ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.841/2010)
29 Ιουνίου, 2010
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
1. ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ
2. ΝΙΚΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Αιτητών,
-και -
ΔΗΜΟΣ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ
Καθ΄ου η αίτηση.
------------------------
Κ. Μιχαηλίδου, (κα.) για τους Αιτητές.
-----------------------
(Ex tempore)
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: To ζητούμενο στην προκείμενη αίτηση είναι η έκδοση διατάγματος αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 3 Ιουνίου 2010.
Μια σκιαγράφηση των γεγονότων όπως αυτά αναφύονται από την ένορκη δήλωση του κ.Νικόλα Ιωάννου, ενός εκ των αιτητών, είναι αναγκαία για να καταδειχθεί το πλαίσιο και το εύρος του αιτήματος.
Οι αιτητές κατέχουν και λειτουργούν, δυνάμει συμφωνίας ημερ. 28 Φεβρουαρίου 2005, μια μπουάτ στο πολιτιστικό κέντρο του Δήμου Αγλαντζιάς. Η συμφωνία ανανεώθηκε και έληγε στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Εντός του 2008 οι καθ΄ων η αίτηση προκήρυξαν διαγωνισμό (1/2008) για τη συγκεκριμένη μπουάτ και οι αιτητές ήταν μεταξύ των προσφοροδοτών. Οι καθ΄ων η αίτηση ζήτησαν με επιστολή τους ημερ.18 Μαρτίου 2008 τη συγκατάθεση των προσφοροδοτών για παράταση της ισχύος της προσφοράς μέχρι 15 Αυγούστου 2008, κάτι το οποίο έγινε. Στο μεταξύ, οι αιτητές είχαν καταχωρίσει ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων την αίτηση αρ. Κ31/8, ζητώντας την έκδοση απόφασης ότι κατέχουν, τη συγκεκριμένη μπουάτ, ως θέσμιοι ενοικιαστές. Η αίτηση αυτή τελικώς απεσύρθη από τους ίδιους τους αιτητές μετά από συνεννόηση που είχαν με τους καθ΄ων η αίτηση.
Στη συνέχεια, οι αιτητές αποδέχτηκαν και εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα εκκένωσης και παράδοσης του συγκεκριμένου υποστατικού στους καθ΄ων η αίτηση στα πλαίσια της αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ΄αριθμό 3803/2008, που οι τελευταίοι καταχώρισαν εναντίον των αιτητών. Είχε περαιτέρω δε συμφωνηθεί, μεταξύ των τότε διαδίκων, ότι θα υπάρχει αναστολή εκτελέσεως του διατάγματος έξωσης από μήνα σε μήνα, μέχρι και τις 30 Ιουνίου 2010.
Στα πλαίσια του διαγωνισμού 1/2008 οι καθ΄ων η αίτηση, με σχετική επιστολή τους ημερ. 31 Ιουλίου 2008, γνωστοποίησαν στους αιτητές ότι, το Δημοτικό Συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση, αποφάσισε την ακύρωση του εν λόγω διαγωνισμού. Ως αποτέλεσμα τούτου, έτερος προσφοροδότης καταχώρισε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης και τελικώς εκδόθηκε απόφαση στην υπ΄αριθμό 1602/2008 Αχιλλέως κ.ά. ν. Δήμου Αγλαντζιάς ημερ. 16 Δεκεμβρίου 2009, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για ακύρωση του διαγωνισμού, ήταν εσφαλμένη και ακυρώθηκε.
Στη συνέχεια, υπήρξε μια ανταλλαγή επιστολών μεταξύ της συνηγόρου των αιτητών και του δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση από την οποία εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν και κατακύρωσαν την προσφορά για τη λειτουργία της μπουάτ, με βάση το διαγωνισμό 1/2008, σε τρίτα πρόσωπα και συγκεκριμένα στα ενδιαφερόμενα μέρη. Τελικώς, οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους με ημερ. 25 Ιουνίου 2010, γνωστοποίησαν και γραπτώς την απόφαση τους για κατακύρωση της προσφοράς στα ενδιαφερόμενα μέρη, απόφαση που όπως αναφέρεται στη σχετική επιστολή, λήφθηκε στις 3 Ιουνίου 2010, το αντικείμενο της κυρίως προσφυγής.
Στο μεταξύ, οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση για αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος έξωσης που εκδόθηκε στην αγωγή 3803/2008, η οποία ήταν ορισμένη στις 22 Ιουνίου 2010 και τελικώς, όπως ανέφερε η συνήγορος των αιτητών ορίστηκε για ακρόαση, μετά την καταχώριση ένστασης, στις 30 Ιουνίου 2010.
Αυτή, τούτη η συνέχιση της διαδικασίας του διαγωνισμού 1/2008, δύο σχεδόν χρόνια μετά τη συμπλήρωση και της παρατάσεως που εκ συμφώνου μεταξύ των μερών δόθηκε, δηλαδή τις 15 Αυγούστου 2008, αποτελεί, κατά την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών, έκδηλη παρανομία αντιβαίνουσα από τη μια στους ίδιους όρους του διαγωνισμού και αφετέρου στους περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, ΄Εργα και Υπηρεσίες) Κανονισμούς, ΚΔΠ489/04. Η συνέχισης της διαδικασίας από πλευράς διοίκησης με αδιαφανείς διαδικασίες εκδικητικά και κακόπιστα οδηγεί στο συμπέρασμα, όπως είπε η δικηγόρος, σε παραβίαση της χρηστής διοίκησης και απολήγει σε έκδηλη παρανομία.
Τα γεγονότα που επικαλούνται οι αιτητές, καταδεικνύουν, όπως πρόβαλε η συνήγορος, περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού που χρήζει προστασίας. Το ίδιο και η εμπορική εύνοια την οποία απέκτησαν χρησιμοποιώντας και ουσιαστικά δημιουργώντας την μπουάτ από το 2005. Με την κακόπιστη ενέργεια της διοίκησης όχι μόνο θα χάσουν την εμπορική τους εύνοια αλλά ταυτοχρόνως δεν θα μπορούν να την ανακτήσουν με αποτέλεσμα αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα να υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά, κατέληξε επί του προκειμένου.
Το τρίτο επιχείρημα που πρόβαλε η συνήγορος είναι ότι τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν θα προκαλέσει οποιαδήποτε σοβαρά προβλήματα στη διοίκηση και ταυτοχρόνως να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον, αφού, θα τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες, που στην προκείμενη περίπτωση η διοίκηση απέφυγε να εφαρμόσει.
«Η προσφερόμενη στο Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής εδράζεται στον Καν.13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα δυο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία ήτοι:
α) ΄Εκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή
β) Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 Α.Α.Δ. 32.
«η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται νε εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Στην υπόθεση Frangos & Οthers v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ.53, ιδιαίτερα στη σελίδα 57, αναφέρεται σε μετάφραση ότι:
«για να ενεργήσει το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα».
Περαιτέρω στην ίδια υπόθεση αναφέρεται το πιο κάτω απόσπασμα επίσης σε μετάφραση:
«αν και το τι αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά οριστεί φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.»
Ο ορισμός της «έκδηλης παρανομίας» απαντάται επίσης στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Yπ.Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 ως εξής:
«έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης».
Το πιο κάτω απόσπασμα σε μετάφραση από την απόφαση Sofocleous ν. Republic (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, δίδει πιστεύω το στίγμα και προσδιορίζει τις παραμέτρους μέσα από τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει για να διαπιστώσει την ύπαρξη ανεπανόρθωτης ζημιάς
«αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η κατ΄ισχυρισμόν ζημιά που θα προκύψει από την επικείμενη εκτέλεση της επίδικης διοικητικής πράξης πρέπει να εξειδικεύεται στην αίτηση με συγκεκριμένο τρόπο. Ασαφείς ισχυρισμοί για τη ζημιά καθιστούν δύσκολη την αξιολόγηση της και γι΄αυτό και μόνο το λόγο η αίτηση για προσωρινό διάταγμα μπορεί να απορριφθεί.»
