ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1216/2004

                                                     1220/2004, 22/2005 και 26/2005

 

11 Ιουνίου, 2010

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

(Υπόθεση Αρ. 1216/2004)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.  ΜΑΡΙΑ  ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

2.  ΒΑΡΒΑΡΑ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτήτριες,

ν.

 

1.  ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

2.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ  ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ  ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ  ΤΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ' ων  η Αίτηση.

________________________

 

(Υπόθεση Αρ. 1220/2004)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  28  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.  ΧΡΥΣΤΑΛΕΝΑ  ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ,

                          2.  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ  ΒΡΟΥΝΤΟΥ,

                          3.  ΣΠΥΡΟΥΛΑ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

                          4.  ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,

                          5.  ΧΡΥΣΤΑΛΑ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

                          6.  ΙΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,

                          7.  ΑΝΤΡΗ  ΛΟΪΖΟΥ,

                          8.  ΔΩΡΑ  ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

                          9.  ΕΛΕΝΑ  ΤΣΙΓΚΗ,

Αιτήτριες,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

(Υπόθεση Αρ. 22/2005)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  146,  16   ΚΑΙ  28  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΝΙΚΗ  ΑΝΔΡΕΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

(Υπόθεση Αρ. 26/2005)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  146,  28  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                        1.  ΣΟΦΟΥΛΛΑ  ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

 2.  ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ  Χ"ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

                        3.  ΜΑΡΙΑ  ΑΧΙΛΛΕΩΣ,

Αιτήτριες,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

 

Υπόθεση Αρ. 1216/2004:

Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.

Μ. Kυπριανού-Τρυφωνοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α. Ευσταθίου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

  1 - Μαρίνο Κωνσταντίνου

  2 - Ελένη Χατζηπαναγή.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

  3 - Αργυρούλα Ανδρονίκου

  7 - Νίκο Βρυώνη

15 - ΄Ελενα Λοφίτου Τζιωρτζή.

 

Χ. Τσίγκης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

   5 - Ιφιγένεια Ποντικού

   9 - Λευτέρη Μαύρο.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

   8 - Αναστασία Τσιακκή

 10 - Μαρία Χριστοφή

 11 - Κλεοπάτρα Μ. Γεροκώστα

 12 - Σύλβια Δημητρίου

 13 - Κλάρα Τριανταφυλλίδου

 14 - Λοϊζιά Παντελίτσα - Κωνσταντίνου

 16 - ΄Ελενα Σάββα

 17 - Γιαννούλλα Καρολίδου

 21 - Χριστίνα Λουκά.

Γ. Γεωργαλλής, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος:

  20 - Γεωργία Κ. Παντοπίου.

 

Υπόθεση Αρ. 1220/2004:

Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη, για τις Αιτήτριες 2, 5 και 8.

Μ. Κυπριανού-Τρυφωνοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

 εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Α. Ευσταθίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος:

   8 - Ελένη Χατζηπαναγή.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος:

  32 - Βασιλική Γ. Στυλιανού.

Χ. Τσίγκης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

  35 - Παναγιώτα Α. Αντωνιάδου

145 - Μαρία Λειβαδιώτου.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

 40 - Σύλβια Δημητρίου

 47 - Σοφία Ιωάννου

 61 - ΄Ελενα Α. Σάββα

 65 - Στέλλα Σεργίου

 71 - Κλάρα Τριανταφυλλίδου

 72 - Αναστασία Τσιακκή

 74 - Μαρία Χαραλάμπους

 78 - Παρασκευή Χατζημιχαήλ

 79 - Στέλλα Χατζησωτηρίου

 83 - Μαρία Χριστοφή

 98 - Μυροφόρα Κυριάκου

100 - Παντελίτσα Κωνσταντίνου Λοϊζιά

102 - Μαρία Λυσάνδρου

  103 - Ρίτα Μακρή

104 - Ιωάννα Ματθαίου.

Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος:

131 - Αικατερίνη Α. Θεοδώρου.

Στ. Αγγελίδου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος:

148 - Ανδρούλα Μαλλιαράκη.

 

Υπόθεση Αρ. 22/2005:

Ελ. Βραχίμη (κα), για την Αιτήτρια.

Μ. Κυπριανού-Τρυφωνοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

 εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Α. Ευσταθίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος:

   8 - Ελένη Χατζηπαναγή.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

  23 - Αργυρούλα Α. Ανδρονίκου

124 - Νίκο Βρυώνη

170 - ΄Ελενα Λοφίτου Τζιωρτζή.

Χ. Τσίγκης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος:

106 - Λευτέρη Α. Μαύρο.

 

Υπόθεση Αρ. 26/2005:

Μιχ. Κυπριανού, για τις Αιτήτριες.

Μ. Κυπριανού-Τρυφωνοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

 εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Α. Ευσταθίου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

   8 - Ελένη Χατζηπαναγή

   9 - Ανδρούλα Κυριάκου

 11 - Μαρίνο Κωνσταντίνου

 16 - Ιωσηφίνα Η. Μούσα

 18 - Χρυστάλλα Χριστοδούλου.

 

________________________

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με τις τέσσερις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες προσφυγές, αμφισβητείται η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), ημερομηνίας 12/7/2004, με την οποία επελέγησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη για διορισμό στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

 

Στα πλαίσια διαδικασίας πλήρωσης 183 κενών μόνιμων θέσεων Κτηματολογικού Γραφέα, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η οποία είναι θέση Πρώτου Διορισμού, υποβλήθηκαν 2475 αιτήσεις, τις οποίες η Ε.Δ.Υ., μαζί με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, παρέπεμψε στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, (ο «Διευθυντής»), ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, (η «Συμβουλευτική»), για τα περαιτέρω.  Η τελευταία αποφάσισε την υποβολή των υποψηφίων σε γραπτή και προφορική εξέταση και όρισε ως θέματα για τη γραπτή εξέταση τα Μαθηματικά και τις Γενικές Γνώσεις.  Καθόρισε, επίσης, τη βαθμολογία της γραπτής εξέτασης σε 50 μονάδες για το κάθε θέμα και της προφορικής εξέτασης σε 100 μονάδες και αποφάσισε ότι, στον υπολογισμό της τελικής βαθμολογίας, η βαρύτητα γραπτής και προφορικής εξέτασης θα είχε αναλογία 60:40, αντίστοιχα.  Ασχολήθηκε, επίσης, με την κατοχή του προβλεπόμενου στο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος της τριετούς συνεχούς πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης και κατέληξε ότι αυτό το κατείχαν 122 υποψήφιοι, στους οποίους δόθηκαν 5 επιπρόσθετες μονάδες.  Μετά την ολοκλήρωση των γραπτών και προφορικών εξετάσεων, κατάρτισε πίνακες υποψηφίων, κατ' αύξοντα αριθμό και κατά σειρά επιτυχίας, στους οποίους έγινε και αναγωγή της βαθμολογίας, σύμφωνα με τη βαρύτητα που δόθηκε στη γραπτή και την προφορική εξέταση.  Με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων και αφού έλαβε υπόψη της τα προσόντα των υποψηφίων, την κατοχή του πλεονεκτήματος και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και των Προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, προέβη σε τελική αξιολόγηση.  Στον Προκαταρκτικό Κατάλογό της συμπεριλήφθηκαν 410 υποψήφιοι με τελική αξιολόγηση «Καλός» και άνω (βαθμολογία 49.5 μονάδες και άνω), οι οποίοι και συστήθηκαν για διορισμό στην επίδικη θέση.  Η ΄Εκθεσή της, μαζί με τους σχετικούς πίνακες των αποτελεσμάτων και τους καταλόγους των υποψηφίων που συστήνονταν, υποβλήθηκε στην Ε.Δ.Υ. στις 26/1/2004.

 

Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ. παρέπεμψε τις αιτήσεις των 821 προσοντούχων υποψηφίων που είχαν συμπληρώσει τόσο τη γραπτή όσο και την προφορική εξέταση στη Συμβουλευτική, προς το σκοπό ετοιμασίας συμπληρωματικής έκθεσης, η οποία θα περιλάμβανε διευκρινίσεις αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης της κατοχής ή όχι του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Παράλληλα, της ζήτησε, επειδή αυτή δε συμπεριέλαβε στον Προκαταρκτικό Κατάλογο υποψηφίους που συγκέντρωσαν κάτω από 49.5 μονάδες, όπως, σ' αυτόν συμπεριλάβει και επιπρόσθετους υποψηφίους, έτσι ώστε ο τελικός αριθμός των συστηνομένων να ανέλθει στο τετραπλάσιο των κενών θέσεων που είχαν δημοσιευτεί.

 

Η Συμβουλευτική υπέβαλε Συμπληρωματική ΄Εκθεση στις 21/4/2004, μαζί με τα σχόλιά της στα ερωτήματα που τέθηκαν από την Ε.Δ.Υ. σε σχέση με το πλεονέκτημα και κατάλογο των υποψηφίων που, κατά την κρίση της, κατείχαν το πλεονέκτημα, λόγω εκτέλεσης κτηματολογικών εργασιών για τρία συνεχή χρόνια.  Ετοίμασε, επίσης, νέο Προκαταρκτικό Κατάλογο, στον οποίο συμπεριέλαβε τετραπλάσιο των κενών θέσεων αριθμό υποψηφίων - (732), ως οι οδηγίες της Ε.Δ.Υ.  Στη Συμπληρωματική ΄Εκθεσή της, επισυνάφθηκαν βεβαιώσεις του Διευθυντή αναφορικά με την υπηρεσιακή κατάσταση και τα καθήκοντα που εκτελούσαν οι υποψήφιοι που εργάζονταν στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, (το «Τμήμα»),  είτε σε έκτακτη είτε σε μόνιμη βάση, οι οποίες, μαζί με τα στοιχεία των αιτήσεων και των Προσωπικών Φακέλων τους, σε συνδυασμό με την ερμηνεία του όρου «τριετής συνεχής πείρα», αιτιολογούσαν τις διαπιστώσεις της ότι 122 υποψήφιοι κατείχαν το προβλεπόμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα. 

 

Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., αφού έλαβε υπόψη τα όσα αναφέρονταν στη Συμπληρωματική ΄Εκθεση, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής σε σχέση με το πλεονέκτημα.  Επίσης, αποφάσισε να αποδώσει το πλεονέκτημα σε ακόμη επτά υποψηφίους, που είχαν απασχοληθεί ως έκτακτες Κτηματολογικοί Γραφείς.  Στη συνέχεια, προέβη στον καταρτισμό του Τελικού Καταλόγου, ο οποίος ήταν ο ίδιος με τον Προκαταρκτικό Κατάλογο των 732 υποψηφίων που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική, με την αφαίρεση μιας υποψήφιας και την προσθήκη άλλου.  ΄Ολοι οι υποψήφιοι του Τελικού Καταλόγου κλήθηκαν από την Ε.Δ.Υ. σε προφορική εξέταση, κατά ομάδες, σε διαδοχικές συνεδρίες, στις οποίες παρευρέθηκε ο Διευθυντής.

