ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 593/2007 και 613/2007)
22 Ιουνίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 593/2007)
ΜΑΡΙΟΣ ΠΕΥΚΑΡΟΣ,
Αιτητής,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ. 613/2007)
ΓΛΑΥΚΟΣ ΚΑΡΙΟΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Αίτηση ημερ. 14.5.2010 από το ενδ. μέρος Φοίβη Κατσούρη για
αναστολή της απόφασης ημερ. 10.5.2010
Α. Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια-Ενδιαφερόμενο Μέρος (και στις δύο προσφυγές).
Γ. Σεραφείμ, για τον Καθ΄ ου η αίτηση (Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 593/07).
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Καθ΄ ου η αίτηση (Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 613/07).
Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1 (και στις προσφυγές).
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση 2 (και στις δύο προσφυγές).
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό της αιτήτριας στη θέση της Γενικής Διευθύντριας του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (στο εξής «ο Οργανισμός»), στις 10.5.2010.
Η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση για αναστολή της απόφασης μέχρι της αποπεράτωσης της έφεσης που έχει ήδη ασκήσει. Οι λόγοι για την αιτούμενη αναστολή θα αναπτυχθούν στη συνέχεια.
Στο τέλος της αγόρευσής του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια υπέβαλε, ανορθόδοξα, αίτημα για εξαίρεσή μου, γιατί είμαι ο δικαστής που εξέδωσε την απόφαση της οποίας αξιώνεται η αναστολή της εκτέλεσης. Και λέω ανορθόδοξα, γιατί είθισται αίτημα για κώλυμα ή εξαίρεση δικαστή να τίθεται στην αρχή της διαδικασίας. Στην παρούσα υπόθεση το αίτημα για εξαίρεση έγινε στο τέλος, αφού ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια είχε ήδη εκθέσει όλη την επιχειρηματολογία του για παραχώρηση αναστολής της απόφασης.
Είναι καθήκον κάθε δικαστή να επιλαμβάνεται των ενώπιόν του υποθέσεων και υπό κανονικές συνθήκες δεν πρέπει να εξαιρείται εκτός της περίπτωσης που υπάρχουν λόγοι που εγείρουν ζήτημα προκατάληψης (Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304). Κριτήριο στη διαπίστωση κωλύματος δεν πρέπει να είναι η ευαισθησία του δικαστή, αλλά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού του καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει.
Στην παρούσα υπόθεση ζητήθηκε η εξαίρεσή μου γιατί, ως πρωτόδικος δικαστής, δεν θα ήθελα, σύμφωνα με την αιτήτρια, να ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασής μου. Ουδέν ανακριβέστερο. Καθήκον του δικαστή είναι να εξετάζει τα ενώπιόν του επίδικα θέματα και να αποφασίζει χωρίς οποιαδήποτε προκατάληψη. Δεν κατανοώ πως το γεγονός ότι εξέδωσα την πρωτόδικη απόφαση με κωλύει να εξετάσω αίτημα για αναστολή της εκτέλεσής της. Εξάλλου, σύμφωνα με τη Δικονομία (Δ.35, θ.18), αρμόδιος δικαστής για εξέταση μιας τέτοιας αίτησης είναι πάντα ο εκδικάσας την υπόθεση.
Ούτε και το γεγονός ότι σε παρόμοια υπόθεση στο παρελθόν, έχω εκφράσει δικαστική άποψη, θεωρώ ότι είναι λόγος εξαίρεσής μου. Στη θέση αυτή συνηγορεί και η νομολογία, αφού είχε ήδη αποφασιστεί ότι η από μέρους δικαστή επίλυση νομικού ζητήματος και γενικά η διατύπωση δικαστικών θέσεων και απόψεων σχετικών με τα επίδικα θέματα, σε άλλες διαδικασίες, δεν συνιστούν λόγο εξαίρεσής του ένεκα προκατάληψης και δεν δημιουργούν κώλυμα για συμμετοχή του σε μεταγενέστερες διαδικασίες στις οποίες εγείρονται άμεσα ή έμμεσα παρόμοια θέματα. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη αναγνώριση δικαιώματος επιλογής δικαστή από το διάδικο (βλέπε Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 54 και Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 80).
