε ετήσιες εκθέσεις του ενδ. μέρους και αγνοώντας τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντος λειτουργού (Γενικού Διευθυντή), παρουσίασε την αιτήτρια να ισοβαθμεί ή να υπερτερεί ελαφρά του ενδ. μέρους. Υποστηρίζει ότι για άλλη μια φορά η ΑΛΚ παρασιώπησε την αρνητική σταδιοδρομία του ενδ. μέρους που επιβεβαιώνεται από τα δυσμενή σχόλια στον προσωπικό και υπηρεσιακό του φάκελο, επιδεικνύοντας αντιφατική συμπεριφορά σε σχέση με την αιτιολογία που παρέθεσε σε προηγούμενη διαδικασία (2002) όταν το ενδ. μέρος διεκδίκησε τη θέση του Προϊσταμένου Λογιστηρίου και η Αρχή δεν τον διόρισε λόγω της προβληματικής του σταδιοδρομίας και των δυσμενών αξιολογήσεων. Η προσφυγή του απορρίφθηκε και ασκήθηκε έφεση (Δημήτρης Φελλάς ν. ΑΛΚ, ΑΕ 3804, ημερ.13.10.06) η οποία απορρίφθηκε από έδρας ως εξής:
«Αρτεμίδης, Π.: Δεν θα καλέσουμε τις άλλες πλευρές. Εχουμε μελετήσει το φάκελο της υπόθεσης με πολλή προσοχή, ιδιαίτερα την απόφαση του συναδέλφου μας που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή. Από την απόφαση και το διοικητικό φάκελο φαίνεται καθαρά η αρνητική σταδιοδρομία του αιτητή και όλες οι αποδοκιμαστικές εκθέσεις και σημειώσεις που διαχρονικά αναφέρονται στον υπηρεσιακό του φάκελο. Είναι λοιπόν άξιον απορίας που ο εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή και μετά την παρούσα έφεση, η οποία κρίνεται ολωσδιόλου απαράδεκτη και απορρίπτεται ..»
Η πιο πάνω απόφαση παράγει δεδικασμένο μόνο μεταξύ του ενδ. μέρους και της ΑΛΚ και δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της στην παρούσα προσφυγή που η σύγκριση αφορά το ενδ. μέρος και την αιτήτρια.
Η καθ' ης η αίτηση επικαλείται τις Αναθεωρητικές Εφέσεις 144/2006 και 145/2008 που άσκησε το ενδ. μέρος αντίστοιχα εναντίον των δυο ακυρωτικών αποφάσεων που προηγήθηκαν και οι οποίες εκκρεμούν, προκειμένου να αρνηθεί την ύπαρξη δεδικασμένου. Το γεγονός ότι οι εν λόγω αποφάσεις υπόκεινται σε έφεση και δεν έχουν καταστεί οριστικές και τελεσίδικες, δεν εμπόδισε φυσικά τη διενέργεια επανεξέτασης και δεν αναστέλλει την εφαρμογή του ακυρωτικού αποτελέσματος. Κατ΄ επέκταση δεν αναιρεί τη δέσμευση του Συμβουλίου της ΑΛΚ κατά την επανεξέταση να λειτουργήσει υπό το φως των όποιων διαπιστώσεων (λειτουργικών ευρημάτων) των ακυρωτικών αποφάσεων. Εξάλλου, το δεδικασμένο δεν επηρεάζεται από την εκκρεμότητα έφεσης. (Τabalo v. Nautley Shipping (1992) 1(B) ΑΑΔ 1488, Ελενίτσα Μαυρομάττη κ.α ν. ΕΔΥ (1996) 4(Ε) ΑΑΔ 3251).
Με το πιο πάνω δεδομένο θα εξετάσω στη συνέχεια ποια από τα εγειρόμενα θέματα καλύπτονται από το δεδικασμένο της απόφασης κατά τρόπο που το Συμβούλιο της Αρχής εμποδιζόταν να τα επαναφέρει ή να τα επαναδιερευνήσει στα πλαίσια της επανεξέτασης που εδώ ενδιαφέρει.
Σύμφωνα με το άρθρο 59(2) του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(1)/99, κατά την επανεξέταση η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό.
Παραθέτω αποσπάσματα από την απόφαση στις συνεκδ. υποθ. 756/05 και 860/05 που καθορίζουν την ύπαρξη του όποιου δεδικασμένου αναφορικά με την αξία και την πείρα των διαδίκων:
«Η αναφορά λοιπόν στην πείρα του ΕΜ από την υπηρεσία του στο Λογιστήριο της ΑΛ, που χρησιμοποιήθηκε και για διαπίστωση του πλεονεκτήματος, ως καθιστώσα αυτόν υπέρτερο όλων των υπαλλήλων της ΑΛ, ήταν πεπλανημένη όπως πεπλανημένη ήταν και η παράλειψη αναφοράς του Διοικητικού Συμβουλίου στην υπεροχή της κας Φινοπούλου σε βαθμολογημένη αξία, αφού αυτή είχε διαχρονικά από το 1982 καθ΄ όλα εξαίρετες αξιολογήσεις ενώ το ΕΜ είχε, ιδιαίτερα τα έτη 1982 μέχρι και 1995, όχι μόνο πολύ υποδεέστερες αξιολογήσεις αλλά και έντονα αρνητικά σχόλια.
Πέραν τούτου όμως, επανέρχομαι στην παράλειψη αναφοράς στην αρνητική πτυχή της προηγούμενης σταδιοδρομίας του ΕΜ στην ΑΛ για να παρατηρήσω ότι τούτο συνιστούσε τουλάχιστον έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου, παρά την αναφορά του στα πρακτικά για ενδελεχή μελέτη όλων των ενώπιον του ουσιωδών στοιχείων ..»
Στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση (συνεκδ. υποθ. 2094/2006 και 16/2007) δεν γίνεται άμεση ανάλυση των πιο πάνω κριτηρίων της αξίας και της πείρας, αλλά έμμεση αναφορά με δεδομένη την κρίση περί παραβίασης δεδικασμένου:
«Οι αναφορές του Διοικητικού Συμβουλίου σε ευρεία πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους στη Λογιστική που καταλήγει σε εξαίρετη αξιολόγηση και σε περιορισμένη αντίστοιχη πείρα της αιτήτριας Φινοπούλου, καθώς και η απόφαση να αγνοηθούν οι δυσμενείς αξιολογήσεις και τα αρνητικά σχόλια των φακέλων του ενδιαφερόμενου μέρους, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετος υπάλληλος, στην ουσία ανατρέπει τα όσα έχουν αποφασιστεί και παραβιάζει το δεδικασμένο.»
Κανένα από τα πιο πάνω δικαστικά ευρήματα δεν εμπόδιζε την ΑΛΚ να αξιολογήσει εκ νέου την πείρα του ενδ. μέρους όχι μόνο ως υπαλλήλου της αρχής αλλά και την πείρα που αποκτήθηκε στον ιδιωτικό τομέα πριν τον ουσιώδη φυσικά χρόνο. Αντιθέτως το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να αναθεωρήσει τα συμπεράσματα του αναφορικά με την πείρα των υποψηφίων που, από ότι φαίνεται και από τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα, αναδεικνυόταν σε σημαντικό κριτήριο για την επίδικη θέση και μάλιστα σε συνάρτηση με ότι προέκυπτε ως συνολική βαθμολογική αξία των υποψηφίων. Αυτό ακριβώς έκανε το Συμβούλιο, αναφέροντας τα πιο κάτω:
«3.11 Στο θέμα της πείρας ως στοιχείου που προσμετρά στην αξία των υποψηφίων, το Συμβούλιο έκρινε ότι ο κος Φελλάς υπερτερεί έναντι τόσο της κας Φινοπούλου όσο και του κου Πάτσαλου, λόγω της πέραν και επιπλέον πείρας, που απαιτείται ως ελάχιστο απαιτούμενο προσόν με βάση την παρ. 3(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, που απέκτησε στην υψηλόβαθμη θέση του Προϊσταμένου Λογιστηρίου, δηλ. στην αμέσως κατώτερη ιεραρχικά θέση της υπό πλήρωση θέσης του Οικονομικού Διευθυντή, η οποία είναι απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης αλλά και της επιπρόσθετης πείρας που απέκτησε από το 2003, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Αντιπρόεδρος σε δύο θυγατρικές εταιρείες στο εξωτερικό της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και μέλος μιας θυγατρικής εταιρείας της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου στην Κύπρο, καθώς επίσης της επιπρόσθετης πείρας που απέκτησε ως Financial Controller στον ιδιωτικό τομέα, πείρα η οποία επίσης είναι απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, συμβάλλει πραγματικά στην καλύτερη και ευχερέστερη εκτέλεση των καθηκόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης του Οικονομικού Διευθυντή και προσδίδει υπεροχή στο πρόσωπο του στον τομέα αυτό.»
Το Συμβούλιο προχώρησε σε περισσότερη ανάλυση ως εξής:
«Το Συμβούλιο έκρινε ότι ο κος Φελλάς διαθέτει ευρεία πείρα στα οικονομικά και ευρεία διοικητική πείρα στην υψηλόβαθμη θέση του Προϊσταμένου Λογιστηρίου, δηλαδή στην αμέσως κατώτερη ιεραρχικά θέση της υπό πλήρωση θέσης του Οικονομικού Διευθυντή. Διευκρινίζεται ότι η πείρα αυτή που είναι απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, είναι πέραν και επιπλέον της πείρας που απαιτείται ως ελάχιστο απαιτούμενο προσόν με βάση την παρ. 3(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι ο κ. Φελλάς διαθέτει και σχετική πείρα ως Financial Controller στον ιδιωτικό τομέα, την οποία απέκτησε μετά την οικειοθελή αφυπηρέτηση του από την Αρχή.
Επίσης κατέχει ευρεία πείρα στα οικονομικά, εφόσον σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε ήταν υπεύθυνος για την ετοιμασία καταστάσεων και μελετών για τα οικονομικά της Αρχής και γενικά ήταν υπεύθυνος για τα δημοσιονομικά της Αρχής. Ακόμα μέσα στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του ως Προϊστάμενος Λογιστηρίου ήταν «project manager» για αριθμό σημαντικών μελετών που έγιναν από εμπειρογνώμονες για λογαριασμό της Αρχής, που μεταξύ άλλων είναι, «Study of Management, Financial, Operational and Technical Aspects of the CPA», «Management Consultancy and Overtime Study», «Study for the introduction of Computer Based Information System» και «Pricing strategy and structure for CPA».
Ο κ. Φελλάς διαθέτει επίσης ευρεία διοικητική πείρα, εφόσον σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε ήταν υπεύθυνος για τη διοίκηση βασικών τομέων ευθύνης της οικονομικής διεύθυνσης της Αρχής. Ως εκ της θέσης του διετέλεσε μέλος διαφόρων επιτροπών που ασχολούνταν με θέματα σημαντικών τομέων της Αρχής π.χ. του Ταμείου Προνοίας Τακτικών Εργατών της Αρχής, της Συντονιστικής Επιτροπής για την επέκταση του λιμανιού Λεμεσού, της υπογραφής της πρώτης συλλογικής σύμβασης με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, των δανειοδοτήσεων της ΑΛΚ κ.ά.
Τέλος το Διοικητικό Συμβούλιο σημείωσε ότι ο κ. Φελλάς από το 2003 διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και ότι είναι Αντιπρόεδρος σε δύο θυγατρικές εταιρείες στο εξωτερικό της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και μέλος μιας θυγατρικής εταιρείας της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου στην Κύπρο.»
