ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 2358/2006,
453/2007 και 759/2008)
14 Ιουλίου, 2010
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 2358/2006)
1. ΑΥΓΟΥΣΤΑ Α. ΧΑΧΟΛΙΑΔΟΥ,
2. ΚΩΝΣΤΑΝTΙΑ Α. ΧΑΧΟΛΙΑΔΗ,
3. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΛΚΙΔΑΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 453/2007)
ΜΥΡΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 759/2008)
ΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΡΙΝΑ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στις 2358/06 και 453/07.
Θ. Ιωαννίδης, για τον Αιτητή στην 759/08.
Θ. Πιπερή (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-
Οι 3 συνεκδικαζόμενες προσφυγές
Οι Αιτητές στην προσφυγή 2358/06, είναι ιδιοκτήτες του τεμαχίου 155, το οποίο εφάπτεται των Λεωφ. Γρίβα Διγενή και Λεμεσού, στη Λάρνακα, ενώ η Αιτήτρια στην προσφυγή 453/07 είναι η ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 154 στην ίδια περιοχή. Οι Αιτητές στις δύο αυτές προσφυγές, αντιπροσωπεύονται από τον ίδιο δικηγόρο. Ο Αιτητής στην προσφυγή 759/08 είναι ο ιδιοκτήτης του τεμαχίου L1135 στην ίδια περιοχή, έκτασης 446 τ.μ. και αντιπροσωπεύεται στην παρούσα διαδικασία από διαφορετικό δικηγόρο. Λόγω της συνάφειας τους, οι τρεις προσφυγές συνεκδικάστηκαν.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Το 1988 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τη σύσταση Υπουργικής Επιτροπής, για να μελετήσει σε βάθος το θέμα των κρατικών αναγκών σε κτίρια, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκών για τα Επαρχιακά Γραφεία Κυβερνητικών Τμημάτων. Οι συζητήσεις συνέχισαν μέχρι το 1991. Αναφορικά με τα Επαρχιακά Κυβερνητικά Γραφεία στη Λάρνακα, στα οποία αφορά η παρούσα προσφυγή, η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, εισηγήθηκε, ότι αυτά ανεγερθούν σε διάφορα τεμάχια μεταξύ των οποίων και το τεμάχιο των Αιτητών, τα οποία θα έπρεπε να απαλλοτριωθούν. Ως αρμόδια αρχή για την απαλλοτρίωση, ορίστηκε το Υπουργείο Εσωτερικών.
Στις 5.7.1991 δημοσιεύτηκε η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, αρ. 1188, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, για την επηρεαζόμενη ακίνητη ιδιοκτησία στη Λάρνακα. Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύτηκε επίσης και διάταγμα επίταξης.
Κατά της απαλλοτρίωσης υποβλήθηκαν δύο ενστάσεις οι οποίες εξετάστηκαν μαζί. Η μια έγινε αποδεχτή, ενώ η άλλη απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του, ημερομηνίας 22.5.1992, προς το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ζητούσε ετοιμασία νέων σχεδίων, εξαιρουμένων των τεμαχίων για τα οποία η ένσταση έγινε αποδεκτή και δημοσίευση νέας Γνωστοποίησης, επειδή η υφιστάμενη είχε ατονήσει καθώς επίσης και νέου Διατάγματος από το οποίο να παραλείπονταν τα τεμάχια που εξαιρέθηκαν.
Πράγματι, στις 21.8.1992 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η νέα Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με αρ. 1426.
Υποβλήθηκαν και πάλι ενστάσεις, αυτή τη φορά από τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων 154, 1156 και 1135, οι οποίες αφού εξετάστηκαν, απορρίφθηκαν στις 18.6.1993 από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ταυτόχρονα ενέκρινε την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με την Πρόταση αρ.806/93, επειδή η ιδιοκτησία κρίθηκε αναγκαία για την ανέγερση των νέων Κυβερνητικών Επαρχιακών Γραφείων Λάρνακας.
