ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 767/2010)

 

23 Ιουνίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ «ΔΩΡΑ ΛΤΔ»,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ   -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------

 

Μονομερής Αίτηση για Προσωρινό Διάταγμα ημερ. 14.6.2010

Λ. Λουκαΐδης, για τους Αιτητές.

 

--------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Επιδιώκεται η έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστέλλον την ισχύ, εκτέλεση και εφαρμογή της απόφασης των καθ΄ ων όπως αυτή διατυπώθηκε σε επιστολή ημερ. 8.4.2010, με την οποία οι αιτητές ειδοποιήθηκαν ότι οι άδειες οδικής χρήσεως των επιβατικών τους οχημάτων για εσωτερικές επιβατικές μεταφορές θα παύσουν να ισχύουν οριστικά και αμετάκλητα από τις 5.7.2010, καθώς και διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η εφαρμογή της απόφασης με βάση την οποία επιδιώκεται η λειτουργία λεωφορείων στα δρομολόγια που καλύπτουν οι αιτητές. 

 

        Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση του Κώστα Κωνσταντίνου, μετόχου των αιτητών, αυτοί είναι κάτοχοι τεσσάρων εγγεγραμμένων αγροτικών λεωφορείων, ασκούν δε το επάγγελμα του μεταφορέα επιβατών επί κομίστρω από το 1995, ως διάδοχοι προηγούμενης οικογενειακής επιχείρησης, καλύπτοντας τις μεταφορικές ανάγκες των κοινοτήτων Δωράς, Μαλιάς, Ποταμιού και Σουνίου, από και προς τη Λεμεσό.  Η αξία των λεωφορείων είναι περίπου €100.000 και το επάγγελμα του λεωφορειούχου είναι η αποκλειστική πηγή εισοδήματος των αιτητών και των μετόχων τους, που συνίστανται βασικά στον ίδιο, τη σύζυγο του και τα δύο ανήλικα παιδιά τους.

 

        Με την προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 8.4.2010, το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων, Τμήμα Οδικών Μεταφορών, ειδοποίησε τους αιτητές ότι η άδεια οδικής χρήσης θα παύσει να υφίσταται από 5.7.2010, ενώ πιέζονται ταυτόχρονα ανεπίτρεπτα να συμβληθούν με την Εταιρεία Μεταφορών Επαρχίας Λεμεσού (ΕΜΕΛ) Λίμιτεδ, για να επιβιώσουν ως μεταφορείς.  Πριν 2-3 ημέρες, τρεις εβδομάδες δηλαδή περίπου πριν τις 5.7.2010, οι καθ΄ ων ζήτησαν από τους αιτητές λεπτομέρειες για τις οικονομικές τους απώλειες σε περίπτωση υλοποίησης της απόφασης, χωρίς όμως να έχουν ζητηθεί και οποιαδήποτε στοιχεία που αφορούν την απώλεια του επαγγέματος τους, χωρίς να τίθεται χρονοδιάγραμμα όσον αφορά την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού ως αποζημίωση, τα δε στοιχεία που ζητήθηκαν είναι διαφορετικά από εκείνα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία, ενώ είναι και αδύνατο εντός τόσου μικρού χρονικού διαστήματος, πριν την υλοποίηση της ακύρωσης των αδειών, να γίνει οποιοσδήποτε ρεαλιστικός υπολογισμός των υπό κρίση αποζημιώσεων.

 

Πέραν τούτων, είναι φανερό ότι οι καθ΄ ων καθυστέρησαν να επιδείξουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον για έγκαιρη αποζημίωση, το δε κράτος ενόψει της οικονομικής κρίσης, θα καθυστερήσει να καταβάλει τις αποζημιώσεις, ούτε και υπάρχει οποιοδήποτε κονδύλι στον προϋπολογισμό για αποζημίωση σε παροχείς οδικών μεταφορών, όπως οι αιτητές.  Τερματισμός των αδειών στις 5.7.2010, θα καταστήσει ανενεργή την περαιτέρω χρήση των λεωφορείων των αιτητών, θα απωλεσθούν όλα τα εισοδήματα αυτών και των μετόχων τους, τα δε λεωφορεία θα μηδενιστούν σε αξία και η ζημία η οποία θα επέλθει θα είναι καταστροφική και ανεπανόρθωτη.  Τουναντίον, εάν εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα θα διατηρηθούν οι συγκοινωνίες με τα υφιστάμενα λεωφορεία όπως συμβαίνει για σειρά ετών, ενώ το κράτος δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημία, αλλά αντίθετα θα δοθεί η ευκαιρία να εξεταστεί το θέμα των αποζημιώσεων, πάνω σε δίκαια και εύλογη βάση.

