ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PIERIS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1054
Kυπριακή Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 ΑΑΔ 406
Kυπριακή Δημοκρατία ν. Kατερίνας Kοντογιώργη και Άλλης (2000) 3 ΑΑΔ 625
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ελένης Κωνσταντίνου Χριστοφόρου (2004) 3 ΑΑΔ 218
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 576/2008)
31 Αυγούστου, 2010
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΑΘΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ης η αίτηση.
Μ. Βορκάς, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ'ης η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, πρώην Κτηματολογικός Γραφέας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, τέθηκε σε διαθεσιμότητα από 25.10.2001 για περίοδο τριών μηνών λόγω έναρξης εναντίον του πειθαρχικής και αστυνομικής έρευνας.
Στις 16.1.2002, o αιτητής, τέθηκε σε διαθεσιμότητα πάνω σε νέα βάση, ήτοι λόγω της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του.
Η διαθεσιμότητα του αιτητή τερματίστηκε στις 18.11.2003, μετά που η Επιτροπή έκαμε δεχτή σχετική εισήγηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που ο αιτητής ήταν σε διαθεσιμότητα κατακρατήθηκε μέρος των απολαβών του.
Παράλληλα με την απόφαση τερματισμού της διαθεσιμότητας του αιτητή, η Επιτροπή απεφάσισε όπως το θέμα των απολαβών που του κατακρατήθηκαν εξεταστεί μετά την ολοκλήρωση των ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούσαν εναντίον του. Εναντίον αυτής της απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την υπ' αρ. 85/04 προσφυγή, η οποία απερρίφθη στις 22.10.04, κατόπιν ακρόασης.
Η Επιτροπή, με απόφασή της ημερ. 24.6.2004, ενέκρινε την αφυπηρέτηση του αιτητή για λόγους υγείας, δυνάμει του άρθρου 53(ι)(δ) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων από 10.8.2004.
Δύο μήνες περίπου αργότερα και συγκεκριμένα στις 31.8.04, ο αιτητής, με επιστολή του προς την Επιτροπή υπέβαλε αίτημα για να του καταβληθούν τα ποσά που του είχαν κατακρατηθεί κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του, στη βάση ότι εφόσον έπαυσε να είναι δημόσιος υπάλληλος η Επιτροπή δεν έχει εξουσία, ακόμα και αν καταδικαστεί, επιβολής πειθαρχικής ποινής εναντίον του.
Με απόφαση της ημερομηνίας 7.9.04, η Επιτροπή επαναλαμβάνοντας προηγούμενη απόφαση ότι το θέμα θα εξεταστεί μετά την ολοκλήρωση της εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων που ο αιτητής αντιμετώπιζε, απέρριψε το αίτημά του. Η ορθότητα της εν λόγω απόφασης δεν αμφισβητήθηκε από τον αιτητή.
Δύο περίπου χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 3.10.06, ο αιτητής, με απόφαση του μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδρίασε στην Πάφο, καταδικάστηκε σε ποινές φυλάκισης από 15 μήνες μέχρι τρία χρόνια μετά που βρέθηκε ένοχος σε 23 κατηγορίες που αφορούσαν: Συνωμοσία προς καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, κατάχρηση εξουσίας κατά παράβαση του άρθρου 105 του ίδιου Κώδικα, δεκασμό δημόσιου λειτουργού κατά παράβαση του άρθρου 100(α) του Κεφ. 154, διαφθορά κατά παράβαση του άρθρου 3(α) του περί Προσλήψεως της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161, απόσπαση από δημόσιο λειτουργό χρημάτων κατά παράβαση του άρθρου 101 του Ποινικού Κώδικα και παράβαση των άρθρων 2, 4(ι), (ιιι), (2), 5 και 7 του περί Συγκάλυψης Έρευνας και Δημοσίων Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμων του 1996-2000.
Τόσο εναντίον της καταδικαστικής απόφασης όσο και της ποινής, καταχωρήθηκαν από τον αιτητή εφέσεις οι οποίες όμως απεσύρθηκαν στις 24.5.2007.
Η Επιτροπή, αφού εξασφάλισε αντίγραφο των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον του μόνιμου Κακουργιοδικείου της υπόθεσης στην οποία ο αιτητής καταδικάστηκε και αφού ζήτησε και πήρε τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε σχέση με τη φύση των αδικημάτων στα οποία ο αιτητής είχε καταδικαστεί, απηύθυνε στον αιτητή επιστολή ημερ. 8.1.2008 με την οποία πληροφορούσε τον τελευταίο ότι τα αδικήματα για τα οποία είχε καταδικαστεί ενείχαν έλλειψη τιμιότητας και του ζητούσε όπως εμφανιστεί ενώπιόν της στις 5.2.2008 για να υποβάλει οποιεσδήποτε παραστάσεις ενδεχομένως να είχε, προτού προχωρήσει η Επιτροπή στην άσκηση των εξουσιών της δυνάμει των άρθρων 84 και 85 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Επίσης, πληροφορούσε τον αιτητή ότι η Επιτροπή θα τον ακούσει και ως προς το θέμα των απολαβών που κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του.
Όντως, στις 5.2.2008 οι θέσεις του αιτητή τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής από τους τότε δικηγόρους του. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν έχει εξουσία να επιβάλει πειθαρχική ποινή στον αιτητή. Περαιτέρω, αποφάσισε όπως μη του επιστραφούν οι απολαβές που του κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του. Τις εν λόγω αποφάσεις της η Επιτροπή κοινοποίησε στον αιτητή με επιστολή προς τους τότε δικηγόρους του ημερ. 15.2.2008. Και είναι την απόφαση της Επιτροπής να μην επιτρέψει επιστροφή των κατακρατηθέντων κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του, απολαβών του, που ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή του. Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα από την εν λόγω επιστολή.
"Αγ. Κύριοι,
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο θέμα της καταδίκης του πελάτη σας Μιχαήλ Καλαθά, πρώην Κτηματολογικού Γραφέα, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε στην Πάφο, στην Ποινική Υπόθεση αρ. 10866/01, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από 15 μήνες μέχρι τρία έτη, και να σας πληροφορήσω η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, καθώς και τις παραστάσεις που υποβάλατε, αποφάσισε ότι δεν μπορεί να προχωρήσει με την επιβολή πειθαρχικής ποινής εναντίον του υπαλλήλου.
2. Η Επιτροπή, περαιτέρω αποφάσισε, ότι δεν θα του επιστραφεί το ποσό των απολαβών του που κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του.»
Στην επίδικη απόφαση, αντίγραφο της οποίας επισυναπτόταν στην πιο πάνω επιστολή, γίνεται μνεία του γεγονότος της καταδίκης του αιτητή από το Κακουργιοδικείο με ιδιαίτερη αναφορά στη φύση των αδικημάτων στα οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος και φυλακίστηκε, τα οποία η Επιτροπή στην απόφασή της τα χαρακτηρίζει «σοβαρά αδικήματα τα οποία με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ενέχουν έλλειψη τιμιότητας», όπως και του γεγονότος ότι η καταδίκη του κατηγορούμενου επήλθε μετά την αφυπηρέτησή του. Επίσης, στην επίδικη απόφαση γίνεται εκτεταμένη αναφορά στο ιστορικό της διαθεσιμότητας του αιτητή όπως και στα επιχειρήματα, εισηγήσεις και θέσεις των συνηγόρων του, ενώπιον της Επιτροπής. Η Επιτροπή αφού παραπέμπει στις πρόνοιες των άρθρων 76 και 84 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων και στις εξουσίες με τις οποίες δυνάμει των εν λόγω προνοιών περιβέβληται, καταλήγει ως εξής:
«Στην παρούσα υπόθεση, η καταδίκη του υπαλλήλου επήλθε πέραν των δύο χρόνων μετά την αφυπηρέτηση του. Κατά συνέπεια όταν καταδικάστηκε δεν ήταν πλέον δημόσιος υπάλληλος σύμφωνα με την έννοια όπως αυτή καθορίζεται στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, καθώς και τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα οι οποίες κινούνται στην ίδια κατεύθυνση, αποφασίζει ότι δεν έχει εξουσία και/ή αρμοδιότητα να επιβάλει οποιανδήποτε πειθαρχική ποινή στον ΚΑΛΑΘΑ Μιχαήλ, πρώην Κτηματολογικό Γραφέα, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Όσον αφορά το θέμα των απολαβών του υπαλλήλου που κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του, η Επιτροπή έχει να παρατηρήσει τα εξής: Ο Καλαθάς ετέθη σε διαθεσιμότητα από 25.10.01 και για περίοδο τριών μηνών, λόγω έναρξης αστυνομικής και πειθαρχικής έρευνας εναντίον του. Στις 16.1.02 ετέθη σε διαθεσιμότητα πάνω σε νέα βάση, λόγω της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του. Στις 18.11.03, η διαθεσιμότητα του τερματίσθη μετά από εισήγηση της αρμόδιας αρχής, το δε θέμα των απολαβών του αφέθη να εξεταστεί μετά την ολοκλήρωση της εναντίον του ποινικής υπόθεσης. Στις 10.8.04 ο Καλαθάς αφυπηρέτησε για λόγους υγείας.
Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο υπάλληλος βρισκόταν σε διαθεσιμότητα από 25.10.01 μέχρι 18.11.03, λόγω αρχικά της αστυνομικής και/ή και της αστυνομικής έρευνας που διετάχθη εναντίον του και στη συνέχεια λόγω της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του. Η όλη χρονική περίοδος στην οποία βρισκόταν σε διαθεσιμότητα, ήταν συνυφασμένη και/ή σαν αποτέλεσμα της αστυνομικής έρευνας και της ποινικής υπόθεσης που κατεχωρήθη στην συνέχεια εναντίον του και αφορούσε περίοδο που ο Καλαθάς ήταν δημόσιος υπάλληλος. Η διαδικασία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την καταδίκη του για πολύ σοβαρά αδικήματα σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από 15 μήνες μέχρι τρία χρόνια.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω, ιδιαίτερα το γεγονός ότι η περίοδος της διαθεσιμότητας του υπαλλήλου ήταν σε χρόνο που ήταν δημόσιος υπάλληλος, ότι η διαθεσιμότητας του υπαλλήλου ήταν σε χρόνο που ήταν δημόσιος υπάλληλος, ότι η διαθεσιμότητα του κρίθηκε δικαιολογημένη για την διερεύνηση αρχικά της υπόθεσης και στη συνέχεια λόγω της άσκησης ποινικής δίωξης, διαδικασία η οποία απέληξε σε καταδίκη του, καθώς και το γεγονός ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας, υπό τις περιστάσεις και ενόψει της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, δεν κρίνεται ιδιαίτερα μεγάλη, αποφάσισε ότι οι απολαβές του ΚΑΛΑΘΑ Mιχαήλ, πρώην Κτηματολογικού Γραφέα, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, που κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του από 25.10.01 μέχρι 18.11.03, μη επιστραφούν σ' αυτόν.
Η Επιτροπή, επισημαίνει, ότι το γεγονός ότι δεν έχει πλέον εξουσία να επιβάλει πειθαρχική ποινή στον υπάλληλο δυνάμει το άρθρου 84, δεν επηρεάζει την εξουσία της και/ή διακριτική της ευχέρεια σύμφωνα με το άρθρο 85(4) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, να κατακρατήσει τις απολαβές του υπαλλήλου, ιδιαίτερα δε εφόσον η τύχη των απολαβών του επεφυλάχθει, κατά τον τερματισμό της διαθεσιμότητας του, για να αποφασισθεί κατά το τέλος της ποινικής υπόθεσης.».
Ο αιτητής προβάλλει τους πιο κάτω δυο λόγους ακύρωσης.
α. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη ένεκα παραβίασης της υφιστάμενης νομοθεσίας.
β. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κάτω από συνθήκες ουσιώδους πλάνης.
Επειδή πρόκειται για αλληλοεξαρτώμενους και συνυφασμένους μεταξύ τους λόγους, προτίθεμαι να τους εξετάσω μαζί.
Κεντρικό άξονα των σχετικών με τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης, επιχειρημάτων του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή συνιστά η θέση ότι η Επιτροπή ενήργησε κάτω από πλάνη σε σχέση με το άρθρο 85(4) του νόμου, οι πρόνοιες του οποίου δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Η εν λόγω θέση είναι διττή. Τη συνοψίζω.
Εφόσον η Επιτροπή κατέληξε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να τιμωρήσει πειθαρχικά τον αιτητή δυνάμει του άρθρου 84 του Νόμου διότι ο τελευταίος είχε αποβάλει τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα πριν την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο και εναντίον του κατά το χρόνο αφυπηρέτησης του δεν εκκρεμούσε πειθαρχική δίωξη έτσι ώστε να παρέχεται περιθώριο εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 76 του Νόμου, η Επιτροπή «θα έπρεπε», σύμφωνα με το συνήγορο του αιτητή, «να αποφανθεί ότι δεν είχε οποιαδήποτε δικαιοδοσία να μην επιστρέψει το ποσό των απολαβών του αιτητή...». Και καταλήγει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, «είναι άκρως αντιφατικό από τη μια να μην μπορεί να επιβληθεί ποινή εναντίον του αιτητή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας της ΕΔΥ ως η ίδια αποδέχεται και από την άλλη να προβαίνει σε εύρημα, ελλείψει οποιασδήποτε πειθαρχικής δίωξης, κατακράτησης των απολαβών του αιτητή».
Ούτως ή άλλως, η επίδικη απόφαση θα πρέπει, σύμφωνα με το συνήγορο του αιτητή, να ανατραπεί γιατί η ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 85(4) του Νόμου προϋποθέτει, πειθαρχική δίωξη του αιτητή ως προβλέπεται από το άρθρο 83(1) του Νόμου, στοιχείο το οποίο ελλείπει παντελώς στην παρούσα περίπτωση.
Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις της κας Παπαέτη, η οποία να σημειωθεί συμφωνεί ότι στην παρούσα περίπτωση δεν παρέχεται περιθώριο εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 76 του Νόμου. Τις συνοψίζω.
Το γεγονός ότι ο αιτητής απέβαλε τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητά του πριν την καταδίκη του «ουδόλως επηρεάζει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης διά τον λόγο ότι η κατακράτηση μέρους του ποσού του μισθού του έγινε κατά την περίοδο 25.10.01 μέχρι 18.11.03 και ενόσω αυτός ήτο δημόσιος υπάλληλος και η τελική διευθέτηση του θέματος παρέμενε σε εκκρεμότητα μέχρι την τελική κατάληξη της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε εναντίον του. Ως εκ τούτου» καταλήγει η κα Παπαέτη «στην παρούσα περίπτωση δεν εξετάζουμε απλώς την απόφαση της Επιτροπής να κατακρατήσει απολαβές υπαλλήλου ο οποίος απώλεσε τη δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα, αλλά την εξέταση μιας εκκρεμότητας η διευθέτηση της οποίας επεφυλάχθηκε κατά το χρόνο τον οποίο το εν λόγω άτομο ήταν δημόσιος υπάλληλος».
Πρόσθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση προβάλλει τη θέση «ότι η εξέταση του θέματος επιστροφής ή μη των ποσών που αποκόπηκαν από το μισθό του αιτητή, μέχρι την ολοκλήρωση των εκκρεμουσών υποθέσεων εναντίον του, αποτελεί δεδικασμένο, σύμφωνα με την απόφαση που δόθηκε στην προσφυγή 85/2004, Μιχαήλ Καλαθάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 22.10.04, στην οποία αιτητής ήταν ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή.»
Κατ' αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι περιθώριο εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 76 του Νόμου, όπως πολύ ορθά διαπιστώνουν και οι δύο συνήγοροι, δεν παρέχεται, στην παρούσα περίπτωση. Σύμφωνα με τις εν λόγω πρόνοιες «Ο υπάλληλος ο οποίος απέβαλε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιοδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρχικώς, η πειθαρχική όμως διαδικασία η οποία τυχόν έχει αρχίσει συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.». Εφόσον, ο αιτητής ουδέποτε διώχθηκε πειθαρχικά, οι συγκεκριμένες πρόνοιες δεν τυγχάνουν εφαρμογής.
Στρέφομαι τώρα στα σχετικά με τον πιο πάνω λόγω ακύρωσης, εκατέρωθεν επιχειρήματα. Προτού όμως ασχοληθώ με την ουσία τους, θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω το πλαίσιο εφαρμογής των αρχών του δεδικασμένου και παράλληλα να παραθέσω τις πρόνοιες των άρθρων 77, 84(1) και (2) και 85 του Νόμου, στην ερμηνεία των οποίων εστιάζεται η διαφωνία των δυο πλευρών.
Οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο διοικητικό δίκαιο, δεν διαφέρουν από τις αρχές που το διέπουν στο αστικό δίκαιο (βλ. Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 349). Σκοπός των αρχών του δεδικασμένου δεν είναι άλλος από την αποτροπή της διαιώνισης των διαφορών και της διαφύλαξης της ασφάλειας του δικαίου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αποτροπή αναθεώρησης των ζητημάτων που έχουν κριθεί. Έχει νομολογηθεί πως η εφαρμογή των αρχών του δεδικασμένο προϋποθέτει την ύπαρξη τελεσίδικης κρίσης, την ύπαρξη ταύτισης και ιδιότητας διαδίκων και την ύπαρξη ταύτισης επίδικων θεμάτων. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2000) 3 ΑΑΔ 625.).
Οι πρόνοιες των άρθρων 77, 84(1) και (2) και 85 του νόμου έχουν ως ακολούθως:
Άρθρο 77
«Αν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον δημόσιου υπαλλήλου, καμιά πειθαρχική δίωξη δεν επιτρέπεται να ασκηθεί ή να συνεχιστεί εναντίον του για λόγους που σχετίζονται με την ποινική δίωξη, μέχρις ότου αυτή πάρει οριστικό τέλος.».
Άρθρο 84
«(1) Όταν δημόσιος υπάλληλος καταδικαστεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, είτε η καταδίκη επικυρωθεί ύστερα από έφεση είτε δεν ασκηθεί έφεση η Επιτροπή λαμβάνει όσο γίνεται πιο γρήγορα αντίγραφο των πρακτικών της διαδικασίας του δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση και το δικαστηρίου στο οποίο τυχόν ασκήθηκε έφεση.
(2) Μέσα σε προθεσμία που θα καθοριστεί, μέχρις ότου δε η προθεσμία αυτή καθοριστεί μέσα σε δυο εβδομάδες από τη λήψη του αντίγραφου των πρακτικών της διαδικασίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή ζητά τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά πόσο το αδίκημα ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αποφαίνεται πάνω σ' αυτό το γρηγορότερο και σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης η Επιτροπή, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης και αφού δώσει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο την ευκαιρία να ακουστεί, προβαίνει στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής την οποία θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις.».
Άρθρο 85
«(1) Αν διαταχθεί έρευνα πειθαρχικού παραπτώματος, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 81, εναντίον κάποιου υπαλλήλου ή με την έναρξη αστυνομικής έρευνας με σκοπό την ποινική δίωξη εναντίον του, η Επιτροπή μπορεί, αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο κατά τη διάρκεια της έρευνας:
Νοείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία τίθεται ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί, αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις μήνες.
(2) Αν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί η ποινική ή η πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου, η Επιτροπή μπορεί, αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης.
(3) Ειδοποίηση ότι τέθηκε σε διαθεσιμότητα δίδεται γραπτώς στον υπάλληλο το γρηγορότερο. Οι εξουσίες, τα προνόμια και τα ωφελήματα του υπαλλήλου αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου της διαθεσιμότητας:
Νοείται ότι η Επιτροπή επιτρέπει στον υπάλληλο να λαμβάει μέρος των απολαβών της θέσης του, όχι λιγότερο από το μισό, όπως θα κρίνει η Επιτροπή.
(4) Αν ο υπάλληλος απαλλαγεί ή αν από την έρευνα δεν αποδειχτεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, η διαθεσιμότητα τερματίζεται και ο υπάλληλος δικαιούται ολόκληρο το ποσό των απολαβών τις οποίες θα έπαιρνε αν δεν ετίθετο σε διαθεσιμότητα. Αν βρεθεί ένοχος, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα επιστραφεί στον υπάλληλο οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του.».
Επανερχόμενος στην παρούσα περίπτωση κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ πρώτα με τη θέση της κας Παπαέτη, ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί λόγω εφαρμογής των αρχών του δεδικασμένου. Είναι πρόδηλο ότι τυχόν επιτυχία της συγκεκριμένης θέσης θα σημάνει και το τέλος της προσφυγής, σ' αυτό το στάδιο.
Στις θέσεις της κας Παπαέτη έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω. Τα εκ διαμέτρου αντίθετα επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, εστιάζονται στη θέση ότι η αφυπηρέτηση του αιτητή η οποία μεσολάβησε μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης (της προσβαλλόμενης), απόφασης, διαφοροποίησαν τα δεδομένα σε βαθμό που οι αρχές του δεδικασμένου να μην μπορούν να εφαρμοστούν.
Η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή με βρίσκει σύμφωνο. Όταν λαμβανόταν η απόφαση που οδήγησε στην καταχώρηση της προσφυγής 85/04 ο αιτητής ήταν δημόσιος υπάλληλος και το γεγονός αυτό ήταν κατά το κρίσιμο χρόνο, βαρύνουσας σημασίας: Στην ουσία, η εν λόγω ιδιότητα του αιτητή ήταν ο παράγοντας που έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της ορθότητας της απόφασης. (Βλ. σκεπτικό απόφασης στην προσφυγή 85/04). Όταν λαμβανόταν όμως η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση, ο καθοριστικός αυτός παράγοντας είχε εκλείψει. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι η αρχή του δεδικασμένου δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση. Κατά συνέπεια η συγκεκριμένη θέση της κας Παπαέτη, απορρίπτεται.
Στρέφομαι τώρα στις θέσεις και στα επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, τα οποία, για τους πιο κάτω λόγους, δεν με βρίσκουν σύμφωνο.
΄Εχω την άποψη ότι οι πρόνοιες του εδαφίου (4) του άρθρου 85 του Νόμου, θα πρέπει να ερμηνευθούν, όχι απομονωμένα ως εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, αλλά υπό το φως των προνοιών του εδαφίου (1) του εν λόγω άρθρου, οι οποίες να σημειωθεί προνοούν για διαθεσιμότητα υπαλλήλου τόσο σε περίπτωση που έχει διαταχθεί εναντίον του «έρευνα πειθαρχικού παραπτώματος» όσο και σε περίπτωση «έναρξης αστυνομικής έρευνας». Εξάλλου αυτή είναι και η θέση της νομολογίας μας (βλ. Μαλλιώτης κ.α. ν. ΕΔΥ κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 227), στην οποία λέχθηκε ότι η νομιμότητα του μέτρου κατακράτησης θα πρέπει να εξετάζεται και υπό το φως των προνοιών του άρθρου 85 του νόμου.
΄Εχω ήδη παραθέσει τις πρόνοιες του εδαφίου (4) του άρθρου 85 πιο πάνω όπως και αυτές του εδαφίου (1) του ίδιου άρθρου. ΄Εχω επίσης παραθέσει τις πρόνοιες του άρθρου 77 οι οποίες δεν επιτρέπουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης ή τη συνέχισή της εναντίον υπαλλήλου αν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του, μέχρις ότου η ποινική δίωξη περατωθεί οριστικά και εφόσον βέβαια η πειθαρχική δίωξη έχει σχέση με την ποινική. ΄Εχω επίσης παραθέσει τις πρόνοιες του άρθρου 84 οι οποίες μιλούν από μόνες τους.
Μια απλή ανάγνωση των πιο πάνω προνοιών και γιατί όχι των προνοιών του νόμου στο σύνολό του γενικότερα, είναι πιστεύω αρκετή για να καταδείξει ότι σκοπός του νομοθέτη είναι η ενεργοποίηση των προνοιών του εδαφίου (4) του άρθρου 85, όχι μόνο εκεί όπου ο επηρεαζόμενος έχει καταδικαστεί πειθαρχικά δυνάμει του άρθρου 83(1) του νόμου, αλλά και εκεί όπου έχει καταδικαστεί σε ποινική διαδικασία για αδικήματα που ενέχουν, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, έλλειψη τιμιότητας (άρθρο 84 του νόμου).
Δεσπόζουσα διάταξη είναι εκείνη του άρθρου 85(4) η οποία ορίζει ότι «Αν βρεθεί ένοχος η Επιτροπή αποφασίζει αν θα επιστραφεί στον υπάλληλο μέρος των απολαβών του». Επομένως, αυτό που ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία της Επιτροπής είναι η απόφαση με την οποία ο υπάλληλος κρίθηκε ένοχος. Το άρθρο 85(4) δεν συναρτά την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας από την Επιτροπή με την υπαλληλική ιδιότητα. Αν ο επηρεαζόμενος απαλλαγεί ή αν δεν διωχθεί πειθαρχικά, η Επιτροπή, αναλαμβάνοντας δικαιοδοσία δυνάμει των προνοιών του εδαφίου 4 του άρθρου 85 του νόμου, θα διατάξει την επιστροφή του κατακρατηθέντος ποσού. Σε περίπτωση όμως που ο επηρεαζόμενος έχει διωχθεί ποινικά και έχει καταδικασθεί για αδικήματα που ενέχουν έλλειψη τιμιότητας, τότε εναπόκειται στην Επιτροπή, αφού και πάλι αναλάβει δικαιοδοσία δυνάμει των συγκεκριμένων προνοιών του νόμου, να αποφασίσει την επιστροφή οποιουδήποτε μέρους των κατακρατηθέντων.
Στην υπό κρίση περίπτωση τα ποσά των οποίων ο αιτητής επεδίωξε την επιστροφή, κατακρατήθηκαν ενώ ο αιτητής, ο οποίος ήταν τότε δημόσιος υπάλληλος, τελούσε υπό διαθεσιμότητα, αρχικά λόγω πειθαρχικής και αστυνομικής έρευνας που είχαν διαταχθεί εναντίον του και στη συνέχεια λόγω άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του. Η ποινική δίωξη του αιτητή κατέληξε σε καταδίκη του και σε φυλάκισή του για αδικήματα τα οποία ενέχουν έλλειψη τιμιότητας. Το θέμα επιστροφής ή μη των κατακρατηθέντων, παρέμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι την τελική κατάληξη της ποινικής δίωξης που είχε ασκηθεί εναντίον του. Επομένως η Επιτροπή είχε δικαιοδοσία δυνάμει των προνοιών του εδαφίου 4 του άρθρου 85 του νόμου να αποφασίσει τι μέλλει γενέσθαι σε σχέση με τις κατακρατηθείσες απολαβές του αιτητή, δικαιοδοσία την οποία και ορθά ανέλαβε. Για τους λόγους που έχω ήδη εξηγήσει, το γεγονός ότι ο αιτητής απώλεσε τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητά του πριν τη λήψη της απόφασης ουδόλως επηρέαζε την ανάληψη από την Επιτροπή τέτοιας δικαιοδοσίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, για σκοπούς νομολογιακής τεκμηρίωσης της θέσης του ότι η ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 85(4) του νόμου προϋποθέτει πειθαρχική καταδίκη του αιτητή μόνο και δεν περιλαμβάνει την περίπτωση ποινικής καταδίκης του, με παρέπεμψε στην υπόθεση Μαλλιώτης (πιο πάνω), και ειδικά στο εξής απόσπασμα από την απόφαση: «Απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της σχετικής πρόνοιας είναι η καταδίκη του υπαλλήλου για πειθαρχικό παράπτωμα». Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στο εν λόγω απόσπασμα γίνεται αναφορά σε «απαραίτητη προϋπόθεση» και όχι σε «μόνη απαραίτητη προϋπόθεση», η υπόθεση Μαλλιώτης διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα της από την παρούσα υπόθεση. Είναι πιστεύω αρκετό να επισημανθεί το γεγονός ότι ο επηρεαζόμενος σε εκείνη την υπόθεση αντιμετώπιζε μόνο πειθαρχική δίωξη. Σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση ο εκεί επηρεαζόμενος δεν ήταν αντιμέτωπος με ποινική καταδίκη για αδικήματα που ενείχαν έλλειψη τιμιότητας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε επίσης ότι υιοθέτηση ερμηνείας των προνοιών του εδαφίου (4) του άρθρου 85 του νόμου, αντίθετη με αυτή που ο ίδιος εισηγείται, θα οδηγούσε σε καταδίκη και τιμωρία του αιτητή πέραν της μιας φοράς, πράγμα ανεπίτρεπτο. Το συγκεκριμένο επιχείρημα εδράζεται, επί της θέσης ότι το μέτρο κατακράτησης των απολαβών του αιτητή συνιστά ποινή και συνεπώς η Επιτροπή, εφόσον η ίδια αποφάνθηκε ότι, για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί, δεν είχε δικαιοδοσία να τιμωρήσει πειθαρχικά τον αιτητή, δεν είχε ούτε δικαιοδοσία να αποφανθεί για μη επιστροφή των κατακρατηθέντων απολαβών του.
Η πιο πάνω θέση δε με βρίσκει σύμφωνο. Είναι αλήθεια ότι στην υπόθεση Μαλλιώτης (πιο πάνω), λέχθηκε ότι το μέτρο κατακράτησης των απολαβών συνιστά ποινή μέσα στην ευρύτερη έννοια του όρου. Όμως, έχω τη γνώμη ότι το ζητούμενο στην περίπτωση μας δεν είναι κατά πόσο το συγκεκριμένο μέτρο συνιστά ποινή μέσα στην ευρύτερη έννοια του όρου, αλλά κατά πόσο συνιστά ποινή μέσα στην έννοια του όρου όπως αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο 79 του Νόμου, οι πρόνοιες του οποίου αναφέρονται κατά τρόπο εξαντλητικό στις ποινές που η Επιτροπή έχει δικαιοδοσία να επιβάλει και το μέτρο κατακράτησης απολαβών δεν είναι μια από αυτές τις ποινές. Κατά συνέπεια η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο η κατακράτηση απολαβών συνιστά ποινή εντός της εννοίας του άρθρου 79 του νόμου δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Εξάλλου αυτή είναι και η εκφρασθείσα επί του προκειμένου θέση της νομολογίας μας. (Βλ. Δημοκρατία ν. Χριστοφόρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 218).
Πέραν των πιο πάνω υπάρχει ακόμα μια παράμετρος. Ο αιτητής επικαλείται την υπαλληλική ιδιότητα για να ενεργοποιήσει τη σχετική δικαιοδοσία της Επιτροπής. Το άρθρο 85(4) αναφέρεται σε επιστροφή μέρους των απολαβών του υπαλλήλου. Από την άλλη όμως ο αιτητής αποποιείται την υπαλληλική ιδιότητα αφού υποστηρίζει ότι λόγω της παραίτησής του οι συγκεκριμένες πρόνοιες δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωσή του. Αυτή η αντιφατική προσέγγιση παραβιάζει το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, (βλ. Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 ΑΑΔ 406.)
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα €1250 υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.