Στις 20.8.1993 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η νέα Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, αρ. 1323, η οποία περιελάμβανε και το τεμάχιο 155 που ανήκε στους Αιτητές. Σύμφωνα με επιστολή του Έπαρχου Λάρνακας, με τη λήξη της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων δεν υποβλήθηκε καμιά ένσταση, κατά της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης. Ως αποτέλεσμα, στις 29.10.1993, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το Διάταγμα Απαλλοτριώσεως αρ. 1609.
Επειδή μέχρι το 1998 δεν είχαν ξεκινήσει εργασίες στο τεμάχιο τους, οι Αιτητές υπέβαλαν αίτηση διαχωρισμού του τεμαχίου 155 σε οικόπεδα, με αποτέλεσμα να εμπλακεί και ο Δήμος Λάρνακας, ο οποίος ενημερώθηκε από τους Καθ'ων η αίτηση ότι το συγκεκριμένο τεμάχιο απαλλοτριώθηκε από τη Δημοκρατία, αλλά δεν έχει ακόμα εγγραφεί στο όνομα τους επειδή δεν έχουν συμφωνηθεί οι αποζημιώσεις. Το Υπουργείο Εσωτερικών πληροφόρησε το Δήμο Λάρνακας ότι οι Αιτητές δεν είχαν δικαίωμα να υποβάλουν την αίτηση γιατί το ακίνητο απαλλοτριώθηκε και δεν τους ανήκει.
Το 1999, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως Κυβερνητικά κτίρια στεγαστούν και σε άλλες περιοχές και ότι το τεμάχιο 155 θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση άλλων υπηρεσιών, όπως η Πυροσβεστική Υπηρεσία, η Αστυνομική Ακαδημία Λάρνακας κ.α.
Στο μεταξύ, οι Αιτητές κατά καιρούς, μέσω των δικηγόρων τους, λόγω της μη έναρξης των εργασιών, ζητούσαν επιστροφή του απαλλοτριωθέντος κτήματος, κατηγορώντας τη διοίκηση για παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Οι Καθ'ων η αίτηση τους πληροφορούσε ότι το τεμάχιο θα παραμείνει στην κατοχή της Δημοκρατίας, για να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς που αποκτήθηκε (βλ. επιστολές Καθ' ων η αίτηση, ημερ. 19.5.1999, 13.7.2000, 18.5.2001, 31.5.2002 και 22.2.2005).
Στις 24.9.2003 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο Γραφείο του Επάρχου Λάρνακας στην οποία παρευρέθηκαν ο Υπουργός Εσωτερικών, ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων και άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες κατά την οποία μεταξύ άλλων επιβεβαιώθηκαν προηγούμενα σχέδια της Διοίκησης ότι στον απαλλοτριωθέντα χώρο δεν θα ανεγείρονταν όλα τα επαρχιακά κυβερνητικά γραφεία Λάρνακας, αφού ορισμένα από αυτά θα έπρεπε να παραμείνουν στο κέντρο της Λάρνακας και συγκεκριμένα στο παραλιακό μέτωπο. Αποφασίστηκε όμως ότι ο απαλλοτριωθείς χώρος θα χρησιμοποιείτο για ανέγερση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λάρνακας, της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Κεντρικού Ταχυδρομείου.
Στο μεταξύ, εκδόθηκαν οι επιταγές αποζημίωσης προς τους Αιτητές στις 3 προσφυγές, με αποτέλεσμα τα απαλλοτριωθέντα κτήματα να μεταβιβαστούν στη Δημοκρατία.
Ο κοινός δικηγόρος των Αιτητών στην προσφυγή 2358/06 και της Αιτήτριας στην προσφυγή 453/07, απέστειλε νέα επιστολή προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 23.10.2006 και 20.2.2007 αντίστοιχα, στην οποία επικαλείται την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ευθυμιάδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166 και την πρόσφατη απόφαση την υπόθεση Φιλιαστίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1008/2004, ημερ. 7.9.2006 και ζητούσε άμεση απόδοση της ιδιοκτησίας στους πελάτες του. Ταυτόχρονα, επισύναψε τρεις επιταγές των πελατών του στην προσφυγή 2358/06, για τα ποσά των £294.748,20, £294.748,20 και £589.496,40 τα οποία αποτελούσαν το καταβληθέν σ' αυτούς ποσά και τόκους.
