ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.768/2010)
6 Ioυλίου, 2010
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 23, 25, 26, 28, 35 και 146 του Συντάγματος
ΕΑΛΚΕ ΛΤΔ
Αιτήτρια,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Λ.Λουκαϊδης, για τους Αιτητές.
Αν.Πανταζή, (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
Αλ.Κουντουρή (κα), για το ενδιαφερόμενο μέρος
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία ως κάτοχος αδειών οδικής χρήσεως επιβατικού οχήματος, χρησιμοποιημένου για εσωτερικές οδικές μεταφορές σε τακτικές γραμμές, αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση, η οποία ως γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 8 Απριλίου 2010, σύμφωνα με την οποία οι εν λόγω άδειες οδικής χρήσης, παύουν να ισχύουν από τις 5 Ιουλίου 2010.
Η προσφυγή καταχωρίστηκε στις 16 Ιουνίου 2010 και ταυτοχρόνως, με μονομερή αίτηση ιδίας ημερομηνίας, οι αιτητές επεδίωξαν την έκδοση των πιο κάτω διαταγμάτων.
«(α) Προσωρινό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς, εκτέλεση και εφαρμογή της διοικητικής πράξης ή/και απόφασης των Καθ΄ων η αίτηση όπως εκδηλώθηκε με την επιστολή προς την Αιτήτρια ημερομηνίας 8.4.2010 με την οποία η Αιτήτρια ειδοποιείται ότι οι άδειες οδικής χρήσης των επιβατικών της οχημάτων που χρησιμοποιούνται για εσωτερικές οδικές επιβατικές μεταφορές σε ταχτικές γραμμές παύουν να ισχύουν οριστικά και αμετάκλητα από την 5/7/2010 και με την οποία προτρέπεται η Αιτήτρια να συμμετάσχει στον φορέα Δημόσιας Υπηρεσίας της καθορισμένης περιοχής Λεμεσού, δηλαδή στην Εταιρεία Μεταφορών Επαρχίας Λεμεσού (ΕΜΕΛ), μέχρι πλήρους εκδίκασης και αποπεράτωσης της πιο πάνω προσφυγής ή/και μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
(β) Προσωρινό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς, εκτέλεση και εφαρμογή των διοικητικών πράξεων/αποφάσεων μ ε βάση τις οποίες επιδιώκεται η λειτουργία λεωφορείων στα δρομολόγια που καλύπτει η αιτήτρια με τα λεωφορεία της με βάση τις πιο πάνω άδειες μέχρι πλήρους εκδίκασης και αποπεράτωσης της πιο πάνω προσφυγής ή/και μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Μετά από σχετικές οδηγίες του Δικαστηρίου η αίτηση επιδόθηκε στους καθ΄ων η αίτηση, οι οποίοι και καταχώρισαν ένσταση. Κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης, εμφανίστηκε δικηγόρος, εκ μέρους του ενδιαφερομένου μέρους, η οποία και αγόρευσε υποστηρίζοντας την απόρριψη της αιτήσεως.
Από το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του κ.Ανδρέα Κυριάκου Αθανασίου, ενός εκ των μετόχων της αιτήτριας εταιρείας, καταφαίνεται η πορεία και η μακρόχρονη άσκηση του επαγγέλματος του μεταφορέα, όπως επίσης και η επαγγελματική ενασχόληση των μετόχων της εταιρείας με τις οδικές μεταφορές, τα διάφορα χρέη ή και υποχρεώσεις της εταιρείας και των μετόχων της, με στόχο να καταδειχθεί το ύψος της ζημιάς την οποία θα υποστεί η αιτήτρια αν εφαρμοστεί η σχετική απόφαση των καθ΄ων η αίτηση. Ως συνακόλουθο αποτέλεσμα, συνεχίζει ο ενόρκως δηλών, η αιτήτρια θα παύσει να ασκεί το επάγγελμα της, τα δε λεωφορεία ιδιοκτησία της θα αχρηστευθούν χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης.
Ο κ.Γιάννης Νικολαϊδης, ανώτερος λειτουργός οδικών μεταφορών στο τμήμα Οδικών Μεταφορών στο τμήμα Συγκοινωνιών και ΄Εργων, με τη δική του ένορκη δήλωση, που συνοδεύει την ένσταση, αναφέρεται στα γεγονότα που προηγήθηκαν της επιστολής της 8 Απριλίου 2010, με έμφαση στην τροποποίηση του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμου 2001-2009 που διαφοροποίησε τη δομή σχέσεων μεταξύ Αναθέτουσας Αρχής και υφιστάμενων Αναδόχων, όπως η αιτήτρια, και την έκδοση σχετικού διατάγματος από τον Υπουργό Συγκοινωνιών ημερ. 22.9.2009, σύμφωνα με το οποίο καθορίστηκαν τα γεωγραφικά όρια της Κύπρου και δόθηκε η δυνατότητα συνομολόγησης συμβάσεων παραχώρησης δημοσίας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών μεταφορών σε τακτικές γραμμές. Είχε, συνεχίζει ο ενόρκως δηλών, πριν από τη δημοσίευση του διαγωνισμού, γίνει δημόσια διαβούλευση με όλους τους ενδιαφερόμενους. Ο διαγωνισμός, ο οποίος προκηρύχθηκε με δημοσίευση στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, οδήγησε στην ολοκλήρωση των διαδικασιών και την υπογραφή σύμβασης ημερ. 2 Δεκεμβρίου 2009 με τον ανάδοχο φορέα για, μεταξύ άλλων τη γεωγραφική περιοχή Λεμεσού, που είναι η Εταιρεία Μεταφορών Επαρχίας Λεμεσού (ΕΜΕΛ) ΛΤΔ (ενδιαφερόμενο μέρος). Με βάση τις πρόνοιες της εν λόγω συμβάσεως η ημερομηνία έναρξης της σύμβασης θα αποφασιζόταν μεταγενέστερα και όντως έγινε από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, προσδιορίζοντας ως τέτοια, την 5 Ιουλίου 2010 (επιστολή 7 Απριλίου 2010 προς ΕΜ).
Στις 8 Απριλίου 2010, η Αναθέτουσα Αρχή πληροφόρησε όλους τους υφιστάμενους παρόχους, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας, για την έναρξη της συμφωνίας, τον επηρεασμό που θα είχε να υποστεί και τη δυνατότητα συμμετοχής της στη μετοχική σύνθεση του αναδόχου. Περαιτέρω, στις 13 Μαϊου 2010, η Αναθέτουσα Αρχή εξέδωσε ανακοίνωση, που δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο, με την οποία πληροφορούσε τους λεωφορειούχους, που δεν συμμετείχαν στον ανάδοχο φορέα, ότι δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση και τους καλούσε να επικοινωνήσουν με την Αναθέτουσα Αρχή για το θέμα αυτό. Προσθέτει δε επί του προκειμένου ο ενόρκως δηλών, ότι η αιτήτρια είχε διαβούλευση με την Αναθέτουσα Αρχή στις 4 Ιουνίου 2010 και υπέγραψε σχετική βεβαίωση συμμετοχής στη διαδικασία διαβούλευσης, αναλαμβάνοντας παράλληλα την υποχρέωση υποβολής, μέχρι 11 Ιουνίου 2010, των θέσεων της επί των υφισταμένων κριτηρίων, έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό αποζημιώσεων που θα μπορούσε να λάβει. Επειδή δεν ανταποκρίθηκε στις 16 Ιουνίου 2010, Λειτουργοί της Αναθέτουσας Αρχής επικοινώνησαν με την αιτήτρια η οποία δήλωσε ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη να δώσουν στοιχεία. Η πρόθεση της Αναθέτουσας Αρχής να καταβάλει αποζημιώσεις γνωστοποιήθηκε και με σχετική ανακοίνωση, ταυτοχρόνως έγινε, κατέληξε ο ενόρκως δηλών σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό του 2010 για το θέμα αυτό. Η αιτήτρια όμως, καταλήγει επί του προκειμένου, δεν έχει αποταθεί στην Αναθέτουσα Αρχή για τον καθορισμό της αποζημίωσης τους.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι η συγκεκριμένη απόφαση, που περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 8 Απριλίου 2010, είναι έκδηλα παράνομη, γιατί στερεί τους επαγγελματίες οδηγούς από τη συγκεκριμένη άδεια οδικής χρήσης και τη δυνατότητα ασκήσεως του επαγγέλματος του οδηγού με καταστροφικές συνέπειες για τη δική τους επιβίωση, όπως της οικογένειας τους. Η άδεια οδικής χρήσης και το επάγγελμα πάνε μαζί, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο συνήγορος, και το κράτος δεν δικαιούται να επεμβαίνει και να στερεί το δικαίωμα ασκήσεως επαγγέλματος ενός πολίτη χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως.
Η συγκεκριμένη απόφαση πρόσθεσε, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο προσδιορίζει την αναγκαιότητα άμεσης πληρωμής προς τον πολίτη όταν το κράτος αφαιρεί την ιδιοκτησία, στην προκείμενη περίπτωση, την κινητή περιουσία. Εξουδετερώνεται επαγγελματικώς η αιτήτρια και ως εκ τούτου θα πρέπει το κράτος να τους αποζημιώσει άμεσα. Δεν έχει, συνέχισε, το Κράτος προβάλει, μέσα από την σχετική απόφαση, οτιδήποτε που να δικαιολογεί τη στέρηση του συνταγματικού δικαιώματος της εργασίας με βάση το ΄Αρθρο 25 του Συντάγματος.
Πέραν από τα πιο πάνω ο κ.Λουκαϊδης έκαμε αναφορά στην ανεπανόρθωτη ζημιά την οποία θα υποστούν οι αιτητές, αφού θα βρεθούν στο «κενό» επαγγελματικά με αποτέλεσμα να επηρεάζονται άμεσα τα ανθρώπινα τους δικαιώματα. Η γενική, όπως είπε, αναφορά περί της δυνατότητας παροχής αποζημίωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής, δικαιολογία για τη μη διαπίστωση από το Δικαστήριο της ανεπανόρθωτης ζημιάς που θα υποστεί η αιτήτρια.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι αυτό το οποίο, ουσιαστικά, πρόβαλε η αιτήτρια, είναι ότι το κράτος εν μια νυχτί τους στερεί τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος τους. Αυτό το οποίο ουσιαστικά έγινε, συνέχισε, είναι η ενσωμάτωση και η από κοινού ρύθμιση του θέματος του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα με βάση την τροποποίηση που έγινε στο Νόμο 9/82 με το Νόμο 101(Ι)/2009. Οι ίδιες οι πρόνοιες του Νόμου και συγκεκριμένα οι διατάξεις των άρθρων 16Α και 16Β δεν άφησαν περιθώρια συνέχισης της αδείας οδικής χρήσεως. Το θέμα αυτό ρυθμίστηκε νομοθετικά.
Ως προς το θέμα του επιχειρήματος για έκδηλη παρανομία, η συνήγορος, υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει αφού η διοίκηση, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του Νόμου, προχώρησε στην προκήρυξη διαγωνισμού, όπου όλοι οι υφιστάμενοι μεταφορείς είχαν το δικαίωμα να συμμετάσχουν. Η αιτήτρια δεν εκδήλωσε οποιοδήποτε ενδιαφέρον και ήταν γνωστό, με βάση τις πρόνοιες του συγκεκριμένου Νόμου ποια θα ήταν η επίπτωση σ΄αυτή. Δεν υπάρχει στέρηση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος γιατί η αιτήτρια έχει τη δυνατότητα να συμβληθεί με τον ανάδοχο από τη μια και από την άλλη μπορεί να χρησιμοποιήσουν τα αδειούχα λεωφορεία τους για οποιαδήποτε άλλη χρήση, εκτός από τη μεταφορά επιβατών με κόμιστρο.
Ούτε το θέμα της ανεπανόρθωτης ζημιάς μπορεί να τεκμηριωθεί, συνέχισε η συνήγορος, λαμβανομένης υπόψη της δημοσίας πρόσκλησης για την καταβολή αποζημίωσης από τη μια και από την άλλη της ύπαρξης των χρημάτων με βάση σχετική πρόνοια στον προϋπολογισμό του 2010.
Ως προς το αιτητικό «Β» η συνήγορος υποστήριξε ότι η τυχόν έκδοση του θα αντιστρατευόταν τη δικαιοδοσία ενός διοικητικού Δικαστηρίου, και θα επέτρεπε την επέμβαση σε μια ιδιωτική σύμβαση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους, έκαμε αναφορά επίσης στο ιστορικό της υπόθεσης, με στόχο να καταδείξει ότι η αιτήτρια είχε, για μεγάλο χρονικό διάστημα προειδοποιηθεί, για τις συνέπειες της τροποποίησης που επέφερε ο Νόμος 101(1)/2009 και επίσης για την επακολουθήσασα προκήρυξη του διαγωνισμού και τη συνακόλουθη δυνατότητα της να συμμετάσχει στη δομή του ανάδοχου και δεν έκαμε τίποτε. Πέραν αυτού, συνέχισε, άφησαν το χρονικό διάστημα από τις 8 Απριλίου μέχρι και τις 16 Ιουνίου, να παρέλθει και τότε αποτάθηκαν αναζητώντας προστασία από το Δικαστήριο, κάτι το οποίο θα πρέπει να επηρεάσει την κρίση επί του ζητουμένου. Η αποτίμηση σε χρήμα οποιασδήποτε ζημιάς δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ισχυρισμό για ανεπανόρθωτη ζημιά, όπως είπε. Ως προς το βάρος απόδειξης έκδηλης παρανομίας η συνήγορος υποστήριξε ότι η αιτήτρια δεν έχει τεκμηριώσει τον ισχυρισμό τους, ούτε καν για ύπαρξη παρανομίας, πόσο μάλλον έκδηλης τέτοιας. Τέλος η συνήγορος αναφέρθηκε και στο δημόσιο συμφέρον το οποίο επιβάλλει την προστασία των μεταφορών και της δέσμευσης του παρόχου με το κράτος.
Η προσφερόμενη στο Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής εδράζεται στον Καν.13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα δυο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία ήτοι:
α) ΄Εκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή
β) Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 Α.Α.Δ. 32.
«η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται νε εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Στην υπόθεση Frangos & Οthers v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ.53, ιδιαίτερα στη σελίδα 57, αναφέρεται σε μετάφραση ότι:
«για να ενεργήσει το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα
γεγονότα».
Περαιτέρω στην ίδια υπόθεση αναφέρεται το πιο κάτω απόσπασμα επίσης σε μετάφραση:
«αν και το τι αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά οριστεί φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.»
Ο ορισμός της «έκδηλης παρανομίας» απαντάται επίσης στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Yπ.Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 ως εξής:
«έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης».
Το πιο κάτω απόσπασμα σε μετάφραση από την απόφαση Sofocleous ν. Republic (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, δίδει πιστεύω το στίγμα και προσδιορίζει τις παραμέτρους μέσα από τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει για να διαπιστώσει την ύπαρξη ανεπανόρθωτης ζημιάς.
Με γνώμονα τη δομή των γεγονότων που αναλύθηκαν πιο πάνω, όπως αυτά κυρίως πηγάζουν από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και δεν αμφισβητούνται από την αιτήτρια, η συγκοινωνιακή πολιτική του Κράτους, σε σχέση με τις δημόσιες επιβατικές και οδικές μεταφορές, τέθηκε σε νέα διάσταση, όπως επιτάσσει ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ.1370/2007 που περιγράφεται στο προοίμιο του Νόμου 101(Ι)/2009. (ο «Νόμος»).
Με την πιο πάνω τροποποίηση, η Αναθέτουσα Αρχή, που με βάση το Άρθρο 2 του Νόμου, είναι το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, είχε δικαίωμα να αναθέσει αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης σε μια επιχείρηση, την υπηρεσία εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε τακτικές γραμμές για μια συγκεκριμένη περιοχή, με σύμβαση. Ταυτοχρόνως διαφοροποιήθηκε, με βάση τις πρόνοιες του συγκεκριμένου Νόμου, το καθεστώς του επαγγελματία οδικού μεταφορέα, κατόχου σχετικής αδείας, δυνάμει του Νόμου 9/82.
Μέσα σ΄αυτό το νομοθετικό πλαίσιο το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων καθόρισε με σχετικό Διάταγμα ημερομηνίας 22 Σεπτεμβρίου 2009 τις γεωγραφικές περιοχές, περιλαμβανομένης και της Λεμεσού εντός της οποίας δραστηριοποιείται η αιτήτρια. Παράλληλα, προχώρησε σε προκήρυξη διαγωνισμού για συνομολόγηση σύμβασης, όπως αναλύθηκε πιο πάνω. Στο μεταξύ είχαν γίνει διαβουλεύσεις τον Μάρτιο και Απρίλιο του 2009 με υφιστάμενους παρόχους, όπως η αιτήτρια. Η αιτήτρια δεν υπέβαλαν αίτηση συμμετοχής στον πιο πάνω διαγωνισμό. Η Αναθέτουσα Αρχή προχώρησε σε υπογραφή σύμβασης με τον Ανάδοχο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Εταιρεία Μεταφορών Επαρχίας Λεμεσού (ΕΜΕΛ) Λτδ (το ενδιαφερόμενο μέρος). Την έναρξη της ισχύος της σύμβασης την καθόρισε με επιστολή της η Αναθέτουσα Αρχή και ήταν η 5η Ιουλίου, 2010 και παράλληλα στις 8 Απριλίου 2010 γνωστοποίησε στην αιτήτρια τον τερματισμό των αδειών δημοσίας χρήσεως των οχημάτων της, εν όψει της πιο πάνω σύμβασης.
Από το πιο πάνω πλέγμα γεγονότων και νομοθετικών ρυθμίσεων η αιτήτρια προβάλλει, όπως ανέφερα πιο πάνω, ότι στερείται της δυνατότητας χρησιμοποίησης των μέχρι τώρα αδειούχων οχημάτων της κατά παράβαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης. Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Αναλύοντας τις προβλεπόμενες, στο Άρθρο 16Β, πρόνοιες, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν τίθεται οποιαδήποτε είτε αποστέρηση κατοχής είτε απόλαυση χρήσης, έτσι ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής της Συνταγματικής πρόνοιας. Εκείνο το οποίο παρουσιάζεται είναι μιας μορφής περιορισμός. Η αιτήτρια όχι μόνο μπορεί να ενταχθεί στον φορέα του ανάδοχου, με συμμετοχή ή ως υπεργολάβος της, αλλά δικαιούται επίσης να χρησιμοπεί τα συγκεκριμένα οχήματα της για άλλο σκοπό π.χ. τουριστικό. Όπως καταφαίνεται από τα γεγονότα της υπόθεσης η αιτήτρια είναι κάτοχος και άλλων οχημάτων, τα οποία έχουν τουριστική άδεια. Είναι, συνεπώς, απόμακρο το επιχείρημα στέρησης του δικαιώματος κατοχής και χρήσης, όπως προβλήθηκε, πόσο μάλλον για να υποστηρίξει επιχείρημα ύπαρξης έκδηλης παρανομίας, όπως επιτάσσει η νομολογία.
Η αποστέρηση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άδεια οδικής χρήσης, την οποία, με βάση την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση θα αποστερηθεί η αιτήτρια, πρόβαλε ο συνήγορός τους. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι τεθέντες με τις πρόνοιες του Νόμου, περιορισμοί στην άσκηση του επαγγέλματος του αδειούχου μεταφορέα με κανένα τρόπο δεν μπορούν να επεκταθούν και πόσο μάλλον να οδηγήσουν στο συμπέρασμα αποστέρησης του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος. Στην προκείμενη περίπτωση η αιτήτρια, ως εταιρεία μεταφορών, χρησιμοποιούσε ορισμένα οχήματα για σκοπούς μεταφοράς επιβατών και άλλα για σκοπούς μεταφοράς τουριστών. Η ύπαρξη προϋποθέσεων ένταξης σε ενιαίο φορέα για τις οδικές μεταφορές, που προβλέπει ο Νόμος, την εφαρμογή του οποίου άσκησαν οι καθ΄ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να προχωρήσουν στην αφαίρεση των αδειών οδικής χρήσης από την αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 8 Απριλίου, 2010, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ότι αποτελεί έκδηλη παρανομία εκ μέρους τους, σε βαθμό που να οδηγήσει σε συμπέρασμα αποστέρησης του δικαιώματος της άσκησης επαγγέλματος ή απασχόλησης.
Η ελευθερία του συμβάλλεσθαι η οποία προστατεύεται με βάση το Άρθρο 26 του Συντάγματος, επηρεάζεται, υποστήριξε ο συνήγορος των αιτητών, αφού οι τελευταίοι «πιέζονται ανεπίτρεπτα» να συμβληθούν με τον Ανάδοχο. Από τα ίδια τα γεγονότα δεν στοιχειοθετείται το επιχείρημα αυτό, ιδιαιτέρως λαμβανομένου υπόψη ότι υπάρχει η δυνατότητα συμμετοχής που εναπόκειται στην επιλογή της αιτήτριας και σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει η σχετική πρόνοια για καταβολή αποζημιώσεων.
Το τελευταίο σκέλος της επιχειρηματολογίας του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους αιτητές, εδράζεται στην οικονομική ζημιά την οποία οι τελευταίοι θα υποστούν, ως αποτέλεσμα της σχετικής επιστολής των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 8 Απριλίου 2010. Η έννοια της ανεπανόρθωτης ζημιάς αναλύθηκε πιο πάνω και από την ίδια την ένορκη δήλωση, που υποστηρίζει την αίτηση, προσδιορίζεται, μπορώ να πω με ακρίβεια, το ύψος της ετήσιας απώλειας τόσο της ιδίας της αιτήτριας εταιρείας, όσο και των μετόχων της. Συγκεκριμενοποιούνται τα χρέη που υπάρχουν και η ενδεχόμενη αδυναμία πληρωμής τους. Συνεπώς το υπόβαθρο για προβολή ανεπανόρθωτης ζημιάς, έχει με τα πιο πάνω αδυνατήσει. Πέραν απ΄αυτό η όποια αποζημίωση ενδεχομένως θα καταβληθεί στην αιτήτρια, ως αποτέλεσμα της μη συμμετοχής της στο νέο συγκοινωνιακό πλαίσιο, έχει ρυθμιστεί νομοθετικά με βάση το Νόμο. Η επέκταση του επιχειρήματος του συνήγορου περί ηθικής απώλειας του δικαιώματος εργασίας, που θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος της ανεπανόρθωτης ζημιάς, δεν μπορεί να επεκταθεί γιατί, όπως προβλέπεται στο συγκεκριμένο νόμο, η καταβολή αποζημίωσης έχει νομοθετικά ρυθμιστεί.
Θα πρέπει να σημειώσω ότι το αιτητικό (β) της Αίτησης, ουσιαστικώς επιδιώκει την έκδοση ενός προστακτικού διατάγματος, για τη μη εφαρμογή μιας σύμβασης που συνομολογήθηκε μεταξύ των καθ΄ων η αίτηση και τρίτου προσώπου, που στην προκείμενη περίπτωση είναι το ενδιαφερόμενο μέρος, κάτι το οποίο εκφεύγει της δυνατότητας έκδοσης διαταγμάτων με βάση τον Κανονισμό 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Παράλληλα επί του θέματος αυτού είχα την ευκαιρία να μελετήσω την πρόσφατη απόφαση του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ, επί του ιδίου θέματος, στην υπόθεση 767/2010, Εταιρεία Αυτοκινήτων «Δωρά Λτδ» ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 23 Ιουνίου 2010.
Με γνώμονα τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη ότι η αιτήτρια απέτυχε να στοιχειοθετήσει μία από τις δύο προϋποθέσεις που τίθενται για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση, τα οποία θα υπολογιστούν στο τέλος της υπόθεσης.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.