ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.1642/2008)
16 Ιουνίου, 2010
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Αιτητή,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Χρ.Χριστάκη, για τον Αιτητή.
Κ.Σταυρινός - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή επιδιώκει ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α (Κτηματολογίου) Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Καθίσταται αναγκαίο να καταγραφεί η επαγγελματική πορεία του αιτητή, ώστε να υπάρχει το υπόβαθρο της εξεταζόμενης υπόθεσης.
Ο αιτητής είχε διοριστεί στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β στις 17 Μαϊου 1993. Την 1η Ιουλίου 2000 προάχθηκε στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α. Στις 22 Απριλίου 2002[1] ο διορισμός του στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), προχώρησε σε ακύρωση της προαγωγής του. Κατά την ακολουθήσασα επανεξέταση δεν επιλέγηκε για διορισμό. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχώρησε προσφυγή η οποία εκκρεμεί, ενώπιον άλλου συναδέλφου Δικαστή.
Στη συνέχεια ο αιτητής έλαβε μέρος σε νέα διαδικασία και διορίστηκε στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β από 1 Ιουνίου, 2004.
Με επιστολή του προς την ΕΔΥ, ημερομηνίας 19 Σεπτεμβρίου, 2005 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, ζήτησε την πλήρωση δύο κενών μόνιμων θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Α (Κτηματολογικού) τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Δοθέντος ότι σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας η θέση ήταν θέση προαγωγής, η ΕΔΥ σε συνεδρία της ημερ. 5 Οκτωβρίου 2005 αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος της πλήρωσής τους σε μεταγενέστερη ημερομηνία παρισταμένου και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Στην επόμενη συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 29 Νοεμβρίου 2007, παρέστη ο Γενικός Διευθυντής ο οποίος, αφού πρώτα μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Η ΕΔΥ με τη σειρά της, προέβη σε σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων και αφού εξέτασε τους σχετικούς φάκελους, έλαβε υπόψη τις συστάσεις του Διευθυντή, έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν των άλλων και τους προήγαγε στην επίδικη θέση.
Οι καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστικώς ότι ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος καθότι δεν κατείχε, τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, προσόντα
Η προδικαστική ένσταση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτητή, που επικεντρώνεται στη μη κατοχή του απαιτούμενου προσόντος, δεν ευσταθεί. Τη στιγμή που αμφισβητείται σοβαρά, και αποτελεί επίδικο ζήτημα, η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα, του αιτητή, αυτός έχει έννομο συμφέρον να επιδιώξει την αναθεώρηση της εν λόγω απόφασης. (Ελένη Χρυσοστόμου κ.α. ν. Κωνσταντινίδου κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 13.
Ανάλογη προσέγγιση διατυπώνεται στο σύγγραμμα «Το έννομο συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» της Γλ.Π. Σιούττη, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σελ.95, και ειδικότερα τα εξής:
«Η συμμετοχή στη διαδικασία
81. Η συμμετοχή στην προβλεπόμενη από τις διατάξεις διοικητική διαδικασία αποτελεί, αν όχι μια ιδιότητα, πάντως μια ιδιαίτερη κατάσταση, την οποία η νομολογία αναγνωρίζει σε διάφορες περιπτώσεις, ως απαραίτητη αλλά και επαρκή θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, με το σκεπτικό ότι πληροί τις προϋποθέσεις ύπαρξης ιδιαίτερου δεσμού του με την προσβαλλόμενη πράξη.»
Στην κρινόμενη υπόθεση αν ήθελε κριθεί ότι η ΕΔΥ λανθασμένα αποφάσισε ότι ο αιτητής δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, που όντως αποτελεί το επίδικο θέμα στην παρούσα προσφυγή, θα έπρεπε ενδεχομένως να προαχθεί ως κατάλληλος και προσοντούχος για την επίμαχη θέση. Από τα πιο πάνω έκδηλα καταφαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση άμεσα πλήττει τα συμφέροντα του αιτητή, συνεπώς έχει έννομο συμφέρον προς αμφισβήτηση της. Συνακόλουθα η προδικαστική σύσταση απορρίπτεται.
Η έλλειψη δέουσας έρευνας και η απουσία αιτιολογίας προβάλλονται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως. Ισχυρίζεται δε ο αιτητής ότι η ΕΔΥ δεν εξέτασε κατά πόσο ήταν προσοντούχος και ούτε υπάρχει πουθενά καταγραμμένη η αιτιολογία της απόφασης σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι δεν πληρούσε τα προαπαιτούμενα προσόντα του εν λόγω σχεδίου υπηρεσίας.
Οι καθ΄ων η αίτηση επί του προκειμένου, προβάλλουν ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Είναι αναγνωρισμένη αρχή ότι η διοικητική πράξη θεωρείται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί πώς και στη βάση ποιων στοιχείων η διοίκηση κατέληξε στο συμπέρασμά της - (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Η δυνατότητα συμπλήρωσης ή αναπλήρωσης της αιτιολογίας μιας διοικητικής πράξης από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, αναγνωρίζεται με το άρθρο 29 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999). Τα στοιχεία όμως πρέπει, αναμφίβολα και αναντίλεκτα να καταδεικνύουν το λόγο ή τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης. Δεν αποτελεί έργο του διοικητικού Δικαστή η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου με στόχο να κρίνει αν, ενδεχομένως, παρά την αόριστη ή ελλειπή αιτιολογία, η απόφαση ήταν λογικά εφικτή.
Στην υπόθεση Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 ΑΑΔ 438 αναφέρεται ότι:
«Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ' αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. ΄Οπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, το θέσαμε ως εξής:
Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου 'για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή'. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56).'»
Στην προκείμενη υπόθεση δεν έχω εντοπίσει, είτε στα πρακτικά της ΕΔΥ, είτε στους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν, οποιαδήποτε αναφορά που να υποδηλοί ότι εξετάστηκε η αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής για προαγωγή στην επίδικη θέση ή ότι υπήρξε ενασχόληση ή κρίση ως προς τα κατά πόσον ο αιτητής ήταν προσοντούχος.
Δημιουργείται δε, εύλογο ερώτημα που παρέμεινε αναπάντητο, όταν ο ίδιος ο αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, ζήτησε με επιστολή ημερ. 3 Μαϊου 2007, να θεωρηθεί ως προσοντούχος για προαγωγή στις κενές θέσεις Κτηματολογικού Λειτουργού Α και οι Καθ΄ων η αίτηση με επιστολή της ημερ. 11 Ιουλίου 2007, απάντησαν ότι το προταθέν θέμα θα εξεταζόταν στο στάδιο της διαδικασίας πλήρωσης των λόγω θέσεων.
Αντί των πιο πάνω, στις συνεδρίες 5 Οκτωβρίου 2005 και 29 Νοεμβρίου 2007, η ΕΔΥ δεν φαίνεται να εξέτασε αν ο αιτητής πληρούσε ή όχι τα προσόντα και αν ναι γιατί αποκλείστηκε από την προαγωγική διαδικασία.
Με γνώμονα τα πιο πάνω ο δικαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται αναποτελεσματικός και ανέφυκτος. Ως αποτέλεσμα τούτου ο προβληθείς λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Ενόψει της επιτυχίας του λόγου αυτού δεν θεωρώ αναγκαίο να επιληφθώ των υπολοίπων προταθέντων λόγων ακυρώσεως.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.700,00 πλέον ΦΠΑ, ως έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.
[1] Ο διορισμος του ειχε ακυρωθει προγενεστερα ακομη δυο φορες, στις 27.2.1996 και 30.11.99.