ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.185/2009)
20 Ιουλίου, 2010
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΦΑΝΙΔΗΣ
Αιτητής,
-και -
ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Α.Σ.Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Αλ.Κουντουρή, (κα.) για τους Καθ΄ων η αίτηση
Γ.Καραπατάκης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος - Α.Πάρη
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: H εμπλοκή του αιτητή σε δικαστικές διαδικασίες φαίνεται ότι δεν έχει τέλος, αφού, για τέταρτη συνεχόμενη φορά, τα δέκα τελευταία χρόνια, προσβάλλει το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών Ευγένιου Ζήνωνος και Ανδρέα Πάρη στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 2ας τάξεως στην Αρχή Λιμένων Κύπρου.
Μια παράθεση των προηγηθέντων γεγονότων είναι αναγκαία, γιατί η εξεταζόμενη υπόθεση έχει άμεση σχέση με τις προηγούμενες. Στις 21 Ιουλίου 1997, η Αρχή Λιμένων Κύπρου («η Αρχή») διόρισε στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 2ας τάξεως τους Ε.Ζήνων, Α.Νάτσο και Α.Πάρη. Ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή με αριθμό 851/97 και με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 11 Οκτωβρίου 1999, η πιο πάνω απόφαση ακυρώθηκε. Στις 24 Γενάρη 2000, η Αρχή επανεξέτασε το θέμα και προχώρησε εκ νέου σε διορισμό των τριών, πιο πάνω αναφερομένων προσώπων. Ο αιτητής, καταχώρισε νέα προσφυγή την υπ΄αριθμό 546/2000, και με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21 Οκτωβρίου 2002, οι διορισμοί ακυρώθηκαν. Η Αρχή προχώρησε στις 25 Μαϊου 2004 σε επανεξέταση και επαναδιόρισε τα πιο πάνω τρία πρόσωπα αναδρομικά από τις 11 Αυγούστου 1997. Ο αιτητής καταχώρισε και τρίτη προσφυγή υπ΄αριθμό 738/04 η οποία απερρίφθη στις 20 Απριλίου 2006. Καταχωρήθηκε έφεση και στις 22 Σεπτεμβρίου 2008, στα πλαίσια της Αναθεωρητικής ΄Εφεσης 60/2006, το Ανώτατο Δικαστήριο απεδέχθη την έφεση και ακύρωσε το διορισμό των τριών πιο πάνω αναφερομένων προσώπων.
Για το σκοπό της επανεξέτασης του θέματος κατατέθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της Αρχής σημείωμα του Γενικού Διευθυντή ημερ. 14 Οκτωβρίου 2008 και η Αρχή σε συνεδρία ημερ. 21 Οκτωβρίου 2008, έκρινε ότι η Ε.Ζήνωνος, Α.Νάτσος και Α.Πάρης ήταν οι καταλληλότεροι και αποφάσισε να τους προσφέρει διορισμό, στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 2ας τάξεως, αναδρομικά από τις 11 Οκτωβρίου 1997 και όπως επίσης τους προάξει στη συνδυασμένη θέση Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 1ης τάξης, αναδρομικά από την 1η Σεπτεμβρίου 2000. Στις 2 Γενάρη 2009 αναρτήθηκε ανακοίνωση σε σχέση με την πιο πάνω απόφαση της Αρχής και στις 16 Φεβρουαρίου 2009 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή, που είναι η τέταρτη στη σειρά, όπως ανέφερα πιο πάνω.