 

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτή, η δε Ε.Δ.Υ., υπό το φως των κρίσεών του, προέβη στη δική της αξιολόγηση, αιτιολογώντας τις εντυπώσεις της.  Ακολούθησε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων από την Ε.Δ.Υ., σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα και την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής, τα προσόντα τους, περιλαμβανομένου του πλεονεκτήματος, τους Προσωπικούς Φακέλους αυτών που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση ενώπιόν της, η οποία, τελικά, κατέληξε στην επιλογή των ενδιαφερομένων μερών.

 

Προσφυγή Αρ. 1216/2004:  (Αιτήτριες Μ. Δημητρίου, Β. Γεωργίου)

    Οι αιτήτριες, στην πιο πάνω προσφυγή, εισηγούνται ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, γιατί:-

 

  1.  Κατά παράβαση του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998, (Ν. 6(Ι)/98), (όπως έχει τροποποιηθεί), δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και παραβιάστηκε η έννοια «επιτυχών στη γραπτή εξέταση», όπως αυτή αποδίδεται στις ερμηνευτικές διατάξεις του ΄Αρθρου 2 αυτού.

 

 2.  Η απόφαση της Συμβουλευτικής είναι αναιτιολόγητη, λήφθηκε με ασαφή κριτήρια και χωρίς τη δέουσα έρευνα.

 

3.   Η σύσταση του Διευθυντή στερείται αντικειμενικότητας και είναι γενική και αόριστη.

 

 4.  Η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. ήταν παράνομη, λόγω διαδοχικών απουσιών διαφορετικών μελών της από τις συνεδρίες κατά τις οποίες διεξήχθησαν οι προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων· και

 

5.  Αυτή στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

1.  Παράβαση ρητής νομοθετικής πρόνοιας του ΄Αρθρου 3 του Ν. 6(Ι)/98 και της έννοιας «επιτυχών στη γραπτή εξέταση», όπως αυτή αποδίδεται στις ερμηνευτικές διατάξεις του:

Με το πιο πάνω επιχείρημα, το οποίο προβάλλεται και στις Προσφυγές Αρ. 1220/2004 και 22/2005, οι αιτήτριες υποβάλλουν ότι, κατά τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 6(Ι)/98, το ΄Αρθρο 3(1) του οποίου καθορίζει ότι η βαρύτητα γραπτής και προφορικής εξέτασης θα αποτιμάται σε μονάδες - μέχρι 100 για τα αποτελέσματα της γραπτής και 0 έως 10 για τα αποτελέσματα της προφορικής.  Επίσης, ισχυρίζονται ότι δε δόθηκε βαρύτητα σε προσόντα πέραν του πλεονεκτήματος, ότι δεν έγινε αναφορά στην πείρα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και ότι η απόδοση 5 μονάδων για το πλεονέκτημα στους υποψηφίους που κρίθηκε ότι το κατείχαν, όπως και η ίδια η κρίση για την κατοχή του ήταν αναιτιολόγητες.  Επιπρόσθετα, οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι η Συμβουλευτική αγνόησε τις πρόνοιες του Ν. 6(Ι)/98 αναφορικά με τη γραπτή εξέταση και, ειδικότερα, την ερμηνεία που δίδεται από το ΄Αρθρο 2 αυτού στον όρο «επιτυχών στη γραπτή εξέταση», με αποτέλεσμα να συμπεριληφθούν στον Προκαταρκτικό Κατάλογο ενδιαφερόμενα μέρη που είτε απέτυχαν σε ένα από τα θέματα της γραπτής εξέτασης, είτε απέτυχαν στο σύνολο της βαθμολογίας της γραπτής εξέτασης, λόγω της ψηλής βαθμολογίας που τους πιστώθηκε για την απόδοσή τους στην προφορική εξέταση ενώπιόν της.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί των αιτητριών δεν ευσταθούν, αφού, στην παρούσα περίπτωση, δεν εφαρμόστηκε ο Ν. 6(Ι)/98.  ΄Οπως προκύπτει από την επιστολή της Ε.Δ.Υ. προς το Διευθυντή, ημερομηνίας 7/3/2003, με την οποία παραπέμφθηκαν οι αιτήσεις στη Συμβουλευτική για αξιολόγηση, αλλά και από το περιεχόμενο της ίδιας της ΄Εκθεσης της Συμβουλευτικής, η διαδικασία για την πλήρωση των επίδικων θέσεων διεξήχθη σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), όπως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, (ο «Νόμος»), οι οποίες αφορούσαν την πλήρωση θέσεων Πρώτου Διορισμού.  Οι ενέργειες της Συμβουλευτικής διέπονταν από τις πρόνοιες των παραγράφων (4) - (7) αυτού, οι οποίες πρόβλεπαν ότι:-

 

«(4)  Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέρχεται στη συνέχεια μέσα σε δυο εβδομάδες και φροντίζει όπως οι υποψήφιοι υποβληθούν σε γραπτή ή προφορική εξέταση ή και στις δυο, τηρουμένων των διατάξεων του οικείου σχεδίου υπηρεσίας:

 

Νοείται ότι οι υποψήφιοι μιας θέσης μπορούν να υποβληθούν σε κοινή γραπτή εξέταση με υποψηφίους άλλων θέσεων.

 

(5)  Η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να αναθέσει σε Υπηρεσία ή σε λειτουργούς την ετοιμασία των θεμάτων και τη βαθμολόγηση των γραπτών της τυχόν γραπτής εξέτασης.

 

(6)  Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καταρτίζει και αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους, καθώς και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψηφίων, που θα αναφέρεται στο εξής ως «ο προκαταρκτικός κατάλογος'.

 

(7)  Ο αριθμός των υποψηφίων ο οποίος περιέχεται στον προκαταρκτικό κατάλογο θα είναι τετραπλάσιος από τον αριθμό των θέσεων που έχουν δημοσιευτεί, εφόσο υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι.»

 

 

 

Οι πιο πάνω διατάξεις δεν περιείχαν οποιαδήποτε δέσμευση ή περιορισμό ως προς τη βαρύτητα που μπορούσε να αποδοθεί στη γραπτή εξέταση.  (Σημειώνεται ότι η σχετική τροποποίηση του ΄Αρθρου 33(4) του Νόμου, η οποία επιβάλλει να αποδίδεται βαρύτητα στη γραπτή εξέταση όχι μικρότερη του 80%, τέθηκε σε ισχύ στις 28/4/2006, με τον τροποποιητικό νόμο  Ν. 96(Ι)/2006.).

 

Ούτε η επιτυχία υποψηφίων στη γραπτή εξέταση αποτελούσε προϋπόθεση για συμπερίληψή τους στον προκαταρκτικό κατάλογο των κατά την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταλληλοτέρων.  Στην παρούσα περίπτωση, η Συμβουλευτική, έχοντας υπόψη και τη σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, όπου γίνεται αναφορά σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ. Λοΐζου Πηλαβά κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Υποθέσεις Αρ. 455/96 κ.ά., 12/7/99) - προχώρησε στον καθορισμό της βαθμολογίας στη γραπτή εξέταση ως έχει προαναφερθεί.  Δεν έθεσε όριο επιτυχίας, αφού θεώρησε ότι ο χαρακτήρας της γραπτής εξέτασης ήταν συναγωνιστικός και μέσα σε αυτά τα πλαίσια αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση όλους τους υποψηφίους που θα παρακάθονταν στη γραπτή εξέταση, ανεξάρτητα από τη βαθμολογία που θα συγκέντρωναν.

 

Οι πιο πάνω αποφάσεις της Συμβουλευτικής όχι μόνο δεν παραβιάζουν τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 33 του Νόμου, αλλά είναι απόλυτα σύμφωνες με αυτές και, ειδικότερα, με τη ρητή απαίτηση της παραγράφου (6) αυτού για κατάρτιση αιτιολογημένης έκθεσης για όλους τους υποψηφίους, η οποία να είναι απόρροια αξιολόγησης όχι μόνο των αποτελεσμάτων των γραπτών ή προφορικών εξετάσεων αλλά και των προσόντων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, του περιεχομένου των Υπηρεσιακών Φακέλων και των υπολοίπων στοιχείων των αιτήσεων.  ΄Οπως επισημάνθηκε στη Λοΐζου Πηλαβά κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., (πιο πάνω), ο τυχόν αποκλεισμός, σε αυτό το στάδιο, υποψηφίων που απέτυχαν να συγκεντρώσουν ένα προκαθορισμένο όριο βαθμών στη γραπτή εξέταση θα εμπόδιζε τη Συμβουλευτική να σταθμίσει όλους τους πιο πάνω παράγοντες και να αξιολογήσει, με αιτιολογημένη έκθεση, όλους τους υποψηφίους. 

 

Ούτε και ο καθορισμός πέντε επιπλέον μονάδων για την κατοχή του πλεονεκτήματος στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής βρίσκεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 33 του Νόμου.  Αναφορικά με τις εκτιμήσεις ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος, η Συμβουλευτική, μετά από την υπόδειξη της Ε.Δ.Υ., στη Συμπληρωματική της ΄Εκθεση, αιτιολόγησε τόσο την ερμηνεία που έδωσε στη σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας όσο και την κρίση της για την κατοχή του από ορισμένους υποψηφίους, αλλά και για τη μη κατοχή του από κάποιους υποψηφίους που εργάζονταν στο Τμήμα ως ΄Εκτακτοι Κτηματολογικοί Γραφείς ή ως Βοηθοί Γραφείου (έκτακτοι και μόνιμοι) - αυτοί, σύμφωνα με την έρευνα που διενεργήθηκε από την ίδια, δεν είχαν συμπληρώσει τριετή συνεχή πείρα στα καθήκοντα της θέσης.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια και εφόσον η σχετική πείρα αξιολογήθηκε ως πλεονέκτημα, δεν ήταν δυνατή η αξιολόγηση και ο υπολογισμός πείρας που δε συνιστούσε πλεονέκτημα ως επιπρόσθετου προσόντος.  Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε διπλή αξιολόγηση του ιδίου κριτηρίου, το οποίο δεν είναι αποδεκτό - (βλ. Μιχαηλίδου-Αρσένη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 486).  ΄Οσον αφορά άλλα προσόντα των υποψηφίων που δεν προβλέπονταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας, αυτά είχαν τεθεί ενώπιον της Συμβουλευτικής με τις αιτήσεις και καταγράφηκαν αναλυτικά στο σχετικό κατάλογο της ΄Εκθεσής της  και, έτσι, τεκμαίρεται ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία, έστω κι αν δε γίνεται αναφορά σε αυτά.

