ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.639/2008)
4 Ioυνίου, 2010
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΠΑΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ
Αιτήτρια,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ΄ης η αίτηση.
------------------------
Α.Σ.Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Δ.Καλλίγερος - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η αίτηση
Λ.Παπαχαραλάμπους, για το ενδιαφερόμενο μέρος
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλει την απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ημερ. 3.3.2008, με την οποία προάχθηκε στη θέση Προϊσταμένου τομέα Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, για τον τομέα Επιμόρφωσης, το ενδιαφερόμενο μέρος.
Με επιστολή της ημερ. 2.4.2007 η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, υπέβαλλε πρόταση στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, στο εξής Ε.Ε.Υ. για την πλήρωση μιας θέσης προϊσταμένου Τομέα Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για τον τομέα της Επιμόρφωσης (Θέση Προαγωγής). Η ΕΕΥ προκήρυξε την θέση στις 20.4.2007. Ως τελευταία ημέρα υποβολής των αιτήσεων ορίστηκε η 7.5.2007. Με επιστολή ημερ. 16.5.2007 η ΕΕΥ απέστειλε στη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, συμφώνα με το άρθρο 35Β(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (αρ.2) του 2007, Ν.10/69, κατάλογο των αιτητών, τις αιτήσεις τους και του φακέλους των υπηρεσιακών τους εκθέσεων.
Ακολούθως, η Συμβουλευτική Επιτροπή σε συνεδρία της ημερ. 28.6.2007, αποφάσισε να καλέσει τους προσοντούχους υποψηφίους σε προφορική συνέντευξη στις 11.7.2007 και 25.7.2007. Αξιολόγησε την αιτήτρια ως σχεδόν πολύ καλή το δε ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετη. Στη συνέχεια, προχώρησε σε αξιολόγηση των υποψήφιων και αφού έλαβε υπόψη της την αξία, τα προσόντα, την αρχαιότητα και τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων αποφάσισε να συστήσει για προαγωγή τρεις υποψηφίους, μια εκ των οποίων ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος. Ετοίμασε δε σχετική έκθεση την όποια απέστειλε η Γενική Διευθύντρια στην ΕΕΥ με επιστολή της ημερ. 26.7.2007.
Η ΕΕΥ σε συνεδρία της ημερ. 6.11.2007 εξέτασε τις ενστάσεις για αναθεώρηση του καταλόγου που υποβλήθηκαν και διαπίστωσε ότι η «Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των προσοντούχων υποψήφιων, ώστε, μετά από σύγκριση τους με βάση τα κριτήρια αυτά, να καταλήξει στον κατάλογο των υποψήφιων που συστήνει, αναφέροντας και τους λόγους για τη σύσταση ή μη σύσταση ενός υποψήφιου». Περαιτέρω, εντόπισε στην έκθεση ορισμένες ανακρίβειες ή λανθασμένες αναφορές. Ως εκ τούτου απέστειλε πίσω στη Συμβουλευτική Επιτροπή την έκθεση της και τον κατάλογο με τους προτεινόμενους υποψηφίους, ζητώντας την ετοιμασία νέας έκθεσης και καταλόγου.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, υπέβαλε νέα έκθεση όπως και κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει. Η ΕΕΥ σε συνεδρία της ημερ. 20.2.2008, αφού προέβη σε συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων κατέταξε τους υποψηφίους με βάση την αξία, την αρχαιότητα και τα προσόντα. Επίσης, εξέτασε τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί για την αναθεώρηση του καταλόγου, μεταξύ των οποίων και της αιτήτριας. Ειδικά για την αιτήτρια ανέφερε:
«Από μελέτη της έκθεσης της συμβουλευτικής επιτροπής ημερομηνίας 28.6.2007, η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αξιολογήσεις όλων των υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας, ήταν επαρκώς αιτιολογημένες.
Περαιτέρω, η επιτροπή αφού διεξήγαγε έρευνα στους προσωπικούς φάκελους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων όλων των υποψηφίων, προέβη σε σύγκριση των υποψηφίων με βάση τα τρία νόμιμα κριτήρια της άξιας, των προσόντων και της αρχαιότητας, λαμβάνοντας υπόψη την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της άξιας τους. Από την εν λόγω μελέτη, η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, συνολικά συγκρινόμενες, οι υποψήφιες Βαλανίδου Χριστίνα, Σολομώντος - Κουντούρη Όλγα, Χατζηκακού Ελένη καθώς και η υποψήφια Ρούσου Μαρία, υπερέχουν των συνυποψήφιων τους και αποφάσισε να τις καλέσει σε προσωπική συνέντευξη ( βλέπε και παράγραφο 10 πιο πάνω)»
Στη συνέχεια, κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, στον οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν η αιτήτρια. Οι εν λόγω υποψήφιοι κλήθηκαν σε προφορική συνέντευξη. Η ΕΕΥ σε συνεδρία της ημερ. 3.3.2008 διενήργησε την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη την απόδοση τους κατά τη συνέντευξη καθώς και την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα επέλεξε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, με ισχύ από 5.3.2008.
Με επιστολή της ημερ. 27.5.2009 η ΕΕΥ πληροφόρησε την αιτήτρια, μέσω των δικηγορών της, ότι η ένσταση που είχε υποβάλλει για την έκθεση και τον κατάλογο που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε γίνει αποδεκτή.
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απόφαση πάσχει, επειδή στηρίχτηκε σε πάσχουσα προπαρασκευαστική πράξη. Πρόβαλε ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει, καθότι δεν υπάρχουν ξεχωριστά πρακτικά συνεδριάσεων. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε συνεδριάσει συνολικά τέσσερις φορές στις 28.6.2007,11.7.2007, 25.7.2007,15.12.2007. Για την πρώτη και την τέταρτη συνεδρία υπάρχουν ξεχωριστά πρακτικά. Η δεύτερη και τρίτη συνεδρία, στις οποίες είχαν διεξαχθεί οι προφορικές συνεντεύξεις, η αξιολόγηση και η σύσταση για προαγωγή, συμπεριλαμβάνονται σε ένα μόνο ενιαίο πρακτικό.
Το ΄Αρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99), προβλέπει ότι:-
«24. - (1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.»
Σε πρόσφατη απόφαση μου στην Υποθ. αρ. 53/07 Νεοκλέους ν. Δημοκρατίας, 22.10.2009 ασχολήθηκα με το ίδιο θέμα.
Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα:
«Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ, γιατί ο αιτητής θίγει μια συγκεκριμένη πτυχή της έκθεσης που άπτεται της αναγκαίας πληροφόρησης σε σχέση με τη σύνθεση της Επιτροπής και με τη διαδικασία σε κάθε συνεδρία. Ανάλογο ζήτημα εξετάστηκε από τον Αρτέμη, Δ., όπως ήταν τότε, στις Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 466/05, Χρίστος Ιωάννου κ.α. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερ. 5.8.2008 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
' 'Στη Δημητριάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, συνεκδ. υπ. 507/2005 και 566/2005, ημερ. 20.7.2007, όπου δεν ετοιμάστηκαν χωριστά πρακτικά για την κάθε συνεδρία, κρίθηκε ότι η έκθεση δεν περιείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία των συνεδριών και ότι υπήρχαν ερωτηματικά σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Στη Χρυσάφη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 3437, ημερ. 16.11.2005, η έκθεση άφηνε να νοηθεί ότι υπήρξε συμμετοχή όλων, του προέδρου και των τεσσάρων μελών, ενώ σε κάποια συνεδρία καταγράφτηκε ότι απουσίαζε ο πρόεδρος και ένα από τα μέλη. Συνεπώς υπήρχαν αμφιβολίες ως προς τη σύνθεση της Επιτροπής στις συνεδρίες.
Στην εξεταζόμενη υπόθεση η έκθεση περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία με σαφήνεια. Αναφέρει τις συνεδρίες που έγιναν και παραπέμπει για κάθε μια σε σχετικό παράρτημα. Προκύπτει ότι σε κάθε συνεδρία ήταν παρόντα και τα τέσσερα μέλη και απ΄ αυτά η κ. Κωνσταντινοπούλου εκτελούσε χρέη προέδρου. Δεν προκύπτουν αμφιβολίες όπως στις αναφερθείσες υποθέσεις.
Δεν κρίνω ότι υπάρχει λόγος ακύρωσης, τονίζω όμως ότι είναι προτιμότερο να τηρούνται για κάθε συνεδρία ξεχωριστά πρακτικά με ειδική αναφορά στη σύνθεση της Επιτροπής.''
Ως προς τη σημασία της τήρησης πρακτικών, θεωρώ σημαντικό να παραθέσω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Κραμβή, Δ., στην Υποθ.αριθμ. 1296/2007, Στυλιανίδης ν. Δημοκρατίας, 4.3.2009:
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποτελεί συλλογικό όργανο και το έργο της, στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως αναλύεται στο άρθρο 34(3) έως (7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, είναι πολύ σημαντικό. Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν ότι τα συλλογικά όργανα πρέπει να λειτουργούν με βάση τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχουν πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής, παρά μόνο η προαναφερθείσα έκθεση της. Η εν λόγω έκθεση είναι υπογραμμένη από την πρόεδρο και τα τρία εν ζωή μέλη της τα οποία εμφανίζονται να απαρτίζουν και τη σύνθεσή της. Παραμένει άγνωστο αν ήταν αυτή η σύνθεση σε όλες τις συνεδρίες που προηγήθηκαν ή αν μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας».
Καθίσταται σαφές, από το περιεχόμενο των πιο πάνω αποφάσεων, ότι η έκθεση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την τήρηση πρακτικού, η οποία αποτελεί την μόνη αυθεντική πηγή για όσα συνθέτουν τη διαδικασία, απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαπίστωση τήρησης της αρχής της χρηστής διοίκησης.
Στην κρινόμενη υπόθεση, έγιναν, μεταξύ 14.10.2004 και 28.6.2005, 8 αλλεπάλληλες συνεδρίες για τις οποίες δεν τηρήθηκαν εξειδικευμένα πρακτικά. Στην πρώτη παράγραφο της έκθεσης αναφέρονται στα 5 ονόματα που συγκροτούσαν τη Συμβουλευτική Επιτροπή οι οποίοι επίσης υπογράφουν στο τέλος της έκθεσης. Απουσιάζει οποιαδήποτε μονογραφή σε κάθε σελίδα, ούτε γίνεται οποιαδήποτε μνεία για το αν η σύνθεση της Επιτροπής παρέμεινε πενταμελής σε όλες τις συνεδρίες της. Η έλλειψη αυτών των πρακτικών καθιστά, το δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της σύνθεσης και των επί μέρους συνεδριάσεων, ελλιπή. Αποτελεί άγνωστο στοιχείο αν οποιοδήποτε από τα μέλη απουσίαζε ή αν υπήρχε συνέχεια και ενιαία εξέταση σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, υπό την ίδια πάντα σύνθεση. Ιδιαιτέρως σε «σταθμούς» της διαδικασίας, όπως στο στάδιο της αξιολόγησης των υποψηφίων, που έγινε σε τρεις διαδοχικές συνεδρίες, η πρώτη 19.5.2005, η δεύτερη 3.6.2005 και η τελευταία 28.6.2005. Ελλείψεις που αφήνουν περιθώρια σοβαρής αμφισβήτησης της ορθότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.
Με γνώμονα ιδιαιτέρως το άρθρο 24 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν1/99, που αποτελεί διάταξη δημοσίας τάξεως, και η οποία επιβάλλει την ανάγκη διασφάλισης του δικαστικού ελέγχου τόσο για τη σύνθεση κάθε συλλογικού οργάνου όσο και για την αιτιολογία της απόφασης του. Παράκαμψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αυτής της υποχρέωσης δεν είναι επιτρεπτή.
Συνακόλουθα, η μη τήρηση πρακτικών, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, καθιστά άκυρη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία συμπαρασύρει σε ακύρωση την προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΔΥ στο σύνολο της.»
Παρόλο που εδώ υπήρχαν πρακτικά, αυτά δεν τηρηθήκαν ορθά. Για τη δεύτερη και τρίτη συνεδρία, οι οποίες ουσιαστικά ήταν και οι πιο σημαντικές, υπάρχει ένα μόνο πρακτικό στο όποιο αναφέρονται στην αρχή τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής τα οποία ήταν παρόντα.
Στο τέλος των πρακτικών δεν φαίνεται πουθενά η υπογραφή των μελών αλλά απλώς η ημερομηνία 25.7.2007. Τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπογραφούν την αξιολόγηση των υποψηφίων η οποία ήταν επισυνημμένη στα πρακτικά, η οποία όμως φέρει ημερομηνία 26.7.2007, ημερομηνία ετοιμασίας της έκθεσης. Δεν αναφέρεται ποιοι ήταν παρόντες σε κάθε συνεδρία ξεχωριστά.
Στις Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις. αρ. 204/07 κ.ά. Ηλία ν. ΑΤΗΚ, 17.9.2009 του αδελφού Δικαστή Κληρίδη, Δ., όπου και εκεί υπήρχε ένα ενιαίο πρακτικό των συνεδριάσεων αναφέρεται ότι:
«Η επιτακτική ανάγκη τήρησης επαρκούς και λεπτομερούς πρακτικού αποτελεί πάγια απαίτηση της νομολογίας (βλ. π.χ. Medcon Construction v. R. (1968) 3 CLR 530), όπως επίσης και νομοθετική απαίτηση με βάση το άρθρο 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 158(Ι)/1999. Όπως είχε τονισθεί, μεταξύ άλλων, και στην παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Vondetsianos v. Republic (1969) 3 CLR 83, θα πρέπει να τηρείται ξεχωριστό πρακτικό για κάθε συνεδρία, χάριν της διοικητικής βεβαιότητας. Τα άρθρα 20-23 του προαναφερθέντος Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 θέτουν αυστηρές πρόνοιες οι οποίες ρυθμίζουν τα θέματα ορθής συγκρότησης, σύνθεσης οργάνων, συμμετοχής σε συνεδρίες, απουσιών και απαρτίας. Αυτές οι πρόνοιες πρέπει να τηρούνται αυστηρά έτσι ώστε να είναι εφικτή η εκ των υστέρων άσκηση δικαστικού ελέγχου. Εδώ, αυτές οι πρόνοιες δεν είχαν τηρηθεί αφού δεν καταρτίστηκαν ξεχωριστά πρακτικά για κάθε συνεδρίαση και, κυρίως, δεν καταγράφηκε ποιοι παρέστησαν και ποιοι δεν παρέστησαν σε κάθε μια διαδοχική συνεδρίαση.»
Η υπόθεση αρ. 76/06 κ.ά Τούμπας κ.ά ν. ΑΤΗΚ 23.11.2009, την οποία επικαλούνται οι καθ΄ων διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα της, καθότι, σε εκείνη την υπόθεση καταγραφόταν το τι έλαβε χώρα σε κάθε συνεδρία ξεχωριστά και υπογράφονταν στο τέλος από τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού.
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του ΄Αρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Ποσό €1.700,00 ως έξοδα πλέον ΦΠΑ επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.