Στο πλαίσιο της ένστασης οι καθ΄ων η αίτηση προβάλλουν δύο προδικαστικές ενστάσεις. Η πρώτη άπτεται της παρατυπίας που παρουσιάζεται στο δικόγραφο του αιτητή αφού, προσβάλλει δύο διαφορετικές αποφάσεις της Αρχής, στα πλαίσια της ιδίας προσφυγής. Επί του σημείου αυτού ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι υπάρχει η δυνατότητα προώθησης προσφυγής εναντίον δύο αποφάσεων διοικητικού οργάνου υπό τον όρο ότι οι δύο πράξεις είναι συναφείς. ΄Εκαμε αναφορά σε σχετική νομολογία, που υποστηρίζει τη θέση αυτή, και ο κ.Αγγελίδης ανέφερε ότι όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται ικανοποιούνται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 1ης τάξης έγινε γιατί αναγνωρίστηκε η προϋπηρεσία που είχαν στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 2ας τάξεως, την οποία όμως, θεωρήθηκε ότι απέκτησαν ως αποτέλεσμα της επαναξιολόγησης και επαναδιορισμού τους στη συγκεκριμένη θέση. Σε περίπτωση που ο αιτητής επιτύχει στην προσφυγή του, συνέχισε, αυτόματα δικαιούται να προαχθεί στη συγκεκριμένη θέση.
Αντίθετη επί του προκειμένου είναι η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση οι οποίοι πρόβαλαν, κάνοντας αναφορά στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, ότι η προαγωγή στην επόμενη θέση δεν γίνεται αυτόματα αλλά μόνο κατόπιν σχετικής απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής. Αυτή η διαφοροποίηση ενισχύει το επιχείρημα ότι οι δύο αποφάσεις είναι διαφορετικές και δεν θα μπορούσαν να προσβληθούν μέσα στο ίδιο δικόγραφο.
Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση που προβλήθηκε, οι καθ΄ων η αίτηση αμφισβητούν την ύπαρξη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή να προσβάλει το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 1ης τάξεως. Η ένσταση αυτή αποκτά σημασία εάν και εφόσον το Δικαστήριο αποδεχθεί ότι είναι εφικτό να προσβληθούν οι δύο αποφάσεις στο ίδιο δικόγραφο. Το κύριο επιχείρημα που πρόβαλαν οι καθ΄ων η αίτηση στηρίζεται στο γεγονός ότι ο αιτητής δεν πληροί τα προσόντα που απαιτούνται για τη συγκεκριμένη θέση αφού δεν έχει την απαιτούμενη πείρα στη θέση Λιμενικού Λειτουργού, Πλοηγού 2ης τάξεως.
Από πλευράς αιτητή προβλήθηκε ότι θα υπάρξει θυματοποίηση του αιτητή, ο οποίος δεν είχε προαχθεί παρόλες τις τρεις επιτυχημένες προσφυγές του και είναι άκαιρο να προβάλλεται σήμερα από πλευράς Αρχής, ισχυρισμός ότι δεν πληροί τα προσόντα. Ο συνήγορος του αιτητή ανέλυσε την αρχή που βασίζεται στην αναγκαιότητα αποκατάστασης ενός υποψήφιου μετά από θετική γι΄αυτόν απόφαση διοικητικού οργάνου.
O αιτητής αναγνωρίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος προώθησης αιτήσεως ακυρώσεως δυο διαφορετικών αποφάσεων, στο ίδιο δικόγραφο αλλά όπως υποστηρίζει, όχι μόνο συνδέονται, αλλά η μια είναι συνακόλουθη της άλλης. Όπως σημείωσα πιο πάνω οι καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν, κατά την επανεξέταση του ακυρωθέντος διορισμού των ενδιαφερομένων μερών, στο διορισμό στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 2ας τάξεως αναδρομικά από 11 Αυγούστου 1997 των Ε.Ζήνωνος, Α.Νάτσο και Α.Πάρη και την προαγωγή τους στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού Πλοηγού 1ης τάξεως από 1η Σεπτεμβρίου 2000 των ενδιαφερομένων μερών.
Θα εξετάσω την πρώτη αυτή ένσταση σε συνδυασμό με την επόμενη που αφορά, όπως σημείωσα, την έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτητή να αμφισβητεί τη νομιμότητα της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού 1ης τάξεως, αφού, όπως πρόβαλαν οι καθ΄ων η αίτηση δεν κατέχει τα προσόντα και ειδικότερα τη «τρίχρονη υπηρεσία στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού Πλοηγού 2ης τάξης». Πρέπει να σημειώσω ότι από την αγόρευση που κατατέθηκε από πλευράς αιτητή, δεν αμφισβητείται το πιο πάνω δεδομένο. Υποστηρίζεται ότι η δυνατότητα του αιτητή να διεκδικήσει τη θέση, πηγάζει από την αυτόματη προαγωγή στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού Πλοηγού 1ης τάξεως όταν συμπληρωθούν τρία χρόνια υπηρεσίας στην προηγούμενη θέση.
Είναι έκδηλο ότι το συμφέρον του αιτητή δεν είναι ούτε άμεσο ούτε παρόν. Υπάρχει απλώς μια προσδοκία η οποία εδράζεται στην προοπτική επιτυχίας της προσφυγής του εναντίον της απόφασης διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Λιμενικού Πλοηγού 2ης τάξεως. Τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει τουλάχιστον σ΄αυτό το αρχικό στάδιο.
Συνακόλουθα αμφότερες οι ενστάσεις γίνονται αποδεχτές, και παραμένει προς εξέταση η αμφισβήτηση της νομιμότητας του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού -Πλοηγού, 2ης τάξης.
Ως προς την ουσία της προσφυγής, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ακυρώθηκε στα πλαίσια της προσφυγής 859/97, λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την έφεση του αιτητή στην ΑΕ60/06, απεδέχθη ότι υπήρχε εκ μέρους της Αρχής, παράβαση της υποχρέωσης για επαρκή αιτιολόγηση της απόφασης της. Το τι εμφανίζεται σήμερα, με τη τελευταία απόφαση της Αρχής ημερ. 21 Οκτωβρίου 2008, είναι, όπως είπε ο κ.Αγγελίδης, μια απλή καταγραφή και επανάληψη των προηγουμένων αποφάσεων. Υπάρχει, όπως χαρακτηριστικά είπε, μια προκλητική επανάληψη και πεισματικά η Αρχή επαναλαμβάνει τα ίδια, όπως και στις προηγούμενες αποφάσεις. ΄Οφειλε, μετά από τρεις ακυρωτικές αποφάσεις, να είναι πολύ πιο προσεκτική και να αιτιολογήσει την απόφαση της. Υπάρχει κατέληξε, επί του προκειμένου, κενό το οποίο παραβιάζει το δεδικασμένο, καθιστώντας το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο. Δεν λήφθηκε υπόψη και δεν αιτιολογείται γιατί παραγνωρίστηκαν τα προσόντα του αιτητή, που είναι υπέρτερα των ενδιαφερομένων μερών, ούτε και έγινε οποιαδήποτε σύγκριση ή αιτιολόγηση γιατί παραγνωρίστηκε η μεγαλύτερη πείρα που έχει ο αιτητής έναντι των ενδιαφερομένων μερών.
Κάθετα αντίθετη η προσέγγιση των καθ΄ων η αίτηση, που πρόβαλαν ότι υπήρξε επαρκής έρευνα και νόμιμη αιτιολόγηση της απόφασης βασιζόμενη επί του δεδικασμένου, όπως αυτό καταγράφεται στην απόφαση της Ολομέλειας στην ΑΕ60/06. Η Αρχή τόνισε η κα.Κουντουρή συμμορφώθηκε πλήρως και επέλεξε τα καταλληλότερα πρόσωπα για διορισμό. Από το ίδιο το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου καταφαίνεται η νόμιμη αιτιολογία και η ανακρίβεια των ισχυρισμών, που πρόβαλε ο αιτητής, για προκλητικότητα εκ μέρους της Αρχής. Ούτε συνέχισε, ήταν αναγκαίο να υπάρξει ονομαστική αναφορά σε κάθε υποψήφιο, η ύπαρξη των διοικητικών φακέλων των υποψηφίων σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας και στην απουσία ένδειξης περί του αντιθέτου, θεωρείται από τη νομολογία ως ικανοποιητικό για τήρηση των υποχρεώσεων της Αρχής. Ως προς το θέμα των προσόντων και του πλεονεκτήματος που ισχυρίστηκε ο αιτητής ότι κατέχει, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση παρέπεμψε το Δικαστήριο σε αποσπάσματα από την απόφαση της Ολομέλειας ΑΕ60/06 που ικανοποιούν τα αναγκαία προαπαιτούμενα.
Επί του θέματος του δεδικασμένου και της ανεπίτρεπτης αναθεώρησης ζητημάτων που ήδη κρίθηκαν από απόφαση Δικαστηρίου αναφέρθηκε και ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους Α.Πάρη. Υπήρχε, πρόσθεσε, επί του προκειμένου, πλήρης συμμόρφωση με το δικαστικό δεδικασμένο όπως αυτό προβάλλεται από την ΑΕ60/06.
Δόθηκε έμφαση από τον αιτητή στην επαναλαμβανόμενη φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε από το Συμβούλιο τουλάχιστον στις δυο τελευταίες επανεξετάσεις του θέματος των προαγωγών, για να υποστηρίξει την απουσία τήρησης του δεδικασμένου από τη μια και την αποτυχία επιλογής των καταλληλότερων υποψηφίων, από την άλλη.
Συγκρίνοντας το κείμενο της απόφασης ημερ. 25 Απριλίου 2004, όπως είναι καταγραμμένο στην υπόθεση Φανίδης κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Ε. 396, με το κείμενο της απόφασης ημερ. 21 Οκτωβρίου 2008, εύκολα διαπιστώνεται ότι η παρ.8.5, οι υποπαράγραφοι 8.5(α) και (γ) είναι πανομοιότυπα διατυπωμένοι. Στην υποπαράγραφο 8.5(β) προστέθηκε, «και δεν υπάρχουν υποψήφιοι οι οποίοι να υπερτερούν».
Η διαφοροποίηση που υπάρχει, και προσδίδει εχέγγυο πλήρους συμμόρφωσης με το δικαστικό δεδικασμένο, καλύπτοντας παράλληλα την υποχρέωση για αιτιολόγηση της απόφασης, όπως υποστήριξε η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, είναι η υποπαράγραφος 8.5(δ), η οποία αναφέρει:
«Το Συμβούλιο είχε υπόψη του ότι στη γραπτή εξέταση στην οποία παρακάθησαν οι υποψήφιοι για διακρίβωση της «πολύ καλής γνώσης» της Αγγλικής γλώσσας, οι κοι.Ζήνωνος, Πάρη και Νάτσος εξασφάλισαν ψηλότερη βαθμολογία έναντι των υπολοίπων υποψηφίων. Παρόλον ότι ο σκοπός της εξέτασης αυτής ήταν για διακρίβωση του προσόντος της γλώσσας, στην περίπτωση αυτή που όλα τα κριτήρια μεταξύ των υποψηφίων είναι ισάξια και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν για την εξέταση είχαν σχέση με το ναυτικό επάγγελμα, το Συμβούλιο αποφάσισε όπως δώσει στο σημείο της υπεροχής στη βαθμολογία της γλώσσας την ανάλογη οριακή σημασία.»
Προτού ασχοληθώ με το θέμα αυτό πρέπει να σημειώσω ότι ο αιτητής, παραπονείται και δικαιολογημένα αρχικώς τουλάχιστον, ότι δεν προσδιορίζεται πως και γιατί είχαν επιλογή τα ενδιαφερόμενα μέρη, αντί ο ίδιος. Δόθηκε έμφαση στην επιπλέον πείρα του αιτητή που έχει, καταφανώς, μεγαλύτερη εμπειρία ως κυβερνήτης ποντοπόρου σκάφους χωριτικότητας άνω των 3000 κόρων. Από το ίδιο το παράρτημα που παρέθεσε στην αγόρευση του ο συνήγορος του αιτητή, δεν φαίνεται να παραπονείται για άλλο στοιχείο, με το οποίο θα μπορούσε να προσδοθεί υπεροχή στον αιτητή.
Το θέμα όμως του πρόσθετου προσόντος της υπηρεσίας κυβερνήτη, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, και ο τρόπος αντίκρισης του από το Συμβούλιο κρίθηκε δικαστικώς στα πλαίσια της ΑΕ60/06, ως ορθό. Συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί περαιτέρω.
Ούτε ακόμη η λεκτική, από τον αιτητή, αμφισβήτηση του Λιβεριανού διπλώματος των ενδιαφερομένων μερών, μπορεί να προωθηθεί περαιτέρω, όταν τελεσιδίκως αποφασίστηκε στα πλαίσια της ΑΕ60/06, ότι η έρευνα των καθ΄ων ήταν πλήρης και η ευθύνη διακρίβωσης της αξίας τους ανήκει στο διορίζον όργανο. (βλ. Καμπανελλάς ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Α.Ε. 116/2007, ημερ. 23 Απριλίου, 2010). Επανερχόμενος στο πρακτικό του Συμβουλίου ημερ. 21 Οκτωβρίου 2008, παρατηρώ ότι η γραπτή εξέταση που έγινε για διαπίστωση του απαιτούμενου προσόντος της «πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας», στην οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη «εξασφάλισαν ψηλότερη βαθμολογία έναντι των υπολοίπων», απετέλεσε το επιπλέον στοιχείο, για προτίμηση και επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, αφού όπως τονίζεται, όλα τα κριτήρια μεταξύ των υποψηφίων ήταν «ισάξια».
Στην κρινόμενη όμως περίπτωση βρίσκω ότι είναι ανεπίτρεπτο από το διορίζον όργανο, την Αρχή, να χρησιμοποιεί μια διαδικασία, που έγινε αποκλειστικώς για τη διαπίστωση ενός απαιτουμένου προσόντος, της «πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας» και να στηρίζεται σ΄αυτό για να προσδώσει υπεροχή στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης κ.ά ν. Χριστοφή κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 269:
«.. Η επιτυχία στο διαγωνισμό είναι μεν απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένας προσοντούχος υποψήφιος για τη θέση, η απόδοση όμως στο διαγωνισμό δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική μεταξύ των υποψηφίων.»
Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286 όπου αναφέρθηκε ότι ο διαγωνισμός δεν ήταν ανταγωνιστικός, αλλά διαγωνισμός πρόκρισης, για διαπίστωση του ποιοί από τους υποψηφίους κατείχαν το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο γνώσης των εξεταστέων θεμάτων.
Το ίδιο τούτο το προβληθέν επιχείρημα αντιμάχεται το προγενέστερα εγερθέν, σχετικά με την πείρα των υποψηφίων στη θέση κυβερνήτη ποντοπόρου σκάφους άνω των 3000 κόρων, που θεωρήθηκε ότι κάλυπτε το επιπρόσθετο προσόν για όλους τους υποψήφιους, όπως αναλύθηκε στην ΑΕ60/06. Συνεπώς κρινόμενη από αυτή τη σκοπιά, η συμπερίληψη της παραγ.8-5(δ) στο πρακτικό του Συμβουλίου της Αρχής ημερ. 21 Οκτωβρίου 2008, (όπως αναφέρθηκε πιο πάνω) ουδόλως ικανοποιεί την υποχρέωση, που επιβάλλει η νομολογία, για παράθεση από τη διοίκηση σαφών και ικανοποιητικών λόγων κάλυψης της επιλογής των επιλεγέντων υποψηφίων ώστε να είναι εφικτός ο διοικητικός έλεγχος. (Φανίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Ηροδότου ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 148/2007, ημερ. 11 Μαϊου 2010).
Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται αναιτιολόγητη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με βάση τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Ποσό €1.700,00 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζεται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.