Δεν θεωρώ ότι η παρούσα υπόθεση έχει οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση Σπανού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 74/2009, ημερομηνίας 22.4.2010, όπου αδελφός Δικαστής δέχτηκε να εξαιρεθεί επειδή σε παρεμπίπτουσα διαδικασία υπεισήλθε στην ουσία της προσφυγής δημιουργώντας την εντύπωση ότι πιθανόν να μην ήταν αμερόληπτος και αντικειμενικός, εφ΄ όσον κατέληξε πρόωρα και εκ των προτέρων σε θέσεις που ευνοούσαν τους καθ΄ ων η αίτηση. Η παρούσα υπόθεση καμιά απολύτως σχέση δεν έχει με τα πιο πάνω. Εδώ η πρωτόδικη απόφαση και η αίτηση αναστολής της εκτέλεσής της είναι δύο χωριστές διαδικασίες που η έκβαση της μιας δεν επηρεάζει την άλλη.
Βρίσκω το συγκεκριμένο επιχείρημα εντελώς αβάσιμο και ανυπόστατο και συνεπώς καταλήγω ότι δεν βλέπω κανένα απολύτως λόγο για εξαίρεσή μου. Επαναλαμβάνω ότι σύμφωνα με τη Δ.35, θ.18, την αίτηση για αναστολή εκδικάζει ο δικαστής που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση.
Διατάγματα αναστολής εκτέλεσης ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν εκδοθεί και στο παρελθόν. Η άσκηση του δικαιώματος έφεσης από μόνη της δεν περιορίζει ούτε μετριάζει την τελεσιδικία της απόφασης (Christoudias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1615). Από την άλλη κρίθηκε ότι θα πρέπει να δοθεί στο δικαστήριο διακριτική ευχέρεια, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος έφεσης (Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147). Θα πρέπει να διατηρείται ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων του επιτυχούς διάδικου και των δικαιωμάτων του εφεσείοντα (Katarina Shipping v. Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 355).
Έτσι κρίθηκε ότι αναστολή της εκτέλεσης μπορεί να διαταχθεί στην περίπτωση που τυχόν απόρριψη της αίτησης για αναστολή θα επιφέρει την πλήρη αποδυνάμωση του αποτελέσματος της έφεσης, αν η τελευταία τελικά επιτύχει (Christophorou and Others (No.2) v. Republic (1985) 3 C.L.R. 676 και Antenna TV Limited v. Υπουργικού Συμβουλίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 478).
Η αίτηση βασίζεται στη Δ.35, θ.18, τη μόνη θεσμική διάταξη που διέπει την αναστολή δικαστικών αποφάσεων (Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, 51). Όπως επεσήμανε και ο ευπαίδευτος συνήγορος που παρουσιάστηκε για τον Οργανισμό, αλλά και σημειώθηκε στην υπόθεση Christoudias v. Republic, ανωτέρω, η διαδικασία αυτή εξυπηρετεί κυρίως τις ανάγκες της αστικής διαδικασίας. Η μεταφύτευσή της στο χώρο του δημόσιου δικαίου θα πρέπει να γίνεται έχοντας δεόντως υπ΄ όψιν τις εγγενείς διαφορές μεταξύ της φύσης και των σκοπών των δύο δικαιοδοσιών. Επισημαίνεται στην ίδια απόφαση ότι η αναστολή της απόφασης αναγκαστικά συνεπάγεται συνέχιση της παρανομίας και γι΄ αυτό μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις θα πρέπει να παρέχεται.
Στην υπόθεση Veis and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 390, 417, το δικαστήριο αποφάσισε, χωρίς καν να του ζητηθεί, να λάβει κατ΄ εξαίρεση πορεία αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης που εξέδωσε. Βάσισε την απόφασή του στο άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, με το οποίο παρέχεται η ευχέρεια αναστολής της εκτέλεσης απόφασης που εκδίδεται, για τέτοιο χρονικό διάστημα και υπό τέτοιους όρους όπως ήθελε κριθεί ορθό και στον Καν. 19, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, σύμφωνα με τον οποίο καθ΄ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οδηγίες που απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Η εισήγηση ότι η αναστολή εκτέλεσης ακυρωτικής απόφασης δεν είναι δυνατή λόγω της φύσης της διαδικασίας του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, απορρίφθηκε στην υπόθεση Veis and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 537, 543, 544.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε στην υπόθεση Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, ότι εφ΄ όσον ασκηθεί έφεση, η ακυρωτική απόφαση μπορεί να ανασταλεί στο πλαίσιο της Δ.35, θ.18. Ας μου επιτραπεί να διατηρήσω, παρά ταύτα, τις αμφιβολίες μου κατά πόσο υπάρχει δικαιοδοσία αναστολής της εκτέλεσης. Τις αμφιβολίες μου αυτές εξέφρασα και στην υπόθεση Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Δημοκρατία (1999) 4 Α.Α.Δ. 623. Δεν σκοπεύω να επαναλάβω το σκεπτικό του προβληματισμού αυτού το οποίο αναλύεται επισταμένα στην πιο πάνω απόφαση, αφού κανένας πρακτικός σκοπός δεν θα εξυπηρετηθεί με την επανάληψή του.
