ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IOANNIDES ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 1089
Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 414
Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731
Γεωργιάδης Tάκης K. ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1996) 3 ΑΑΔ 249
Κούλη Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 852
Mουρτζή Φιλοθέη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 915
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Μιχαήλ Αντωνίου και Άλλης (2001) 3 ΑΑΔ 921
Moδίτης Ιωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Eλένης ??ασοπούλουκαι Άλλοι (2005) 3 ΑΑΔ 157
Παπαδοπούλου Aγάθη και Άλλη ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2009) 3 ΑΑΔ 362
Βαρνάβα Λουΐζα ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2004) 4 ΑΑΔ 885
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 883/2009)
30 Ιουνίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΠΕΤΡΟΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ,
2. ΓΙΟΥΛΙΚΑ ΦΥΛΑΧΤΙΔΟΥ,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (CYTA),
Καθ΄ ης η αίτηση.
----------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Για τη θέση του Υποτμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό), η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεξής «η Αρχή»), προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος με απόφαση της ημερ. 17.6.2009, η νομιμότητα της οποίας προσβάλλεται από τους αιτητές.
Οι αιτητές, καθώς και αριθμός άλλων ατόμων, ήταν υποψήφιοι για τις δύο θέσεις του Υποτμηματάρχη που είχαν κενωθεί και προκηρυχθεί από την Αρχή. Σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται δυνάμει της νομοθεσίας και τους κανονισμούς της Αρχής, το Συμβούλιο Προσωπικού συνήλθε σε τρεις συνεδρίες στις οποίες εξέτασε τους υποψήφιους για την πλήρωση των θέσεων με βάση το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων ενός εκάστου των 126 υποψηφίων που κρίθηκαν ότι κατείχαν τα προσόντα, καθώς και τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των προϊσταμένων τους, όπως αποτυπώνονταν στις υπηρεσιακές εκθέσεις και τα έντυπα αξιολογήσεως, ετοιμάζοντας κατάλογο εκ 13 υποψηφίων που θεωρούνταν οι επικρατέστεροι και ουσιαστικά οι καταλληλότεροι για την πλήρωση των δύο θέσεων. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνονταν οι δύο αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος. Στη συνέχεια έγινε περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση των 13 υποψηφίων, μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που καθιερώνει ο Καν. 10(7), καταλήγοντας ότι οι δύο αιτητές και ακόμη ένα άτομο, ο Χρίστος Β. Χρίστου, ήσαν οι τρεις επικρατέστεροι για την πλήρωση των θέσεων. Αξιολογώντας έτι περαιτέρω και συγκρίνοντας, μεταξύ τους, τους τρεις υποψήφιους, το Συμβούλιο Προσωπικού κατέληξε, κατά πλειοψηφία, να εισηγηθεί προς την Αρχή, την αιτήτρια 2 και το Χρίστο Β. Χρίστου προς προαγωγή, ένα δε μέλος εισηγήθηκε τον αιτητή 1 και τον Χρίστο Β. Χρίστου, προς προαγωγή.
Ακολούθησε η εισήγηση του Ανωτάτου Εκτελεστικού Διευθυντή (εφεξής «ο Διευθυντής»), ημερ. 23.3.2009, ως καταγράφεται στο Παράρτημα 3 στην ένσταση, στην οποία διαπιστώθηκε η κατ΄ αρχήν συμφωνία του Διευθυντή με τους 13 επικρατέστερους υποψήφιους στους οποίους είχε καταλήξει το Συμβούλιο Προσωπικού, στη συνέχεια όμως και στην προσπάθεια να σμυκρινθεί ο κατάλογος περαιτέρω, ο Διευθυντής έκρινε ως επικρατέστερους επτά υποψήφιους, μεταξύ των οποίων, ήταν οι δύο αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος. Στο τέλος της ημέρας, ο Διευθυντής ξεχώρισε το ενδιαφερόμενο μέρος και τον Χρίστο Β. Χρίστου, τους οποίους και σύστησε για προαγωγή.
Το αποτέλεσμα ήταν όντως η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους και του Χρίστου Β. Χρίστου από την Αρχή στη συνεδρία της 16.6.09, ως το Παράρτημα 1 στην ένσταση, όπου φαίνεται η κατ΄ αρχήν και πάλι συμφωνία του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής με τους 13 υποψήφιους που είχε επιλέξει το Συμβούλιο Προσωπικού, από τους οποίους κατά την άποψη της Αρχής, διακρινόταν ομοφώνως ο Χρίστος Β. Χρίστου ως ο καταλληλότερος όλων, ο οποίος είχε προς όφελος του την ομόφωνη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Διευθυντή. Ως προς τη δεύτερη θέση προαγωγής, το Συμβούλιο της Αρχής κατά πλειοψηφία (με διαφωνία ενός μέλους), έκρινε ως υπερέχοντα το ενδιαφερόμενο μέρος, ενόψει της εισήγησης του Διευθυντή για προαγωγή του, της άριστης βαθμολογίας του και των εξαίρετων σχολίων των προϊσταμένων του. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Αρχής έλαβε υπόψη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν συστηνόταν για προαγωγή από κανένα μέλος του Συμβουλίου Προσωπικού, «.. θεώρησε όμως ότι τα στοιχεία που αναφέρονται πιο πάνω δικαιολογούν πλήρως την επιλογή του ως ουσιαστικά καταλληλότερου για τη δεύτερη προς πλήρωση θέση.». Το διαφωνούν μέλος του Συμβουλίου έκρινε ως καταλληλότερο για τη δεύτερη θέση προαγωγής τον αιτητή 1, θεωρώντας ότι εκτός από την άριστη βαθμολογία του, δεν υστερούσε σε ευμενή σχόλια από τους προϊσταμένους του, ενώ συστηνόταν για προαγωγή και από ένα μέλος του Συμβουλίου Προσωπικού.
Προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση για σειρά λόγων με κύριες θέσεις την αναξιοκρατική και κατ΄ αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων πράξη της Αρχής, την παραγνώριση της αρχαιότητας των αιτητών, έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου, την πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, καθώς και την πάσχουσα απόφαση της ίδιας της Αρχής, η οποία απλώς επικύρωσε τη συμβουλή του Διευθυντή. Η αντίθετη άποψη επιχειρεί να στοιχειοθετήσει τη νομιμότητα της απόφασης ως σύμφωνης με τα στοιχεία των φακέλων, ως προερχομένης μετά από ενδελεχή έρευνα και ως πλήρως δικαιολογημένης. Τονίστηκε, ιδιαίτερα, ότι το στοιχείο της αρχαιότητας με βάση τον Καν. 10(7), δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο, ενώ η εισήγηση του Διευθυντή προς την Αρχή, ήταν το αποτέλεσμα της διεξοδικής μελέτης των φακέλων, των προσωπικών δεδομένων, περιλαμβανομένης και της επίδοσης ενός εκάστου των υποψηφίων, ιδιαίτερα όμως του ενδιαφερομένου μέρους στους τομείς στους οποίους υπηρέτησε.
Σύμφωνα με τους διοικητικούς φακέλους ο αιτητής 1 γεννήθηκε στις 8.10.1962, προσελήφθη στις 8.7.1991 και προήχθη την 1.7.1995 στη θέση του Λειτουργού Α΄ (Εμπορικό Προσωπικό). Ο μέσος γενικός όρος αξιολόγησης του ήταν 5,00, δηλαδή, το ανώτατο όριο, είναι κάτοχος Bachelor in Business Administration από την Αμερική το 1986, Master in Business Administration από το CIIM το 2005, Certified Internal Auditor, Certified Information Systems Auditor, Certified in Control Self-Assessment και μέλος του Συνδέσμου Εσωτερικών Ελεγκτών Κύπρου, του Διεθνούς Συνδέσμου Εσωτερικών Ελεγκτών και του Διεθνούς Ινστιτούτου Ελέγχου Συστημάτων Πληροφορικής.
Η αιτήτρια 2, γεννήθηκε στις 26.12.1963, προσελήφθη στην Αρχή στις 8.7.1991 και προήχθη στη θέση Λειτουργού Α΄ (Εμπορικό Προσωπικό), την 1.7.1995. Έχει μέσο όρο αξιολόγησης το 5,00 και είναι κάτοχος Master of Social and Economic Science το 1989, κατέχει δε πρώτο πτυχίο Diplomprufungs zeugnis (Bachelor of Social and Economic Sciences) από το Πανεπιστήμιο Οικονομικών της Βιέννης, το 1985.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο γεννήθηκε στις 9.11.1966, προσελήφθη στην Αρχή την 1.5.1995 και προήχθη στη θέση Λειτουργού Α΄ (Εμπορικό Προσωπικό), την 1.5.1999, κατέχει δε γενικό μέσο όρο αξιολόγησης 5,00. Είναι κάτοχος Bachelor of Science Marketing από το Fairleigh Dickinson University της Νέας Υόρκης, το 1992.
Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι αμφότεροι οι αιτητές είναι αρχαιότεροι του ενδιαφερομένου μέρους κατά τρία χρόνια και δέκα μήνες, αρχαιότητα που, σύμφωνα με τη νομολογία, επιφέρει μεγαλύτερη πείρα που με τη σειρά της αυξάνει την αξία, εφόσον βέβαια η πείρα είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. (Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731 στη σελ. 740, Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921 και Μουρτζή ν. Δημοκρατία (2001) 3 Α.Α.Δ. 915).
Δεν είναι δεκτή η θέση των συνηγόρων της Αρχής ότι ο Καν. 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών Προσωπικού του 1982, (Κ.Δ.Π. 220/82), δεν παραπέμπει στην αρχαιότητα ως κριτήριο για προαγωγή. Ο Κανονισμός αυτός καθιστά την κρίση για προαγωγή συναρτώμενη προς την «υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους». Ενυπάρχει, επομένως, στην ίδια τη φρασεολογία του Κανονισμού το στοιχείο της αρχαιότητας, εφόσον αποτελεί μέρος του προσωπικού φακέλου των υπηρετούντων στην Αρχή και της όλης πορείας τους. Άλλωστε, ο Καν. 9, αναφέρεται γενικώς στην αρχαιότητα και τον τρόπο καθορισμού της στην Αρχή.
Στην απόφαση ΑΤΗΚ ν. Στασοπούλου (2005) 3 Α.Α.Δ. 157, η Ολομέλεια με αναφορά και στη Λοΐζου Βαρνάβα ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 152/03, ημερ. 20.10.2004, (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.), σημείωσε ότι τόσο το στοιχείο της αρχαιότητας, όσο και των προσόντων (τα οποία πράγματι δεν κατονομάζονται ρητά στον Καν. 10(7)), έχουν τη δική τους σημασία ως εντασσόμενα και συμπεριλαμβανόμενα στο κριτήριο της «ουσιαστικής καταλληλότητας» του Καν. 10(7). Σχετική είναι και η απόφαση στην Μάριος Αγγελίδης κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, υποθ. αρ. 1209/07 κ.ά., ημερ. 23.3.2010. Η αρχαιότητα με την προσθήκη της πείρας ενέχει τη δική της σημασία, αποφασιστική μάλιστα, όταν τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης είναι ισοδύναμα. Όπου υπάρχει ισοπεδωτική αξιολόγηση τότε, όπως δέχθηκε η Στασοπούλου, το αδιέξοδο που προκύπτει δύναται να αντιμετωπιστεί νόμιμα με καταφυγή στα τυχόν υπέρτερα προσόντα ή στην αρχαιότητα ως αντικειμενικά ρυθμιστικό κριτήριο.
Όπως έχει καταγραφεί πιο πάνω, το Συμβούλιο Προσωπικού σύστησε με τη συμπερίληψη του στην τελική του αξιολόγηση τους αιτητές και άλλο άτομο ως τους τρεις επικρατέστερους υποψηφίους, παραγνωρίζοντας και μη συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο ας σημειωθεί περιλαμβανόταν μεν στους 13 υποψήφιους, όχι όμως και στους τελικούς τρεις. Η περαιτέρω σύγκριση από το Συμβούλιο Προσωπικού μεταξύ των τριών επικρατέστερων έφερε κατά πλειοψηφία το έτερο άτομο να έχει την ομόφωνη σύσταση του, τους δύο δε αιτητές να έχουν την προτίμηση, ο μεν αιτητής 1 ενός μέλους του Συμβουλίου Προσωπικού, η δε αιτήτρια 2 την προτίμηση και σύσταση των υπολοίπων πέντε μελών του Συμβουλίου Προσωπικού. Επομένως, αμφότεροι οι αιτητές κατά τον τρόπο που εξηγήθηκε είχαν τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος δεν την είχε.
Όπως αναφέρεται στην πρόνοια του Καν. 10(5), οι προαγωγές διενεργούνται βεβαίως υπό της Αρχής, η οποία όμως «Προ πάσης προαγωγής, ... ζητεί τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του.». Όπως έχει αναφερθεί και στη Χαράλαμπος Κασπαρή κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, συνεκδ. υποθ. αρ. 953/06, 922/06 και 1006/06, ημερ. 15.1.10, με τη συγκεκριμένη δομή των Κανονισμών, η Αρχή βοηθείται στην κρίση της, χωρίς όμως και να δεσμεύεται, από τη συμβουλή και τις εισηγήσεις των προαναφερομένων. Η πρόνοια αυτή είναι χαρακτηριστική και αποσκοπεί, σε ένα μεγάλο οργανισμό όπως η Αρχή, οι υποψήφιοι να τύχουν της αναγκαίας συνεξέτασης από δύο ουσιαστικά όργανα, με σκοπό βέβαια την ανεύρεση των καταλληλότερων για τις κατά καιρούς διεκδικούμενες θέσεις. Επομένως οι συστάσεις αυτές είναι όχι μόνο βοηθητικές για να τύχουν προαγωγής από την Αρχή οι καταλληλότεροι, αλλά είναι ή θα έπρεπε να ήταν, αρκούντως πειστικές και θεμελιωμένες στα καθορισθέντα κριτήρια. Και εφόσον διαπνέονται από αυτά τα στοιχεία, χρειάζεται από κάθε επόμενο σώμα, ανάλογη πειστική αιτιολογία για απόκλιση.
Παρατηρείται, επομένως, ότι ο Διευθυντής παρέκκλινε από τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού χωρίς όμως να εξηγήσει οτιδήποτε το σχετικό που θα αποτελούσε αιτιολόγηση της διαφορετικής αυτής προσέγγισης. Όχι μόνο δεν υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση, αλλά διαπιστώνεται ότι η σύσταση του Διευθυντή με την όποια αιτιολογία της πάσχει. Κατά πρώτο λόγο, διότι κατά παράβαση της νομολογίας, συστήνει το ενδιαφερόμενο μέρος ενόψει, όπως κατέγραψε, του γεγονότος ότι προΐστατο της Υπηρεσίας 11892, την οποία διαχειρίσθηκε με επιτυχία, ενώ συνέβαλε στην κατάλληλη επιλογή, εκπαίδευση, υποκίνηση και διαχείρηση της απόδοσης του προσωπικού κατά καθοριστικό τρόπο και με ορατά αποτελέσματα. Συνέχισε δε ο Διευθυντής λέγοντας επί λέξει:
«Τα στοιχεία αυτά, τα οποία κρίνω πολύ σημαντικά, θεωρώ ότι υπερκαλύπτουν τα λιγότερα χρόνια υπηρεσίας του έναντι των άλλων υποψηφίων.»
Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι δεν είναι επιτρεπτή η απόδοση προβαδίσματος σε ένα εκ των υποψηφίων λόγω της εκ μέρους του άσκησης υπέρτερων ή διαφορετικών καθηκόντων από τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας, τα οποία θα μπορούσαν έτσι να ανατίθενται κατά το δοκούν από τη διοίκηση σε όποιο υποψήφιο αυτή ήθελε να βοηθήσει. Η αρχή της ίσης μεταχείρησης απαιτεί αξιολόγηση των υποψηφίων στη βάση των καθηκόντων που τους ανατίθενται πάντοτε στο πλαίσιο του συγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας. (Ioannides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1089 και Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249).
Κατά δεύτερο λόγο, η σύσταση του Διευθυντή ήταν έξω και σε αντίθεση με το περιεχόμενο των εμπιστευτικών εκθέσεων ενόψει του ότι έδωσε προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος υπερτονίζοντας στοιχεία που απέρρεαν από τα ευκαιριακά καθήκοντα που είχαν ανατεθεί σ΄ αυτό, ή την απόδοση του στα συγκεκριμένα καθήκοντα, ενώ η καθόλα εξαίρετη εικόνα αμφοτέρων των αιτητών μέσα από τις δικές τους εμπιστευτικές εκθέσεις, δείχνει επίσης ότι και οι ίδιοι ήσαν εξίσου εξαίρετοι στα όποια καθήκοντα τους ανατίθεντο και σε όποια υπηρεσία κατά καιρούς υπηρετούσαν. Όπως έχει τονιστεί και στην υπόθεση Κούλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852, το μέτρο κρίσης για τους υποψήφιους είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα στην άσκηση των καθηκόντων τους, όπως αναδύεται από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν ευκαιριακά ή κατ΄ εντολή των προϊσταμένων τους. Η απόδοση αυξημένων πιθανοτήτων για προαγωγή σε ένα άτομο λόγω της ανάθεσης ειδικών καθηκόντων και η χρησιμοποίηση της αποτελεσματικότητας σε αυτά τα ειδικά καθήκοντα είναι λανθασμένη και εκτός της χρηστής διοίκησης (Αγάθη Παπαδοπούλου ν. Ρ.Ι.Κ., Α.Ε. αρ. 3862, ημερ. 18.6.2009).
Η σύσταση του Διευθυντή περαιτέρω δεν έδωσε ειδική αιτιολογία για την προτίμηση του στο ενδιαφερόμενο μέρος, όπως απαιτεί η νομολογία εφόσον δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων, ειδικά όταν δεν γίνεται ορθή σύγκριση με άλλους υποψήφιους που επίσης είναι ισοδύναμοι ή και υπερτερούν του συστηνόμενου. (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 και Μιχαήλ Αντωνίου ν. Α.Η.Κ. (1993) 3 Α.Α.Δ. 764). Όπως λέχθηκε στην Αντωνίου, η προτίμηση ορισμένων υποψηφίων, προϋποθέτει πειστική αιτιολογία σε σύγκριση με τους υπόλοιπους (όχι κατ΄ ανάγκην όλους), έτσι ώστε να είναι επιτρεπτός ο δικαστικός έλεγχος. Αυτό το στοιχείο ελλείπει εδώ.
Η πάσχουσα επομένως σύσταση του Διευθυντή συμπαρασύρει σε ακύρωση την ίδια την απόφαση της Αρχής, εφόσον αυτή υιοθέτησε ουσιαστικά τη σύσταση, χωρίς ιδιαίτερη έρευνα και χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία. Η Αρχή κατά την απόφαση της και κατά πλειοψηφία, αποδέχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος ως υπερέχοντα των υπολοίπων για τη δεύτερη θέση προαγωγής αφού έλαβε υπόψη «... πέραν της άριστης βαθμολογίας του Μάριου Τουμάζου, τα εξαίρετα σχόλια των προϊσταμένων του, τα οποία υπερέχουν έναντι των σχολίων για τους άλλους υποψηφίους πλην του Χρίστου Χρίστου καθώς και την εισήγηση του Ανώτατο Εκτελεστικού Διευθυντή για προαγωγή».
Τα πιο πάνω, όμως, δεν αποτελούν κατ΄ αρχάς επαρκή αιτιολογία για την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, εφόσον καμία σύγκριση δεν γίνεται με τους αιτητές, παρά το γεγονός ότι αμέσως προηγουμένως η Αρχή είχε καταγράψει τη συμφωνία της με τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, ότι οι αιτητές ήσαν ανάμεσα στους 13 υποψήφιους που υπερείχαν των υπολοίπων λόγω της εκτενούς πείρας τους σε θέσεις Εμπορικού Προσωπικού. Με το να λάβει η Αρχή υπόψη την εισήγηση του Διευθυντή για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στην ουσία εγκολπώθηκε τα όσα λανθασμένα υπήρχαν στη σύσταση του Διευθυντή, όπως εξηγήθηκαν πιο πάνω. Περαιτέρω, το ότι κατέγραψε ότι δεν παραγνώρισε το γεγονός ότι το Συμβούλιο Προσωπικού δεν σύστησε προς προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος στην τελική του κρίση δεν ήταν επαρκές για να θεωρηθεί αιτιολογημένη η κρίση της, εφόσον τα πεπλανημένα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη χρησιμοποιήθηκαν ως προσμετρούντα για την επιλογή του, ως «ουσιαστικά καταλληλότερου για τη δεύτερη προς πλήρωση θέση».
Παρατηρείται συναφώς ότι τόσο στη σύσταση του Διευθυντή, όσο και στην απόφαση της Αρχής δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά, κατά την τελική κρίση, είτε στα υπέρτερα προσόντα των αιτητών, είτε στην υπέρτερη κατά τρία και πλέον χρόνια αρχαιότητα τους έναντι του ενδιαφερομένου μέρους. Στις επιμέρους καταγραφές της Αρχής, κατά τη συνεδρία της ημερ. 16.6.2009, για ένα έκαστο των υποψηφίων, δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε για τα προσόντα και την αρχαιότητα των αιτητών παρά μόνο η κρίση της για την προσωπικότητα ενός εκάστου. Τα σχόλια, όμως, που καταγράφθηκαν για τους αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έδιναν προβάδισμα στο τελευταίο παρόλον που χαρακτηρίστηκε ως «.. υπάλληλος με σπάνιες διοικητικές και ηγετικές ικανότητες ...» καθώς και ως υπάλληλος «... με πολύπλευρες ικανότητες, που εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη». Αλλά και ο αιτητής 1, χαρακτηρίστηκε ως υπάλληλος με πολλή πρωτοβουλία, διακρινόμενος «.. για την εμβάθυνση στην ουσία των υπηρεσιακών θεμάτων», ενώ «... προτείνει ορθολογιστικές και πρακτικά εφαρμόσιμες λύσεις ...». Η δε αιτήτρια 2 διακρίνεται «... για τις γνώσεις και εμπειρίες της .», ότι «.. επιδιώκει την υποδειγματική ολοκλήρωση των εργασιών που της ανατίθενται», ξεχωρίζει δε «.. για την ικανότητα της να καθοδηγεί ομάδες εργασίας που τις ανατίθενται».
Επομένως, η αιτιολογική κρίση της Αρχής κατά την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, ότι έλαβε υπόψη τα εξαίρετα σχόλια των προϊσταμένων τους που υπερέχουν έναντι των υπολοίπων, είναι λανθασμένη γιατί περιέχει υποκειμενική θεώρηση, μη θεμελιωμένη στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Περιέχει σφάλμα διότι δίνεται με λεκτικές και φραστικές αναπτύξεις, υπεροχή υπό τύπο προτίμησης στο ενδιαφερόμενο μέρος. Δεν είναι ορθό να προστίθενται ή να αφαιρούνται στοιχεία ως ξεχωριστό μέτρο κρίσης από την αποτυπωμένη στους φακέλους υπηρεσιακή εικόνα (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - και Λεωνίδου ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 843/03, ημερ. 2.12.04 - Αρτέμης, Δ., ως ήταν τότε).
Όλα τα πιο πάνω, κατ΄ υποκειμενικό τρόπο παρουσιασθέντα προς επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, τέθηκαν προς πλήρη παραγνώριση και χωρίς καμία αναφορά, στην ίση αξία των αιτητών, τα καταφανώς υπέρτερα προσόντα τους και βεβαίως την εμφανή αρχαιότητα τους. Καμιά σύγκριση και καμιά αξιολόγηση, ώστε να είναι δυνατός ο εκ των υστέρων δικαστικός έλεγχος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