Στην προκείμενη περίπτωση είχα υποβάλει, κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης, ερώτημα προς τη συνήγορο των αιτητών κατά πόσο υπάρχει κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη ότι ακριβώς την ιδία περίοδο εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου διαδικασία αναστολής εκτέλεσης της εκ συμφώνου, εκδοθείσας απόφασης, σύμφωνα με την οποία οι αιτητές διατάχθηκαν να εκκενώσουν και παραδώσουν κατοχή της συγκεκριμένης μπουάτ μέχρι τις 30 Ιουνίου 2010. Το ερώτημα αυτό εξακολουθεί να με απασχολεί. Η συνήγορος υποστήριξε ότι οι αιτητές δεν έχουν πρόθεση να καταστρατηγήσουν το διάταγμα έξωσης αφού αυτό δεν είχε εκπνεύσει όταν υπέβαλαν την παρούσα αίτηση ή όταν υπέβαλαν την αίτηση για αναστολή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Θα κάνω μια μικρή παρένθεση στο σημείο αυτό αναγκαία, έτσι ώστε να καταδειχθεί το εύρος του εννόμου συμφέροντος επί του οποίου στηρίζονται οι αιτητές. Προσβάλλουν την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ως «προσφοροδότες», ενώ ταυτοχρόνως, ισχυρίζονται ότι η διαδικασία των προσφορών έχει λήξει, συνεπώς, οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν την κατακύρωση της προσφοράς στα ενδιαφερόμενα μέρη παρανόμως. Βεβαίως, δεν αποφαίνομαι επί του εννόμου συμφέροντος τελεσιδίκως, απλώς το θέτω για σκοπούς υλοποίησης του συλλογισμού ο οποίος ακολουθεί, αφού το θέμα θα αποφασιστεί στα πλαίσια της κυρίως προσφυγής. Οι αιτητές ενώ διεκδικούσαν έκδοση διατάγματος από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων ότι ήταν θέσμιοι ενοικιαστές, για λόγους που εξήγησε η συνήγορος και δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, απέσυραν την αίτηση και αποδέχθηκαν την έκδοση εναντίον τους, εκ συμφώνου διατάγματος για έξωση, με αναστολή μέχρι 30 Ιουνίου 2008. Το τι ουσιαστικά επιδιώκουν με την παρούσα αίτηση είναι την έκδοση θετικής απόφασης παραμονής τους στο συγκεκριμένο υποστατικό προλαβαίνοντας με αυτό τον τρόπο την έκδοση απόφασης στην αίτηση τους για αναστολή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Σαφώς αυτή η πρακτική αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, ιδιαιτέρως σε διαδικασίες έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων με βάση τη διοικητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μια πορεία η οποία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Θα προχωρήσω όμως να εξετάσω και το θέμα το οποίο εγείρει η πλευρά των αιτητών ως προς το θέμα της έκδηλης παρανομίας. Είναι αποδεκτό ότι με βάση την εκδοθείσα απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή 1602/08, η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για ακύρωση του διαγωνισμού για τη συγκεκριμένη μπουάτ αρ.1/2008, ακυρώθηκε. Είναι συνεπώς ευλόγως επιτρεπτό να θεωρηθεί, ότι κατά το στάδιο της επανεξέτασης, η διαδικασία επανέρχεται στο σημείο πριν από τη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης. Δημιουργείται συνεπώς σοβαρό νομικό θέμα προς συζήτηση, κατά πόσο οι προσφορές ίσχυαν ή παρελθόντος του προβλεπόμενου χρόνου των 6 ή 12 μηνών, αναλόγως, που προβλέπει η ΚΔΠ489/2004, τερματίστηκαν. Συνεπώς δημιουργείται αμφιβολία κατά πόσο υπάρχει έκδηλη παρανομία με την έννοια που αναλύθηκε πιο πάνω από τη νομολογία και εισηγούνται οι αιτητές.
Το δικαίωμα των αιτητών που πηγάζει από τη μακροχρόνια χρήση της συγκεκριμένης μπουάτ και της δημιουργηθείσας φήμης και πελατείας, μπορεί ενδεχομένως να τεκμηριώσει ζημιά, αλλά, βέβαια δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι από τις 4 Ιουλίου 2008, οι αιτητές είχαν συμφωνήσει ότι θα εγκαταλείψουν το συγκεκριμένο υποστατικό στις 30 Ιουνίου 2010. Αυτό είναι μια παράμετρος η οποία αδυνατίζει το επιχείρημα για ανεπανόρθωτη ζημιά, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αιτητές προσέφυγαν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 28 Ιουνίου 2010, ήτοι δύο μέρες πριν την εκπνοή της συγκεκριμένης περιόδου. Δημιουργείται επίσης προσδοκία από ανύπαρκτη, όπως προβάλλουν, διαδικασία προσφορών.
Ως προς το τελευταίο επιχείρημα της συνηγόρου περί διατήρησης της νομιμότητας, ουδείς μπορεί να διαφωνήσει, πλην όμως δεν βρίσκω ότι η συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να αποτελέσει περαιτέρω αντικείμενο εξέτασης.
Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι οι αιτητές απέτυχαν να στοιχειοθετήσουν την αίτηση τους και απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.