Το ερώτημα που παραμένει είναι τι αναστέλλεται με το διάταγμα αναστολής, αφού στην ουσία η απόφαση, πλην της ακύρωσης της διοικητικής πράξης, δεν έχει άλλη εκτελεστική λειτουργία. Αφού η δηλωτική απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί, τι αναστέλλει το διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης; Η υποχρέωση προς την ενεργό συμμόρφωση προέρχεται από το Σύνταγμα και όχι από την ίδια την απόφαση η οποία δεν υπέχει χαρακτήρα διατάγματος (Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, 222).
Ένα άλλο ερώτημα που εγείρεται είναι ποία η επίδραση της αναστολής εκτέλεσης της απόφασης στην ίδια την πράξη. Όπως έχω αναφέρει και στην υπόθεση Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, αν η απόφαση είναι ακυρωτική, αφού η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ανατρέπει ουσιαστικά την απόφαση, η κηρυχθείσα ως παράνομη διοικητική πράξη, επιστρέφει στο χώρο των νομίμων πράξεων ή παραμένει παράνομη; Στην υπόθεση Christoudias v. Republic, ανωτέρω, λέχθηκε ότι η αναστολή συνεπάγεται την ανοχή της συνέχισης της παρανομίας. Στην πραγματικότητα όμως αποκαθιστά την παρανομία και τη μετατρέπει, έστω και προσωρινά, σε νομιμότητα, μια και η ακύρωση της παράνομης πράξης έχει ανασταλεί.
Αν η ακύρωση της πράξης ανασταλεί, λογικά κάποιος μπορεί να προβάλει το επιχείρημα ότι η κηρυχθείσα ως παράνομη διοικητική πράξη θεωρείται ότι συνεχίζει να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα. Η σχετική πρόβλεψη της Δ.35, θ.18 ή το άρθρο 47 του Ν.14/60 ή τέλος ο κανονισμός 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, δεν νομίζω ότι παρέχουν ικανοποιητικό υπόβαθρο για τη διαφοροποίηση. Νομίζω ότι η Δ.35, θ.18 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην αναθεωρητική δικαιοδοσία.
Παρ΄ όλα αυτά αισθάνομαι υπό το φως της υφιστάμενης νομολογίας δεσμευμένος, παρά τις διαφωνίες μου, να εξετάσω την καταχωρηθείσα αίτηση για αναστολή και να κρίνω κατά πόσο δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις η έκδοση σχετικού διατάγματος. . ΄Εχει λεχθεί (Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω) ότι η αναστολή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και παρέχεται μόνο εφ΄ όσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που τη δικαιολογούν.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι υπάρχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που απαιτούνται για την έκδοση διατάγματος αναστολής. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στη σπουδή με την οποία το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού έσπευσε να συνέλθει για να αποφασίσει την απομάκρυνση της αιτήτριας από τη θέση της, αλλά και μια σειρά άλλων ενεργειών.
Δεν βλέπω πως η γρήγορη αντίδραση του διοικητικού συμβουλίου στη δικαστική απόφαση, παίζει οποιονδήποτε ρόλο. Ο διορισμός της αιτήτριας ακυρώθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η παραμονή της στη θέση δεν εξαρτάτο από την όποια απόφαση του διοικητικού συμβουλίου.
Η αιτήτρια παραπονείται ακόμα ότι στη συγκεκριμένη συνεδρία ο Οργανισμός παρέλειψε να την διορίσει, μέχρι της επανεξέτασης της υπόθεσης, ως αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια. Το παράπονο αυτό δεν βασίζεται σε οποιανδήποτε νομική ή ακόμα και ηθική υποχρέωση του Οργανισμού. Ο Οργανισμός θα μπορούσε να διορίσει ή όχι αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή, ο οποίος μάλιστα μπορούσε να είναι και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, πλην της αιτήτριας.
