ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1305/2007)
28 Ιουνίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Ευσταθίου Νικολετοπούλου (κα) για Ε. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.
Μ. Χατζηγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 23.5.2007, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 29.6.2007 (υπ΄αρ. 4125, αρ. Γνωστοποίησης 65) σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε ξανά αίτησή του για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, για επέκταση υφιστάμενου χοιροστασίου και ανέγερση αποθηκών, τριών κατοικιών και δύο γραφείων στο Παλιομέτοχο, η οποία προέκυψε ύστερα από επανεξέταση που κατέστη αναγκαία μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 12/2005, ημερ. 14.6.2006.
Στην πιο πάνω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων (στο εξής «το Συμβούλιο»), δεν παρείχαν τη δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου, ούτε φώτιζαν τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση.
Ο αιτητής διατηρεί χοιροστάσιο στο τεμάχιο υπ΄ αρ. 1360, Φ. Σχ. ΧΧ158, στο Παλιομέτοχο. Η ανάπτυξη χωροθετήθηκε σε γεωργική ζώνη, αντί σε κτηνοτροφική. Το τεμάχιο απέχει από τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Κοκκινοτριμιθιάς 550 μέτρα.
Κατά τη διαδικασία επανεξέτασης του θέματος επιλήφθηκε πρώτα στις 21.12.2006 το Συμβούλιο Παρεκκλίσεων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα απόφαση. Με καταγεγραμμένες ξεχωριστά τις απόψεις του κάθε μέλους του Συμβουλίου στα πρακτικά, το Συμβούλιο εισηγήθηκε κατά πλειοψηφία, διαφωνούντος ενός μέλους, όπως βάσει των εξουσιών που προκύπτουν από το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, απορριφθεί η αίτηση γιατί η ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 19(2) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999, Κ.Δ.Π. 309/99 και επειδή η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19 (1) (α) - (ιβ). Το Υπουργικό Συμβούλιο συμφώνησε και στη συνεδρία του ημερομηνίας 23.5.2007 απέρριψε την αίτηση.
Ο αιτητής κατ΄ αρχάς υποστηρίζει ότι πάσχει η σύνθεση του Συμβουλίου. Ισχυρίζεται ότι το μέλος Γεώργιος Ιακώβου δεν συμμετείχε στη συνεδρία του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων ημερομηνίας 5.4.2004, η οποία αφορούσε την προηγούμενη διαδικασία, αλλά συμμετείχε στη δημόσια ακρόαση που έγινε στις 31.7.2003 και στην επιτόπια επίσκεψη στο χώρο ανάπτυξης. Παραπέμπει στον Κανονισμό 16 της Κ.Δ.Π. 309/99, όπου προβλέπεται η δημόσια ακρόαση η οποία αποσκοπεί στην πληρέστερη και πλέον ακριβή ενημέρωση του Συμβουλίου Παρεκκλίσεων.
Στο πρακτικό του Συμβουλίου ημερομηνίας 21.12.2006 αναγράφεται ότι ο Γ. Ιακώβου απουσίαζε αφού ενημέρωσε την πρόεδρο πως λόγω της ιδιότητάς του ως προέδρου γειτνιάζουσας κοινότητας, επιθυμεί να μην λάβει μέρος στη συζήτηση και τη λήψη απόφασης, όπως είχε κάμει και στη συνεδρία κατά την οποία ελήφθη η ακυρωθείσα απόφαση.
Σύμφωνα με τον αιτητή η συμπεριφορά του Γ. Ιακώβου έγινε κατά παράβαση του Κανονισμού, αλλά παράλληλα δεικνύει και έλλειψη αμεροληψίας από μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Περαιτέρω επισημαίνει ότι το Συμβούλιο δεν διερεύνησε κατά πόσο ο κ. Ιακώβου, λόγω της ιδιότητάς του ως προέδρου γειτνιάζουσας κοινότητας αντιμετώπιζε θέμα σύγκρουσης συμφερόντων και κατ΄ επέκταση ορθά αυτοαποκλείστηκε ή όχι. Τέλος, υποβάλλει ότι το νέο μέλος του Συμβουλίου Κωνσταντίνος Κωνσταντή, έτυχε ελλιπούς ενημέρωσης από την πρόεδρο αφ΄ ενός, ενώ αφ΄ ετέρου δεν συμμετείχε στη δημόσια ακρόαση της υπόθεσης που διεξήχθη ώστε να ήταν πλήρως ενημερωμένος επί του θέματος.
Έχει, όπως είδαμε προηγουμένως, καταγραφεί ότι ο κ. Ιακώβου δεν επιθυμούσε να λάβει μέρος στη συζήτηση και λήψη απόφασης σχετικά με την αίτηση, ως πρόεδρος γειτνιάζουσας κοινότητας. Όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό το Συμβούλιο αποδέχτηκε τη μη συμμετοχή του, όπως είχε γίνει βέβαια και στη συνεδρία κατά την οποία ελήφθη η αρχική απόφαση.
Ο κανονισμός 7 προβλέπει την υποχρέωση μέλους του Συμβουλίου που έχει προσωπικό συμφέρον για οποιοδήποτε θέμα που εγείρεται στο Συμβούλιο, να το γνωστοποιεί και να μη συμμετέχει σε οποιαδήποτε συνεδρία στην οποία θα συζητηθεί το εν λόγω θέμα. Παράλληλα το άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99 προβλέπει ότι στην παραγωγή διοικητικών πράξεων δεν μετέχει πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή που έχει συμφέρον από την έκβασή της, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, όπου ο κ. Ιακώβου ως πρόεδρος γειτνιάζουσας κοινότητας ήταν εναντίον της έκδοσης της αιτούμενης άδειας.
Παρεμπιπτόντως θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν βλέπω με ποιο τρόπο θα μπορούσε ο αιτητής να επηρεαστεί αρνητικά από τον αυτοαποκλεισμό του Ιακώβου εφ΄ όσον ούτως ή άλλως, η θέση του ήταν αρνητική εξ υπαρχής. Αντίθετα ο αιτητής φαίνεται να επωφελήθηκε από τον αποκλεισμό αυτό.
Δεν θεωρώ ότι η συμμετοχή του Ιακώβου στη δημόσια ακρόαση στις 31.7.2003 πριν τη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 5.4.2004, είναι μεμπτή, εφ΄ όσον η ακρόαση δεν αποτελεί συνεδρία του Συμβουλίου όπου συζητήθηκε το επίδικο θέμα. Απλώς κατά τη διάρκεια της ακρόασης ακούγονται οι απόψεις των εμπλεκομένων. Κατ΄ επέκταση δεν θεωρώ ότι η συμμετοχή του στη δημόσια ακρόαση ενέχει έλλειψη αμεροληψίας. Κατά την ακρόαση δεν ενεργούσε ως μέλος του Συμβουλίου. Ο αιτητής δεν έχει υποδείξει οποιαδήποτε ανάλογα στοιχεία, ούτε και τέτοια στοιχεία προκύπτουν από τους διοικητικούς φακέλους.
Τέλος, αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι το νέο μέλος Κ. Κωνσταντή έτυχε ελλειπούς ενημέρωσης, παρατηρώ ότι το αντίθετο ακριβώς προκύπτει από δήλωσή του στο πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου, ημερομηνίας 21.12.2006. Καταγράφεται ότι ο κ. Κωνσταντή, ο οποίος παραδέχεται ότι δεν ήταν μέλος του Συμβουλίου όταν εξετάστηκε για πρώτη φορά η αίτηση, έχει μελετήσει την αίτηση και όλα τα σχετικά έγγραφα και ήταν πλήρως ενήμερος όλων των αναγκαίων για τη λήψη της απόφασης στοιχείων και συνεπώς είναι σε θέση να τοποθετηθεί αναλόγως.
Η δημόσια ακρόαση δεν συνιστά συνεδρία καθοριστικής σημασίας. Πρόκειται για υποβοηθητική διαδικασία όπου ακούγονται απόψεις από τα εμπλεκόμενα μέρη, απόψεις που θα βοηθήσουν το Συμβούλιο να καταλήξει στην αιτιολογημένη εισήγησή του, σύμφωνα με τον κανονισμό 15(3). Συνεπώς δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό από τη μη συμμετοχή του κ. Κωνσταντή στη δημόσια ακρόαση που προηγήθηκε πολύ πιο πριν ο ίδιος μετάσχει του Συμβουλίου.
Επί της ουσίας της υπόθεσης ο αιτητής υποστηρίζει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση ενήργησαν κάτω από ουσιώδη πλάνη. Περαιτέρω εμφιλοχώρησαν αόριστη αιτιολογία, παραγνώριση ουσιωδών στοιχείων και παράβαση του δεδικασμένου.
Παρ΄όλον ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι μακροσκελής θα επιχειρήσω να εξετάσω όσα ενδιαφέρουν. Αρχικά ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η αναφορά της προέδρου του Συμβουλίου κατά τη συνεδρία της 21.12.2006, δεν φαίνεται να απέδωσε σωστά την πραγματική κατάσταση κατά τρόπο μάλιστα που να πιθανολογείται πλάνη περί τα πράγματα, αφού τα μέλη δεν έτυχαν σωστής ενημέρωσης. Μεταξύ άλλων, για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, παραπέμπει στο σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών προς το Συμβούλιο ημερομηνίας 10.12.2002, όπου καταγράφεται ότι η ανάπτυξη του αιτητή θα μπορούσε να παραμείνει στην περιοχή μέχρι το 1991, εν όψει της ευρύτερης μακροπρόθεσμης πολιτικής του κράτους για μετακίνηση όλων των μονάδων χοιροτροφείων σε συγκεκριμένη περιοχή αλλού, πολιτική όμως η οποία αργότερα εγκαταλείφθηκε λόγω των υψηλών κόστων που συνεπάγετο. Στο πιο πάνω σημείωμα γίνεται επίσης αναφορά και στην εγκατάσταση δευτεροβάθμιου συστήματος επεξεργασίας των υγρών λυμάτων του χοιροστασίου. Σύμφωνα με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 30.8.2001, ο αιτητής εξασφάλισε την εκμίσθωση κρατικών τεμαχίων στη νεκρή ζώνη, εντός των οποίων θα διοχετεύονταν τα υγρά λύματα, ενώ τα επεξεργασμένα θα πότιζαν την περιοχή αυτή η οποία θα φυτευόταν με δασικά δέντρα.
Δεν τίθεται θέμα πιθανολόγησης πλάνης περί τα πράγματα των μελών του Συμβουλίου από την πρόεδρό του, επειδή αυτή δεν αναφέρθηκε στα πιο πάνω στοιχεία, όπως υποστηρίζει ο αιτητής. Εφ΄ όσον τα μέλη συμμετείχαν και στην πρώτη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, τα στοιχεία αυτά ήταν ήδη υπ΄ όψιν τους, όπως υπ΄ όψιν τους ήταν και ο διοικητικός φάκελος. Ως προς τον κ. Κωνσταντή επαναλαμβάνω ότι δήλωσε ότι ήδη είχε μελετήσει όλα τα έγγραφα που αφορούν την υπόθεση και ενημερώθηκε σχετικά.
Μέρος του πιο πάνω σύνθετου ισχυρισμού του αιτητή είναι ότι οι καθ΄ ων η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης παραγνώρισαν ουσιώδη στοιχεία. Αυτά συνίστανται στις απόψεις της πολεοδομικής αρχής για έγκριση της αίτησης για περιορισμένη χρονική διάρκεια 5 ετών με δυνατότητα περαιτέρω χρονικής ανανέωσης, όπως επίσης και στις θετικές απόψεις άλλων φορέων και υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του Τμήματος Δημοσίων ΄Εργων, του Πρώτου Ιατρικού Λειτουργού κλπ.
Από τους καθ΄ων η αίτηση λήφθηκαν υπ΄ όψιν οι απόψεις όλων των εμπλεκομένων υπηρεσιών και φορέων στη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, όπως εξάλλου απαιτείται και από τον κανονισμό 15.
Όπως προκύπτει τόσο από το σημείωμα για το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων ημερομηνίας 13.12.2006 της Υπηρεσίας Υποστήριξης Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, όσο και από το πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερομηνίας 21.12.2006, λήφθηκαν υπ΄ όψιν από το Συμβούλιο οι απόψεις όλων των τμημάτων και υπηρεσιών. Οι απόψεις αυτές που μπορούν να βρεθούν στον υπηρεσιακό φάκελο είναι λεπτομερέστατες. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα τμήματα που εισηγήθηκαν την κατ΄ αρχήν έγκριση της αίτησης, το έπραξαν υπό προϋποθέσεις. Εντελώς αρνητικές ήταν οι τοποθετήσεις άλλων φορέων όπως το ΕΤΕΚ, το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλιομετόχου κλπ. Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι υποβλήθηκε σωρεία ενστάσεων και παραπόνων από διάφορους φορείς, όπως το Κίνημα Οικολόγων και Περιβαλλοντιστών, η Νεολαία Δημοκρατικού Συναγερμού Παλιομετόχου, ως και ο Δημοκρατικός Συναγερμός Παλιομετόχου, η πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Περιβάλλοντος βουλευτής, τότε, κα Ελένη Μαύρου, ο Παναγροτικός Σύνδεσμος Κύπρου και μεγάλος αριθμός κατοίκων γειτνιαζουσών περιοχών.
Ο αιτητής υποβάλλει περαιτέρω ότι, κατά παράβαση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι που καταγράφονται από το Συμβούλιο για την απόρριψη της χορήγησης άδειας στο πρακτικό ημερομηνίας 21.12.2006, είναι οι ίδιοι με τους λόγους απόρριψης της αίτησης στην προσφυγή του υπ΄αρ. 12/2005. Παραπέμπει δε στο απόσπασμα της απόφασης όπου το Δικαστήριο αναφέρει ότι το Συμβούλιο περιορίστηκε σε αόριστες και γενικές εκτιμήσεις χωρίς να κρίνει αν οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε η παρέκκλιση ευσταθούσαν. Συνεπώς, υποστηρίζει, και οι νέοι λόγοι είναι αόριστοι και γενικοί και δεν μπορούν να αποτελέσουν επαρκή αιτιολογία απόρριψης της αίτησής του.
Και αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή θα πρέπει να απορριφθεί. Επειδή ακριβώς στην ακυρωτική απόφαση αναφέρεται ότι τα μέλη του Συμβουλίου δεν διατύπωσαν τις δικές τους απόψεις αναλυτικά ως απαιτείται από τον κανονισμό 6(4) της Κ.Δ.Π. 309/99, στην παρούσα υπόθεση το πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερομηνίας 21.12.2006 όπου και η εισήγηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο για απόρριψη, καταγράφει τις απόψεις κάθε μέλους χωριστά και εμπεριστατωμένα. Καταγράφεται ακόμα και η άποψη του διαφωνούντος μέλους, καθώς και οι λόγοι που το μέλος έδωσε για την απόφασή του αυτή.
Κατά συνέπεια είναι φανερό ότι στην απορριπτική εισήγηση του Συμβουλίου προς το Υπουργικό Συμβούλιο δεν προκύπτει ούτε αοριστολογία, αλλά ούτε και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας. Είναι προφανές ότι η απόφαση του Συμβουλίου είναι απόλυτα αιτιολογημένη και συνεπώς οι ισχυρισμοί για αοριστολογία και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας θα πρέπει να απορριφθούν. Είναι επίσης σαφές ότι ο ισχυρισμός ότι επαναλήφθηκαν οι λόγοι της αρχικής διαδικασίας επίσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Περαιτέρω θα πρέπει να λεχθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε στην απόφασή του τους λόγους απόρριψης, αλλά αποφάσισε ότι τα μέλη του Συμβουλίου δεν διατύπωσαν αναλυτικά τις απόψεις τους, όπως απαιτείται από το σχετικό κανονισμό, προβαίνοντας σε γενικές και αόριστες εκτιμήσεις. ΄Εχει κατ΄ επανάληψη λεχθεί ότι θέμα που δεν κρίθηκε από το δικαστήριο δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο, γι΄ αυτό και κατά την επανεξέταση η διοίκηση έχει την ευχέρεια να το επανεξετάσει. (Χατζηγέρου ν. ΑΗΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 345, 351).
Στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο και συνακόλουθα το Υπουργικό Συμβούλιο, παρ΄ όλον ότι προέβησαν σε επανεξέταση της αίτησης με εκ νέου μελέτη της δεν έκριναν σκόπιμο να μεταβάλουν την άποψή τους. Όπως αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 281, 282, εάν διοικητική πράξη ακυρωθεί για έλλειψη αιτιολογίας ή για παράβαση ετέρου ουσιώδους τύπου διατεταγμένου από το νόμο περί την ενέργεια αυτής, αποβάλλει μεν αυτή κάθε ισχύ, η διοίκηση όμως δύναται να επανέλθει στην υπόθεση προσθέτουσα την προσήκουσα αιτιολογία και εν γένει τηρώντας τους παραλειφθέντες τύπους (βλέπε επίσης Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 2η ΄Εκδοση, σελ. 461, παρα. 511 και Λυσιώτης ν. Δημοκρατίας κ.α. (2000) 3 Α.Α.Δ. 88, 96).
Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τη δημοσιευμένη προσβαλλόμενη απόφαση η απόρριψη της αίτησης έγινε επειδή επηρεάζει ουσιαστικά τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης και δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ). Το εδάφιο (2) του κανονισμού 19 προβλέπει ρητά ότι δεν χορηγείται πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση για ανάπτυξη, η οποία επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης, κάτι το οποίο κρίθηκε ότι συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.
Επίσης, όπως προβλέπεται στον κανονισμό 19(1), τόσο η εισήγηση της πολεοδομικής αρχής και του Συμβουλίου, όσο και η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου προς απόρριψη της αίτησης, τεκμηριώνονται και αιτιολογούνται με τις αρχές και τα κριτήρια που προνοούνται από τις παραγράφους (1)(α)-(ιβ) του κανονισμού 19.
Τέλος ο αιτητής παραπονείται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση απορρίπτοντας την αίτησή του παραβιάζουν τις αρχές της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης. Επικαλείται πρώτα τις υφιστάμενες άδειες οικοδομής του χοιροστασίου του που εξασφάλισε το 1968 και 1969. Στη συνέχεια αναφέρεται στο μακρύ ιστορικό που αφορά το υποστατικό του και στις κατά καιρούς αιτήσεις του για καλυπτικές άδειες οικοδομής και άδειες πολεοδομίας για προσθηκομετατροπές και παρεκκλίσεις. Υποστηρίζει ότι η σειρά των κρατικών ενεργειών σε σχέση με τις πιο πάνω αιτήσεις του, η αδυναμία εξεύρεσης λύσης από το κράτος για τη μετακίνηση των κτηνοτροφικών μονάδων που γειτνιάζουν με κατοικημένες περιοχές, η καθυστέρηση στην εξέταση των αιτημάτων του για προσθήκες και μετατροπές στο χοιροστάσιο, καθώς και οι μεταγενέστερες εγκριθείσες άδειες, εύλογα του δημιούργησαν την προσδοκία ότι τουλάχιστον μέχρι την οριστική λύση του προβλήματος το χοιροστάσιο θα μπορούσε να παραμείνει σε λειτουργία. Τη θέση του αυτή στηρίζει, σύμφωνα με την άποψή του, στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα εργασίας σύμφωνα με το ΄Αρθρο 25 του Συντάγματος και στο όφελος της οικονομίας του κράτους, αφού η κτηνοτροφική του μονάδα είναι μία από τις μεγαλύτερες στην Κύπρο.
Το ιστορικό της αξιοποίησης του συγκεκριμένου τεμαχίου συνοψίζεται πολύ χαρακτηριστικά στο σημείωμα ημερομηνίας 13.12.2006 προς το Συμβούλιο από την Υπηρεσία Υποστήριξης Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων. Επί του τεμαχίου υφίσταται χοιροστάσιο για το οποίο εκδόθηκαν άδειες οικοδομής το 1968 και 1969. Τον Οκτώβρη του 1983 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για εκτεταμένες προσθήκες και μετατροπές στο υφιστάμενο χοιροστάσιο, η οποία απορρίφθηκε. Τον Οκτώβρη του 1976 δημοσιεύτηκαν κτηνοτροφικές ζώνες για την περιοχή. Το τεμάχιο του αιτητή εντάχθηκε στην περιοχή «Α», εντός της οποίας δεν επιτρεπόταν η ανέγερση κτηνοτροφικών υποστατικών. Ο αιτητής συνέχισε την επέκταση του χοιροστασίου του και το 1986 ζήτησε καλυπτική άδεια η οποία δεν του χορηγήθηκε, ενώ σύμφωνα με απόφαση ειδικής επιτροπής που συστάθηκε για τη μελέτη των προβληματικών χοιροστασίων, η ανάπτυξη θα μπορούσε να παραμείνει στην περιοχή για περιορισμένο χρονικό διάστημα μέχρι το 1991 και γι΄ αυτό θα μπορούσε να δοθεί χαλάρωση για ορισμένες μικρές επεκτάσεις. Η πολιτική αυτή αργότερα εγκαταλείφθηκε, λόγω των υψηλών κόστων που συνεπαγόταν. Το 1993 το τεμάχιο του αιτητή εντάχθηκε στη Γεωργική Ζώνη Γ3.
Στο μεταξύ στις 24.9.1990 ο αιτητής εξασφάλισε άδεια οικοδομής για την ανέγερση κατοικίας, αλλά συνέχισε τις μη εξουσιοδοτημένες επεκτάσεις του χοιροστασίου του. Η εξέταση αίτησής του για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση για επεκτάσεις στο χοιροστάσιο ώστε να καλυφθούν όλες οι μη αδειοδοτημένες τροποποιήσεις που είχαν γίνει, καθώς και για την ανέγερση τριών οικιστικών μονάδων, δεν προχώρησε λόγω τροποποίησης του σχετικού νόμου και της υποχρέωσης θέσπισης κανονισμών.
Στις 11.10.2000 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση με βάση τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμούς του 1999, για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για εκτεταμένες προσθηκομετατροπές, ανέγερση 3 οικιστικών μονάδων, αποθηκών και δύο γραφείων. Η πολεοδομική αρχή στις 30.8.2002 εισηγήθηκε στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων τη χορήγηση προσωρινής πολεοδομικής άδειας διάρκειας πέντε ετών με δυνατότητα ανανέωσης της άδειας για περαιτέρω χρονικό διάστημα υπό προϋποθέσεις. Στην έκθεση περιλήφθηκαν παραστάσεις που υποβλήθηκαν εναντίον της ανάπτυξης από ιδιοκτήτες γης, κάποια οργανωμένα σύνολα της κοινότητας και από το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλιομετόχου, αλλά και παραστάσεις προς υποστήριξη της ανάπτυξης από αριθμό κατοίκων του Παλιομετόχου και από άλλα οργανωμένα σύνολα της κοινότητας.
Όπως είδαμε και προηγουμένως το 1993 το συγκεκριμένο τεμάχιο εντάχθηκε πλέον σε Γεωργική Ζώνη Γ3. Παρ΄ όλα ταύτα ο αιτητής επέμεινε στην ανάπτυξή του αυτή και καταχώρησε επί μέρους αιτήσεις για άδεια εκτέλεσης διάφορων έργων οι οποίες ως επί το πλείστον απορρίπτονταν ή η εξέτασή τους αναβαλλόταν.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί η μεμπτή συμπεριφορά του αιτητή να επιμένει στην εν λόγω ανάπτυξη και να προσπαθεί να στριμώξει τα πράγματα με την οικοδόμηση παράνομων οικοδομών, για τις οποίες ζητούσε εκ των υστέρων έγκριση. Παράλληλα όμως και η συμπεριφορά της διοίκησης και κυρίως η αναβολή λήψης καθοριστικής απόφασης επί του θέματος δεν είναι και η πλέον αρμόζουσα. Μέχρις ότου του θέματος επιλήφθηκε το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων και το Υπουργικό Συμβούλιο, η διοίκηση επιδείκνυε ανοχή.
Περαιτέρω θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής στις 30.8.2001 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου εξασφάλισε την εκμίσθωση κρατικής γης εντός της νεκρής ζώνης για την εγκατάσταση δευτεροβάθμιου συστήματος υγρών λυμάτων εντός των οποίων θα διοχετεύονταν τα υγρά λύματα του χοιροστασίου του.
Βέβαια δεν τίθεται θέμα παραβίασης του ΄Αρθρου 25 του Συντάγματος για την ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος του αιτητή γιατί ακριβώς η περίπτωση αφορά άρνηση χορήγησης πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, κάτι εντελώς άσχετο προς το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος. Περαιτέρω δεν απαγορεύεται στον αιτητή η άσκηση του επαγγέλματός του. Αξιώνει παρέκκλιση των πολεοδομικών ζωνών, ενώ έχει ήδη στο παρελθόν ανεγείρει υποστατικά χωρίς άδεια, των οποίων τη νομιμοποίηση προσπάθησε στη συνέχεια.
Καθοριστικής σημασίας στην εξέταση της παρούσας υπόθεσης είναι το άρθρο 26(2) του Νόμου 90/72, σύμφωνα με το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με απόφασή του να χορηγεί πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση του σχεδίου ανάπτυξης σε έκτακτες και δικαιολογημένες από το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις που θα καθοριστούν με κανονισμούς.
Το Υπουργικό Συμβούλιο ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 26, εξέδωσε τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμούς του 1999, Κ.Δ.Π. 309/99. Ο κανονισμός 19 προβλέπει τα κριτήρια και τις αρχές εξέτασης αιτήσεων, ενώ επίσης προβλέπεται ότι δεν χορηγείται πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση για ανάπτυξη η οποία επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης. Όπως φαίνεται ακριβώς και από την προσβαλλόμενη απόφαση το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης επειδή έκρινε ότι η ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης και δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του κανονισμού 19.
Παρά την όποια ανοχή και ανεκτικότητα της διοίκησης στο παρελθόν, οι αρχές της καλής πίστης δεν παραβιάζονται. Θα πρέπει να υπερισχύσει το δημόσιο συμφέρον, αφού αν εκδοθεί η αιτούμενη παρέκκλιση θα επηρεαστεί ουσιωδώς η γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης η οποία επ΄ ουδενί λόγω επιτρέπει τη λειτουργία χοιροστασίων στην περιοχή, μια και αυτή δεν συντελεί στην προαγωγή και υλοποίηση περιφερειακής ανάπτυξης επιθυμητής στην περιοχή. Η αιτούμενη ανάπτυξη βρίσκεται κοντά στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Κοκκινοτριμιθιάς από τον οποίο απέχει μόνο 550 μέτρα, αντί τουλάχιστον 2000, όπως προνοείται στην παράγραφο 5(γ) της Πολιτικής 9(Δ) της Δήλωσης Πολιτικής, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται οι ανέσεις των διερχομένων από τον αυτοκινητόδρομο. ΄Οπως τονίζεται και από το Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων ΄Εργων, παραμονή της μονάδας στην παρούσα μη ενδεδειγμένη θέση θα αποτελέσει κακό προηγούμενο. Εξ άλλου η προηγουμένως επιδειχθείσα ανεκτικότητα δεν δημιουργεί δικαίωμα χορήγησης άδειας, κατά παρέκκλιση, νέων οικοδομών.
Σύμφωνα με τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν η παρουσία του χοιροστασίου επηρεάζει δυσμενώς την προοπτική ανάπτυξης της κοινότητας και τις ανέσεις των παρακειμένων περιοχών, ιδιοκτησιών και χρήσεων. Στην ευρύτερη περιοχή υφίστανται κατοικίες, βιομηχανικά υποστατικά, οικιστικές ζώνες και εκπαιδευτήρια.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν νομίμως, χωρίς να επιδείξουν αντιφατική ή κακόπιστη συμπεριφορά, ενώ η άσκηση εξουσίας τους δεν είναι καταλυτική εννόμων προσδοκιών του αιτητή. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Καρατζάς κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 480, 488, 489, μπορεί να τίθεται ζήτημα τέτοιας προσδοκίας η γενικότερα κακής πίστης ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης όταν με τη στάση της δημιούργησε ορισμένη εντύπωση ως προς τον τρόπο χειρισμού συγκεκριμένου θέματος. Δεν είναι σε καμιά, όμως, περίπτωση αντιφατική ή γενικότερα κακόπιστη ή καταλυτική εννόμων προσδοκιών αυτή καθ΄εαυτή η άσκηση εξουσίας προς ουσιαστική ρύθμιση θέματος, όταν η διοίκηση έχει εκ του νόμου εξουσία νέων ρυθμίσεων. Σε τέτοια περίπτωση, κάθε υφιστάμενη ρύθμιση και, κατά συνέπεια, κάθε επίπτωσή της, ευνοϊκή ή δυσμενής για τα πρόσωπα στα οποία αφορά, διαρκεί ενόσω δεν διαφοροποιείται, κατά τη δυναμική που ενυπάρχει, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που παρέχει ο νόμος.
Στην παρούσα περίπτωση η διοίκηση δεν έχει δείξει αντιφατική συμπεριφορά. Απλώς ανέχτηκε επανειλημμένα τη μεμπτή συμπεριφορά του αιτητή. Από την άλλη όμως ο αιτητής παραβίαζε συνεχώς το νόμο ζητώντας στη συνέχεια τη νομιμοποίηση των παραβάσεών του με καλυπτικές άδειες. Εν πάση περιπτώσει υπερισχύει το δημόσιο συμφέρον, όπως αυτό ενσωματώνεται στο ισχύον Σχέδιο Ανάπτυξης το οποίο και καλύπτει την όποια μερική ανοχή του κράτους.
Όπως έχει λεχθεί (Παπαδόπουλος ν. Δήμου Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 602/06, ημερομ. 19.11.2009) η έκνομη χρήση ακινήτου δεν μπορεί να αποτελέσει βάθρο για τη κτήση παρεπόμενων δικαιωμάτων. Δικαιώματα δεν μπορούν να θεμελιωθούν στην παράνομη χρήση οικοδομής, όπως κατά τον ίδιο τρόπο δεν απορρέουν δικαιώματα από παράνομες πράξεις (βλέπε Δημοκρατία ν. Χριστοφόρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 185).
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.800 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