 

2.  Η απόφαση της Συμβουλευτικής είναι αναιτιολόγητη:

Οι αιτήτριες, επικαλούμενες την πρόνοια του ΄Αρθρου 33(6) του Νόμου για αιτιολογημένη έκθεση της Συμβουλευτικής, ισχυρίζονται, κατά γενικό και αόριστο τρόπο, ότι η ΄Εκθεσή της είναι αναιτιολόγητη, περιέλαβε ασαφή κριτήρια και στερείται δέουσας έρευνας.

 

Η εισήγηση είναι ανεδαφική.  Η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής περιέχει αναλυτικά όλα τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, τις αποφάσεις για τον καθορισμό των θεμάτων των γραπτών και των προφορικών εξετάσεων και τη βαρύτητά τους, αναλυτικούς πίνακες των αποτελεσμάτων, αιτιολογημένες εντυπώσεις για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και αιτιολόγηση του χαρακτηρισμού της τελικής αξιολόγησης.  Στην ΄Εκθεσή της, συμπεριλαμβάνονται ακόμα πίνακες προσόντων, το σκεπτικό της ερμηνείας του προβλεπομένου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος, ως και οι διαπιστώσεις της αναφορικά με την κατοχή του.

 

Η τελική κατάταξη και η αντίστοιχη αξιολόγηση στον κατάλογο της Συμβουλευτικής, σε σχέση με τους διαδίκους, διαμορφώθηκε ως εξής:-

 

 

 

Συνολική Βαθμολογία

Τελική Αξιολόγηση

Κατάταξη

(κατά σειρά επιτυχίας)

Αιτήτριες:

Μ. Δημητρίου

Β. Γεωργίου

 

Ενδιαφερόμενα

Μέρη:

Μ. Κωνσταντίνου

Ε. Χατζηπαναγή

Α. Ανδρονίκου

Χ. Χειμαρίδου

Ι. Ποντικού

Ν. Βρυώνη

Α. Τσιακκή

Λ. Μαύρος

Μ. Χριστοφή

Κ. Γεροκώστα

Σ. Δημητρίου

Κ. Τριανταφυλλίδου

Π. Κωνσταντίνου-

Λοϊζιά

Ε. Λοφίτου -

Τζιωρτζή

Ε. Σάββα

Γ. Καρολίδου

Γ. Παντοπίου

 

Χ. Λουκά

 

61,8

69

 

 

 

55,8

55,8

60,4

57,8

58

60,6

63,2

62,6

60,6

66

61,6

65

 

64,4

 

62,8

64

63,4

69,6

 

56,4

 

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

 

 

 

Καλός

Καλή

Πολύ Καλή

Καλή

Καλή

Πολύ Καλός

Πολύ Καλή

Πολύ Καλός

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

 

Πολύ Καλή

 

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Σχεδόν Πάρα

Πολύ Καλή

Καλή

 

190ή

101η

 

 

 

290ός

291η

216η

260ή

258η

213ος

168η

177ος

215η

132η

199η

144η

 

151η

 

174η

156η

167η

97η

 

280ή

 

 

 

Στις Προσφυγές Αρ. 1216/2004 και 1220/2004, αρχικά, αμφισβητείτο η νομιμότητα του διορισμού και του ενδιαφερομένου μέρους Σταύρου Οδυσσέως, εναντίον του οποίου, όμως, η συνήγορος των αιτητριών, με δήλωσή της στις 12/10/2007, απέσυρε τις προσφυγές, οι οποίες και απορρίφθηκαν.

 

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα πιο πάνω καταδεικνύουν το αβάσιμο των ισχυρισμών, αυτοί προβάλλονται και αλυσιτελώς, αφού οι αιτήτριες είχαν συμπεριληφθεί στον κατάλογο των καταλληλοτέρων υποψηφίων που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική, συγκεντρώνοντας, μάλιστα, ψηλότερη βαθμολογία από ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη. 

 

3.  Η σύσταση του  Διευθυντή  είναι  μη  αντικειμενική, γενική και

     αόριστη:

Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν αντικειμενική αλλά «προειλημμένη», ως επί το πλείστον πανομοιότυπη, γενική και αόριστη, χωρίς προηγούμενη μελέτη των φακέλων των προσοντούχων υποψηφίων και χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων, με αποτέλεσμα να αξιολογηθούν και να συστηθούν τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη που απέτυχαν στη γραπτή δοκιμασία και τα οποία, με βάση το Ν. 6(Ι)/98, θα έπρεπε να είχαν αποκλειστεί.

 

΄Οπως έχει, ήδη, αναφερθεί, στην παρούσα περίπτωση, δεν εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του Ν. 6(Ι)/98 αλλά το ΄Αρθρο 33 του Νόμου, η παράγραφος (10) του οποίου προβλέπει τα εξής:-

 

«(10)  Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο.  Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.»

 

 

 

Ο Διευθυντής κλήθηκε από την Ε.Δ.Υ. και παρίστατο στις διαδοχικές συνεδρίες, κατά τις οποίες διεξήχθη η προφορική εξέταση των υποψηφίων, βοηθώντας την Ε.Δ.Υ. στο έργο της.  Μετά το πέρας της διαδικασίας, ο ίδιος χαρακτήρισε τις αιτήτριες «Πολύ Καλές» και τα ενδιαφερόμενα μέρη «Πάρα Πολύ Καλά», με εξαίρεση την Κ. Τριανταφυλλίδου, η οποία αξιολογήθηκε «Σχεδόν Εξαίρετη».  Η κρίση του Διευθυντή για την απόδοση των υποψηφίων σε μια τέτοια εξέταση δεν αποτελεί ανεξάρτητο κριτήριο επιλογής, ούτε και απαιτείται αιτιολογία της αξιολόγησής του - (βλ. Δημοκρατία ν. Παπασωζόμενου (2005) 3 Α.Α.Δ. 532).  Δεν απαιτείται, επίσης, από την Ε.Δ.Υ. να αιτιολογήσει τυχόν απόκλισή της από την αξιολόγηση του Διευθυντή - (βλ. Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23· Κολιός ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 420 και Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83).  Στην παρούσα περίπτωση, ο Διευθυντής είχε όλα τα αναγκαία στοιχεία, για να μπορεί να αξιολογήσει τους υποψηφίους, ώστε το επιχείρημα των αιτητριών σε σχέση με τα πιο πάνω δεν ευσταθεί.

 

Αβάσιμο είναι και το επιχείρημά τους για την, κατ' ισχυρισμό, προειλημμένη απόφαση του Διευθυντή.  ΄Οπως έχει νομολογηθεί, τέτοιοι ισχυρισμοί πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά, το δε βάρος εναπόκειται στον αιτητή - (βλ. Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 8).  ΄Οπως δε υποδείχθηκε στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 116, όταν ένας αιτητής επιθυμεί να προβάλει ισχυρισμό προκατάληψης, πρέπει, με την πρώτη ευκαιρία, να τον θέτει ενώπιον του διοικητικού οργάνου, ώστε αυτός να εξετάζεται και η διαδικασία να προχωρά απρόσκοπτα.

 

4.  Η απόφαση λήφθηκε από μη νόμιμα συγκροτημένο σώμα:

Οι αιτήτριες, επικαλούμενες το ΄Αρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από μη νόμιμα συγκροτημένο σώμα.  Κατά τις διαδοχικές συνεδρίες, για σκοπούς διεξαγωγής των προφορικών εξετάσεων, απουσίαζαν μέλη της Ε.Δ.Υ.  Συγκεκριμένα, αναφέρονται σε απουσίες των μελών Α. Κενεβέζου και Σ. Χατζηγιάννη, καθώς και του Προέδρου Α. Σπανού.

 

Οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν.  ΄Οπως προκύπτει από τα πρακτικά των συνεδριών στις οποίες αναφέρονται οι αιτήτριες, ο Α. Κενεβέζος ήταν παρών στις 18/5/2004, 19/5/2004, 20/5/2004 και 24/5/2004 και έλαβε μέρος στην εξέταση του θέματος Β(1)(1), το οποίο αφορούσε στην πλήρωση των επίδικων θέσεων και, πιο συγκεκριμένα, στη διαδικασία της προφορικής εξέτασης.  Η απουσία του, λόγω «άλλων επειγουσών υπηρεσιακών υποχρεώσεων», κατά τη συζήτηση άλλων θεμάτων της ημερήσιας διάταξης, τα οποία δε σχετίζονταν με τη διαδικασία πλήρωσης των επίδικων θέσεων, δεν επηρεάζει τις συνθήκες λήψης της επίδικης απόφασης.  Κατά τις συνεδρίες της 21/6/2004 και της 25/6/2004, ο Α. Κενεβέζος σημειώνεται στα πρακτικά ως παριστάμενος, με την πρόσθετη επεξήγηση ότι αυτός δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση ενός άλλου θέματος, άσχετου με την παρούσα διαδικασία, λόγω του ότι δεν είχε λάβει μέρος σε προηγούμενες συνεδρίες. 

 

Η απουσία του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. Μ. Σπανού στις 25/5/2004, λόγω άλλων επειγουσών υπηρεσιακών υποχρεώσεων, όπως σημειώνεται στα αντίστοιχα πρακτικά, αφορά το θέμα Β.(0)(2), το οποίο δε σχετίζεται με την κρινόμενη περίπτωση.  Συμμετείχε κανονικά στο θέμα Β(1)(1), που αφορούσε την εξέλιξη της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων.

 

Τα ίδια ισχύουν και για την απουσία του μέλους Σ. Χατζηγιάννη από την εξέταση τριών θεμάτων της συνεδρίας της 18/6/2004.  Τα θέματα δεν αφορούσαν την πλήρωση των επίδικων θέσεων και το εν λόγω μέλος έλαβε κανονικά μέρος στην προφορική εξέταση των υποψηφίων, που συνεχίστηκε κατά τη συνεδρία εκείνη.

 

5.  Η  απόφαση   της   Ε.Δ.Υ.   είναι   αναιτιολόγητη   και   στερείται

     δέουσας έρευνας:

Με το τελευταίο σκέλος της επιχειρηματολογίας τους, οι αιτήτριες αμφισβητούν τη διαδικασία αξιολόγησης και την τελική επιλογή της Ε.Δ.Υ.  Ισχυρίζονται ότι αυτή αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, χωρίς προηγούμενη μελέτη των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που, ήδη, υπηρετούσαν στο Τμήμα και ότι η αξιολόγηση, στην οποία προέβη μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ήταν τυποποιημένη, προειλημμένη και αναιτιολόγητη.  Επιπρόσθετα, υποβάλλεται ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης της Συμβουλευτικής, δε διευκρινίστηκε η βαρύτητα που δόθηκε στα διάφορα προσόντα, στο πλεονέκτημα και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των αιτήσεων και, τέλος, δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στις αιτήτριες, οι οποίες υπερείχαν πολλών ενδιαφερομένων μερών στη βαθμολογία της Συμβουλευτικής.

 

Οι ισχυρισμοί των αιτητριών δεν ευσταθούν.  ΄Οπως προκύπτει από τα πρακτικά της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 26/4/2004, πριν από τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη όλα όσα αυτές ισχυρίζονται ότι δε λήφθηκαν υπόψη.  Στην ίδια συνεδρία, αποφασίστηκε όπως οι υποψήφιοι που συμπεριλήφθηκαν στον Τελικό Κατάλογο κληθούν σε προφορική εξέταση.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια υποβλήθηκαν στους υποψηφίους ερωτήσεις σε θέματα που αφορούσαν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της ικανότητας επικοινωνίας των υποψηφίων, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας και, γενικά, της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης.  Κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ., η αιτήτρια Μ. Δημητρίου αξιολογήθηκε «Καλή» και η αιτήτρια Β. Γεωργίου «Πολύ Καλή».  Η αντίστοιχη αξιολόγηση για τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν:  Α. Ανδρονίκου - «Πολύ Καλή», Μ. Κωνσταντίνου, Ε. Χατζηπαναγή, Ι. Ποντικού, Α. Τσιακκή, Μ. Χριστοφή, Κ. Γεροκώστα, Σ. Δημητρίου, Π. Κωνσταντίνου-Λοϊζιά, Ε. Σάββα, Γ. Καρολίδου, Γ. Παντοπίου, Χ. Λουκά - «Πάρα Πολύ Καλοί», Χ. Χειμαρίδου, Κ. Τριανταφυλλίδου, Λ. Μαύρος, Ν. Βρυώνη, Ε. Λοφίτου-Τζιωρτζή - «Εξαίρετοι».

 

Από τις πιο πάνω αξιολογήσεις, οι οποίες υποστηρίζονται από ικανοποιητική αιτιολογία - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου συζητήθηκε το θέμα καταγραφής των εντυπώσεων με αναφορά σε όμοια αιτιολογία) - προκύπτει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη, εκτός της Α. Ανδρονίκου, άφησαν στην Ε.Δ.Υ. καλύτερες εντυπώσεις από αυτές των αιτητριών.  Επίσης, τα ενδιαφερόμενα μέρη, με εξαίρεση τους Ν. Βρυώνη και Ε. Λοφίτου - Τζιωρτζή, σε αντίθεση με τις αιτήτριες, κατείχαν το πλεονέκτημα, το οποίο, όπως έχει τονιστεί στη νομολογία, αποτελεί παράγοντα ουσιώδους σημασίας για διορισμό σε δημόσια θέση και δίδει στον κάτοχό του προβάδισμα έναντι άλλων που δεν το κατέχουν.  Η επίκληση των αποτελεσμάτων των γραπτών εξετάσεων της Συμβουλευτικής και των προνοιών του Ν. 6(Ι)/98, όπως έχει λεχθεί, δε βοηθά τις θέσεις των αιτητριών.  Η γραπτή εξέταση της Συμβουλευτικής δεν ήταν ανταγωνιστική.  ΄Αλλωστε, η ελαφρώς καλύτερη απόδοση υποψηφίου σε διαγωνισμό δεν προσδίδει σ' αυτόν έκδηλη υπεροχή έναντι των άλλων υποψηφίων, ώστε να δικαιολογείται επέμβαση από το Δικαστήριο - (βλ. Κοντογιάννη κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 2827· Κορομίας ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 1363).  Κατά την τελική αξιολόγηση και σύγκριση, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε όλα τα στοιχεία που έλαβε υπόψη, μεταξύ των οποίων και τα αποτελέσματα της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής, το πλεονέκτημα και τα υπόλοιπα στοιχεία των φακέλων και των αιτήσεων, όπως και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση.  Σημειώθηκε, ακόμα, ότι λήφθηκαν υπόψη οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, για σκοπούς της μεταξύ τους σύγκρισης.  Στη συνέχεια, αναφέρθηκε, ειδικά, στους επιλεγέντες, αναδεικνύοντας τα στοιχεία που τους καθιστούσαν καταλληλοτέρους.  Αναφέρθηκε, επίσης, σε υποψηφίους, που κατείχαν το πλεονέκτημα και δεν επιλέγηκαν, παραθέτοντας τους λόγους της απόφασής της.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι ανάγκη να γίνεται ονομαστική αναφορά σε κάθε ένα από τους υποψηφίους, ούτε προκύπτει, από τη μη καταγραφή του ονόματος ενός υποψηφίου, ότι αυτός δεν κρίθηκε από το αρμόδιο όργανο - (βλ. Παπαδάμου ν. ΕΔΥ (1998) 4 Α.Α.Δ. 291 και Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1999) 4 Α.Α.Δ. 1110).

 

Το παράπονο των αιτητριών ότι η απόφαση ήταν προειλημμένη δε στοιχειοθετήθηκε και, αναπόφευκτα, απορρίπτεται.

 

Στις επιλογές της Ε.Δ.Υ. δεν εντοπίζεται ο,τιδήποτε το οποίο να τις θέτει εκτός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας.  Οι αιτήτριες δεν απέδειξαν έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών.

 

Η Προσφυγή Αρ. 1216/2004 δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Προσφυγή  Αρ.  26/2005  -  (Αιτήτριες:    Σ.  Σοφοκλέους,  Π.  Χατζη-

χριστοδούλου και Μ. Αχιλλέως)

Οι αιτήτριες στην πιο πάνω προσφυγή ισχυρίζονται ότι  οι Εκθέσεις της Συμβουλευτικής δεν είναι δεόντως αιτιολογημένες, οι δε αιτήτριες Σ. Σοφοκλέους και Π. Χατζηχριστοδούλου ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι το πλεονέκτημα της τριετούς συνεχούς πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης κακώς δεν τους πιστώθηκε.

 

1.  Η αιτιολογία της Συμβουλευτικής:

Οι αιτήτριες είχαν αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική ως ακολούθως:-

 

Συνολική Βαθμολογία

Τελική Αξιολόγηση

Κατάταξη Πίνακα Συστηνομένων

Σ. Σοφοκλέους

Π. Χατζηχριστοδούλου

Μ. Αχιλλέως

35,2

46

48

Κάτω του Μετρίου

Μέτρια

Μέτρια

653η

461η

432η

 

 

 

Η αντίστοιχη εικόνα των ενδιαφερομένων μερών ήταν η ακόλουθη:

 

Συνολική Βαθμολογία

Τελική Αξιολόγηση

Κατάταξη Πίνακα Συστηνομένων

Ε. Χατζηπαναγή

Α. Κυριάκου

 

Μ. Κωνσταντίνου

Ι. Μούσα

Χ. Χριστοδούλου

55,8

72,6

 

55,8

60,2

70,4

Καλή

Σχεδόν Πάρα

Πολύ Καλή

Καλός

Πολύ Καλή

Σχεδόν Πάρα

Πολύ Καλή

291η

72η

 

290ός

218η

90ή

 

 

 

Οι αιτήτριες επικεντρώνουν τις επικρίσεις τους στα σχόλια που κατεγράφησαν από τη Συμβουλευτική ως γενική εντύπωση για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και ισχυρίζονται ότι αυτά ήταν, σε πολλές περιπτώσεις, πανομοιότυπα, γεγονός που δε συνάδει με την ανάγκη ορθής αξιολόγησης και την αρχή της χρηστής διοίκησης.

 

Το επιχείρημα δεν ευσταθεί.  Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 33(14) του Νόμου, η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της και αιτιολογείται.  Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής, αυτή αιτιολόγησε την εντύπωσή της για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και την αντίστοιχη βαθμολογία.  Πιο συγκεκριμένα, για τις αιτήτριες αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:-

 

«626.  Σοφοκλέους Σοφούλα (αρ. Δ.Τ. 623605, α/α αιτ. 1894)

 

Προσπάθησε να δώσει κάποιες απαντήσεις στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.  Δεν υπήρχε συνοχή στις σκέψεις της και δεν μπορούσε να εκφραστεί σωστά.  Βαθμολογήθηκε με 40 μονάδες από τις 100.»

 

«773.  Χ" Χριστοδούλου Παναγιώτα (αρ. Δ.Τ. 615167, α/α αιτ. 2326)

 

΄Εδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις σ' ορισμένες ερωτήσεις, ενώ σ' άλλες δεν απάντησε με επάρκεια και κατάλληλη τεκμηρίωση.  Γενικά δεν ολοκλήρωνε τις σκέψεις της και έδειξε να υστερεί τόσο από πλευράς αυτοπεποίθησης, όσο και από πλευράς έκφρασης των σκέψεών της.  Βαθμολογήθηκε με 55 μονάδες από τις 100.»

 

«70.  Αχιλλέως Μαρία (αρ. Δ.Τ. 637689, α/α αιτ. 226)

 

΄Εδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις σ' ορισμένες ερωτήσεις, ενώ σ' άλλες δεν απάντησε με επάρκεια και κατάλληλη τεκμηρίωση.  Γενικά δεν ολοκλήρωνε τις σκέψεις της και έδειξε να υστερεί τόσο από πλευράς αυτοπεποίθησης, όσο και από πλευράς έκφρασης των σκέψεών της.  Βαθμολογήθηκε με 55 μονάδες από τις 100.»

 

 

 

Για τα ενδιαφερόμενα μέρη σημειώθηκαν τα εξής:-

«768.  Χ" Παναγή Ελένη (αρ. Δ.Τ. 722722, α/α αιτ. 2310)

 

΄Εδωσε σχεδόν πάρα πολύ καλές απαντήσεις στην πλειοψηφία των ερωτήσεων που της υποβλήθηκαν.  ΄Εδειξε να 'χει πολύ καλό γνωσιολογικό υπόβαθρο και συγκροτημένη σκέψη και να διαθέτει ωριμότητα και ανεξαρτησία σκέψης σε σχεδόν αρκετά ικανοποιητικό βαθμό.  Βαθμολογήθηκε με 70 μονάδες από τις 100.»