Η αιτήτρια παραπονείται ακόμα ότι ο Οργανισμός παρέλειψε να αποφασίσει την επιστροφή της στην προηγούμενή της θέση. Θα πρέπει εδώ να λεχθεί ότι πριν η αιτήτρια αποδεχθεί διορισμό στη θέση της Γενικής Διευθύντριας του Οργανισμού, υπηρετούσε ως Διευθύντρια Τουρισμού, θέση από την οποία έδωσε, όπως έπρεπε, την παραίτησή της. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με επιστολή της ημερομηνίας 26.2.2007 προς τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού, με την οποία η αιτήτρια αποδέχθηκε το διορισμό στη θέση της Γενικής Διευθύντριας, υποβάλλει την παραίτησή της από τη θέση της Διευθύντριας Τουρισμού, με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της, όπως αυτά πηγάζουν από τη σχετική νομολογία, όπως η ίδια αναφέρει, σε περίπτωση ακύρωσης του διορισμού της από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Δεν γνωρίζω αν η αιτήτρια έχει οποιαδήποτε δικαιώματα επειδή αποδεχόμενη τη θέση της Γενικής Διευθύντριας, έπρεπε να υποβάλει την παραίτησή της από τη θέση που κατείχε στον Οργανισμό. Δεν αντιλαμβάνομαι επίσης γιατί κάτι τέτοιο θα πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψιν για να παρασχεθεί αναστολή εκτέλεσης της ακυρωτικής απόφασης. Αν η αιτήτρια έχει οποιαδήποτε δικαιώματα σε αποζημίωση ή σε αποκατάστασή της στην προηγούμενη θέση, αυτό είναι κάτι που αφορά άλλη απόφαση του Οργανισμού η οποία, βέβαια, δεν βρίσκεται ενώπιόν μου.
Η αιτήτρια σημειώνει επίσης ότι το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε όπως μη ασκηθεί έφεση. Ούτε και αυτό αντιλαμβάνομαι πως επηρεάζει την κατάσταση. Από τη μια, ο Οργανισμός, ως καθ΄ ου η αίτηση στην προσφυγή, είχε κάθε δικαίωμα να αποφασίσει να προχωρήσει ή όχι σε έφεση. Από την άλλη, έφεση έχει ήδη καταχωρήσει η αιτήτρια και συνεπώς τα όποια δικαιώματά της να αμφισβητήσει την πρωτόδικη απόφαση δεν έχουν επηρεαστεί.
Τέλος παραπονείται επίσης για τη συμμετοχή στη συγκεκριμένη συνεδρία του κ. Τζιαμπάζη, ο οποίος, όπως η ίδια αναφέρει στην αίτησή της, διεκδικούσε επίσης τη θέση του Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού. Ούτε και το επιχείρημα αυτό με έχει πείσει. Η όποια ενδεχόμενη παρανομία στη συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού, η οποία θα πρέπει να επισημανθεί είναι μεταγενέστερη της ακυρωτικής απόφασης της οποίας ζητείται η αναστολή, δεν βλέπω πως επηρεάζει το αίτημά της. Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω στην ουσία του ισχυρισμού, δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για να αναστείλω την απόφαση, είτε με βάση το τελευταίο επιχείρημα, είτε τα προηγούμενα. Το συμβούλιο του Οργανισμού ενήργησε μέσα στα πλαίσια των υποχρεώσεών του και τη μόνη ουσιαστική απόφαση που έχει λάβει στη συγκεκριμένη συνεδρία είναι να μην καταχωρήσει έφεση. Απόφαση η οποία δεν επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, αφού όπως είδαμε προηγουμένως, η ίδια η αιτήτρια καταχώρησε έφεση.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η αιτήτρια δεν υφίσταται οποιανδήποτε ζημιά ούτε από την απόφαση του Οργανισμού, αλλά ούτε και από την απόρριψη του αιτήματος για αναστολή της απόφασης. Αν έχει οποιαδήποτε δικαιώματα για επιστροφή της στην προηγούμενή της θέση, αυ½τά ενδεχομένως να μπορούν να αναγνωριστούν με μια άλλη διαδικασία. Εξ άλλου το αποτέλεσμα της έφεσης που η ίδια καταχώρησε θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα της υπόθεσης. Αν η αιτήτρια δικαιωθεί κατ΄ έφεση, προβλέπεται η διαδικασία σύμφωνα με την οποία θα αποκατασταθεί, ενώ, αν η έφεση απορριφθεί, ουδέν η αναστολή θα αλλάξει.
Η αίτηση απορρίπτεται, με €800 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ καθ΄ ενός από τους αντίδικούς της, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