ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Υποθ. αρ.1859/2008)

 

                                       10 Ιουνίου, 2010                                      

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ

                                                            Αιτητής,

-και -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ                                                           Καθ΄ης η αίτηση.

------------------------

Α.Αιμιλιανίδης,  για τον Αιτητή

Λ.Ουστά (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η αίτηση

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:    Mέσα στα πλαίσια της αναγκαιότητας πλήρωσης τριών θέσεων προαγωγής, στη μόνιμη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β, στις Eξωτερικές Yπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας, η καθ΄ης η αίτηση, στο εξής η («Επιτροπή»), προχώρησε στις 23 Σεπτμεβρίου 2008, στο διορισμό, μετά από σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, των τριών ενδιαφερομένων προσώπων.  Ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης.  Σε μεταγενέστερο στάδιο η προσφυγή εναντίον του ενδιαφερομένου προσώπου 2 αποσύρθηκε, έτσι θα γίνεται αναφορά μόνο στα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 3. 

 

Ο αιτητής πρόβαλε αρχικώς ότι η απόφαση της Επιτροπής θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί έλαβε υπόψη της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία πάσχει, επειδή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, όπως απαιτείται από το άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90). Η σχετική σύσταση προσδιορίζει, όπως πρόβαλε ο αιτητής, ότι οι συστηνόμενοι δεν υστερούν ή είναι ίσοι σε αξία με τους υποψήφιους που δεν συστήθηκαν.  Επομένως πρόβαλε ο συνήγορος, δεν προκύπτει να υπάρχει οποιοδήποτε προβάδισμα των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή.  Κατά δεύτερο λόγο στη σύσταση προσδιορίζεται ότι οι μη συστηθέντες δεν υστερούν σε προσόντα και ότι ο αιτητής υπερέχει έναντι των συστηθέντων στην αρχαιότητα, που ανάγεται στην ημερομηνία γεννήσεως.  Επομένως, ήταν η εισήγηση του αιτητή, δεν υπάρχει επαρκής αιτιολογία για τη σύσταση για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, έναντι του αιτητή. 

 

Σε συνάρτηση με το αιτιολογικό σύστασης του ενδιαφερόμενου μέρους Χαράλαμπου Καυκαρίδη (Ε.Μ.1), ο αιτητής πρόβαλε περαιτέρω, ότι αυτή βασίστηκε αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος υποψήφιος είχε την ευθύνη των σχέσεων της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Κύπρου με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και με δεδομένη τη σημασία της συγκεκριμένης αποστολής και την αυξημένη ευθύνη,  κρίθηκε ότι εκτελούσε με εξαίρετο τρόπο τα καθήκοντα του.  Αυτή η συγκεκριμένη προσέγγιση, υποστήριξε ο συνήγορος του αιτητή, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή γιατί με τον τρόπο αυτό, η ανάθεση καθηκόντων σε συγκεκριμένο υπάλληλο, του δίδει προβάδισμα ανεπίτρεπτο, σε αντίθεση με άλλους υποψήφιους, οι οποίοι δεν έτυχαν της ιδίας μεταχείρισης.  Με τον τρόπο αυτό ενώ, η σύσταση είναι εξ αντικειμένου ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως, καθίσταται τρωτή, λόγω αυτής της προηγούμενης συμπεριφοράς της διεύθυνσης, που στην προκείμενη περίπτωση, ήταν ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών. 

 

Η πιο πάνω σύσταση του Γενικού Διευθυντή έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων, εφόσο κατά την εισήγηση του συνήγορου, ο αιτητής καταδεικνύεται ότι ήταν εξαίρετος υπάλληλος.  Ταυτοχρόνως, ο Γενικός Διευθυντής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε σύγκριση του ενδιαφερομένου μέρους 1 με οποιονδήποτε άλλο διορισθέντα υποψήφιο, ούτε με τον αιτητή, με τρόπο ώστε να θεμελιώνεται,  κατά την εισήγηση του, παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. 

 

Ως αποτέλεσμα τούτου, η Επιτροπή, συνέχισε ο συνήγορος, είχε υποχρέωση να παραγνωρίσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή εφόσο αυτή ήταν αντίθετη με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων.  Αντί τούτου, η Επιτροπή στηρίχθηκε στη σύσταση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν του αιτητή επειδή είχαν υπέρ τους τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Για το λόγο αυτό ο αιτητής εισηγείται ότι υπήρξε από την Επιτροπή, πλάνη περί το Νόμο. 

 

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο αιτητής εισηγείται ότι η Επιτροπή παραγνώρισε την υπεροχή που είχε σε προσόντα, αξία και αρχαιότητα.  Δεν υπήρξε, συνέχισε, εκ μέρους της Επιτροπής, οποιουδήποτε είδους σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων και η απόφαση αποκλειστικά στηρίχθηκε στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Παρατίθενται οι λόγοι προς υποστήριξη του ζητήματος και τα ακαδημαϊκά του προσόντα, όπως επίσης και η αρχαιότητα που πηγάζει από το φάκελο για τον αιτητή.  Ως αποτέλεσμα τούτου, ο αιτητής υπερείχε όλων των ενδιαφερομένων και έπρεπε, κατά την εισήγηση του, να προαχθεί ο ίδιος. 

 

Η συνήγορος της Δημοκρατίας παρέθεσε στη δική της γραπτή αγόρευση το ακριβές απόσπασμα από τα πρακτικά μέσα από τα οποία, κατά την εισήγηση της, διαπιστώνεται η υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή, όπως προτείνεται με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Η Επιτροπή συνέχισε, έλαβε υπόψη της ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν υστερούσαν σε αξία, αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι και επίσης ότι διαθέτουν τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο θέμα της αρχαιότητας του αιτητή που (έχει ως υπόβαθρο την ηλικία μόνο), του δίδει μεν προβάδισμα, έναντι των υπολοίπων, αλλά είναι μικρής σημασίας.  Η σύσταση, πρόσθεσε, είναι ένα αυτοτελές ξεχωριστό σημείο κρίσης το οποίο συνεκτιμά η Επιτροπή και λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.  Η σημασία του επαυξάνεται, ιδιαιτέρως όταν, όπως στην παρούσα περίπτωση, όλοι οι υποψήφιοι είναι περίπου ισόβαθμοι.  Αποκτά σημασία η σύσταση γιατί, ο διευθυντής που έχει την εποπτεία του προσωπικού, διαμορφώνει άμεση γνώση για την επάρκεια των υφισταμένων του.  ΄Ολοι οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένου και του αιτητή, πληρούσαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, είχαν εξαίρετες αξιολογήσεις, ιδιαιτέρως κατά τα τελευταία χρόνια, είχαν την ίδια αρχαιότητα εξαιρουμένου του αιτητή, και τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν προς όφελος τους τη σύσταση του Διευθυντή.  Δεν μπορεί, πρόσθεσε να στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε πλάνη περί το Νόμο με βάση τα όσα αναπτύχθησαν πιο πάνω. 

 

Τέλος, η συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι η παράθεση πιστοποιητικών σεμιναρίων, εκ μέρους του αιτητή, δεν του προσδίδουν υπεροχή σε προσόντα καθότι το επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν του μεταπτυχιακού που είχε, λήφθηκε υπόψη, τόσο από το Γενικό Διευθυντή όσο και από την Επιτροπή, και κατέληξε λέγοντας ότι ο αιτητής απέτυχε να καταδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών.

 

Στην προκείμενη υπόθεση η Επιτροπή είχε να επιλέξει μεταξύ ίσων, κατά αξία, υποψηφίων.  Τούτο καταφαίνεται από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις που υποβλήθηκαν, τουλάχιστον, για τα έτη 2003-2008, όπως παρουσιάζονται από το περιεχόμενο των Τεκμ. 1Β, 2Β, 3Β, που αντιστοιχούν για τον αιτητή και ενδιαφερόμενα μέρη.  Και οι τρεις χαρακτηρίστηκαν εξαίρετοι και στα οκτώ θέματα αξιολόγησης.  Η αρχαιότητα κλίνει ελαφρώς προς όφελος του αιτητή, εδραζόμενη στην ηλικία, αφού και οι τρεις υποψήφιοι διορίστηκαν στη θέση του Ακόλουθου στις 8 Οκτωβρίου 1999, προήχθησαν στη θέση του Γραμματέα Β΄/Υποπρόξενου την 1η Αυγούστου, 2004 και στη θέση Γραμματέα Α΄/Πρόξενου την 1η Αυγούστου 2006.  Ορθώς εισηγούνται οι καθ΄ων ότι το προβάδισμα, με βάση την ημερομηνία γεννήσεως, έχει οριακή σημασία.  Υπάρχει όμως εκεί, ως ένα στοιχείο υπεροχής, έστω μικρής.  Σε συνάρτηση με τα προσόντα, όπως καταφαίνεται από τους προσωπικούς φακέλους των τότε υποψηφίων και δηλώνεται σαφώς τόσο από το Γενικό Διευθυντή, όσο και από την Επιτροπή, όλοι κατέχουν τα αναγκαία προσόντα και μεταπτυχιακό δίπλωμα.

 

Παρατηρούμε συνεπώς μια ισοβαθμία, που διαφοροποιείται με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Η αναγκαιότητα της αιτιολογημένης σύστασης, σε περιπτώσεις προαγωγής, όπως την παρούσα, πηγάζει από την επιτακτική πρόνοια του άρθρου 35(4) του Ν.1/90.  Η σύσταση αποτελεί αυτοτελές και ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης της αξίας, όπως επιβεβαιώθηκε προσφάτως με την απόφαση της Ολομέλειας στην Υποθ. Αριθ. 862/2007 Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 3 Απριλίου, 2009. 

 

Η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση , αναγνωρίζει ότι η υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων ήταν η ιδία, και βασιζόμενη στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, προχώρησε στην προαγωγή των τριών συστηθέντων, που δύο είναι σήμερα ενδιαφερόμενα μέρη. 

 

Την ορθότητα αυτής τούτης της σύστασης αμφισβητεί ο αιτητής για τους λόγους που έχω παραθέσει πιο πάνω.

 

Για σκοπούς πληρέστερης εικόνας θεωρώ αναγκαίο να συμπεριλάβω τη σχετική σύσταση αυτούσια:

 

«Γνωρίζω όλους τους υποψηφίους προσωπικά και έχω, επίσης, μελετήσει τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων τους, προκειμένου να διαμορφώσω άποψη.

 

Αφού έλαβα υπόψη τα πιο πάνω, τις προσωπικές μου γνώσεις καθώς και τα νομοθετημένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και τις απαιτήσεις της θέσης που θα πληρωθεί και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι΄αυτή, συστήνω για προαγωγή στη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β΄, τους Κουζούπη ανδρέα, Χριστοφίδη Γεώργιο και Καυκαρίδη Χαράλαμπο, τους οποίους θεωρώ ως τους πιο κατάλληλους.

 

Σε ό,τι αφορά τον υποψήφιο Χαράλαμπο Καυκαρίδη, αυτός έχει την ευθύνη των σχέσεων της Αντιπροσωπείας στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.  Δεδομένης της σημασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως χώρου ιδιαίτερα ευαίσθητου για τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο κάτοχός της έχει αυξημένες ευθύνες και πρέπει να επιδεικνύει ιδιαίτερο πνεύμα πρωτοβουλίας.  Επίσης, η άσκησης των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης προϋποθέτει ιδιαίτερες οργανωτικές ικανότητες εφόσον συνεπάγεται το συντονισμό των επαφών αριθμού Υπουργείων, της Βουλής των Αντιπροσώπων, Πολιτικών Κομμάτων και άλλων υπηρεσιών, με τους αντίστοιχους θεσμούς του Κοινοβουλίου.  Στα 2 ½ χρόνια που υπηρετεί στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία, άσκησε τα καθήκοντά του με ιδιαίτερη επιτυχία.  Γνωρίζοντας τα δημοσιοϋπαλληλικά δεδομένα, κρίνω ανεπιφύλακτα ότι ο Καυκαρίδης εκτελεί τα καθήκοντά του πέραν και πάνω από τα συνήθη επίπεδα του εξαίρετος στη δημόσια υπηρεσία.

 

Οι συστηνόμενοι δεν υστερούν ή είναι ίσιοι σε αξία με τους υποψηφίους που δεν συστήθηκαν, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογύμενοι ως καθόλα εξαίρετοι.

 

Σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα, οι συστηνόμενοι δεν υστερούν ή και προηγούνται του υποψηφίου που δε συστήνεται, πλην του Χατζηγιάννη Σταύρου, η υπεροχή του οποίου ανάγεται μόνο στην ημερομηνία γέννησης, στοιχείο  το οποίο σύμφωνα με τη νομολογία είναι χαμηλής σημασίας. 

 

Όπως, επίσης, οι συστηνόμενοι δεν υστερούν σε προσόντα σε σύγκριση με τους μη συστηνόμενους.  Επιπρόσθετα, όμως, σημειώνω ότι οι συστηνόμενοι, καθώς και οι υποψήφιοι που δε συστήνω, διαθέτουν και μεταπτυχιακά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, τα οποία δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, όμως τους απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα, αφού τα συνεκτίμησα.»

 

Το παράπονο του αιτητή εστιάζεται στη γενικότητα, των παρατηρήσεων του Γενικού Διευθυντή, και την έλλειψη σύγκρισης με ιδιαίτερη αναφορά σ΄όλους τους υποψήφιους από τη μια, και από την άλλη, ο ιδιαίτερος χειρισμός που έτυχε η ανάλυση της περίπτωσης του ενδιαφερομένου μέρους αρ.1 (Χ.Καυκαρίδη).    Η εξουσιοδότηση από τη διεύθυνση του Υπουργείου για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων και η μετέπειτα παρουσίαση των αποτελεσμάτων της, ως πλεονέκτημα, οδηγεί σε θυματοποίηση άλλων εξίσου ικανών και άξιων υπαλλήλων, στους οποίους, όπως πρόβαλε ο αιτητής, δεν δόθηκε αυτή η ευκαιρία.

 

Το θέμα αντικρίστηκε πρόσφατα στην Αναθεωρητική έφεση αρ. 3862, Παπαδοπούλου ν. Ρ.Ι.Κ. ημερ. 18 Ιουνίου 2009, στην οποία έκαμε αναφορά και ο αιτητής.  Στην πιο πάνω απόφαση η ανάθεση «ειδικών» καθηκόντων στην εφεσείουσα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι δυο υποψήφιοι κατείχαν την ιδία θέση, κρίθηκε, με βάση παλαιότερη νομολογία, όπως την υπόθεση Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, ότι η χρηστή διοίκηση επέβαλλε ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή, και ότι με τον τρόπο που λειτούργησε, με την ανάλογη ανάθεση, αύξησε τις πιθανότητες  του εκεί ενδιαφερομένου μέρους, για προαγωγή.

 

Στην προκείμενη περίπτωση βλέπουμε ακριβώς  την ίδια προσέγγιση.  Ανατίθενται στο ενδιαφερόμενο μέρος αρ.1, καθήκοντα συντονιστή μεταξύ της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Κύπρου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και με βάση την απόδοση του σ΄αυτό το πόστο, ανακτά «πλεονέκτημα» στην κρίση και τούτο αντανακλάται στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Η στάση αυτή έδωσε προβάδισμα στο συγκεκριμένο υποψήφιο αντίθετη προς την αρχή της χρηστής διοίκησης.  Συνακόλουθα η σύσταση για τον εν λόγω υποψήφιο και μετέπειτα διορισθέντα, πάσχει.

 

Το δεύτερο σκέλος του ιδίου θέματος της σύστασης, με απασχόλησε κατά πόσο, θα μπορούσε να διασωθεί ανεξαρτήτως της πιο πάνω κατάληξης μου, που αφορούσε ειδικώς ένα υποψήφιο. 

 

Η σύσταση διαπνέεται από μια γενικότητα.   Λαμβάνει υπόψη, όπως αναφέρεται «τα νομοθετημένα κριτήρια στο σύνολο τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα», ενώ στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.  Η αρχαιότητα του αιτητή, έστω και οριακή, αποκτά σημασία όταν όλα τα υπόλοιπα κριτήρια κρίσεως είναι ίσα.  Σε κανένα σημείο δεν εξειδικεύεται η σύσταση, εκτός της περίπτωσης του ενδιαφερόμενου μέρους αρ.1, πιο πάνω.  Δεν φαίνεται  να υπήρξε σύγκριση των υποψηφίων έτσι ώστε να μπορεί να εξεταστεί η ορθότητα της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή προς την Επιτροπή.  Ούτε περαιτέρω αναλύεται, πάντα για σκοπούς εξακρίβωσης της ορθότητας της, η μη σύσταση των, κατά την αναφορά, ίσων σε αξία υποψηφίων.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, το υπόβαθρο επί του οποίου, στηρίχτηκε η Επιτροπή «Επιλέγοντας τους Κουζούπη, Χριστοφίδη και Καυκαρίδη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτοί δεν υστερούν σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογούμενοι ως καθόλα εξαίρετοι, δεν υστερούν σε προσόντα και, επιπλέον, διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του γενικού διευθυντή, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων....» (υπογράμμιση δική μου) έχει τρωθεί σε βαθμό που συμπαρασύρει τη νομιμότητα της όλης απόφασης. 

 

Συνακόλουθα, βρίσκω ότι η απόφαση της Επιτροπής για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας, αφού δεν καταδεικνύει το λόγο επιλογής των υποψηφίων, αφαιρουμένης της σύστασης.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει.  Ποσό €1.700,00 πλέον ΦΠΑ επιδικάζεται υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

                                                          Κ.Παμπαλλής,

                                                                   Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο