ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                        (Υπόθεση Αρ. 1101/2008)

 

28 Σεπτεμβρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 29 και 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ   -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.),

Καθ΄ ου η αίτηση.

-----------------------------------

 

Α. Αργυρού, για τον Αιτητή.

Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους

 Καθ΄ων η αίτηση.

-----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:   Ο αιτητής κατέχει δίπλωμα Χημικού Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Ελλάδας απ΄ όπου αποφοίτησε τον Ιούνιο του 2007, με λίαν καλώς.  Αίτηση του αιτητή για αναγνώριση του διπλώματος του ως ισοδύναμου πτυχίου πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο και ειδίκευση του Χημικού Μηχανικού και ταυτόχρονα ως τίτλου ισότιμου προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, μελετήθηκε από τους καθ΄ ων στη συνεδρία τους ημερ. 15.10.2007, όπου και αποφασίστηκε η αναγνώριση του διπλώματος ως ισοτίμου και αντιστοίχου με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο της Χημικής Μηχανικής.  Απέστειλε όμως την αίτηση στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισήγησης κατά πόσο το ίδιο δίπλωμα ήταν αναγνωρίσιμο και ως ισότιμο με μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master.

 

        Η γνωμάτευση της αρμοδίας Επιτροπής Κρίσεως, η οποία εξέτασε και τη διπλωματική εργασία που είχε εκπονήσει ο αιτητής στα πλαίσια της απόκτησης του διπλώματος του, ήταν ότι η εργασία αυτή με τίτλο «Διαχείριση Αέριων Εκπομπών από Χοιροστάσια στην Κύπρο, Σχολή Χημικών Μηχανικών, «ΕΜΠ 2007», αφορούσε κυρίως την παράθεση της Ευρωπαϊκής και Κυπριακής Νομοθεσίας και περιελάμβανε έκθεση για την υφιστάμενη κατάσταση στην Κύπρο σε σχέση με την εντατική εκτροφή χοίρων και περίληψη των καλύτερων τεχνικών για τη διαχείριση των αέριων εκπομπών.  Η Επιτροπή Κρίσεως θεώρησε ότι η βιβλιογραφία ήταν πολύ περιορισμένη, δεν περιελάμβανε επιστημονικά άρθρα, οι δε βασικές εισηγήσεις και συμπεράσματα δεν προέκυπταν από αυτή την ίδια εργασία, αλλά από τη μελέτη τεχνικού κειμένου, που στην ουσία ήταν το τεχνικό κείμενο του Ευρωπαϊκού Γραφείου για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης.  Η Επιτροπή Κρίσεως κατέληξε ως εξής:

 

«Κατά την κρίση μας η διπλωματική εργασία δεν αντιστοιχεί με διατριβή Μάστερ, αφού θα μπορούσε να εκπονηθεί στα πλαίσια σχετικού προπτυχιακού μαθήματος σαν θεματική εργασία (project).»

 

       Στη βάση της πιο πάνω γνωμάτευσης της Επιτροπής Κρίσεως, οι καθ΄ ων στη συνεδρία τους ημερ. 4.3.2008, συμπλήρωσαν τη μελέτη της αίτησης και αποφάσισαν να μην εγκρίνουν το αίτημα για αναγνώριση του τίτλου σπουδών που είχε απονεμηθεί στον αιτητή από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, ενόψει του ότι η διπλωματική αυτή εργασία δεν ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου.  Συναφώς απεστάλη σχετική απορριπτική επιστολή με ημερ. 18.4.2008.

 

       Ο αιτητής παρά το γεγονός ότι στην αίτηση ακυρώσεως προβάλλει 12 στην ουσία διαφορετικούς νομικούς λόγους προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, στη γραπτή του αγόρευση προώθησε ενεργώς τρεις μόνο λόγους, των υπολοίπων θεωρουμένων ως εγκαταλειφθέντων. Οι τρεις αυτοί λόγοι σχετίζονται με τη σύνθεση της Επιτροπής Κρίσεως, ενόψει του ότι τα μέλη της Επιτροπής δεν αποτελούντο από καθηγητές Πανεπιστημίου ειδικούς στο υπό εξέταση θέμα, ότι παραβιάσθηκε ο Καν. 7 της Κ.Δ.Π. 634/02, εφόσον η απάντηση των καθ΄ ων απεστάλη μετά την συμπλήρωση τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, και ότι η αιτιολογία είναι γενική και αόριστη, χωρίς να καθορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση επαρκώς και εξειδικευμένα ο λόγος που η αίτηση απερρίφθη.

 

       Είναι πρόσφορο να αρχίσει η ανάλυση από την εισήγηση της παραβίασης του Καν. 7, ο οποίος προνοεί ότι η απάντηση των καθ΄ ων, είτε θετική είτε αρνητική, δίνεται γραπτώς στον αιτητή το αργότερο εντός μηνός από την ημερομηνία που ολοκληρώνεται η διαδικασία συγκέντρωσης των απαραιτήτων στοιχείων «... και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από τρεις μήνες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.»  Αποτελεί κοινό τόπο ότι η αίτηση υποβλήθηκε στις 7.8.07, η δε απάντηση δόθηκε στις 30.11.07, μετά την συμπλήρωση δηλαδή των τριών μηνών.

 

       Η πιο πάνω θέση είναι εμφανώς λανθασμένη για δύο λόγους.  Κατά πρώτο λόγο, η υπό ημερ. 30.11.07 απάντηση των καθ΄ ων, την οποία ο ίδιος ο αιτητής θεωρεί ως έχουσα παραβιάσει τον Καν. 7, ήταν αναγνωριστική του διπλώματος του ως ισοτίμου και αντιστοίχου προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση χημικών μηχανικών.  Αυτό το μέρος της απάντησης ικανοποίησε το ένα σκέλος της αίτησης του αιτητή και επομένως έχει επωφεληθεί από τη θέση των καθ΄ ων και δεν μπορεί εκ των υστέρων να στρέφεται εναντίον της.  Ούτε βέβαια η συγκεκριμένη απάντηση αποτελεί την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη.  Ως προς την αναγνώριση του ιδίου διπλώματος ως ισοτίμου με μεταπτυχιακό δίπλωμα, οι καθ΄ ων προτού λάβουν απάντηση απέστειλαν, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, τη σχετική αίτηση για σκοπούς εξέτασης στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως.  Αναμενόταν επομένως η ολοκλήρωση της διαδικασίας συγκέντρωσης των απαραιτήτων στοιχείων, που εκ των πραγμάτων υπερέβη τους τρεις μήνες που καθορίζει κατ΄ ανώτατον όριο ο Καν. 7.  Η εισήγηση για παραβίαση του Καν. 7, δεν επεκτείνεται όμως και στην απάντηση που δόθηκε με την επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 18.4.08, το περιεχόμενο της οποίας αποτέλεσε το έναυσμα της προσφυγής.  Επομένως δεν τίθεται θέμα εξέτασης ουσιαστικής παραβίασης του Καν. 7, με βάση την ίδια την επιχειρηματολογία του αιτητή.

 

       Αλλά και περαιτέρω, ο ίδιος ο Κανονισμός δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί κατά τρόπον που να παρέχει ανατρεπτική προθεσμία, εφόσον σύμφωνα και με τη γενική αρχή που εμπεριέχεται και στο άρθρο  11(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99, οι προθεσμίες που τάσσονται ως προς την έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές και μόνο, εκτός εάν διαφορετικά ορίζεται στην ίδια τη νομοθεσία.  Αυτή η γενική αρχή αφορά προθεσμίες που τάσσονται από διοικητικούς νόμους ή δευτερογενή νομοθεσία, οι οποίες προθεσμίες αποτελούν ένδειξη προς ταχεία διεκπεραίωση της διοικητικής απόφασης, αλλά δεν ισοδυναμεί με ανατρεπτική προθεσμία, ούτως ώστε σε περίπτωση παραβίασης του χρονικού περιθωρίου, να επέρχεται ακυρότητα της ίδιας της πράξης.  (Πανίκος Παναγίδης & Υιοί Λτδ ν. Υπουργείο Υγείας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1948). Όπως περαιτέρω αναφέρεται στο σύγγραμμα του Π. Δ.  Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 5η έκδ. (2004), στις σελ. 186-188, παρ. 335-337(α), οι λεγόμενες διοικητικές προθεσμίες που τάσσονται από διάφορους διοικητικούς νόμους προς έκδοση αναλόγων πράξεων:

 

«.. Έχουν κατά κανόνα απλώς τον σκοπό να πιέσουν τα διοικητικά όργανα, ώστε να διεκπεραιώσουν γρήγορα ορισμένες ενέργειες.  Γι΄ αυτό το λόγο η σημασία τους είναι, κατά κανόνα, ενδεικτική μόνο, και όταν οι προθεσμίες δεν προβλέπονται ρητώς από τον νόμο ως ενδεικτικές.  Μόνη δηλαδή η έκδοση της διοικητικής πράξεως μετά την πάροδο της προθεσμίας δεν καθιστά την πράξη παράνομη, εκτός εάν η διοίκηση υπερέβη ορισμένα εύλογα χρονικά όρια .. ή βέβαια, ο νόμος ρητώς απαγορεύει στη διοίκηση την ενέργεια μετά την πάροδο της προθεσμίας.»

 

Σχετικές είναι και οι παραπομπές στο σύγγραμμα του Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 12η έκδ., Τόμος 1, σελ. 160-162, παρ. 146-147, και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 195.  Είναι εν πάση περιπτώσει φανερό εδώ ότι ουδεμία επιζήμια επίπτωση είχε για τον αιτητή η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης μετά το τρίμηνο.

 

Όσον αφορά την ειδικότητα της Επιτροπής, κρίνεται ότι το άρθρο 7(1) και (2), καθώς και ο Καν. 6(3), επιτρέπουν τον καταρτισμό Επιτροπών αποτελουμένων από καθηγητές πανεπιστημίου κατά τρόπο ώστε κάθε Επιτροπής Κρίσεως να καλύπτει γνωστικά αντικείμενα σε πανεπιστημιακό επίπεδο, ήτοι «.. σε επίπεδο πανεπιστημιακής σχολής ή ομάδας ομοειδών τμημάτων ή προγραμμάτων σπουδών.»    Οι καθ΄ ων παρέπεμψαν τη διπλωματική μελέτη του αιτητή στην Επιτροπή Κρίσεως με γνωστικό αντικείμενο «Πολυτεχνικές Σπουδές», που σύμφωνα με τα πρακτικά της 55ης  συνεδρίας των καθ΄ ων (Παράρτημα Α στη γραπτή αγόρευση τους), αποτελείτο από δύο σχετικές επιτροπές, μία εκ των οποίων συντονιζόταν από τον καθηγητή Ανδρέα Αλεξάνδρου, του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Παραγωγής, τον καθηγητή Φώτιο Φωτίου του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος και τον Αναπληρωτή Καθηγητή Χαράλαμπο Χαραλάμπους του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών.  Στη 59η συνεδρία των καθ΄ ων, ο καθηγητής Φωτίου αντικαταστάθη από τον καθηγητή Γεώργιο Γεωργίου του Τμήματος Μαθηματικών και Στατιστικής του Πανεπιστημίου Κύπρου.

 

Είναι πρόδηλο  ότι η εξέταση της διπλωματικής μελέτης του αιτητή μπορούσε να διαγνωσθεί εξ΄ αντικειμένου από την Επιτροπή Κρίσεως «Πολυτεχνικών Σπουδών», εφόσον ήταν του αυτού γνωστικού αντικειμένου, με δεδομένο ιδιαίτερα ότι η διπλωματική αυτή εργασία εκπονήθηκε από τον αιτητή, σύμφωνα με τα περιεχόμενα στο διοικητικό φάκελο, κατά το τελευταίο εξάμηνο των σπουδών του στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ενέπιπτε στον ευρύτερο κλάδο σπουδών στη βάση των οποίων το Πολυτεχνείο του απένειμε το σχετικό δίπλωμα.  Δεν ήταν, με άλλα λόγια, η διπλωματική αυτή εργασία κάτι το αυτόνομο σε εντελώς χωριστό θέμα που εκπονήθηκε μετά την απόκτηση του διπλώματος από τον αιτητή, εξ΄ ου και η Επιτροπή Κρίσεως στη δική της εισήγηση προς τους καθ΄ ων, ως αποκαλύπτει το Παράρτημα VI στην ένσταση, επισημαίνει το γεγονός ότι τέτοια μελέτη μπορούσε « ..να εκπονηθεί στα πλαίσια σχετικού προπτυχιακού μαθήματος σαν θεματική εργασία (project).»

 

Δικαίως κρίνεται, ως εισηγείται η συνήγορος των καθ΄ ων στη δική της γραπτή αγόρευση, ότι η διπλωματική εργασία του αιτητή μπορούσε να αξιολογηθεί από την συγκεκριμένη Επιτροπή Κρίσεως και δεν ήταν ανάγκη να υπάρχει ως μέλος της Επιτροπής άτομο με εξειδικευμένη γνώση του συγκεκριμένου τομέα, με τον οποίο ασχολήθηκε ο αιτητής.  Δεν είναι άλλωστε δυνατό για κάθε επιμέρους θέμα που ένας αιτητής ασχολείται σε επίπεδο πτυχιακό ή μεταπτυχιακό, να υπάρχει και η δυνατότητα να μετέχει στη σύνθεση της Επιτροπής Κρίσεως και ανάλογος καθηγητής με εξιδίκευση στο συγκεκριμένο αντικείμενο.     

 

Είναι δε και ορθό να λεχθεί ότι εφόσον το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει την καθ΄ αυτή κρίση της Επιτροπής Κρίσεως ως προς το κατά πόσο η διπλωματική εργασία του αιτητή ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου, ως ερχόμενο σε αντίθεση με την αρχή του ανέλεγκτου των διοικητικών αποφάσεων επί τεχνικών θεμάτων (Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113), κατά τον ίδιο τρόπο ανέλεγκτη λογίζεται να είναι και η κρίση των καθ΄ ων ως προς αυτό τούτο τον διορισμό συγκεκριμένων καθηγητών στην Επιτροπή με γνωστικό αντικείμενο τις Πολυτεχνικές Σπουδές. Διαφορετικά, το Δικαστήριο θα επενέβαινε και πάλιν σε κρίση τεχνικών ζητημάτων, με αναφορά αυτή τη φορά βεβαίως στην καταλληλότητα των συγκεκριμένων καθηγητών πανεπιστημίου για διορισμό στην συγκεκριμένη Επιτροπή, και την εξέταση του εύρους του γνωσιολογικού αντικειμένου της ίδιας της επιστήμης στην οποία τα συγκεκριμένα άτομα είναι ειδήμονες. Το ανέλεγκτο των γνώσεων των ειδημόνων, από την άποψη βεβαίως ότι δεν νοείται υποκατάσταση της από το Δικαστήριο, (δέστε και Παπαμάρκου ν. ΚΥΣΑΤΣ, υπόθ. αρ. 709/01, ημερ. 13.1.03, και Τσιάκκα ν. ΚΥΣΑΤΣ, υπόθ. αρ. 753/01, ημερ. 3.6.03), επεκτείνεται και στην κρίση του ιδίου του Συμβουλίου του ΚΥΣΑΤΣ ως προς εκείνους τους καθηγητές που θεωρεί ότι είναι κατάλληλοι να απαρτίσουν μια Επιτροπή Κρίσεως.

 

Είναι υπόψη του Δικαστηρίου οι αποφάσεις στις Ελένη Σάββα ν. ΚΥΣΑΤΣ, υπόθ. αρ. 1402/05, ημερ. 8.3.07, που επικυρώθηκε από την Ολομέλεια στην ΚΥΣΑΤΣ ν. Ελένης Σάββα, Α.Ε. αρ. 55/07, ημερ. 7.7.09, και η Γιώργος Κούρτης ν. ΚΥΣΑΤΣ, υπόθ. αρ. 1240/07, ημερ. 15.6.10, οι οποίες όμως, κρίνεται, αποφασίστηκαν επί εμφανώς διαφορετικών δεδομένων. Το ότι εδώ οι καθηγητές που απετέλεσαν την Επιτροπή Κρίσεως ήταν γνώστες του αντικειμένου τους αποκαλύπτεται, πέραν των όσων προηγουμένως αναφέρθηκαν, και από το γεγονός ότι το ίδιο το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Χημικών Μηχανικών, βεβαίωσε την εκπόνηση και βαθμολόγηση της διπλωματικής εργασίας του αιτητή από εξεταστική επιτροπή του αποτελείτο, ως φαίνεται στο κυανούν 7 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α», από τρεις καθηγητές του Πολυτεχνείου, χωρίς καν να αναφέρεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη ειδικότητα. Στην κρινόμενη περίπτωση, πέραν του διορισμού και ένταξης των τριών καθηγητών του Πανεπιστημίου Κύπρου σε Επιτροπή με γνωστικό αντικείμενο τις Πολυτεχνικές Σπουδές, οι ίδιοι οι καθηγητές, ως μέλη της Επιτροπής, έχουν διάφορες εξειδικεύσεις και ειδικότητες.

 

Η εισήγηση του αιτητή στη σελίδα 3 της γραπτής αγόρευσής του, ότι οι καθ΄ων όφειλαν να λάβουν ως μέτρο κρίσης, στην περίπτωση που δεν παρεχόταν τίτλος της ίδιας ειδικότητας με αυτήν του αιτητή, σχετική απόφαση κατ΄ αναλογία άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του εξωτερικού, και ιδιαίτερα της Ελλάδος, παραγνωρίζει το ίδιο το γεγονός ότι η αναγνώριση από τους καθ΄ων έγινε στη βάση της εξίσωσης του διπλώματος του αιτητή από το Πολυτεχνείο, με αντίστοιχο πανεπιστημιακού επιπέδου πτυχίο. Και αυτό στα πλαίσια της αναγνώρισης του διπλώματος ως ισοτίμου στον κλάδο/ειδίκευση χημικών μηχανικών. Ικανοποιήθηκε επομένως το ζητηθέν από τον αιτητή και εκείνο που παρέμεινε ήταν η αναγνώριση του ιδίου διπλώματος ταυτόχρονα και ως μεταπτυχιακού επιπέδου, αίτημα που έτυχε εξέτασης κατά τον προαναφερθέντα τρόπο σε συμφωνία με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις της Κυπριακής νομικής πραγματικότητας και απερρίφθη.

 

Ως προς την αιτιολογία, τέλος, δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε πρόβλημα. Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης είναι όντως συνοπτική, αλλά παρέχει το λόγο της απόρριψης του αιτήματος που ήταν βασικά η αναντιστοιχία του διπλώματος με πτυχίο μεταπτυχιακού επιπέδου. Μάλιστα, αναφέρεται ότι η βάση αυτής της θέσης των καθ΄ων, αναγόταν στο γεγονός ότι η διπλωματική εργασία που είχε εκπονήσει δεν ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου. Πρόσθετα προς αυτήν την αιτιολογία, η προσβαλλόμενη απόφαση συμπληρώνεται με πλήρη επάρκεια από τα στοιχεία του φακέλου, κατά τα προνοούμενα από την κωδικοποιημένη αρχή που περιέχεται στο άρθρο 29 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99. Αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ. (2006), Τόμος ΙΙ, σελ. 143-145, και ιδιαίτερα στην παρ. 517, ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από στοιχεία και εξηγήσεις της διοίκησης που αναφέρονται σε γεγονότα προγενέστερα της πράξης και προκύπτουν βεβαίως από τα στοιχεία του φακέλου. Στο δε σύγγραμμα του Μ. Στασινόπουλου: Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών, 3η έκδ., σελ. 227-228, η αναπλήρωση της αιτιολογίας από το φάκελο είναι επιτρεπτή, αναπληρώνοντας έτσι τη ρητή αιτιολογία, έχει δε επικουρικό χαρακτήρα υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι τα αναπληρούντα στοιχεία προϋπήρχαν της πράξης και δεν δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα. Εδώ, όλα στα στοιχεία προϋπήρχαν της έκδοσης της πράξης και την αιτιολογούν πλήρως.

 

Ενόψει όλων τω πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ων, η δε επίδικη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

Στ. Ναθαναήλ,

Δ.

 

/ΣΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο