ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 529/2010)
9 Ιουλίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146(1)(2)(3)(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΜΙΣΘΩΝ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 183, ΑΡΘΡΟ 3(1), 4(1), ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙ ΚΑΤΩΤΑΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ (ΠΩΛΗΤΕΣ, ΓΡΑΦΕΙΣ, ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟΙ ΒΟΗΘΟΙ, ΒΟΗΘΟΙ ΠΑΙΔΟΚΟΜΟΙ, ΒΟΗΘΟΙ ΒΡΕΦΟΚΟΜΟΙ, ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΒΟΗΘΟΙ, ΦΡΟΥΡΟΙ, ΦΡΟΝΤΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ) ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 2010, ΑΡΘΡΑ 2, 3(1)(2)(3)(4)(5)(6), 6.
1. ALMAS SERVICE SECURITY LTD,
2. N.F. PAPAIACOVOU LIMITED, ΙΔΙΟΚΤΗΤΡΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΕΠΩΝΥΜΙΑΣ Ή/ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗ ΩΣ ASTRAPI SECURITY,
3. G4S SECURITY SERVICES (CYPRUS) LTD,
4. ΙΛΑΡΧΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΛΤΔ,
Αιτητές,
- ν -
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ου η αίτηση.
- - - - - -
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30.4.2010 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ.
- - - - - -
Τ. Κουκούνης, για τους Αιτητές.
Δ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με διάταγμά του που δημοσιεύτηκε στις 16.4.2010, δυνάμει του Άρθρου 3(1) του περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου, Κεφ. 183, το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε το ύψος του κατώτατου καταβαλλόμενου μισθού για διάφορες κατηγορίες επαγγελμάτων. Σ΄ αυτές τις κατηγορίες περιλαμβάνονταν και οι "Φρουροί", όρος ο οποίος περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο που ασχολείται με τη φύλαξη και τον έλεγχο χώρων, κτηρίων ή προσώπων, και σε σχέση με τους οποίους ο κατώτατος ωριαίος μισθός καθορίστηκε σε €4,70 από την 1.4.2010 και σε €5,00 για όσους φρουρούς συμπλήρωσαν ή θα συμπληρώσουν μετά την ημερομηνία εκείνη συνεχή απασχόληση έξι μηνών στον ίδιο εργοδότη.
Τη νομιμότητα ή ορθότητα του προαναφερθέντος διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή τους οι αιτητές, οι οποίοι είναι ιδιωτικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, και ζητούν την ακύρωσή του, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Παράλληλα με την καταχώρηση της προσφυγής τους, οι αιτητές υπέβαλαν και μονομερή αίτηση για έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος, με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς του διατάγματος μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση της προσφυγής τους. Κατόπιν οδηγιών όμως του Δικαστηρίου, η αίτηση επιδόθηκε και στο καθ΄ου η αίτηση Υπουργικό Συμβούλιο, ώστε να ακουσθεί επ΄ αυτής, και το οποίο καταχώρησε γραπτή Ένσταση ενιστάμενο στο αίτημα.
Νομική πτυχή αίτησης γι΄ απόδοση προσωρινής θεραπείας από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση καταχωρηθείσας προσφυγής προσφέρεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και ιδιαίτερα από τον Κανονισμό 13. Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο ανέλαβε τις εξουσίες του Συνταγματικού Δικαστηρίου, έχει επεξηγηθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Δικαστηρίου. Όπως καθίσταται φανερό, τα κριτήρια γι΄ απόδοση προσωρινής φύσεως θεραπείας από το Ανώτατο Δικαστήριο διαφέρουν και είναι αυστηρότερα απ΄ εκείνα που τίθενται με βάση το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου σε σχέση με τα Επαρχιακά Δικαστήρια. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν ασκείται εάν απλά καταδειχθεί από τον αιτητή μια συζητήσιμη υπόθεση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης που θα ακολουθήσει. Ούτε και η κατάδειξη του στοιχείου του ότι παρουσιάζεται να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε υστερότερο στάδιο, τυγχάνει άλλη προϋπόθεση.
Όπως ξεκάθαρα εξάγεται από τη νομολογία, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί παρέχοντας ενδιάμεση-προσωρινή θεραπεία, εκεί μόνο όπου ο αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη ενός από δύο παράγοντες:
α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή,
β. Επιφορά ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.
(Βλ. πχ. Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837, Mayo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Frangos and others v. Republic (1982) 3 CLR 53).
Επανερχόμενος στα περιστατικά της παρούσας διαδικασίας σημειώνω ότι σε δύο ένορκες δηλώσεις του κ. Γ. Αργυρού, Διευθυντή των αιτητών αρ. 3, οι οποίες υποστηρίζουν την αίτηση, αναφέρονται σε έκταση και λεπτομέρεια τα γεγονότα, οι ισχυρισμοί και οι παραστάσεις των αιτητών. Από την άλλη πλευρά, τα στοιχεία που ενδιαφέρουν παρατίθενται σε συνημμένη στην Ένσταση ένορκη δήλωση του κ. Α. Αποστόλου, Λειτουργού Εργασιακών Σχέσεων Α΄, του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας.
Ως προς την ικανοποίηση της αναγκαίας προϋπόθεσης έκδοσης προσωρινού διατάγματος που αναφέρεται στην κατάδειξη έκδηλης παρανομίας από πλευράς της διοίκησης, στην εμπεριστατωμένη προφορική αγόρευσή του, ο κ. Κουκούνης, αφού ανέλυσε σχετική επί του θέματος νομολογία, εισηγήθηκε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, αυτή η προϋπόθεση ικανοποιείται για τον ακόλουθο λόγο: Το προσβαλλόμενο Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, ενώ δημοσιεύτηκε στις 16.4.2010, προβλέπει για αναδρομική εφαρμογή του από την 1.4.2010, καθ΄ ην στιγμή ο περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμος, Κεφ. 183, δεν παρέχει τέτοια εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ως προς την ικανοποίηση της εναλλακτικής προϋπόθεσης για έκδοση προσωρινού διατάγματος, ο συνήγορος των αιτητών υπέβαλε ότι και αυτή η προϋπόθεση ικανοποιείται, αφού οι αιτητές παρέσχαν στοιχεία από τα οποία καταδεικνύεται ότι, αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά. Η σταδιακή αύξηση του κατώτατου ορίου του μισθού των φρουρών ασφαλείας τα τελευταία χρόνια έχει φθάσει σε όρια στα οποία δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οι αιτητές οι οποίοι εργάζονται, προσφέροντας μακροχρόνιας διάρκειας συμβόλαια με συγκεκριμένους προϋπολογισμούς. Το αυξημένο κόστος παροχής υπηρεσιών καθίσταται δυσβάστακτο και δεν μπορεί ούτε να μετακυλισθεί στους πελάτες, ούτε τα συμβόλαια εργασίας να τύχουν επαναδιαπραγμάτευσης, οπότε τελικά θα αναγκασθούν οι αιτητές να απολύσουν προσωπικό. Αναφορικά με τo Λόγο Ένστασης τον οποίο ήγειρε το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο στην Ένστασή του, σύμφωνα με τον οποίο το προσβαλλόμενο στην προσφυγή Διάταγμα δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και, επομένως, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προσβολής με προσφυγή, ούτε και αναστολής στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης, ο συνήγορος των αιτητών, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, απέρριψε τον ισχυρισμό τούτο.
Από την πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, η συνήγορός του επέμεινε στην προμνησθείσα ένσταση, εισηγούμενη ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα δε συνιστά ατομική διοικητική πράξη, αλλά κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία έχει νομοθετικό περιεχόμενο με εννοιολογική γενικότητα, η οποία εφαρμόζεται γενικά στις κατηγορίες μισθωτών που καθορίζονται στο Διάταγμα. Ως προς τους άλλους λόγους ένστασης στην έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος, η συνήγορος διαφώνησε ότι καταδεικνύεται εδώ η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας και/ή η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς. Όπως εισηγήθηκε, κατ΄ αρχάς επιτρέπεται η απόδοση αναδρομικής ισχύος στην ισχύ του προσβαλλόμενου διατάγματος με βάση τις πρόνοιες του Κεφ. 183 και, εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα τούτο είναι ζήτημα ερμηνείας του Νόμου και δε συνιστά σε καμιά περίπτωση έκδηλη παρανομία. Ως προς την κατάδειξη πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στους αιτητές, δεν έχει αποδειχθεί η πρόκληση ούτε άμεσης, ούτε συγκεκριμένης ζημιάς. Εκείνο που έχει υποδειχθεί από τους αιτητές είναι η κατ΄ ισχυρισμό πρόκληση ζημιάς σε τρίτα πρόσωπα ή στην κοινωνία λόγω ενδεχόμενων απολύσεων και, εν πάση περιπτώσει, έχει υποδειχθεί η πιθανότητα πρόκλησης κάποιας οικονομικής ζημιάς η οποία δεν είναι αρκετή για την έκδοση προσωρινού διατάγματος.
Θα επιληφθώ κατ΄ αρχάς της ένστασης η οποία αφορά στην εισήγηση ότι το επίμαχο Διάταγμα δεν είναι προσβλητέο με προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το ζήτημα τούτο, βέβαια, συνιστά προδικαστική ένσταση, η οποία αναμένεται να εγερθεί στο πλαίσιο εξέτασης της ουσίας της προσφυγής των αιτητών. Εκεί θα μπορεί και θα πρέπει να εξετασθεί κατόπιν υποβολής εμπεριστατωμένων παραστάσεων και από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές και να αποφασισθεί κρίνοντας ενδεχόμενα και την τύχη της προσφυγής. Στο στάδιο όμως τούτο της διαδικασίας και στο πλαίσιο της υπό εξέταση αίτησης, δεν θα ήταν επιτρεπτό να αποφασισθεί ένα τέτοιο θέμα. Ούτε και θα προσέφερε οτιδήποτε η περιφερειακή εξέτασή του για διακρίβωση του κατά πόσο οι αιτητές απέτυχαν ενδεχόμενα να καταδείξουν πιθανότητα επιτυχίας τους στην προσφυγή, αφού κάτι τέτοιο δεν συνιστά κριτήριο έκδοσης του αιτουμένου διατάγματος. Όπως τονίστηκε, μεταξύ άλλων και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Γ ΑΑΔ 1857, απόφανση επί ενός τέτοιου θέματος με εκδήλωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου σε διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος θα πρέπει να αποφεύγεται, έτσι ώστε να μη καθίσταται η εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής μάταιη. Μπορεί βέβαια να εξετάζεται και να διαγιγνώσκεται με περίσκεψη τέτοιου είδους θέμα κατά τη διάγνωση του ζητήματος κατά πόσο έχει καταδειχθεί από τον αιτητή η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας.
Εξετάζοντας το θέμα της κατάδειξης ή μη έκδηλης παρανομίας παρατηρώ τα εξής:
Πολλές, αλλά συγκλίνουσες ερμηνείες έχουν δοθεί στον όρο "έκδηλη παρανομία" σε κατά καιρούς εκδοθείσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 32, λέχθηκαν τα εξής στη σελίδα 36 του τόμου αποφάσεων:
"Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί, και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234. Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης."
Στην ίδια την απόφαση Λοϊζίδης (ανωτέρω), στην οποία και παραπέμπει το πιο πάνω απόσπασμα, επεξηγήθηκε ότι:
"Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης."
Στην υπόθεση Frangos and others v. Republic (ανωτέρω) λέχθηκε ότι:
"For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts."
Δηλαδή, η παρανομία θα πρέπει να είναι απτή, ή όπως έχει άλλως χαρακτηρισθεί, θα πρέπει να είναι εξόφθαλμη.
Σημειώνεται ότι οι αιτητές έχουν επικεντρώσει την προσπάθειά τους για ικανοποίηση αυτής της προϋπόθεσης στην εισήγηση ότι το εκδοθέν Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου δεν μπορούσε να είχε αναδρομική ισχύ, εφόσον κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν στο Νόμο.
Το ότι στο Διάταγμα δόθηκε κάποια αναδρομική ισχύς, δύο έστω εβδομάδων, είναι γεγονός αυταπόδεικτο, δεδομένου ότι αυτό δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 16.4.2010, και προνοούσε ότι ετίθετο σε ισχύ από την 1η Απριλίου 2010. Το Διάταγμα είχε εκδοθεί δυνάμει του περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου, Κεφ. 183, με τις πρόνοιες στο άρθρο 3(1) του οποίου δίδεται η εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο με Διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα να ορίζει κατώτατα όρια μισθών για οποιαδήποτε εργασία. Το εδάφιο (3) του άρθρου 3 προνοεί τα εξής:
"(3) Οποιοσδήποτε κατώτατος μισθός που ορίζεται όπως προαναφέρθηκε, ή η κατάργηση ή διαφοροποίηση οποιουδήποτε τέτοιου μισθού, τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία που ορίζεται για το σκοπό αυτό στο Διάταγμα."
Όπως εισηγούνται οι αιτητές, η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια δεν δίδει εξουσία απόδοσης αναδρομικής ισχύος σε Διάταγμα καθορισμού κατώτατου μισθού, όπως απαιτείται να γίνεται με βάση τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος αρ. 158(Ι)/1999 στο άρθρο 7(α), του οποίου προβλέπεται ότι:
"7. Μια διοικητική πράξη δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Αν επιτρέπει την αναδρομικότητα της πράξης ο νόμος.
(β) .................................."
Όπως αντίθετα εισηγείται η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, η προαναφερθείσα πρόνοια στο άρθρο 3(3) του Κεφ. 183, ακριβώς επιτρέπει την αναδρομικότητα στην ισχύ Διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου. Η άποψη αυτή φαίνεται να είναι βάσιμη. Όπως φαίνεται από το λεκτικό του άρθρου 3(1) του Νόμου, ενώ δίδεται η εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να καθορίζει ανώτατο όριο μισθού με Διάταγμα το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα, η πρόνοια αυτή δεν μένει ως εκεί. Χωρίς οτιδήποτε άλλο, θα εννοείτο ότι η ισχύς ενός τέτοιου διατάγματος θα άρχιζε από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα. Όμως, η σχετική πρόνοια προχωρεί παρακάτω και με το εδάφιο (3) αφήνει το θέμα του πότε τίθεται σε ισχύ το Διάταγμα να καθορίζεται κατά την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου από ημερομηνία που ορίζεται ειδικά γι΄ αυτό το σκοπό στο Διάταγμα. Όπως επομένως διαφαίνεται από το κείμενο του Νόμου, η ημερομηνία κατά την οποία μπορεί να τίθεται σε ισχύ Διάταγμα δυνάμει του άρθρου 3, δεν περιορίζεται ούτε στην ημερομηνία δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα, ούτε και σε άλλη ημερομηνία η οποία ήθελε καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, η οποία να είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας δημοσίευσης. Παρουσιάζεται, επομένως, να μην αποκλείεται και να φαίνεται ανοικτό το ενδεχόμενο όπως καθορίζεται ημερομηνία έναρξης ισχύος ενός τέτοιου διατάγματος, προγενέστερη της δημοσίευσης. Επειδή δε το θέμα αφορά καθορισμό ορίου μισθού, πιθανόν να μην είναι άσχετο το γεγονός ότι η έναρξη ισχύος του σχετικού Διατάγματος θα μπορούσε να αρχίζει από την αρχή του μήνα εντός του οποίου γίνεται και η δημοσίευση.
Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, δεν πρόκειται βέβαια να προβώ σε τελική κρίση ως προς την ύπαρξη ή μη παρανομίας λόγω αναδρομικότητας στην ισχύ του επίμαχου διατάγματος. Όμως, μπορώ να διαγνώσω στο στάδιο τούτο ότι οι αιτητές για το λόγο τούτο και, πρόσθετα λόγω του συζητήσιμου θέματος της δυνατότητας προσβολής της επίμαχης Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης με προσφυγή, δεν απέδειξαν ότι στην παρούσα περίπτωση διαπιστώνεται έκδηλη παρανομία.
Ως προς την εναλλακτική προϋπόθεση της κατάδειξης πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, παρατηρώ τα εξής:
Όπως προκύπτει από τα διατεθέντα στοιχεία και ιδιαίτερα από τις παραστάσεις στις οποίες προέβηκαν οι αιτητές, με τον καθορισμό νέου κατώτατου ορίου μισθού για τους εργοδοτούμενους τους φρουρούς ασφαλείας, θα υποστούν ζημιά. Η ζημιά αυτή είναι συνυφασμένη με την ανάλογη αύξηση στο κόστος παροχής της υπηρεσίας προς τον πελάτη, δεδομένου βέβαια ότι στους εργοδοτούμενούς τους φρουρούς παρέχεται τώρα μισθός που πρέπει να είναι χαμηλότερος του καθορισθέντος κατώτατου ορίου. Αυτή η εξέλιξη αναπόφευκτα θα προκαλέσει σ΄ αυτούς ως εργοδότες, ιδιαίτερα δε σε υφιστάμενα συμβόλαια τα οποία έχουν συνάψει, κάποια αναστάτωση και ανάγκη για αναπροσαρμογές. Μπορεί ακόμα να οδηγήσει σε οικονομική περισυλλογή και αναγκαιότητα για περιορισμό κερδών ή εξόδων ή και σε μείωση προσωπικού. Βέβαια, όπως επανειλημμένα έχει νομολογηθεί, η πρόκληση κάποιας χρηματικής ζημιάς κατά κανόνα δεν θεωρείται ανεπανόρθωτη για σκοπούς έκδοσης προσωρινού διατάγματος μέχρι την εκδίκαση προσφυγής, εκτός εάν η αποτίμηση και επανόρθωση της ζημιάς που επικαλείται ο αιτητής είναι αδύνατη. (Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Μαρκουλλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 3413). Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Μαρκουλλίδου (ανωτέρω), γενικά ομιλούντες, η πρόκληση χρηματικής ζημιάς δεν θεωρείται ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη ζημιά. Τέτοια όμως μπορεί να θεωρηθεί ζημιά που δυνατό να θέσει σε κίνδυνο εμπορική επιχείρηση ή την ικανότητα συντήρησης του αιτητή κλπ.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, σημειώνεται ότι Διάταγμα για καθορισμό κατώτατου ορίου μισθοδοσίας του επαγγέλματος φρουρού ασφαλείας δεν είναι η πρώτη φορά που εκδόθηκε. Παρόμοια διατάγματα (αντίγραφα των οποίων επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Ένστασης στην αίτηση) είχαν εκδοθεί κατά πρώτο στις 2.5.2008 και, ακολούθως, στις 8.5.2009. Είχε έτσι δοθεί ουσιαστικά μια σταδιακή αύξηση του κατώτατου ορίου ωριαίου μισθού για φρουρούς κατά μερικά σεντ. Οι αιτητές προσβάλλουν τη νομιμότητα ή ορθότητα της νέας αύξησης στο όριο που δόθηκε με το Διάταγμα του 2010. Όμως, αδυνατώ να διαπιστώσω ότι αυτή η αύξηση του ορίου έχει καταδειχθεί ότι θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη σ΄ αυτούς ζημιά. Ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από τους ισχυρισμούς και στοιχεία που έχουν οι ίδιοι προβάλει και τα οποία περιορίζονται στην κατάδειξη κάποιας οικονομικής επιβάρυνσης και διοικητικής φύσεως δυσχέρειες.
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και αναπόφευκτα απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν στο τέλος της προσφυγής.
Κ. Kληρίδης,
/ΧΤΘ Δ.