Στη συνέχεια, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών απέστειλε επιστολή προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 7.11.2006, με την οποία ζητούσε ενημέρωση τόσο για το περιεχόμενο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και για τον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος. Η Νομική Υπηρεσία απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 24.11.2006 προς τον Υπουργό Εσωτερικών στην οποία επισυναπτόταν αντίγραφο της απόφασης επί της Προσφυγής 1008/2004 που εκδόθηκε στις 7.9.2006. Στις 27.11.2006 πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, του Γραφείου Προγραμματισμού και υπηρεσιακών παραγόντων στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, προς συζήτηση των ενεργειών που ήταν αναγκαίες μετά την ανωτέρω απόφαση.
Ως αποτέλεσμα των αποφασισθέντων στη σύσκεψη, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολές του ημερομηνίας. 30.11.2006 και 2.3.2007 προς τον δικηγόρο των Αιτητών στις προσφυγές 2358/06 και 453/07 αντίστοιχα, επέστρεψε τις επιταγές των πελατών του, σημειώνοντας ότι η Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε σχέση με την Φιλιαστίδης, ανωτέρω, δεν αφορά και δεν επηρεάζει την απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία των Αιτητών.
Οι Αιτητές στις δύο πρώτες προσφυγές, προσβάλλουν την πιο πάνω άρνηση των Καθ'ων η αίτηση να επιστρέψουν την περιουσία τους. Με ένα, αλλά σύνθετο λόγο ακύρωσης, ισχυρίζονται ότι η άρνηση των Καθ'ων η αίτηση συνιστά παράβαση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, του άρθρου 15 του Ν. 15/62, καθώς επίσης και μη συμμόρφωση προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης στην προσφυγή 1008/04.
Στις 3.3.2008 ο δικηγόρος του Αιτητή στην προσφυγή 759/08, με επιστολή του ζήτησε επιστροφή του απαλλοτριωθέντος κτήματος για το λόγο ότι δεν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης. Οι Καθ'ων η αίτηση όχι μόνο δεν απάντησαν στο αίτημα του, αλλά στις 11.4.2008 εξέδωσαν το διάταγμα αρ. 383 για επίσχεση της περιουσίας του Αιτητή, για σκοπούς στέγασης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λάρνακας και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Ο Αιτητής με την προσφυγή του 759/08 προσβάλλει και αυτός την άρνηση της διοίκησης να του επιστρέψει το κτήμα του και ζητά όπως παν παραληφθέν, εκτελεστεί.
Η προδικαστική ένσταση
Θα ξεκινήσω από την προδικαστική ένσταση ότι ο Αιτητής στην προσφυγή 759/08 κωλύεται να εγείρει τη συγκεκριμένη προσφυγή, καθότι αυτή έχει απολέσει το αντικείμενο της. Όπως εξηγεί στην αγόρευση της η κα Πιπερή, ο Αιτητής στην αγόρευση του δικηγόρου του προβάλλει τη θέση ότι το διάταγμα επίσχεσης «επιβιώνει πλήρως την εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης». Εάν, πρόσθεσε, αυτή είναι η τοποθέτηση του Αιτητή, τότε:-
(α) Ο Αιτητής θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποδέχεται το νομικό καθεστώς που προέκυψε από την επίσχεση, με αποτέλεσμα η ιδιοκτησία του να καθορίζεται πλέον από το διάταγμα επίσχεσης και όχι από το διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο προσβάλλει.
(β) Το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να ασκήσει την αναθεωρητική και ακυρωτική του δικαιοδοσία και να ακυρώσει την παράλειψη επιστροφής σε σχέση με την απαλλοτρίωση, αφού η συγκεκριμένη πράξη δεν υφίσταται πλέον και δεν καθορίζει το καθεστώς της επίδικης ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει η κα Πιπερή, η προσφυγή είναι αλυσιτελής, αφού το επίδικο ακίνητο δεν διέπεται πλέον από την πράξη απαλλοτρίωσης, αλλά από την επίσχεση, την οποία δεν προσβάλλει. Διαφορετική προσέγγιση στο θέμα θα επέτρεπε στον Αιτητή να επιδοκιμάζει και ταυτόχρονα να αποδοκιμάζει. Γι' αυτό θα πρέπει ο Αιτητής να κληθεί να επιλέξει σε ποια ακριβώς θέση εμμένει. Δεν είναι δυνατή, είπε, η άσκηση παρεμπίπτοντος ελέγχου επί άλλης διοικητικής πράξης (επίσχεσης) στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, η οποία αφορά στην παράλειψη επιστροφής κτήματος στη βάση του ισχυρισμού ότι εγκαταλείφθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης.
Ο κος Ιωαννίδης εκ μέρους του Αιτητή, απαντώντας ανέφερε ότι δεν χρήζει αποσαφήνισης η θέση του, εφόσον «ο Αιτητής δεν επιζητεί άσκηση παρεμπίπτοντος ελέγχου του διατάγματος επίσχεσης». Είναι ξεκάθαρο, είπε, ότι ο πελάτης του προσβάλλει την παράλειψη επιστροφής της ιδιοκτησίας λόγω εγκατάλειψης του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Γι' αυτό εξάλλου στο στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, δεν επέμενε στη δεύτερη θεραπεία με την οποία αξίωνε όπως εκδοθεί διάταγμα όπως παν παραληφθέν, δέον εκτελεστεί. Τέλος, ήταν η θέση του ότι η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει, ανεξάρτητα από το διάταγμα επίσχεσης που ακολούθησε μεταγενέστερα.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.
Η προσφυγή 759/08 με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απώλεσε το αντικείμενό της. Όπως διευκρίνισε ο δικηγόρος του Αιτητή στο στάδιο των διευκρινίσεων, η προσφυγή περιορίζεται στην ακύρωση της πράξης που αφορά στην άρνηση της διοίκησης να επιστρέψει το κτήμα. Δεν εκτείνεται στο διάταγμα επίσχεσης, το οποίο είναι ένα ξεχωριστό θέμα. Όπως περαιτέρω εξήγησε, αν επιτύχει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης με την παρούσα προσφυγή πράξης, μετά θα προχωρήσει στην αμφισβήτηση της πράξης επίσχεσης. Όπως ορθά επισημαίνει ο κ. Ιωαννίδης στην απαντητική του αγόρευση, δεν πρόκειται για άσκηση παρεμπίπτοντος ελέγχου άλλης διοικητικής πράξης.
Η ουσία των τριών προσφυγών
Έρχομαι τώρα στην ουσία των τριών προσφυγών. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές στην προσφυγή 2358/06 και 453/07, εξήγησε ότι με το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης αρ. 1609, ημερομηνίας 29.10.93, απαλλοτριώθηκαν διάφορα κτήματα μεταξύ αυτών και το τεμάχιο 155 το οποίο ανήκε στους Αιτητές και ένα άλλο τεμάχιο το οποίο ανήκε στον Αντώνη Φιλιαστίδη, ο οποίος με την προσφυγή Φιλιαστίδης, ανωτέρω, κατάφερε να πείσει το Δικαστήριο να ακυρώσει το διάταγμα απαλλοτρίωσης αρ. 1609 για το λόγο ότι είχε μεταβληθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, δηλαδή ενώ αρχικά η Δημοκρατία είχε πρόθεση να ανεγείρει στα απαλλοτριωθέντα τεμάχια όλα τα κυβερνητικά γραφεία της Επαρχίας Λάρνακας, στη συνέχεια μετέβαλε τους αρχικούς στόχους και αποφάσισε να ανεγείρει την Κεντρική Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας, τον Κεντρικό Πυροσβεστικό Σταθμό και το Κεντρικό Ταχυδρομείο. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η διοίκηση επιδίωκε τη χρησιμοποίηση της απαλλοτριωθείσας περιουσίας για άλλο σκοπό.
Ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε ότι η διαδικασία ακύρωσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης, εξαφάνισε την απαλλοτρίωση στο σύνολο της, εξ υπαρχής και έναντι πάντων. Ως αποτέλεσμα, η διοίκηση είχε άμεση υποχρέωση σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, να συμμορφωθεί ενεργά προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα και να επιστρέψουν τα απαλλοτριωθέντα κτήματα προς όλους τους ιδιοκτήτες.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή στην προσφυγή 759/08, κ. Θ. Ιωαννίδης, υποστήριξε με παρόμοια επιχειρηματολογία την αξίωση του πελάτη του για επιστροφή του κτήματος.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ'ων η αίτηση, διαφωνεί για την εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση του δεδικασμένου στην υπόθεση Φιλιαστίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, γιατί εκεί ο αιτητής προσέβαλλε άρνηση της διοίκησης να επιστρέψει το απαλλοτριωθέν κτήμα, δηλαδή σε τελική ανάλυση το Δικαστήριο ακύρωσε, όπως ισχυρίστηκε η κα Πιπερή, την πράξη άρνησης της διοίκησης να επιστρέψει το κτήμα και όχι το διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο δεν είχε προσβληθεί από τον Αιτητή. Κατά την άποψή της, το δεδικασμένο στην υπόθεση Φιλιαστίδη, δεν εκτείνεται σε τρίτους.
Δεν συμφωνώ με τη συνήγορο των Καθ'ων η αίτηση και ούτε μπορώ να κατανοήσω τον τεχνητό διαχωρισμό που προσπάθησε να κάνει στην οριοθέτηση του δεδικασμένου στην υπόθεση Φιλιαστίδης. Το Δικαστήριο σ' εκείνη την υπόθεση, αναφέρει ρητά ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει «μεταβληθεί» και σε άλλο σημείο ότι έχει «εγκαταλειφθεί και ότι η διοίκηση επιδιώκει τη χρησιμοποίηση απαλλοτριωθείσας περιουσίας για άλλο σκοπό». Η καταληκτική διατύπωση της απόφασης του Δικαστηρίου ότι «η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται» δεν χωρεί αμφιβολία ότι αναφέρεται όχι μόνο στην προσβαλλόμενη άρνηση της διοίκησης να επιστρέψει το κτήμα, αλλά και κατ' επέκταση στο ίδιο το διάταγμα απαλλοτρίωσης, του οποίου ο σκοπός έχει μεταβληθεί με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι έχει εγκαταλειφθεί.
Όπως ανέφερα και στην υπόθεση Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1502/05, ημερομηνίας 19.6.2008, ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δημιουργεί απόλυτο δεδικασμένο έναντι πάντων (erga omnes). Αυτό εξάλλου, έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 59 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) (βλ. Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ρεβέκκα Παπαδάκη κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 140).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση Φιλιαστίδη, δημιουργείται απόλυτο δεδικασμένο έναντι πάντων και ως εκ τούτου η διοίκηση όφειλε, συμμορφούμενη με το δεδικασμένο, να επιστρέψει τα κτήματα των Αιτητών. Δεν είναι δυνατό για ορισμένους ιδιοκτήτες, ο σκοπός του διατάγματος απαλλοτρίωσης να θεωρείται ότι έχει εγκαταλειφθεί και για άλλους που αμφισβήτησαν το διάταγμα, όχι. Αυτό θα δημιουργούσε πέραν της παράβασης του δεδικασμένου και παράβαση της αρχής της ισότητας (άρθρο 38 του Νόμου 158(Ι)/99), της καλής πίστης (άρθρο 51(1) του ίδιου Νόμου) και αναμφίβολα της αρχής της χρηστής διοίκησης (άρθρο 50 του ίδιου Νόμου).
Άνευ βλάβης της εισήγησης του για την ύπαρξη δεδικασμένου, ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε διαζευκτικά ότι η διοίκηση οφείλει, δυνάμει του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν. 15/62), να επιστρέψει το απαλλοτριωθέν τεμάχιο στους Αιτητές λόγω της μη πραγματοποίησης του σκοπού, παρά το γεγονός ότι παρήλθαν 13 χρόνια από την απαλλοτρίωση μέχρι το 2006 που καταχωρήθηκε η προσφυγή. Προς υποστήριξη της εισήγησης του αναφέρθηκε στην υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 641/99, ημερομηνίας 15.9.2000 και στην υπόθεση της Ολομέλειας Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166, η οποία υιοθέτησε τη Συμεωνίδης, πιο πάνω.
Η συνήγορος των Καθ'ων η αίτηση απορρίπτει τις θέσεις των δύο δικηγόρων των Αιτητών και προς υποστήριξη των δικών της θέσεων αναφέρεται σε απόσπασμα από το σύγγραμμα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» του Π. Δ. Δαγτόγλου, 3η Έκδοση (1992), σελ. 750-2 στο οποίο επεξηγείται η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης και σε αναγνώριση ευνοϊκού καθεστώτος στη διοίκηση λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών για υλοποίηση δημοσίων έργων, οι οποίες στοχεύουν στην τήρηση των όρων διαφαίνεται στις διαδικασίες προσφορών και στον ευρύτερο προγραμματισμό που χρειάζεται.
Κατά την άποψη της, η αναφορά του Νόμου σε τριετή περίοδο αξιοποίησης, αποτελεί ένα μέτρο αξιολόγησης και όχι καθοριστικό κριτήριο για άρση της απαλλοτρίωσης. Πέραν τούτου, εισηγήθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη ανέφικτος και δεν έχει εγκαταλειφθεί, όπως εισηγούνται οι Αιτητές. Όπως ανέφερε με την Ειδοποίηση Απαλλοτρίωσης, εξαγγέλθηκε η πρόθεση της διοίκησης να ανεγείρει στο επίδικο κτήμα «τα κυβερνητικά Επαρχιακά Γραφεία Λάρνακας». Πρόθεση της διοίκησης ήταν η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των κυβερνητικών υπηρεσιών της Λάρνακας. Το ότι δεν έγινε ρητή αναφορά στην ανέγερση κυβερνητικών κτιρίων για στέγαση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λάρνακας, της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Ταχυδρομείου, δεν επηρέαζε τη νομιμότητα του διατάγματος.
Δεν συμφωνώ ούτε με αυτά τα επιχειρήματα της συνηγόρου των Καθ'ων η αίτηση. Όπως πρόσφατα είχα την ευκαιρία να αναφέρω στην προσφυγή Μαραγκού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 91/08, ημερομηνίας 14.1.2010, συνοψίζοντας τη νομολογία:-
«Στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ. (2006) 3 ΑΑΔ 166 η Πλήρης Ολομέλεια ανασκόπησε τη νομολογία αναφορικά με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και ειδικά για τα όρια του εφικτού και ανέφικτου του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Διαφοροποιώντας την μέχρι τότε τάση της νομολογίας, τόνισε ότι η ορθή ερμηνεία του εδαφίου 5 του Άρθρου 23, θα πρέπει να συνάδει με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Όπως αναφέρθηκε:-
«.η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης, αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου.»
Η Πλήρης Ολομέλεια, συμμεριζόμενη της ανησυχίες του Νικολαΐδη, Δ. που εκφράστηκαν στην υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 641/99, ημερ. 15.9.2000 για τον περιοριστικό τρόπο που η μέχρι τότε νομολογία ερμήνευσε την έννοια του εφικτού, εξήγησε:-
«..ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες. Ως εκ της προκύπτουσας διαφοροποίησης του επιπέδου των απαιτούμενων ενεργειών της διοίκησης, στο αποτέλεσμα της όποιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Η σαφής ορολογία του Άρθρου 23.5 αντανακλά δεόντως την αντίληψη μας για την ουσιαστική διάσταση του όπως την έχουμε εκφράσει».»
Στην προκειμένη περίπτωση είναι φανερό ότι παρά τα πολλά χρόνια που πέρασαν από την απαλλοτρίωση του κτήματος, οι Καθ'ων η αίτηση δεν προχώρησαν αποφασιστικά είτε στο να υλοποιήσουν το έργο είτε να το καταστήσουν εφικτά υλοποιήσιμο μέσα σε εύλογο χρόνο. Εκείνο που φαίνεται να έγινε μέσα στα 15 τόσα χρόνια μέχρι την καταχώρηση της τελευταίας προσφυγής το 2008, ήταν μελέτες και αλλαγές πολιτικής όσο αφορά τη στέγαση των κυβερνητικών γραφείων Λάρνακας. Υπήρξε, με αρκετή βραδύτητα, αλλαγή πολιτικής και απόφαση ότι το Επαρχιακό Κτηματολόγιο και το Επαρχιακό Γραφείο Πολεοδομίας και Οικήσεως θα στεγάζονταν στα νέα κτίρια στο αστικό κέντρο ή στο παραλιακό μέτωπο. Μέχρι και τη σύσκεψη της 4.7.2002 δεν είχε ακόμη ετοιμαστεί ρυθμιστικό/χωροταξικό σχέδιο για τον υπό απαλλοτρίωση χώρο και ούτε έγιναν ενέργειες για χωροθέτηση των κτιρίων, πόσο μάλλον περιβαλλοντική μελέτη και ετοιμασία κατασκευαστικών σχεδίων.
Δεν συμμερίζομαι τα επιχειρήματα της κας Πιπερή, ότι η στέγαση των κυβερνητικών γραφείων της Επαρχίας Λάρνακας ήταν ένα μεγάλο έργο το οποίο απαιτούσε την ολοκλήρωση πολλών διαδικασιών, συντονισμό και οργάνωση. Όσες ενέργειες και συντονισμοί και αν χρειάζονταν, η παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί και ξεφεύγει εντελώς των συνταγματικών προσταγών. Καμία από τις μέχρι τότε ενέργειες της διοίκησης μπορεί να ενταχθεί σε σχεδιασμούς για πραγματική υλοποίηση του σκοπού σύμφωνα με τα αυστηρά κριτήρια που έθεσε η υπόθεση Ευθυμιάδης, ανωτέρω, στην οποία δυστυχώς η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση απέφυγε να κάνει αναφορά.
Με βάση τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι τα αντικειμενικά κριτήρια που τέθηκαν στην υπόθεση Ευθυμιάδης, ανωτέρω, οι Καθ'ων η αίτηση δεν προέβηκαν στις αναγκαίες ενέργειες για υλοποίηση του έργου μέσα σε εύλογο χρόνο. Επομένως, η άρνηση της διοίκησης στις τρεις προσφυγές να επιστρέψει το κτήμα στους Αιτητές, κρίνεται παράνομη και για τους λόγους που εξήγησα (τόσο σε σχέση με το δεδικασμένο, όσο και επί της ουσίας της υπόθεσης), θα πρέπει να ακυρωθεί. Ενόψει της ύπαρξης του διατάγματος επίσχεσης και της απόσυρσης της σχετικής θεραπείας, δεν θα εκδώσω οποιοδήποτε διάταγμα δυνάμει του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος.
Οι τρεις προσφυγές επιτυγχάνουν με €1500 έξοδα πλέον ΦΠΑ στην κάθε προσφυγή εναντίον των Καθ'ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη πράξη στην κάθε προσφυγή ακυρώνεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/EΠσ