Επίσης το ζητούμενο για το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση ήταν να μην παραλείψει να αναφερθεί στην υπεροχή της αιτήτριας σε βαθμολογημένη αξία, αντιπαραβάλλοντας με τα όσα δυσμενή προέκυπταν από τις αξιολογήσεις του ενδ. μέρους και τον προσωπικό του φάκελο. Ούτε σε αυτήν την πτυχή θεωρώ ότι τα όσα καταγράφονται στα πρακτικό παραβιάζουν τον κανόνα του δεδικασμένου:
«3.13 Αναφορικά με την αξία, το Συμβούλιο έχοντας υπόψη του την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές αρ. 2094/06 και 16/07 μελέτησε προσεκτικά τους φακέλους με τις εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις του κ. Φελλά, της κας Φινοπούλου και του κ. Πάτσαλου. Σ΄ ότι αφορά τον κ. Φελλά διαπίστωσε ότι παρά τα αρνητικά σχόλια στις αξιολογήσεις του και παρά τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν σ΄ αυτές, οι οποίες αναφέρονται στην παρα. 3.7. (α) και (β) πιο πάνω, για τα έτη 1983, 1984, 1985, 1986, 198 και 1989 ο κ. Φελλάς και η κα Φινοπούλου ισοβαθμούσαν με γενικό βαθμό 5, που είναι ο ανώτατος βαθμός. Ελαφριά διαφοροποίηση υπάρχει στο έτος 1987 όπου ο κ. Φελλάς βαθμολογήθηκε με γενικό βαθμό 4 ενώ η κα Φινοπούλου με 5. Επίσης διαπιστώθηκε ότι οι αξιολογήσεις της κας Φινοπούλου υπερείχαν από αυτές του κ. Φελλά κατά τα έτη 1990 - 1995 ενώ το έτος 1996 ισοβαθμούσαν. Περαιτέρω, παρατήρησε ότι η εικόνα που παρουσιάζει ο κος Φελλάς κατά τα τρία τελευταία χρόνια της σταδιοδρομίας του στην Αρχή και για τα οποία υπάρχουν σχετικές υπηρεσιακές εκθέσεις (1997, 1998, 1999, για το έτος 2000 δεν είχε συμπληρωθεί τέτοια έκθεση) είναι αυτή του εξαίρετου υπαλλήλου. Η ίδια εικόνα, για τα έτη αυτά, δηλαδή του εξαίρετου υπαλλήλου υπάρχει και για την κα Φινοπούλου. Ιδιαίτερη έμφαση και βαρύτητα στο Συμβούλιο αποδίδει στις αξιολογήσεις των 3 τελευταίων χρόνων ενώ στα υπόλοιπα έτη, τα οποία ανάγονται σε απώτερο έως παρωχημένο χρόνο απέδωσε την ανάλογη και αντίστοιχη βαρύτητα. Σ΄ ότι αφορά τον κ. Πάτσαλο, ο οποίος είναι υπάλληλος της Αρχής τα 3 τελευταία χρόνια, το Συμβούλιο σημείωσε ότι η εικόνα που παρουσιάζει είναι αυτή του σχεδόν εξαίρετου υπαλλήλου.
3.14 Το Διοικητικό Συμβούλιο προβλημάτισε ιδιαίτερα ο συσχετισμός και η συστάθμιση των όσων αναφέρονται στην παρα. 3.13. πιο πάνω για τα αρνητικά σχόλια και τις αξιολογήσεις του κ. Φελλά και της κας Φινοπούλου σε σχέση με την υπεροχή του κ. Φελλά έναντι της κας Φινοπούλου σε πείρα (παρα 3.11 πιο πάνω). Υστερα από μακρά συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων το Συμβούλιο αξιολόγησε και προέκρινε ομόφωνα την συγκριτική υπεροχή της πείρας του κ. Φελλά έναντι των όσων αναφέρονται στην παρα. 3.13 πιο πάνω για τα αρνητικά σχόλια και τις αξιολογήσεις του κ. Φελλά και της κας Φινοπούλου, συγκριτική υπεροχή η οποία κρίνει το Συμβούλιο ότι τον φέρει να υπερτερεί στο κριτήριο της αξίας, γενικότερα, έναντι της κας Φινοπούλου.»
Έρχομαι τώρα στην απόφαση του Συμβουλίου να αγνοήσει κάποιες από τις εκθέσεις του ενδ. μέρους καθώς και δυσμενή σχόλια στον προσωπικό του φάκελο και στις αξιολογήσεις του διαχρονικά (όπως αναλυτικά παραθέτει ο δικηγόρος της αιτήτριας στις σελ. 25-30 της γραπτής του αγόρευσης). Ο Ηλιάδης, Δ. στην προηγούμενη ακυρωτική απόφαση θεώρησε αυτή την απόφαση σκόπιμη ως αντιβαίνουσα προς το δεδικασμένο που κάλυπτε την υπέρτερη αξία της αιτήτριας. Θεωρώ ωστόσο ότι η νομιμότητα της επιμέρους αυτής απόφασης δεν κρίθηκε αυτοτελώς στη βάση όλων των σχετικών στοιχείων που η ΑΛΚ θέτει τώρα ενώπιον μου[1], αλλά μόνο σε συνάρτηση με την ανατροπή του δεδικασμένου αναφορικά με την αξία των υποψηφίων. Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν αποτελεί εκτελεστικό εύρημα και μέρος του δεδικασμένου κατά τέτοιο τρόπο που να εμποδίζει τη διοίκηση να επαναλάβει την απόφαση της αυτή, εφόσον υποστηρίξει με κατάλληλη αιτιολογία τη νομιμότητα της στα πλαίσια λήψης της επίδικης απόφασης. Από όσα πιο κάτω παραθέτω, εκτιμώ ότι αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση της να αγνοήσει κάποιες από τις εκθέσεις και αρνητικά σχόλια που θα έπλητταν σημαντικά την αξία του ενδ. μέρους:
«Εξετάζοντας όλους τους φακέλους των υποψηφίων που είναι υπάλληλοι της Αρχής καθώς επίσης και του υποψηφίου κ. Δημήτρη Φελλά που ήταν υπάλληλος της Αρχής από το 1980 μέχρι το 2000, το Συμβούλιο παρατήρησε ότι ορισμένες εμπιστευτικές εκθέσεις δεν έγιναν σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες ρυθμίσεις. Αυτές οι παραβάσεις είναι δύο ειδών:
(α) Η πρώτη έγινε όσον αφορά την ύπαρξη δυσμενών βαθμολογιών σε ορισμένα σημεία, για τις οποίες ο αξιολογών λειτουργός παράτυπα και σε αντίθεση με τις σχετικές διατάξεις δεν ζητούσε την υποβολή παραστάσεων από μέρους του αξιολογούμενου λειτουργού. Ειδικότερα, αυτή η παρατυπία αφορά στις εκθέσεις του κ. Δημήτρη Φελλά για τα χρόνια 1980, 1981 και 1982 και το Συμβούλιο αποφάσισε να μη λάβει υπόψη τις δυσμενείς βαθμολογίες που έγιναν στις εν λόγω εκθέσεις.
(β) Η δεύτερη έγινε όσον αφορά την αλλαγή βαθμολογίας από τον προσυπογράφοντα λειτουργό, τις περιπτώσεις που όπως προκύπτει από τις εκθέσεις ο προσυπογράφων λειτουργός δεν συζητούσε τις τροποποιήσεις της βαθμολογίας με τον αξιολογούντα λειτουργό και δεν αιτιολογούσε τις τροποποιήσεις που επέφερε στη βαθμολογία στις περιπτώσεις διαφωνίας. Ειδικότερα αυτή η παρατυπία αφορά στις εκθέσεις του κ. Φελλά για τα χρόνια 1980, 1981, 1984, 1985, 1987, 1988 και 1989 και το Συμβούλιο αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού σ΄ αυτές τις περιπτώσεις. Η ίδια παρατυπία έγινε σε σχέση με την κα Α. Κουτσού για τα χρόνια 1980-1986 και το Συμβούλιο αποφάσισε να μη λάβει υπόψη του τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού σ΄ αυτές τις περιπτώσεις.»
Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που αγνοήθηκαν από την Αρχή εκθέσεις υπαλλήλων της για το λόγο ότι έγιναν παράτυπα. (Βλ. Α. Θεοφάνους κ.α. ν. ΑΛΚ, υπόθ. αρ. 789/97, ημερ. 29.3.99, Χαρ. Χαραλάμπους ν. ΑΛΚ, υπόθ. αρ. 1154/2004, ημερ. 10.8.07, Ευριπίδης Μαλλιώτης κ.α. ν. ΑΛΚ, υπόθ. αρ. 635/2003, ημερ. 27.1.05).
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την αξιολόγηση του περιεχομένου των εμπιστευτικών εκθέσεων, ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν λόγοι που τείνουν να καταδείξουν την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων στην ετοιμασία των εκθέσεων από τους αρμόδιους λειτουργούς έχουν διατυπωθεί με περισσή σαφήνεια στη Σταύρου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Η εμπιστευτική έκθεση αποτελεί σημαντικό δείκτη της αξίας υποψηφίων για προαγωγή στη Δημόσια Υπηρεσία. Η ύπαρξη στοιχείων ή λόγων που τείνουν να αποδυναμώσουν τα αντικειμενικά συμπεράσματα από το περιεχόμενο της (έκθεσης) ανάγεται στην εκτίμηση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Στο ίδιο πεδίο εντάσσονται και λόγοι που τείνουν να καταδείξουν την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων στην ετοιμασία της έκθεσης από τους αρμόδιους λειτουργούς.
......................................
......................................
. η εκτίμηση της ορθότητας των ισχυρισμών και οι επιπτώσεις τους αν κρίνονταν σωστές στις διεκδικήσεις του ενδιαφερόμενου μέρους για προαγωγή ανάγονται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος σώματος. Η εκτίμησή τους από το Δικαστήριο θα συνιστούσε παρεμβολή της δικαστικής εξουσίας στο διοικητικό έργο που δεν είναι επιτρεπτή. Η αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής στον προσδιορισμό των ουσιωδών γεγονότων που άπτονται της άσκησης των εξουσιών της τονίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ζαβρός ν. Δημοκρατίας, αρ. 779/87, ημερ. 26.1.89.»
Στα πλαίσια τέλος της συνολικής αξιολόγησης της αξίας δεν παραβλέπω το γεγονός ότι ο δικηγόρος του ενδ. μέρους αντιπαραθέτει στις σελ. 26-31 ευχαριστήριες επιστολές και θετικά σχόλια που τον αφορούσαν, όπως προκύπτουν από τους φακέλους του διαχρονικά.
Επίσης, το γεγονός ότι τα αρνητικά σχόλια και οι αξιολογήσεις του ενδ. μέρους προβλημάτισαν και λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο, φαίνεται στην παρ.3.14 του πρακτικού (ανωτέρω) όπου ωστόσο, προκρίνεται η πείρα του ενδ. μέρους ως αυξητικό στοιχείο της αξίας του που κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του, με δεδομένο ότι η υπό πλήρωση θέση είναι αυτή του Οικονομικού Διευθυντή, ψηλά στην ιεραρχία, γεγονός που προσδίδει μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια στην Αρχή.
Ενόψει των λέχθέντων, οι λόγοι ακύρωσης που προβλήθηκαν σε συνάρτηση με το δεδικασμένο απορρίπτονται.
Η αιτήτρια ισχυριζεται στη συνέχεια ότι διέθετε υπέρτερη πείρα τόσο σε διάρκεια (10 έτη επιπλέον του ενδ. μέρους) όσο και ποιοτικά ως υπάλληλος της ΑΛΚ σε μια σταδιοδρομία 31 ετών. Θεωρεί επίσης ότι η πείρα του ενδ. μέρους θα έπρεπε να εκτιμηθεί και σε σχέση με την προβληματική σταδιοδρομία του. Όπως έχει ήδη λεχθεί, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλα τα σχετικά στοιχεία προκειμένου να κρίνει την πείρα. Ωστόσο, όπως φαίνεται και από τις εκθέσεις τους, η πείρα του ενδ. μέρους αναγόταν σε καθήκοντα απολύτως συναφή με αυτά της επίδικης θέσης αφού υπηρετούσε σε ιεραρχικά ψηλές θέσεις στο Λογιστήριο, συνεπώς προσμέτρησε περισσότερο στην αξία του. Η αιτήτρια αν και εξαίρετη υπάλληλος υπηρετούσε σε θέση Λειτουργού Μελετών και Ερευνών και αργότερα ως Διευθύντρια Λιμανιού, συνεπώς η πείρα της δεν ήταν άμεσα σχετική.
Η αιτήτρια επίσης παραπονείται ότι πεπλανημένα η καθ' ής η αίτηση εξίσωσε τα δυο πρόσθετα προσόντα της, δηλαδή τη γνώση επί θεμάτων διοικήσεως και λιμανιών και την κατοχή δεύτερης ξένης γλώσσας με την κατοχή ενός μόνο προσόντος που διέθετε το ενδ. μέρος. Είχε προηγηθεί ερμηνεία του Συμβουλίου ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας θα ερμηνεύεται διαζευκτικά ως εξής:
«(β) Η πρόνοια 3(στ) του Σχεδίου Υπηρεσίας δηλαδή «Γνώσις ή/και πείρα επί θεμάτων διοικήσεως και λειτουργίας λιμένων ή γνώσις άλλων ξένων γλωσσών θα θεωρηθώσιν ως επιπρόσθετα προσόντα» ερμηνευτεί ότι αναφέρεται σε κατοχή διαζευκτικά των προσόντων που κατονομάζονται. Ειδικότερα, η ερμηνεία που δίδει το Συμβούλιο στην παρ. 3(στ) του σχεδίου υπηρεσίας είναι ότι η γνώση ή πείρα σε θέματα διοίκησης ή λειτουργίας λιμένων ή η γνώση άλλων ξένων γλωσσών θα θεωρούνται διαζευκτικά ως επιπρόσθετο προσόν. Το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του ότι με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ουσιαστικό ερώτημα είναι κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν το επιπρόσθετο προσόν και όχι αν το κατέχουν δυνάμει της μίας η των δύο ή τριών διαζεύξεων του. Το Συμβούλιο σημείωσε ότι το λεκτικό της παραγράφου 3(στ) αναφέρεται σε «επιπρόσθετα προσόντα». Ο πληθυντικός είναι σε συνάρτηση με διαζεύξεις και δεν εξυπακούει ότι αυτές μπορούν εάν συντρέχουν σωρευτικά - να δημιουργούν πέραν του ενός επιπρόσθετου προσόντος. Αφενός εάν ήταν αυτός ο σκοπός του Νομοθέτη, θα ανέμενε κάποιος ότι οι διαζεύξεις θα καταγράφονταν σε ξεχωριστές παραγράφους και αφετέρου μια τέτοια ερμηνεία είναι εκτός της συνήθους λογικής και πρακτικής που ακολουθείται ανέκαθεν στα Σχέδια Υπηρεσίας της Αρχής, τα οποία απαιτούν διαζευκτικά την κατοχή ενός επιπρόσθετου προσόντος.»
Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκουν στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο δεν παρεμβαίνει όταν η ερμηνεία που δόθηκε είναι εύλογα επιτρεπτή, ακόμη και εν έχει διαφορετική γνώμη. (Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1318, Γιώργος Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 481).
Στην προκείμενη περίπτωση η ερμηνεία που υποστηρίχθηκε με δέουσα αιτιολογία, δεν επιδέχεται τέτοιας επέμβασης. Σύμφωνα εξάλλου με τη νομολογία, εκείνο που έχει σημασία είναι η κατοχή ενός πρόσθετου προσόντος και όχι αν υπάρχει και κατοχή άλλου πρόσθετου προσόντος, κατά διαζευκτικό τρόπο, σύμφωνα με το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας. (Μ. Παπαδοπούλου κ.α. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 ΑΑΔ 276).
Αναφορικά με τη γενικότερη σύγκριση των επιμέρους κριτηρίων που επιχειρεί η αιτήτρια, θεωρώ ότι εν πολλοίς καλύφθηκε με όσα ήδη έχουν καταγραφεί στα πλαίσια των προηγούμενων λόγων ακύρωσης. Συνοπτικά περιορίζομαι να αναφέρω ότι ενόψει της ισοδυναμίας στα προσόντα και της ελαφράς υπεροχής της αιτήτριας σε βαθμολογημένη αξία (με δεδομένη την απόφαση του Συμβουλίου να αγνοήσει κάποιες από τις εκθέσεις απομακρυσμένων ετών), του ενδ. μέρους σημασία δόθηκε στην υπεροχή του ενδ. μέρους σε λογιστική/οικονομική και διοικητική πείρα. Η αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή και η απόφαση θεωρείται εύλογη.
Προσφυγή αρ. 1636/2008
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση πάσχει διότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο που προκύπτει τόσο από την Φελλάς ν. ΑΛΚ, υπόθ. 629/02, ημερ. 20.4.04 και την Φελλάς ν. ΑΛΚ, ΑΕ 3804, ημερ. 13.10.06 οι οποίες αφορούσαν στο διορισμό του αιτητή στη θέση του προϊσταμένου Λογιστηρίου, όσο και από τις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις στην παρούσα διαδικασία. Πέραν του ότι δεν υπάρχει ταύτιση της ιδιότητας των διαδίκων στην πρώτη προσφυγή, που είναι αναγκαία προϋπόθεση του δεδικασμένου(ο αιτητής στην παρούσα ήταν ενδ. μέρους σε εκείνες ενώ το ενδ. μέρος στην παρούσα είχε εκεί την ιδιότητα του αιτητή), για τους λόγους που ήδη έχω εξηγήσει, δεν διαπιστώνω παραβίαση δεδικασμένου σε σχέση με την απόφαση να μην ληφθούν υπόψη αξιολογήσεις και δυσμενή σχόλια σε απομακρυσμένα έτη της σταδιοδρομίας του ενδ. μέρους. Η επιμέρους αυτή απόφαση, που ας σημειωθεί ότι δεν αφορούσε μόνο το ενδ. μέρος αλλά και άλλη υποψήφια, έχει ήδη κριθεί αρκούντως αιτιολογημένη. (Βλ. επίσης Γιάννης Κουρσάρος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 345).
Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη σε σχέση με την διαπίστωση της αξίας του. Χαρακτηρίστηκε ως σχεδόν εξαίρετος υπάλληλος χωρίς καμία αιτιολόγηση. Ο αιτητής παραπέμπει στην παρ.4.12. του παρ.Β2 στην ένσταση εκ παραδρομής, αφού αυτά αφορούν την προηγούμενη διαδικασία (πρακτικά ημερ.12/10/06). Η ΑΛΚ στην επίδικη συνεδρία ανέφερε ότι «σε ότι αφορά τον κ. Πάτσαλο που είναι υπάλληλος της Αρχής τα 3 τελευταία χρόνια, το συμβούλιο σημείωσε ότι η εικόνα που παρουσιάζει είναι αυτή του σχεδόν εξαίρετου υπαλλήλου.» Ο αιτητής δεν ανέτρεψε με τα όσα ισχυρίζεται το εύλογο αυτό συμπέρασμα της ΑΛΚ με βάση το περιεχόμενο των εκθέσεων του στη χρονολογική αυτή συγκριτική βάση. Παρατηρώ επίσης ότι είναι λόγος που θα μπορούσε να προβάλει και με την προηγούμενη προσφυγή του και δεν το έκανε ή δεν εξετάστηκε και εφόσον ο ίδιος δεν εφεσίβαλε, δεν δικαιούται να τον θέτει εδώ. (Ρένος Ναζίρης ν. ΡΙΚ, υπόθ. αρ. 810/2004, ημερ. 12.02.07).
Οι εισηγήσεις του αιτητή αναφορικά με τα προσόντα και την έλλειψη δέουσα έρευνας, δεν μπορούν να εξεταστούν αφού τα είχε εγείρει στις προηγούμενες προσφυγές και έχουν εξεταστεί, αποτελούν μέρος του δεδικασμένου. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Η κα Νικολαϊδου εισηγείται επίσης ότι δεν αξιολογήθηκε δεόντως, ως πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, το ΜΒΑ του Αιτητή. Δεν με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση. Η επιλογή του Ε.Μ. βασίστηκε στην καλύτερη απόδοση του στην προφορική εξέταση και στην υπεροχή του σε πείρα. Με δεδομένο ότι και ο κ. Πάτσαλος και το ΕΜ διέθεταν το πλεονέκτημα, το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε ότι τόσο το ΜΒΑ του κ. Πάτσαλου όσο και το MSc του Αιτητή ήσαν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης δικαιούμενα σε ανάλογη βαρύτητα. Δεν υποτιμήθηκε το ΜΒΑ του κ. Πάτσαλου και αφού ανάλογο προσόν είχε και το ΕΜ και ιδιαίτερα αφού και οι δύο ήδη διέθεταν το πλεονέκτημα που ήταν πιο σημαντικό.»
Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με €2000 υπέρ της καθ΄ ης η αίτηση και σε βάρος των αιτητών. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
[1] Το Δ.Σ. αγνόησε κάποιες εκθέσεις του ενδ. μέρους σε συνέπεια με παλαιότερη απόφαση του ημερ. 3.5.99 στα πλαίσια πλήρωσης θέση γενικού Διευθυντή της Αρχής κατά την οποία ακυρώθηκαν εκθέσεις και άλλων υπαλλήλων, επειδή διαπιστώθηκαν συγκεκριμένες παρατυπίες. Η απόφαση αυτή σχολιάστηκε επιδοκιμαστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Γιαννάκης Κόκκινος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 920/99, ημερ. 10.5.01.