 

        Ο κ. Λουκαΐδης αγορεύοντας ενώπιον του Δικαστηρίου επιχειρηματολόγησε στη βάση του ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκδήλως παράνομη διότι αντιβαίνει το συνταγματικό δικαίωμα επαγγέλματος δυνάμει του Άρθρου 25 του Συντάγματος, είναι αντίθετη με το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως δυνάμει του Άρθρου 26 του Συντάγματος, ισοδυναμεί με de facto απαλλοτρίωση των λεωφορείων και του προσδοκόμενου εισοδήματος, χωρίς αποζημίωση, κατά παράβαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ είναι και αντίθετη με την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και του Πρωτοκόλλου αρ. 12, διότι επιβλήθηκαν όροι δυσμενέστεροι για τους αιτητές σε σύγκριση με άλλους λεωφορειούχους, όσον αφορά τη δυνατότητα τους να συμμετάσχουν στο φορέα δημοσίας υπηρεσίας για την περιοχή Λεμεσού.  Επίσης ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η ανεπανόρθωτη ζημία που θα προκύψει από την κατάργηση και ακύρωση των υφισταμένων αδειών χρήσης των λεωφορείων των αιτητών, είναι άμεση και αυτόδηλη. 

 

        Οι αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του Κανονισμού 13 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, (το αναφερόμενο άρθρο 32 του Νόμου αρ. 14/60 και τα άρθρα 4 και 9 του Κεφ. 6, που μνημονεύονται στην αίτηση, δεν τυγχάνουν βεβαίως εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση), καθορίζουν ότι τέτοιο διάταγμα δύναται να εκδοθεί συνεπεία επείγουσας ανάγκης ή άλλων ειδικών περιστάσεων, χωρίς κλήση στον αντίδικο και εν πάση περιπτώσει χωρίς να διαγιγνώσκεται η ουσία της υπόθεσης.  Μέσα από τη νομολογία έχει καθορισθεί ότι προσωρινά διατάγματα εκδίδονται όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία ή όπου διαφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται ταυτόχρονα ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση.  (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233).  Με υιοθέτηση προηγούμενης σχετικής νομολογίας, έκδηλη παρανομία διαπιστώνεται όταν υπάρχει καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από νόμο ή εμφανής παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου.  Θα πρέπει επίσης η έκδηλη παρανομία να αναδύεται από μόνη της από αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα (Πολύβιος Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959).  Περαιτέρω το προσωρινό διάταγμα δεν έχει σκοπό, ούτε δύναται να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός διοικητικού οργάνου.  (Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 52). 

 

        Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ.  32, επαναβεβαιώθηκε ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εξαιρετική και «. αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»

 

        Τέλος, είναι σαφές ότι τα δύο καθορισθέντα από τη νομολογία κριτήρια δεν είναι σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά, έτσι ώστε στη διαπίστωση έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση ή της επαπειλούμενης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον ίδιο τον προσφεύγοντα, να μην είναι πλέον σχετικά.

 

        Από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 8.4.2010, όπως προκύπτει από τη σχετική επιστολή που είναι συνημμένη στην κυρίως προσφυγή, οι καθ΄ ων επικαλούνται το άρθρο 16Β του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμου του 2001, Νόμος αρ. 101(Ι)/2001, ως τροποποιήθηκε, και το σχετικό διάταγμα που περιέχεται στην Κ.Δ.Π. 331/09, ημερ. 22.9.2009, για τον καθορισμό της 5.7.2010 ως ημερομηνίας έναρξης της ισχύος της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας που αφορά τη συγκεκριμένη περιοχή της Λεμεσού.  Αφού οι καθ΄ ων επισύρουν επίσης την προσοχή των αιτητών στις διατάξεις εκείνες του Νόμου, που μετά την 5.7.2010 απαγορεύουν επί ποινή την οποιαδήποτε χρήση επιβατικού οχήματος για την παροχή εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε τακτικές γραμμές σε καθορισμένες περιοχές, εκτός εάν είναι αδειούχο, καθώς επίσης και την παροχή συναφών υπηρεσιών από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τονίζεται ότι κάθε υφιστάμενος πάροχος ιδιοκτήτης επιβατικού οχήματος με άδεια «Ε» (όπως είναι οι αιτητές), θα παύσει να έχει την άδεια αυτή, εάν δεν αποτελεί μέρος ή δεν συμμετέχει στον «ανάδοχο φορέα» δημόσιας υπηρεσίας, βάσει σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας.  Τέτοιος όμως ιδιοκτήτης οχήματος που δεν μετέχει στη δημόσια σύμβαση, δικαιούται να διεκδικήσει αποζημίωση.

 

 Οι καθ΄ ων επίσης ζητούν από τους αιτητές με την εν λόγω επιστολή, να τους ενημερώσουν κατά πόσο είναι ιδιοκτήτες επιβατικών οχημάτων με άδεια «Ε», τον αριθμό εγγραφής κάθε τέτοιου επιβατικού  οχήματος, κατά πόσο συμμετέχουν ή όχι στον ανάδοχο φορέα δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή, την Εταιρεία Μεταφορών Επαρχίας Λεμεσού (ΕΜΕΛ) Λίμιτεδ, που έχει ήδη συσταθεί ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και εγγραφεί δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, σε περίπτωση όμως που οι αιτητές δεν συμμετέχουν στην εταιρεία ΕΜΕΛ και ταυτόχρονα δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν, ενημερώσουν τους καθ΄ ων για το δικαίωμα τους να λάβουν εύλογη και δίκαιη αποζημίωση με βάση τη σχετική διαδικασία καθορισμού αυτής της αποζημίωσης.  Λόγω του ότι με τη νέα διευθέτηση επηρεάζονται και οι μόνιμοι εργοδοτούμενοι των αιτητών, αυτοί θα πρέπει να ενημερωθούν από τους αιτητές για το δικαίωμα τους να εργοδοτηθούν από την εταιρεία ΕΜΕΛ, εάν το επιθυμούν.

 

        Έχοντας με ιδιαίτερη προσοχή εξετάσει τις προβληθείσες θέσεις των αιτητών, κρίνεται ότι αυτές δεν  δικαιολογούν την εξίσωση τους με έκδηλη παρανομία υπό το φως της νομολογίας.  Είναι σαφές από το σχετικό Νόμο, ότι δημιουργείται ένας δημόσιος φορέας παροχής υπηρεσιών που θα λειτουργεί πλέον ως «ανάδοχος φορέας», σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2(1) του Νόμου, ενώ με το άρθρο 3(4) του  τροποποιητικού Νόμου αρ. 101(Ι)/09, επιτρέπεται η συνέχιση των υπηρεσιών από μεταφορείς, όπως και προηγουμένως, αλλά υπό το φως της συμμόρφωσης με τα νεοεισαχθέντα άρθρα 16Α και 16Β.  Οι πρόνοιες  αυτές  εισήχθησαν  όπως  φαίνεται   στο   προοίμιο  του τροποποιητικού αυτού  Νόμου,  για  σκοπούς  εφαρμογής  της πράξης  της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι, του Κανονισμού (ΕΚ)  αρ. 1370/2007, ημερ. 23.10.07 για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές  και  οδικές   μεταφορές.  Το  δε  εισαχθέν  άρθρο 16Ε, αναφέρει ότι την ευθύνη για την εφαρμογή και τήρηση του Κανονισμού αυτού έχει η «αναθέτουσα αρχή», η οποία με βάση και πάλι το ερμηνευτικό άρθρο 2, σημαίνει το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, ενεργώντας μέσω του Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του.

 

        Από τα πιο πάνω φανερώνεται ότι ο «ανάδοχος φορέας», είναι φορέας δημόσιας υπηρεσίας που στη βάση του ερμηνευτικού άρθρου 2, έχει την ευθύνη και την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας δηλαδή την εξασφάλιση δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών.  Καθιερώνεται κατά συνέπεια ένα νέο παγκύπριο σύστημα μεταφορών επιβατών στα πλαίσια της εναρμόνισης και με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και προς τούτο κατατείνει ο Νόμος και κατ΄ εφαρμογή αυτού η διοικητική πράξη, η οποία προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.  Οι εισηγήσεις σε αυτό το στάδιο για αντισυνταγματικότητα της προσβαλλόμενης πράξης λόγω παράβασης των προαναφερθέντων Άρθρων του Συντάγματος, είναι αναμφίβολα γενική και αόριστη και δεν υποδεικνύει, άνευ ετέρου, έκδηλη παρανομία. Δεν αναδύεται έκδηλη παρανομία από μόνη της, ούτε αυτή καθαυτή η πράξη αποστερεί από τους αιτητές το δικαίωμα στην εργασία, ή το ελευθέρως συμβάλλεσθαι.  Ιδιαίτερα τη στιγμή που δίνεται στους ιδιωτικούς τώρα παροχείς μεταφορών, η δυνατότητα συμμετοχής στο δημιουργηθέντα φορέα δημόσιας υπηρεσίας, στη δε επιλογή τους να μην αποδεχθούν, παρέχεται η δυνατότητα διεκδίκησης και παροχής αποζημιώσεων.  Ούτε και είναι αντιληπτό πώς επέρχεται ή δημιουργείται ανισότητα μεταξύ των αιτητών και άλλων μεταφορέων, εφόσον, πέραν μιας γενικής αναφοράς στο ζήτημα, (παρ. 21 της ένορκης δήλωσης), ελλείπουν σαφή υποστηρικτικά στοιχεία. Δεν προκύπτει, επομένως, οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία από την έκδοση αυτής καθαυτής της διοικητικής πράξης ως περιέχεται στην επιστολή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών ημερ. 8.4.2010.  Η επιστολή άλλωστε δεν προσθέτει οτιδήποτε στα υφιστάμενα νομοθετικά δεδομένα, παρά μόνο πληροφορεί τους αιτητές περί της λήξης της άδειας τους από τις 5.7.2010, ενόψει της αναδιάρθρωσης του όλου συστήματος. 