 

 

«337.  Κυριάκου Ανδρούλα (αρ. Δ.Τ. 517879, α/α αιτ. 1000)

 

΄Εδωσε σχεδόν πάρα πολύ καλές απαντήσεις στην πλειοψηφία των ερωτήσεων που της υποβλήθηκαν.  ΄Εδειξε να 'χει πολύ καλό γνωσιολογικό υπόβαθρο και συγκροτημένη σκέψη και να διαθέτει ωριμότητα και ανεξαρτησία σκέψης σε σχεδόν αρκετά ικανοποιητικό βαθμό.  Βαθμολογήθηκε με 70 μονάδες από τις 100.»

 

 

«362.  Κωνσταντίνου Μαρίνος (αρ. Δ.Τ. 698073, α/α αιτ. 1091)

 

΄Εδωσε σχεδόν πάρα πολύ καλές απαντήσεις στην πλειοψηφία των ερωτήσεων που της[1] υποβλήθηκαν.  ΄Εδειξε να 'χει πολύ καλό γνωσιολογικό υπόβαθρο και συγκροτημένη σκέψη και να διαθέτει ωριμότητα και ανεξαρτησία σκέψης σε σχεδόν αρκετά ικανοποιητικό βαθμό.  Βαθμολογήθηκε με 70 μονάδες από τις 100.»

 

 

«438.  Μούσα (Τσουτσούκη) Ιωσηφίνα (αρ. Δ.Τ. 686220, α/α αιτ. 1338)

 

΄Εδωσε πολύ καλές απαντήσεις σε μερικές από τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, ενώ σε μερικές άλλες, οι απαντήσεις δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένες και δεν κάλυπταν το θέμα ικανοποιητικά.  ΄Εδωσε την εντύπωση ατόμου που 'ναι μεν ώριμο και ευγενικό, αλλά δεν έχει αυτοπεποίθηση και άνεση έκφρασης των σκέψεών της.  Βαθμολογήθηκε με 65 μονάδες από τις 100.»

 

 

«788.  Χριστοδούλου Χρυστάλλα (αρ. Δ.Τ. 561627, α/α αιτ. 2372)

 

Απάντησε σωστά και τεκμηριωμένα στην πλειοψηφία των ερωτήσεων που της υποβλήθηκαν.  ΄Εδειξε να 'χει πάρα πολύ καλό γνωσιολογικό υπόβαθρο και συγκροτημένη σκέψη.  Σε ορισμένες ερωτήσεις δεν εμβάθυνε, έδειξε όμως να διαθέτει ωριμότητα και ανεξαρτησία σκέψης σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό.  Βαθμολογήθηκε με 80 μονάδες από τις 100.»

 

 

 

Συνάγεται, από τα πιο πάνω, ότι η Συμβουλευτική, στο πρακτικό της, καταγράφει με επάρκεια την αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της  προφορική εξέταση, όπως και τη βαθμολογική διαφορά μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των αιτητριών.  Το γεγονός ότι παρουσιάζονται ομοιότητες στη γενική εντύπωσή της αναφορικά με την απόδοση αριθμού υποψηφίων δεν επιδρά στο τεκμήριο της κανονικότητας, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των υποψηφίων που αξιολόγησε - 829.  Στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά., (πιο πάνω), αιτιολογία με παρόμοιο λεκτικό κρίθηκε ικανοποιητική.

 

2.  Το  πλεονέκτημα  της  τριετούς  συνεχούς  πείρας  σχετικής με τα

     καθήκοντα της θέσης:

Εγείρεται εκ μέρους των αιτητριών Σ. Σοφοκλέους και Π. Χατζηχριστοδούλου το επιχείρημα ότι εσφαλμένα και χωρίς αιτιολογία δεν τους πιστώθηκε το πλεονέκτημα, παρόλο που αυτές ασχολούνταν με εξειδικευμένα θέματα κτηματολογικής φύσης.

 

Το θέμα της κατοχής του πλεονεκτήματος απασχόλησε, αρχικά, τη Συμβουλευτική, η οποία, στην ΄Εκθεσή της, ανέφερε τα εξής:-

 

«Σ' ό,τι αφορά το πλεονέκτημα που αναφέρεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, ότι δηλαδή 'τριετής συνεχής υπηρεσία σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα', η Συμβουλευτική Επιτροπή, στην κρίση της για την αξιολόγηση των υποψηφίων, έλαβε υπόψη της και το στοιχείο αυτό, υποβάλλοντας τους υποψηφίους σε τέτοιες ερωτήσεις, ούτως ώστε, λαμβάνοντας υπόψη την απασχόλησή τους μέχρι την ημερομηνία λήξης των αιτήσεων, να διαπιστώσει κατά πόσο κατέχουν το πλεονέκτημα αυτό.  Τόσο από την προφορική εξέταση, όσο και από τα στοιχεία της αίτησης κάθε υποψηφίου, αλλά και από τους προσωπικούς φακέλους, στις περιπτώσεις των δημοσίων υπαλλήλων, διαπιστώθηκε ότι κατέχουν το πλεονέκτημα 122 υποψήφιοι.  Οι κάτοχοι του πλεονεκτήματος, στην τελική αξιολόγηση, βαθμολογήθηκαν με πέντε (5) επιπλέον μονάδες.  Το πλεονέκτημα σημειώνεται έναντι των ονομάτων των υποψηφίων στον ΠΙΝΑΚΑ Αρ. 2, καθώς και στην αναλυτική αξιολόγησή τους.  Οι υποψήφιοι που φαίνονται στον πιο κάτω κατάλογο, άνκαι εργάζονται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, εντούτοις δεν ασχολήθηκαν για τρία συνεχή χρόνια, όπως προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας, με την εκτέλεση κτηματολογικών καθηκόντων, γι' αυτό και δεν τους δόθηκε το πλεονέκτημα.  Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται και υποψήφιοι που διορίστηκαν ως Κτηματολογικοί Γραφείς το έτος 1998, αναδρομικά από 1.1.1997.  Ο διορισμός τους ακυρώθηκε με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 23.12.1999 και από τότε συνεχίζουν να εργάζονται στο Τμήμα.  Παρά το γεγονός ότι εκπαιδεύτηκαν στα κτηματολογικά θέματα (θεωρητική και πρακτική εξάσκηση), δεν ασχολήθηκαν με τα καθήκοντα του Κτηματολογικού Γραφέα, για τρία συνεχή χρόνια, όπως προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά με άλλα καθήκοντα.»

 

 

 

Στον κατάλογο δε που ετοιμάστηκε από τη Συμβουλευτική  περιλαμβάνονταν η αιτήτρια Σ. Σοφοκλέους και τα ενδιαφερόμενα μέρη Ι. Μούσα και Χρ. Χριστοδούλου.  Εκ παραδρομής δεν είχε περιληφθεί η αιτήτρια Π. Χατζηχριστοδούλου, το όνομα της οποίας προστέθηκε με τη Συμπληρωματική ΄Εκθεση που ετοιμάστηκε.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η Συμβουλευτική, κατά την τελική της αξιολόγηση, πίστωσε με την κατοχή του πλεονεκτήματος και, συνακόλουθα, με τις πέντε επιπρόσθετες μονάδες που αντιστοιχούσαν σε αυτό, μεταξύ άλλων και τα ενδιαφερόμενα μέρη Ε. Χατζηπαναγή, Α. Κυριάκου και Μ. Κωνσταντίνου, αλλά όχι τις αιτήτριες Σ. Σοφοκλέους και Π. Χατζηχριστοδούλου.

 

Η Ε.Δ.Υ., ενώπιον της οποίας υποβλήθηκε η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, ζήτησε από την τελευταία συμπληρωματική έκθεση, με διευκρινίσεις για την ερμηνεία του πλεονεκτήματος και συγκεκριμένη αιτιολογία των διαπιστώσεών της για την κατοχή του ή όχι από υποψηφίους που εργάζονταν στο Τμήμα.

 

Ενόψει τούτου, η Συμβουλευτική συμπεριέλαβε στη Συμπληρωματική της ΄Εκθεση τις πιο κάτω πρόσθετες πληροφορίες:-

 

«(α)  Ερμηνεία του όρου 'τριετής συνεχής πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης αποτελεί πλεονέκτημα'.

 

 Η Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Κτηματολογικού Γραφέα, θεώρησε ότι υποψήφιος που για τρία συνεχή χρόνια βοηθούσε στην εκτέλεση ή και αναλάμβανε την εκτέλεση κτηματολογικών εργασιών σχετικά με τη διακατοχή, εγγραφή, μεταβίβαση, υποθήκευση, τις επιβαρύνσεις, καταναγκαστικές πωλήσεις, εκτιμήσεις, επανεκτιμήσεις, τη διαχείριση κρατικών γαιών και τη διεξαγωγή επιτόπιων ερευνών με τις πρόνοιες της κτηματικής νομοθεσίας και των σχετικών κανονισμών, αποκτούσε τη σχετική πείρα, ως εκ τούτου και το πλεονέκτημα. 

 

Ο όρος 'πείρα' που αναφέρεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, ερμηνεύτηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι υποδηλώνει την απόκτηση γνώσης μέσω υπηρεσίας σε συγκεκριμένο κλάδο ή θέση και είναι έννοια συνυφασμένη με την πρακτική άσκηση και όχι με τη θεωρητική κατάρτιση για τις προδιαγραφές άσκησης συγκεκριμένων καθηκόντων.

 

Με βάση την πιο πάνω ερμηνεία, η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε ότι απέκτησαν την πείρα όσοι από τους υποψηφίους, για τρία συνεχή χρόνια, βοηθούσαν στην εκτέλεση ή αναλάμβαναν την εκτέλεση κτηματολογικών εργασιών, όπως αυτές καταγράφονται πιο πάνω, γι' αυτό και τους δόθηκε πλεονέκτημα.

 

(β)  Αιτιολόγηση του πλεονεκτήματος που δόθηκε σε ορισμένους υποψηφίους.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή για να μπορέσει να αξιολογήσει τους υποψηφίους και να κρίνει ποιοι απ' αυτούς κατέχουν το πλεονέκτημα, μελέτησε το περιεχόμενο των αιτήσεων, τους προσωπικούς φακέλους, στις περιπτώσεις των υποψηφίων που είτε υπήρξαν είτε εξακολουθούν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι, ερεύνησε και μελέτησε όλα τα στοιχεία που είναι καταγραμμένα σε διάφορους φακέλους του Τμήματος και που αφορούν υποψηφίους που εργάζονται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και επιπλέον υπέβαλε στους υποψηφίους τέτοιες ερωτήσεις που θα την βοηθούσαν να καταλήξει σε ορθή κρίση.

 

Για επιβεβαίωση των πιο πάνω και ακολουθώντας τις οδηγίες της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για πλήρη αιτιολόγηση, η Συμβουλευτική Επιτροπή ζήτησε και έλαβε από τον Αρμόδιο Λειτουργό Διοίκησης του Τμήματος, βεβαίωση υπηρεσιακής κατάστασης για τον καθένα από τους υποψήφιους που εργάζονται στο Τμήμα, είτε ως ΄Εκτακτοι Κτηματολογικοί Γραφείς, είτε ως ΄Εκτακτοι Βοηθοί Γραφείου ή και σε άλλες θέσεις.  Σημειώνεται ότι ο Κλάδος Διοίκησης των Κεντρικών Γραφείων του Τμήματος, διατηρεί προσωπικούς φακέλους όλου του προσωπικού, στους οποίους καταγράφονται όλες οι υπηρεσιακές μεταβολές από την ημερομηνία πρόσληψης και μετά, όπως π.χ. μετακινήσεις στους διάφορους κλάδους του Τμήματος, τις εκτελούμενες εργασίες, τις μεταθέσεις, τις εκπαιδεύσεις κλπ.  Παράλληλα μελέτησε και η ίδια τους φακέλους αυτούς.

 

Με βάση τη μελέτη των φακέλων αυτών, καθώς και των προσωπικών φακέλων της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και τις βεβαιώσεις υπηρεσιακής κατάστασης, που επισυνάπτονται και σε συνδυασμό με την ερμηνεία του όρου 'τριετής συνεχής πείρα', η Συμβουλευτική Επιτροπή θεωρεί ότι αιτιολογούνται, πλέον, τα ευρήματά της, σ' ό,τι αφορά την απόδοση ή μη του πλεονεκτήματος.

 

Με την πιο πάνω εμπεριστατωμένη έρευνα, επιβεβαιώνεται και αιτιολογείται ότι οι ακόλουθοι υποψήφιοι, για τρία συνεχή έτη ή και περισσότερα ακόμη (το χρονικό διάστημα υπολογίστηκε μέχρι τις 30.12.02 που είναι η ημερομηνία λήξης των αιτήσεων), βοηθούσαν στην εκτέλεση ή και αναλάμβαναν την εκτέλεση κτηματολογικών εργασιών, όπως αυτές αναφέρονται στο (α) πιο πάνω, γι' αυτό και τους δόθηκε το πλεονέκτημα.

 

...............................................................................................................»

 

 

 

(Ακολουθεί Κατάλογος 122 υποψηφίων, μεταξύ των οποίων συμπεριλήφθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Ε. Χατζηπαναγή, Α. Κυριάκου και Μ. Κωνσταντίνου.)

 

«Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε, στους υποψήφιους, οι οποίοι εργάζονται στο Τμήμα και στους οποίους δεν αποδόθηκε το πλεονέκτημα, είτε γιατί δεν συμπλήρωσαν τριετή συνεχή πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Κτηματολογικού Γραφέα, είτε γιατί δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τα καθήκοντα αυτά.  Από ενδελεχή μελέτη των προσωπικών φακέλων, που φυλάγονται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, καθώς και των προσωπικών φακέλων που φυλάγονται στο Τμήμα, έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένοι υποψήφιοι αναφέρουν στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις ότι εκτελούσαν καθήκοντα Κτηματολογικού Γραφέα, όμως η πείρα που απέκτησαν δεν είναι 'τριετής συνεχής', όπως προκύπτει και από τη βεβαίωση υπηρεσιακής κατάστασης για τον καθένα τους ξεχωριστά.  Αυτό ισχύει τόσο για τους επτά (7) ΄Εκτακτους Κτηματολογικούς Γραφείς, όσο και για τους υπόλοιπους ΄Εκτακτους Βοηθούς Γραφείου και μόνιμους Βοηθούς Γραφείου, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται πιο κάτω.  Οι βεβαιώσεις που επισυνάπτονται είναι σχετικές.

 

................................................................................................................»

 

 

 

(Ακολουθεί Κατάλογος 18 υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και οι αιτήτριες Σ. Σοφοκλέους και Π. Χατζηχριστοδούλου αλλά και τα ενδιαφερόμενα μέρη Ι. Μούσα και Χ. Χριστοδούλου.)

 

«Από παραδρομή δεν αναφέρονται στην αρχική έκθεση, (κατάλογος με σελ. 8 και 9) τα ονόματα των υποψηφίων Χ" Χριστοδούλου Παναγιώτας, α/α αίτησης 2326 και Χειμαρίδου Χρυσταλλένης, α/α αίτησης 2331, χωρίς αυτό να επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα της αξιολόγησης.  Στην αναλυτική αξιολόγηση λήφθηκε υπόψη ότι δεν ασχολήθηκαν για τρία συνεχή έτη με την εκτέλεση καθηκόντων Κτηματολογικού Γραφέα, γι' αυτό και δεν τους δόθηκε το πλεονέκτημα.»

 

 

 

Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ., κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 26/4/2004, υπό το φως της Συμπληρωματικής ΄Εκθεσης της Συμβουλευτικής, κατέγραψε τα ακόλουθα σε σχέση με το πλεονέκτημα:- 

 

«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τα όσα αναφέρονται στη συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τις βεβαιώσεις υπηρεσιακής κατάστασης του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, που αφορούν όλους τους υποψηφίους που εργάζονται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, είτε σε έκτακτη είτε σε μόνιμη απασχόληση, όπως και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων που τηρούνται στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και αφορούν τους υποψηφίους που υπηρετούν ή υπηρέτησαν ως δημόσιοι υπάλληλοι, αποφάσισε να υιοθετήσει το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με το πλεονέκτημα, εκτός από τις επτά περιπτώσεις των ΄Εκτακτων Κτηματολογικών Γραφέων που υπηρέτησαν για τρία και πλέον συνεχή χρόνια ως κτηματολογικοί γραφείς από 1.1.97 μέχρι που ο διορισμός τους ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για το λόγο ότι ο περί εντάξεως εκτάκτων στην Δημόσια Υπηρεσία Νόμος, με βάση τον οποίο έγινε ο διορισμός τους, κρίθηκε ως αντισυνταγματικός.

 

Ειδικότερα η Επιτροπή αποφάσισε να αποδώσει το πλεονέκτημα και στους ακόλουθους υποψηφίους:

 

............................................................................................................»

 

 

 

(Ακολουθούν τα ονόματα επτά υποψηφίων που δε σχετίζονται με την παρούσα και οι οποίοι, σύμφωνα με τη βεβαίωση του Διευθυντή, δεν ασχολήθηκαν με σχετικά καθήκοντα για τρία συνεχή έτη.)

 

«... οι οποίες απασχολούνται ως έκτακτες Κτηματολογικοί Γραφείς περισσότερο από τρία συνεχή χρόνια και τεκμαίρεται ότι έχουν αποκτήσει τριετή συνεχή πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Κτηματολογικού Γραφέα, όπως έχει οριστεί αυτή στη συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σημείωσε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρει στη συμπληρωματική της έκθεση ότι, από ενδελεχή μελέτη των Προσωπικών Φακέλων που φυλάγονται στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας καθώς και των προσωπικών φακέλων που φυλάγονται στο Τμήμα, έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένοι υποψήφιοι αναφέρουν στις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις ότι εκτελούσαν καθήκοντα Κτηματολογικού Γραφέα, όμως η πείρα που απέκτησαν δεν είναι 'τριετής συνεχής' όπως προκύπτει και από τη βεβαίωση υπηρεσιακής κατάστασης για τον καθένα τους ξεχωριστά.  Αυτό ισχύει, όπως η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρει, και για τους επτά Κτηματολογικούς Γραφείς.  Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επτά υποψήφιοι έκτακτοι Κτηματολογικοί Γραφείς έχουν αποκτήσει την τριετή συνεχή πείρα, αφού κατέχουν, έστω σε έκτακτη βάση, τη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, στηριζόμενη και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε.2058 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μυροφ. Αλεξ., ημερ. 28.11.97, σύμφωνα με την οποία:  'Κενό στην πείρα ή γνώσεις υποψηφίου για προαγωγή που ανάγεται στον περιορισμό των καθηκόντων που του ανατέθηκαν στη θέση που κατέχει δεν μπορεί να προσμετρήσει αρνητικά στις διεκδικήσεις του για προαγωγή.'»

 

 

 

Από τα πιο πάνω, προκύπτει ότι η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε, σε σχέση με τις αιτήτριες, την κρίση της Συμβουλευτικής - ότι αυτές δεν κατείχαν το πλεονέκτημα.  ΄Οπως ανέφερε, η Συμβουλευτική, στην ΄Εκθεσή της, κατέληξε στις σχετικές διαπιστώσεις, αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των αιτήσεων και των υπηρεσιακών φακέλων, τις απαντήσεις των υποψηφίων σε σχετικές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν κατά την προφορική εξέταση και τις σχετικές βεβαιώσεις υπηρεσιακής κατάστασης του Διευθυντή.

 

Στο σχετικό Κατάλογο Προσόντων της Συμβουλευτικής, σημειώνονται για τις αιτήτριες και τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη στα οποία δόθηκε το πλεονέκτημα τα πιο κάτω:-

 

Αιτήτριες:

 

«

 

Ονοματεπώνυμο

Πείρα/Υπηρεσία σχετική με τα καθήκοντα της θέσης

 

Πλεονέκτ.

 

 

 

 

Σοφοκλέους Σοφούλα

Εργάζεται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως ΄Εκτακτη από το 1989.  Το 1998 διορίστηκε στη μόνιμη θέση Βοηθού Γραφέα, αναδρομικά από 1.1.1997.  Στις 23.12.1999 ο διορισμός της ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και από τότε εκτελεί καθήκοντα ΄Εκτακτης Βοηθού Γραφέα.

 

 

 

 

ΟΧΙ

Χ" Χριστοδούλου Παναγιώτα

Βοηθός Γραφείου, Κλ. Α1 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας από 15.6.1993 - σήμερα

 

ΟΧΙ

 

»

Ενδιαφερόμενα Μέρη:

 

«

 

Ονοματεπώνυμο

Πείρα/Υπηρεσία σχετική με τα καθήκοντα της θέσης

 

Πλεονέκτ.

 

 

Χ" Παναγή Ελένη

Βοηθός Γραφείου (κλ. Α1) στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας από 15.6.1993 μέχρι 8/2003 και από 8/2003 μέχρι σήμερα στα Κεντρικά Γραφεία του Τμήματος

 

 

ΝΑΙ

 

Κυριάκου Ανδρούλα

Βοηθός Γραφείου (Κλ. Α1) στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας από 15.06.1993.

 

ΝΑΙ

 

Κωνσταντίνου Μαρίνος

Βοηθός Γραφείου στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας από 15.6.93

 

ΝΑΙ

»

 

 

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Βοηθού Γραφείου, ο κάτοχός της, μεταξύ άλλων:-

 

«1.  Βοηθεί στην εκτέλεση εργασίας, εντός και εκτός γραφείου, σχετικά με τις αρμοδιότητες και δραστηριότητες του Υπουργείου, Τμήματος, Γραφείου ή Υπηρεσίας που τοποθετείται.»

 

 

 

Οι βεβαιώσεις του Διευθυντή, ημερομηνίας 19/4/2004, δεν είναι διαφωτιστικές, γιατί, ενώ αυτός πιστώνει το πλεονέκτημα στα ενδιαφερόμενα μέρη Ε. Χατζηπαναγή, Α. Κυριάκου και Μ. Κωνσταντίνου, σημειώνοντας ότι, ως Βοηθοί Γραφείου, ασχολήθηκαν πέραν της τριετίας με καθήκοντα σχετικά με εκείνα της επίδικης θέσης, επικαλούμενος και τους Προσωπικούς Φακέλους τους, διαχωρίζει τις αιτήτριες, που ήταν, επίσης, Βοηθοί Γραφείου, σημειώνοντας, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση, ότι «... από την ημερομηνία της πρόσληψής τους μέχρι και σήμερα» - (19/4/2004) - εκτελούσαν γραφειακά καθήκοντα.  ΄Οπως προκύπτει, όμως, από τους Προσωπικούς Φακέλους των ενδιαφερομένων μερών (Υπηρεσιακές Εκθέσεις), αρκετά από τα καθήκοντα, που αυτά είχαν εκτελέσει ως Βοηθοί Γραφείου, φαίνονται να είναι γραφειακά.  Με δεδομένη τη σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας του Βοηθού Γραφείου - ο κάτοχος της θέσης βοηθά στην εκτέλεση εργασίας εντός και εκτός γραφείου σχετικά με τις αρμοδιότητες και δραστηριότητες του Τμήματος στο οποίο τοποθετείται - λογικά αυτό το ζήτημα θα έπρεπε να είχε αιτιοληγηθεί.

 

Αναιτιολόγητη κατέστη, όμως, και η προσέγγιση της Ε.Δ.Υ.  Και τούτο, γιατί αυτή, ενώ είχε υπόψη την ερμηνεία που αποδόθηκε στο πλεονέκτημα από τη Συμβουλευτική, η οποία συμπεριλάμβανε και τη βοήθεια στην εκτέλεση διαφόρων κτηματολογικών εργασιών, όπως ακριβώς προβλέπει και το Σχέδιο Υπηρεσίας του Βοηθού Γραφείου, υιοθέτησε τη διάκριση της Συμβουλευτικής, αποδίδοντας το πλεονέκτημα στα ενδιαφερόμενα μέρη αλλά όχι στις αιτήτριες.  Με αυτόν τον τρόπο, ενήργησε σε αντίθεση με το ίδιο το σκεπτικό της, διότι, ενώ στην περίπτωση των επτά έκτακτων Κτηματολογικών Γραφέων, στους οποίους, με βάση τη βεβαίωση υπηρεσιακής κατάστασης του Διευθυντή, δε δόθηκε το πλεονέκτημα, διαχώρισε τη θέση της από το πόρισμα της Συμβουλευτικής, με το σκεπτικό ότι οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι είχαν αποκτήσει την τριετή συνεχή πείρα, αφού κατείχαν, «έστω σε έκτακτη βάση», τη θέση του Κτηματολογικού Γραφέα, κατ' επίκληση σχετικής νομολογίας - (βλ. Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540), δεν έπραξε το ίδιο σε σχέση με τους Βοηθούς Γραφείου.  Με την απόφασή της να υιοθετήσει την άποψη του Διευθυντή και, κατ' επέκταση, της Συμβουλευτικής αναφορικά με την άσκηση ή όχι συγκεκριμένων καθηκόντων που προβλέπονται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, έχει παραβιάσει τις νομολογιακές αρχές που η ίδια επικαλέστηκε ως υπόβαθρο της κατάληξής της.  ΄Οπως έχει νομολογηθεί, η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο για την πρόκρισή του έναντι συναδέλφου του, εκτός όπου προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν, λόγω ανεπάρκειας, περιορισμένα καθήκοντα - (βλ. Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3004).  Στην Κουρσάρος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 345, όπου εξετάστηκε το θέμα του ενιαίου μέτρου κρίσεως, σημειώθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα πιο κάτω:- (σελ. 351)

 

«Στην Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, το θέμα τέθηκε ως εξής:

 

'Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή, αρχή η οποία απαιτεί την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας.  Διαφορετικά, θα αφήνετο στη Διοίκηση να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται - (βλ. Ioannides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1089, 1095, Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου - (Υπόθ. Αρ. 524/88 - 31/8/1990)[2], Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (Υπόθ. Αρ. 512/89 - 19/9/1990)[3]).'»

 

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η Προσφυγή Αρ. 26/2005 επιτυγχάνει μερικώς και οι διορισμοί των ενδιαφερομένων μερών Ε. Χατζηπαναγή, Α. Κυριάκου και Μ. Κωνσταντίνου ακυρώνονται.

 

Προσφυγή Αρ. 1220/2004  -  (Αιτήτριες:   Ε. Βρούντου, Χ. Θεοδούλου

 και Δ. Στυλιανού):

Στην πιο πάνω προσφυγή, οι τρεις αιτήτριες, που, τελικά, παρέμειναν, αμφισβητούν το διορισμό είκοσι ενός ενδιαφερομένων μερών, μεταξύ των οποίων και της Ε. Χατζηπαναγή.  Επειδή, όμως, ο διορισμός της Ε. Χατζηπαναγή έχει ακυρωθεί, ως αποτέλεσμα της έκβασης της Προσφυγής Αρ. 26/2005, η παρούσα, σε ό,τι αφορά στο συγκεκριμένο ενδιαφερόμενο μέρος, κατέστη άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται από τις αιτήτριες στην παρούσα προσφυγή και αφορούν απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική, παραβίαση προνοιών του Ν. 6(Ι)/98, έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας από τη Συμβουλευτική, τη νομιμότητα της αξιολόγησης του Διευθυντή, νόμιμη συγκρότηση της Ε.Δ.Υ. και αιτιολογία της απόφασής της έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί στα πλαίσια της Προσφυγής Αρ. 1216/2004.

 

Οι αιτήτριες, στην αγόρευσή τους, η οποία, σημειωτέον, είναι πανομοιότυπη με εκείνη των αιτητριών της Προσφυγής Αρ. 1216/2004, αμφισβητούν την τελική επιλογή με τρόπο γενικό, χωρίς να εξειδικεύουν οποιοδήποτε σημείο υπεροχής τους έναντι των ενδιαφερομένων μερών.

 

΄Οπως έχει, κατ' επανάληψη, νομολογηθεί, το διορίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να προβαίνει σε ονομαστική αναφορά σε κάθε ένα υποψήφιο, ούτε να καταγράφει τις νοητικές διεργασίες, βάσει των οποίων καταλήγει στο συμπέρασμα για τον καταλληλότερο για διορισμό - (βλ. Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1121).

 

Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα και τις αρχές της νομολογίας ότι επέμβαση του δικαστηρίου επιτρέπεται μόνον όταν ο αιτητής αποδεικνύει ότι υπερέχει έκδηλα των υποψηφίων που έχουν επιλεγεί, παραμένει να εξεταστεί το κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. άσκησε ορθά τη διακριτική της εξουσία. 

 

Από τα πρακτικά της ημερομηνίας 16/7/2004, προκύπτει ότι, για την επιλογή των καταλληλοτέρων υποψηφίων, συνυπολογίστηκαν τα αποτελέσματα της γραπτής και της προφορικής εξέτασης της Συμβουλευτικής, καθώς και η τελική αξιολόγησή της, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το προβλεπόμενο πλεονέκτημα, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Ε.Δ.Υ.

 

Οι αιτήτριες, στις οποίες πιστώθηκε και το πλεονέκτημα, αξιολογήθηκαν από τη Συμβουλευτική ως ακολούθως:-

 

 

 

Σύνολο Μονάδων

 

Τελική Αξιολόγηση

Κατάταξη στον Κατάλογο Συστηνομένων κατά σειρά επιτυχίας

Ε. Βρούντου

Χ. Θεοδούλου

Δ. Στυλιανού

46,4

54,2

36,6

Μέτρια

Καλή

Κάτω του Μετρίου

454η

314η

622η

 

 

 

Η αντίστοιχη εικόνα των ενδιαφερομένων μερών, στα οποία, επίσης, δόθηκε το πλεονέκτημα, εκτός των Α. Θεοδώρου, Μ. Λειβαδιώτου και Α. Μαλλιαράκη, που δεν εργάζονταν στο Τμήμα, είχε ως εξής:-

 

 

 

Σύνολο Μονάδων

 

Τελική Αξιολόγηση

Κατάταξη στον Κατάλογο Συστηνομένων κατά σειρά επιτυχίας

Β. Στυλιανού

Π. Αντωνιάδου

Σ. Δημητρίου

Σ. Ιωάννου

Ε. Σάββα

Σ. Σεργίου

Κ. Τριανταφυλλίδου

Α. Τσιακκή

Μ. Χαραλάμπους

Π. Χατζημιχαήλ

Σ. Χατζησωτηρίου

Μ. Χριστοφή

Μ. Κυριάκου

Π. Κωνσταντίνου-

Λοϊζιά

Μ. Λυσάνδρου-

Ιωαννίδου

Ρ. Μακρή

Ι. Ματθαίου

Α. Θεοδώρου

Μ. Λειβαδιώτου

 

Α. Μαλλιαράκη

56,8

59,2

61,6

66,6

64

62,4

65

63,2

62

64,2

63,2

60,6

62,6

 

64,4

 

58,8

58,8

64,8

54,6

74,4

 

59,2

Καλή

Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

 

Πολύ Καλή

 

Καλή

Καλή

Πολύ Καλή

Καλή

Σχεδόν Πάρα

Πολύ Καλή

Καλή

276η

232η

199η

124η

156η

181η

144η

168η

187η

152η

169η

215η

176η

 

151η

 

240ή

243η

146η

306η

54η

 

234η

 

 

 

Από τους πιο πάνω πίνακες, είναι φανερό ότι ο ισχυρισμός των αιτητριών ότι αυτές υπερείχαν πολλών ενδιαφερομένων μερών στις συστάσεις της Συμβουλευτικής δεν ευσταθεί.  Αντίθετα, και οι τρεις αιτήτριες συγκέντρωσαν λιγότερες μονάδες και έλαβαν χαμηλότερη θέση από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη στο σχετικό κατάλογο συστηνομένων.  Επίσης, στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ., η αξιολόγηση της απόδοσής τους ήταν χαμηλότερη.  Η Ε. Βρούντου και η Δ. Στυλιανού αξιολογήθηκαν «Καλές» και η Χ. Θεοδούλου «Πολύ Καλή».  Τα ενδιαφερόμενα μέρη Σ. Ιωάννου, Σ. Σεργίου, Κ. Τριανταφυλλίδου. Μ. Χαραλάμπους, Π. Χατζημιχαήλ, Μ. Κυριάκου, Ι. Ματθαίου, Α. Θεοδώρου, Μ. Λειβαδιώτου και Α. Μαλλιαράκη αξιολογήθηκαν «Εξαίρετα» και τα ενδιαφερόμενα μέρη Β. Στυλιανού, Π. Αντωνιάδου, Σ. Δημητρίου, Ε. Σάββα, Α. Τσιακκή, Σ. Χατζησωτηρίου, Μ. Χριστοφή, Π. Κωνσταντίου-Λοϊζιά, Μ. Λυσάνδρου-Ιωαννίδου και Ρ. Μακρή αξιολογήθηκαν «Πάρα Πολύ Καλά».  Με βάση τα πιο πάνω, τα οποία ρητά αναφέρεται στα πρακτικά ότι εξετάστηκαν, η επιλογή των ενδιαφερομένων μερών ήταν εύλογη.  Οι αιτήτριες, οι οποίες φέρουν το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής τους, δεν το έχουν αποσείσει.

 

Σημειώνεται ότι η Ε.Δ.Υ., στα πρακτικά της, δεν παρέλειψε να αιτιολογήσει ειδικά τη μη επιλογή των υποψηφίων που διέθεταν το πλεονέκτημα (μεταξύ των οποίων και οι τρεις αιτήτριες), με αναφορά στην υπεροχή των επιλεγέντων που δεν το διέθεταν (μεταξύ των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη Α. Θεοδώρου, Μ. Λειβαδιώτου και Α. Μαλλιαράκη), στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής και στην απόδοση κατά την προφορική ενώπιόν της εξέταση.  Τα πιο πάνω επιβεβαιώνουν την ορθότητα της κρίσης της για υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα έναντι των αιτητριών που το διέθεταν.  Τόσο στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής όσο και στην προφορική εξέταση της ίδιας της Ε.Δ.Υ. εξειδικεύονται οι λόγοι που αντιστάθμισαν το πλεονέκτημα των αιτητριών, όπως επιβάλλεται από τη νομολογία - (βλ. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1).

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, η Προσφυγή Αρ. 1220/2004 απορρίπτεται.

 

Προσφυγή Αρ. 22/2005 - (Αιτήτρια Ν. Ανδρέου):

Με την πιο πάνω προσφυγή, η αιτήτρια προσβάλλει το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών Ε. Χατζηπαναγή, Α. Ανδρονίκου, Ν. Βρυώνη, Λ. Μαύρου, Π. Κωνσταντίνου-Λοϊζιά, Ε. Λοφίτου-Τζιωρτζή, Χ. Λουκά και Μ. Κυριάκου.  Ο διορισμός της Ε. Χατζηπαναγή ακυρώθηκε, ως εκ του αποτελέσματος της Προσφυγής Αρ. 26/2005, και, ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή, στην έκταση που την αφορά, κατέστη χωρίς αντικείμενο και απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι ακυρότητας που η αιτήτρια εγείρει έχουν, ήδη, εξεταστεί στα πλαίσια της Προσφυγής Αρ. 1216/2004 και, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, δε γίνονται αποδεκτοί και απορρίπτονται.

 

Επειδή προβλήθηκε με γενικότητα ο ισχυρισμός ότι η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι αναιτιολόγητη, παρατίθεται η εικόνα της αξιολόγησης της Συμβουλευτικής και η σειρά κατάταξης των υποψηφίων στον κατάλογο συστηνομένων, ώστε να διαφανεί κατά πόσο η προτίμηση των ενδιαφερομένων μερών ήταν εύλογη:-

 

 

Σύνολο Μονάδων

Τελική Αξιολόγηση

Κατάταξη κατά σειρά επιτυχίας

Αιτήτρια:

Ν. Ανδρέου

 

Ενδιαφερόμενα

Μέρη:

Α. Ανδρονίκου

Μ. Κυριάκου

Π. Κωνσταντίνου-

Λοΐζιά

Χ. Λουκά

Ν. Βρυώνη

Λ. Μαύρος

Ε. Λοφίτου-

Τζιωρτζή

 

68,2

 

 

 

 

60,4

62,6

 

64,4

56,4

60,6

62,6

 

62,8

 

Πολύ Καλή

 

 

 

 

Πολύ Καλή

Πολύ Καλή

 

Πολύ Καλή

Καλή

Πολύ Καλός

Πολύ Καλός

 

Πολύ Καλή

 

111η

 

 

 

 

216η

176η

 

151η

280ή

213ος

177ος

 

174η

 

 

 

Η αιτήτρια δε διέθετε το πλεονέκτημα, όπως και τα ενδιαφερόμενα μέρη Α. Ανδρονίκου, Ν. Βρυώνη και Ε. Λοφίτου-Τζιωρτζή, ενώ αυτό πιστώθηκε στα ενδιαφερόμενα μέρη Λ. Μαύρο, Μ. Κυριάκου, Χ. Λουκά και Π. Κωνσταντίνου Λοϊζιά.

 

Η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. αξιολογήθηκε ως εξής:  Αιτήτρια:  «Πολύ Καλή», Ενδιαφερόμενα Μέρη:  Α. Ανδρονίκου - «Πολύ Καλή», Μ. Κυριάκου - «Εξαίρετη», Π. Κωνσταντίνου-Λοϊζιά - «Πάρα Πολύ Καλή», Χ. Λουκά - «Πάρα Πολύ Καλή», Λ. Μαύρος - «Εξαίρετος», Ν. Βρυώνη - «Εξαίρετος» και Ε. Λοφίτου-Τζιωρτζή - «Εξαίρετη».

 

΄Εχω, ήδη, παραθέσει τι έλαβε υπόψη της η Ε.Δ.Υ. για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Από τις βαθμολογίες, φαίνεται ότι η αιτήτρια υπερείχε της Χ. Λουκά και αξιολογήθηκε στο ίδιο επίπεδο με τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη από τη Συμβουλευτική στην τελική αξιολόγηση, ενώ υπερείχε έναντι όλων στο σύνολο μονάδων και προηγείτο στη σειρά κατάταξης.  Η διαφορά υπέρ της αιτήτριας στη συνολική εικόνα κυμαινόταν από 03,8 μέχρι 11,8 μονάδες, όμως, την υπεροχή της αιτήτριας σε σχέση με τη Χ. Λουκά, έναντι της οποίας υπήρχε η μέγιστη διαφορά, εξουδετέρωνε η κατοχή του πλεονεκτήματος από αυτό το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Στην προφορική εξέταση της Ε.Δ.Υ., η αιτήτρια υστέρησε.  Αξιολογήθηκε στο ίδιο επίπεδο με το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Ανδρονίκου - («Πολύ Καλές») - και σε χαμηλότερο από τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη, που κρίθηκαν από «Πάρα Πολύ Καλά» ως «Εξαίρετα».  Υπό το φως των πιο πάνω, θεωρώ ότι δε δικαιολογείται δικαστική επέμβαση.  Στην απουσία έκδηλης υπεροχής - (δεν έχει εξάλλου υποβληθεί τέτοια εισήγηση) - η επιλογή του καταλληλοτέρου υποψηφίου αποτελεί ευθύνη του διορίζοντος οργάνου.  Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο, εφόσον καταφαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι λογικά εφικτή - (βλ. Ρ.Ι.Κ. ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338).  ΄Οπως έχει λεχθεί στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329:- (σελ. 338-339)

 

«Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι για να δικαιολογήσει την επιλογή του το διορίζον όργανο δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων.  Από την άλλη, επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί.  Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της (Βλ. Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 85 - απόφαση Ολομέλειας και Γ.Μ. Παπαχατζή 'Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου', σελ. 729).  Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια.  Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου - (Βλ. Christou and others v. Republic, 4 R.S.C.C. 1 και X"Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755).

 

Το βάρος της απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (βλ. Alexandrou v. C.O.T. (1980) 3 C.L.R. 360).

 

Συνεκτιμώντας όλα τα σχετικά στοιχεία και συγκρίνοντας μεταξύ του αιτητή και του Ε.Μ. Τσιάρτα δεν μπορεί να λεχθεί ότι η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη.

 

Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έκδηλης υπεροχής του αιτητή έχει σαν έρεισμα την ψηλότερη βαθμολογία του αιτητή στην γραπτή εξέταση - βαθμολογήθηκε με 83 ενώ το Ε.Μ. με 74 - και τον χαρακτηρισμό του ως 'πάρα πολύ καλός'.  Υπενθυμίζουμε ότι το 'πολύ καλός' αποτελεί τον επόμενο βαθμό αξιολόγησης.

 

΄Εχουμε την άποψη πως η διαφορά 9 εκατοστιαίων μονάδων στη γραπτή εξέταση και η αξιολόγηση του Ε.Μ. με χαρακτηρισμό ο οποίος έπεται αμέσως εκείνου που δόθηκε στον αιτητή δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν έκδηλη υπεροχή.  Ακολουθεί πως η ΄Εφεση 2993 επιτυγχάνει και το σχετικό συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίζεται.»

 

 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, εκτός της Ε. Χατζηπαναγή, ο διορισμός της οποίας ακυρώθηκε, ήταν λογικά εφικτή. 

 

Η Προσφυγή Αρ. 22/2005 απορρίπτεται.

 

Σ' ό,τι αφορά τα έξοδα, αυτά να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της κάθε προσφυγής και να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

 

 

 

 

                                                               Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                            Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΠ



[1] Προφανώς πρόκειται περί δακτυλογραφικού λάθους, το ορθό πρέπει να είναι «του».

[2] (1990) 3 Α.Α.Δ. 2907

[3] (1990) 3 Α.Α.Δ. 3004


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο