ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 925/2010)
20 Αυγούστου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
HINFU HUANG,
Αιτητής,
- ν -
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12.7.2010 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
Δ. Κακουλλής, για τον Αιτητή.
Ι. Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από την Κίνα, με την προσφυγή του προσβάλλει τη νομιμότητα της έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, τα οποία εκδόθηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση στις 25.4.2010. Παράλληλα, με την παρούσα μονομερή αίτησή του, επιζητεί την αναστολή εκτέλεσης των διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση της προσφυγής του. Κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, η αίτηση επιδόθηκε στους καθ΄ων η αίτηση, οι οποίοι και υπέβαλαν Ένσταση στο αίτημα.
Σύντομη ιστορική αναδρομή στα γεγονότα που έχουν προηγηθεί της έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων αποκαλύπτει τα ακόλουθα:
Ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο στις 12.1.2001 με σκοπό να εργαστεί ως μάγειρας σε κινέζικο εστιατόριο της Λεμεσού. Του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 12.1.2002, η οποία και ανανεωνόταν μέχρι τις 30.9.2005. Αίτημα για ανανέωση της άδειας παραμονής του αιτητή μέχρι να εξεύρει κατάλληλο αντικαταστάτη, υποβλήθηκε από τον εργοδότη του αιτητή προς τον Υπουργό Εσωτερικών στις 18.9.2006. Όμως το αίτημα απορρίφθηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Τ.Α.Π.Μ.), με επιστολή ημερομηνίας 5.2.2007, καθότι ο αιτητής είχε συμπληρώσει την ανώτατη χρονική περίοδο παραμονής και εργασίας στην Κύπρο όπως είχε καθοριστεί από αρμόδια Υπουργική Επιτροπή και επειδή διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 30.9.2005. Ζητήθηκε δε από τον εργοδότη του αιτητή να τον συμβουλεύσει όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Αντί όμως ο αιτητής να αναχωρήσει από την Κύπρο, στις 12.3.2007 με επιστολή του προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ο βουλευτής Λεμεσού Δρ. Άριστος Αριστοτέλους ζήτησε την επανεξέταση του αιτήματος του εργοδότη για ανανέωση της άδειας παραμονής του αιτητή. Στην εν λόγω επιστολή, καμιά αναφορά δεν γινόταν σε παροχή χρονικής ευκαιρίας για εξεύρεση αντικαταστάτη του αιτητή για το εστιατόριο, ενώ αναφερόταν ότι ο εργοδότης του πληροφορήθηκε από το Τ.Α.Π.Μ. ότι η άδεια παραμονής του αιτητή είχε ανανεωθεί μόνο για εννέα μήνες χωρίς να ενημερωθεί ο εργοδότης. Παρά την προηγούμενη επισήμανση του Τ.Α.Π.Μ. στην επιστολή του ημερομηνίας 5.2.2007 ότι σύμφωνα με απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για θέματα αλλοδαπών, η περίοδος τεσσάρων ετών παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία ήταν η ανώτατη περίοδος που μπορούσε να παραχωρηθεί σε υπηκόους τρίτων χωρών και παρά την επισημανθείσα παρανομία, εν τούτοις, ο Υπουργός Εσωτερικών επανεξετάσας το θέμα, ενέκρινε την παράταση της προσωρινής άδειας παραμονής του αιτητή για ακόμα ένα χρόνο, νοουμένου ότι θα εξασφάλιζε σφραγισμένα συμβόλαια από το Τμήμα Εργασίας. Παραχωρήθηκε έτσι νέα Άδεια Προσωρινής Παραμονής και Εργασίας στον αιτητή μέχρι τις 5.2.2008, η οποία, όπως αναφερόταν στην προμετωπίδα της, ήταν "Final - Not Renewable", δηλαδή "Τελική - Μη Ανανεώσιμη". Παρόλον όμως τούτου, με νέα επιστολή του ημερομηνίας 10.6.2008, ο ίδιος προαναφερθείς βουλευτής Λεμεσού, αφού εξήγησε ότι ο αιτητής ήταν "πολύτιμος" στο εστιατόριο όπου εργαζόταν και αφού εξέθετε και κάποιους οικογενειακούς ανθρωπιστικούς λόγους, ζητούσε την περαιτέρω παράταση του χρόνου της άδειας παραμονής του μέχρι να εξεταστεί αίτησή του για επί μακρόν διαμονή στη Δημοκρατία. Ο βουλευτής ειδοποιήθηκε από το Τ.Α.Π.Μ., με επιστολή ημερομηνίας 25.7.2008, ότι κατόπιν έγκρισης του Υπουργού Εσωτερικών αποφασίστηκε να παραχωρηθεί στον αιτητή παράταση για ακόμα ένα χρόνο. Στις 15.5.2009 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για άδεια Μεταναστεύσεως με βάση την Κατηγορία ΣΤ΄, ενώ στις 19.6.2009 ο εργοδότης του, με επιστολή του προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ζήτησε και πάλι την ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας του αιτητή και της συζύγου του για ακόμα ένα έτος. Για ακόμα μια φορά, το Τ.Α.Π.Μ. πληροφόρησε τον εργοδότη του αιτητή, με επιστολή του ημερομηνίας 13.7.2009, ότι κατόπιν οδηγιών του Υπουργού Εσωτερικών αποφασίστηκε να του χορηγηθεί παράταση για άλλο ένα χρόνο. Παραχωρήθηκε έτσι στον αιτητή νέα άδεια παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία η οποία θα ίσχυε μέχρι την 22.6.2010 και, όπως αναφερόταν και σ΄ αυτή την άδεια, αυτή ήταν "Τελική - Μη Ανανεώσιμη" ("Final - Not Renewable"). Πριν όμως από τη λήξη της ισχύος της τελευταίας αυτής άδειας παραμονής, ο εργοδότης του αιτητή, κ. Ν. Τíκης, ενημέρωσε με επιστολή του προς το Τ.Α.Π.Μ. ότι απέλυσε τον αιτητή και τη σύζυγό του από την υπηρεσία του στην επιχείρηση εστιατορίου που λειτουργούσε, από τις 29.11.2009, επειδή είχε διαπιστώσει ότι αυτός έκλεβε για μεγάλο χρονικό διάστημα είδη τροφίμων τα οποία και πωλούσε ή χρησιμοποιούσε σε δική του επιχείρηση. Με άλλη δε επιστολή του ημερομηνίας 18.1.2010, ο εργοδότης του αιτητή ζήτησε από τον Υπουργό τον επαναπατρισμό του. Στις 2.3.2010 το Τ.Α.Π.Μ., με επιστολή του προς τον αιτητή, τον ενημέρωσε ότι η άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας που κατείχε ακυρωνόταν, επειδή αυτός είχε εγκαταλείψει τον εργοδότη του και παροτρύνετο όπως αναχωρήσει άμεσα από την Κύπρο, διαφορετικά θα λαμβάνονταν μέτρα για την απομάκρυνσή του. Ο αιτητής δεν αναχώρησε από την Κύπρο, αλλά ο δικηγόρος του ενημέρωσε το Τ.Α.Π.Μ. ότι ο εργοδότης του είχε αποσπάσει από αυτόν το ποσό των €23.000 περίπου για να εξασφαλίσει την πολιτογράφησή του ως Κύπριου πολίτη και, ακολούθως, τον απέλυσε με τη δικαιολογία ότι έκλεβε προμήθειες, ενώ του χρωστούσε και δύο μηνών μισθούς. Ζήτησε δε όμως μη προωθηθεί η απέλαση του πελάτη του. Ακολούθησαν διαβουλεύσεις μεταξύ του Τ.Α.Π.Μ. και των δικηγόρων του αιτητή και του εργοδότη του. Ο αιτητής συνελήφθη στις 24.4.2010, λόγω της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία, και στις 25.4.2010 εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα με την προσφυγή διατάγματα κράτησης και απέλασής του. Η Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών του Τ.Α.Π.Μ. εξέτασε τις καταγγελίες του αιτητή και έλαβε απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στις 27.5.2010, σύμφωνα με την οποία ο εργοδότης του αιτητή θα έπρεπε να καταβάλει προς αυτόν το ποσό των €2.238,23 για δεδουλευμένους μισθούς και αναλογία ετήσιας άδειας και όπως ο αιτητής κληθεί να αναχωρήσει αφού δεν εδικαιολογείτο η αλλαγή εργοδότη στην περίπτωσή του.
Τα πιο πάνω στοιχεία παρέμειναν αδιαμφισβήτητα και υποστηρίζονται από έγγραφα, αντίγραφα των οποίων κατατέθηκαν στο Δικαστήριο.
Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση του αιτητή περιλήφθηκαν σε ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτησή του, με ομνύουσα την Παναγιώτα Σταύρου, ασκούμενη δικηγόρο στο γραφείο του δικηγόρου του αιτητή.
Όπως εκεί υποστηρίζεται, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή δεν επιδόθηκαν καθόλου και/ή δεόντως σ΄ αυτόν, ενώ η απόφαση για έκδοσή τους δεν ήταν καθόλου ή επαρκώς αιτιολογημένη. Δεν λήφθηκαν δε υπόψη ή ερευνήθηκαν κατάλληλα οι ισχυρισμοί του αιτητή για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διακόπηκε η εργοδότησή του. Σε περίπτωση δε κατά την οποία ο αιτητής αναγκασθεί να εγκαταλείψει την Κύπρο, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να επανέλθει για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και θα υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές, θα στερηθεί του δικαιώματος να διεκδικήσει τις αξιώσεις του και θα δικαιωθεί ο εργοδότης του.
Με την Ένσταση στην αίτηση την οποία καταχώρησαν οι καθ΄ων η αίτηση, απορρίπτονται οι ισχυρισμοί του αιτητή περί μη κοινοποίησης σ΄ αυτόν της ύπαρξης των διαταγμάτων και περί παράνομης ή αναιτιολόγητης απόφασης για έκδοσή τους. Εγείρεται δε προδικαστική ένσταση αναφορικά με το γεγονός ότι στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης του αιτητή, ομνύων δεν είναι ο ίδιος αλλά ασκούμενη δικηγόρος.
Θα εξετάσω την προδικαστική ένσταση κατά προτεραιότητα.
Προδικαστική ένσταση ως προς την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης.
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, οι δικηγόροι των διαδίκων θα πρέπει να αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα και τη μαρτυρία η οποία υποστηρίζει την υπόθεση του πελάτη τους. Είναι δε ανεπιθύμητο όπως προβαίνουν οι ίδιοι σε ενόρκους δηλώσεις και δεν πρέπει να ορκίζονται ως προς γεγονότα, εκτός αν τούτο είναι απόλυτα αναγκαίο, όπως για παράδειγμα επειδή ο πελάτης βρισκόταν στο εξωτερικό και δεν θα ήταν εύκολο να ακολουθηθούν άλλες προσφερόμενες διαδικασίες (Ahapittas v. Rock Chick Ltd (1968) 1 CLR 1, In Re Efthymiou (1987) 1 CLR 36).
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 1045/2005, Dulal Dulal v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 27.10.2005, στην οποία παρέπεμψε η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, το γεγονός ότι η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πλαίσιο προσφυγής εναντίον διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή, είχε γίνει όχι από τον ίδιο τον αιτητή, αλλά από δικηγόρο, κρίθηκε ότι ήταν από μόνο του επαρκής λόγος για την απόρριψη της αίτησης.
Κατ΄ ανάλογο δε τρόπο και στην παρούσα διαδικασία, τα γεγονότα προς υποστήριξη της αίτησης μεταφέρονται όχι από τον αιτητή, αλλά από δικηγόρο και αυτό θα ήταν επαρκής λόγος για απόρριψη της αίτησης, αφού καμιά εξήγηση δεν έχει δοθεί γιατί ήταν δύσκολο ή αδύνατο να προβεί στην ένορκη δήλωση ο ίδιος ο αιτητής, ο οποίος συνεχίζει να βρίσκεται στην Κύπρο, έστω και υπό κράτηση.
Πέρα όμως από τη διαπίστωση αυτή, διαφαίνονται και άλλα προβλήματα στην αίτηση του αιτητή που θα συνηγορούσαν υπέρ της μη έγκρισης του αιτήματός του για απόδοση προσωρινής θεραπείας.
Όπως ξεκάθαρα εξάγεται από τη νομολογία, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί παρέχοντας ενδιάμεση-προσωρινή θεραπεία, εκεί μόνο όπου ο αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη ενός από δύο παράγοντες:
α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή
β. Επιφορά ανεπανόρθωτης ζημιάς στον ίδιο από τη μη έκδοση του διατάγματος.
(βλ. π.χ. Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837, Mayo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Frangos and others v. Republic (1982) 3 CLR 53).
Πολλές, αλλά συγκλίνουσες ερμηνείες έχουν δοθεί στον όρο "έκδηλη παρανομία" σε κατά καιρούς εκδοθείσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 32, λέχθηκαν τα εξής στη σελίδα 36 του τόμου αποφάσεων:
"Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί, και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234. Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης."
Στην ίδια την απόφαση Λοϊζίδης (ανωτέρω), στην οποία και παραπέμπει το πιο πάνω απόσπασμα, επεξηγήθηκε ότι:
"Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης."
Στην υπόθεση Frangos and others v. Republic (ανωτέρω) λέχθηκε ότι:
"For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts."
Δηλαδή, η παρανομία θα πρέπει να είναι απτή, ή όπως έχει άλλως χαρακτηρισθεί, θα πρέπει να είναι εξόφθαλμη.
Ως προς τον παράγοντα της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, απαιτείται η απόδειξη από τον αιτητή σοβαρής πιθανότητας ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το ζητούμενο προσωρινό διάταγμα. Προς τούτο, είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας από την οποία να αποδεικνύεται ότι η ζημιά την οποία θα υποστεί ο αιτητής δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να χορηγηθούν με την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ή με άλλο τρόπο. Ακόμα δε και στην περίπτωση κατά την οποία μπορεί να διαφαίνεται πιθανότητα πρόκλησης τέτοιας ζημιάς, το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, αν αυτό είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της Διοίκησης. Επανειλημμένα δε έχει νομολογηθεί ότι η πρόκληση κάποιας χρηματικής ζημιάς κατά κανόνα δεν θεωρείται ανεπανόρθωτη για σκοπούς έκδοσης προσωρινού διατάγματος μέχρι την εκδίκαση προσφυγής, εκτός εάν η αποτίμηση και επανόρθωση της ζημιάς που επικαλείται ο αιτητής είναι αδύνατη. (Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Μαρκουλλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 3413).
Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν φαίνεται να ικανοποιείται από το διαθέσιμο αδιαμφισβήτητο μαρτυρικό υλικό, ούτε η μια ούτε η άλλη από τις δύο προαναφερθείσες εναλλακτικές προϋποθέσεις.
Ως προς την προϋπόθεση κατάδειξης έκδηλης παρανομίας, εκείνο το οποίο έχει καταδειχθεί είναι ότι, μετά τον τερματισμό της εργοδοσίας του αιτητή, η άδεια παραμονής του, η οποία ουσιαστικά τελούσε κάτω από την προϋπόθεση συνέχισης της εργοδοσίας του, ακυρώθηκε. Κατέστη έτσι η περαιτέρω παραμονή του παράνομη, για τούτο και συνελήφθη όταν συνέχιζε να παραμένει στη Δημοκρατία χωρίς άδεια σε ισχύ και εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Την ορθότητα ή νομιμότητα της έκδοσής τους δεν είναι επιτρεπτό όπως εξετάσει το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Όμως, έκδηλη παρανομία, με την έννοια που έχει εξηγηθεί πιο πάνω, δεν καταδεικνύεται. Θα αποφύγω δε να σχολιάσω εδώ τις διαδοχικές ανανεώσεις της άδειας παραμονής που είχαν δοθεί στον αιτητή χωρίς άλλη αιτιολογία, ενώ δηλωνόταν ότι η άδειά του δεν ήταν ανανεώσιμη και/ή ότι δεν πληρούσε τους περιορισμούς που είχαν τεθεί από αρμόδια εξ Υπουργών Επιτροπή.
Όπως δε καταδεικνύεται από την επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 26.3.2010, ο αιτητής είχε παραλάβει την ειδοποίηση που του είχε αποσταλεί ως προς τη διακοπή της ισχύος της άδειάς του και με την οποία εκαλείτο να εγκαταλείψει την Κύπρο, πράγμα που δεν έπραξε.
Γνώση της έκδοσης και ύπαρξης των επίδικων διαταγμάτων έλαβε επίσης ο αιτητής με την επίδοση σ΄ αυτόν ειδοποίησης ημερομηνίας 25.4.2010, σύμφωνα με ισχυρισμό στην ένορκη δήλωση των καθ΄ων η αίτηση, ο οποίος δεν έχει αμφισβητηθεί.
Περαιτέρω, πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή δεν έχει καταδειχθεί. Όπως ορθά υπέδειξε και η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, σύμφωνα με τη νομολογία, κανένας αλλοδαπός δεν έχει αυτόνομο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία εκκρεμούσας οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας στην οποία έχει εμπλακεί. Η δε διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας όπως μη επιτρέπει την παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, δεν καταργείται από το γεγονός ότι τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αλλοδαπού υπόκεινται σε αναθεώρηση σε δικαστική διαδικασία η οποία εκκρεμεί. (Βλ. ΑΕ 99/2005, Mahmood Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 95).
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Kληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