 

        Όσον αφορά την κατ΄ ισχυρισμόν ανεπανόρθωτη ζημία, η δυνατότητα παροχής αποζημίωσης, απορρέουσα μάλιστα από νομοθετική ρύθμιση, εξουδετερώνει την επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη ζημία, η οποία άλλωστε θα πρέπει να προβάλλεται με συγκεκριμένα στοιχεία που στην περίπτωση των αιτητών, θα έπρεπε να συμπεριελάμβαναν αριθμούς και δεδομένα για τις οικονομικές δυνατότητες τους, που δεν διαφαίνονται παρά σε γενική μορφή μέσα από την ένορκη δήλωση. Η εκ μέρους του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, άλλωστε, αναζήτηση στοιχείων από τους αιτητές για τον καθορισμό της αποζημίωσης ή τουλάχιστον την έναρξη διαδικασίας για τον καθορισμό αυτό, δείχνει την ετοιμότητα των καθ΄ ων να προσφέρουν, ως είναι και η υποχρέωση τους, αποζημίωση. Δεν ευσταθούν τα όσα αναφέρονται στο σώμα της προσφυγής και στο αιτητικό της μονομερούς αιτήσεως, ότι η ακύρωση των αδειών των αιτητών από 5.7.2010, γίνεται άνευ αποζημίωσης, ούτε επέρχεται κατ΄ ανάγκην ανεπανόρθωτη ζημιά επειδή η αποζημίωση δεν είναι προπληρωτέα. 

 

        Ειδικά για το ζήτημα της ανεπανόρθωτης ζημιάς θα πρέπει να τονιστεί ότι η νομολογία, όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, διασυνδέει την επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη ζημιά με την πιθανότητα δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση σ΄ αντίθεση με τη διαπίστωση έκδηλης παρανομίας, όπου δεν εξετάζεται τέτοιο ζήτημα. Είναι σαφές ότι σε περίπτωση έκδοσης του προσωρινού διατάγματος, το όλο οικοδόμημα που επαναλαμβάνεται έχει νομοθετική ρύθμιση, θα κινδυνεύσει να καταρρεύσει προκαλώντας έτσι ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση.  Το δημόσιο συμφέρον, επομένως, κωλύει την απόδοση προσωρινής θεραπείας.  (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών - πιο πάνω - σελ. 247).

 

        Προστίθεται ότι εν πάση περιπτώσει το αιτητικό υπό την παρ. (β), απολήγει στην ουσία σε προστακτικό διάταγμα το οποίο σπανιότατα και με φειδώ εκδίδεται και το οποίο δεν θα ήταν  δυνατό να δοθεί στις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης.

 

        Περαιτέρω, παρατηρείται ότι ενώ η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε στις 8.4.10, η προσφυγή και η αίτηση για προσωρινό διάταγμα καταχωρήθηκαν μόλις στις 14.6.10, χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρηση, γεγονός που προσμετρά και αυτό εναντίον της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου  υπέρ των αιτητών.

 

        Παρόμοια μονομερής αίτηση είχε κριθεί ως ανεπίτρεπτη στην υπόθεση Κοινοπραξία Λεωφορείων Μεταφορές Νικητάρι-Βυζακιά ν. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, υπόθ. αρ. 521/2010, ημερ. 11.5.2010 (Κραμβής, Δ.), όπου είχε λεχθεί ότι απουσίαζε από τα δεδομένα της υπόθεσης οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία, ενώ δεν τίθετο καν θέμα ανεπανόρθωτης ζημιάς διότι αν ήθελε προκύψει τέτοιο ζήτημα, η ζημιά δεν θα ήταν δύσκολο να υπολογιστεί «.. είτε στη βάση των προνοιών του νόμου είτε και πάνω σε άλλη, ενδεχομένως πιο πρόσφορη βάση.».  Το σκεπτικό της απόφασης, υιοθετείται και από το παρόν Δικαστήριο.

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω η μονομερής αίτηση απορρίπτεται χωρίς  διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο