ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1197/2008)

 

30 Ιουνίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΚΗΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΑΠΟ ΠΡΩΗΝ ΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΥΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥΣ ΠΡΩΗΝ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΥΡΥΤΕΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Χρ. Χριστοφίδης, για τον Αιτητή.

Λ. Ουστά (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των Kαθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 12.6.2008, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή την 18.6.2008, σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής δεν μπορεί να συμμετέχει στα διοικητικά συμβούλια των δημοσίων εταιρειών Kanika Hotels Public Co, Sea Star Capital Plc και Logicom Public Ltd, πριν από την 21.02.2009.

 

Tα γεγονότα της υπόθεσης

Ο  Αιτητής από τον Μάρτιο του 2003 μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2007 και από τις 20 Φεβρουαρίου 2007 μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου 2008, διετέλεσε αντίστοιχα Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού.

 

Ο Αιτητής προτού διοριστεί Υπουργός, είχε ιδρύσει τις Ιδιωτικές Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης Evresis Consulting and Communication Ltd και Evresis Loyalty Management Ltd και εργαζόταν σ' αυτές.  Μετά που εγκατέλειψε τη θέση του Υπουργού, στις 22.4.2008 υπέβαλε αίτηση βάσει του άρθρου 5 του περί Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημόσιου και Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου του 2007 (Ν. 114(Ι)/2007), στο εξής «ο Νόμος», ζητώντας να του επιτραπεί να αναλάβει εργασία στις εταιρείες που ο ίδιος ίδρυσε πριν την υπουργοποίηση του.

 

Η Επιτροπή Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημόσιου και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, στο εξής «η Επιτροπή», στις 9.5.2008, σε συνεδρία της προχώρησε στην ακρόαση της αίτησης, έχοντας ενώπιον της τον Αιτητή.

 

Κατά την εν λόγω ημερομηνία, ο Αιτητής προσκόμισε ακόμα μια αίτηση με ημερομηνία 9 Μαΐου 2008, με την οποία ζητούσε όπως του επιτραπεί επίσης η συμμετοχή του στα Διοικητικά Συμβούλια των Δημόσιων Εταιρειών Kanika Hotels Public Co, Sea Star Capital Plc και Logicom Public Ltd. Στην συνεδρία της αυτή, η Επιτροπή προχώρησε στην παράλληλη εξέταση και των δύο αιτήσεων. Κατά την ακρόαση η Επιτροπή, με ερωτήσεις της προς τον Αιτητή, ζήτησε να πληροφορηθεί εάν στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων του είτε ως Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, είτε ως Προέδρου του Χρηματιστηρίου, είχε πρόσβαση σε ευαίσθητες εμπορικές ή άλλες πληροφορίες που αφορούσαν ανταγωνιστικές των συγκεκριμένων εταιρειών.

 

Η Επιτροπή εξέδωσε 2 αποφάσεις.

 

Με την πρώτη έγινε δεκτή από την Επιτροπή η αίτηση, η οποία αφορούσε στην εργοδότηση του Αιτητή από τις δύο εταιρείες που ο ίδιος ίδρυσε και εργαζόταν πριν γίνει Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, ήτοι τις εταιρείες Evresis Consulting, Communication Ltd και Evresis Loyalty Management Ltd.

 

Η δεύτερη απόφαση, η οποία αφορούσε τις τρεις άλλες εταιρίες (Kanika, Sea Star και Logicom), η Επιτροπή αποφάσισε, στις 12.6.2008, την έγκριση της αίτησης του, όμως υπό τον όρο ότι η συμμετοχή του Αιτητή   στα διοικητικά συμβούλια των τριών εταιρειών,  δεν θα άρχιζε πριν από την πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία παραίτησης του από το αξίωμα του Προέδρου του ΧΑΚ, δηλαδή από τις 21 Φεβρουαρίου 2009.

 

Ο Αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 30.6.2008, ενώ συμφώνησε με το μέρος της απόφασης που αφορούσε την εταιρεία Logicom Public Ltd, ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει την απόφασή της, σε σχέση με τις άλλες δύο εταιρείες για τις οποίες δεν του δόθηκε άδεια.

 

Το αίτημα του για επανεξέταση, επιλήφθηκε η Επιτροπή, σε συνεδρία της στις  9.7.2008, κατά την οποία έκρινε ότι ο Αιτητής δεν προβάλλει οποιαδήποτε νέα στοιχεία προς εξέταση και ως εκ τούτου δεν συντρέχει λόγος αναθεώρησης της προηγούμενης απόφασης της.

 

Ο Αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση των Καθ' ων η αίτηση προβάλλοντας 7 λόγους ακύρωσης, ότι: (1) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη και αντίθετη με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Νόμο 114(Ι)/2007, (2) είναι αποτέλεσμα κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας και και/ή νομικής πλάνης περί τα πράγματα και μη δέουσας έρευνας και/ή παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και νομολογίας, (3) κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας λόγω παράλειψης του να ερμηνεύσουν την αξιολογική έννοια του δημοσίου συμφέροντος, (4) Είναι αποτέλεσμα κακής συγκρότησης των Καθ' ων η αίτηση, (5) αντισυνταγματικότητα του άρθρου 5(1) του Νόμου λόγω παραβίασης των άρθρων 15, 19, 25 και 26, (6) αντισυνταγματικότητα του άρθρου 5(1) του Νόμου λόγω ανεπίτρεπτης αναδρομικότητας του, (7) έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την επίκληση πιθανής βλάβης του δημοσίου συμφέροντος.

 

Παρά την ιεράρχηση των λόγων ακύρωσης που έγινε από τον συνήγορο του Αιτητή, θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω πρώτα τον λόγο ακύρωσης 4 ο οποίος αφορά στη συγκρότηση της Επιτροπής και στη συνέχεια, ομαδοποιώντας όσους λόγους πραγματεύονται τα ίδια ζητήματα, θα εξετάσω μαζί τους λόγους 5 και 6 και μετά τους λόγους 1, 2, 3 και 7.

 

Ο ισχυρισμός για κακή συγκρότηση - Λόγος ακύρωσης 4

Ο συνήγορος του Αιτητή με αυτό το λόγο ακύρωσης προβάλλει ότι το άρθρο 3(1) του Νόμου, που ρυθμίζει το ζήτημα της συγκρότησης, δεν παρέχει τα εχέγγυα της ανεξάρτητης χρηστής διοίκησης.  Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι οι Εισαγγελείς της Δημοκρατίας που συγκροτούν την Επιτροπή, δεν παρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας για να κρίνουν πιο υψηλόβαθμους από αυτούς, καθώς και πολιτικά πρόσωπα.  Επίσης ότι αντιδεοντολογικά, στο άρθρο 3(1) του Νόμου, γίνεται αναφορά ότι τα μέλη της ανήκουν στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, αφού στην Κυπριακή Δημοκρατία δεν υπάρχει τέτοιο γραφείο αλλά Νομική Υπηρεσία.

 

Οι Καθ' ων  οι αίτηση απορρίπτουν και προβάλλουν ότι ο Αιτητής δεν μπορεί από τη μια να επιδοκιμάζει την Επιτροπή, υποβάλλοντας τις επίδικες αιτήσεις του και από την άλλη να την αποδοκιμάζει, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της συγκρότησης της.  Επίσης η αναφορά στο άρθρο 3(1) του Νόμου στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα αντί στη Νομική Υπηρεσία, δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία των Καθ' ων η αίτηση.

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Κατά την άποψη μου ο Αιτητής δεν μπορεί να προβάλλει αυτό το λόγο ακύρωσης λόγω του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.  Ο Αιτητής υποβάλλοντας τις αιτήσεις του και συμμετέχοντας στην όλη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, χωρίς να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της συγκρότησης της και την αμεροληψία και ανεξαρτησία των Μελών της Επιτροπής, ουσιαστικά την αποδέχθηκε.  Τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του Αιτητή περί αμφισβήτησης, της νομιμότητας της συγκρότησης της, λόγω αναφοράς του άρθρου 3(1) του Νόμου «στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας» και όχι «στο γραφείο της Νομικής Υπηρεσίας» του οποίου προΐσταται, είναι προφανές ότι είναι αβάσιμα, αφού πρόκειται για το ίδιο γραφείο.  Ούτε μπορώ να δεχθώ ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου για συμμετοχή των τριών αρχαιοτέρων Εισαγγελέων στην Επιτροπή, με πρόεδρο τον πρεσβύτερο των τριών, θα μπορούσε να θίξει την αμεροληψία και την ανεξαρτησία της Επιτροπής.  Η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ή το γραφείο της Νομικής Υπηρεσίας του οποίου προΐσταται ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, είναι ανεξάρτητη υπηρεσία, όπως είναι βέβαια και όλα τα μέλη της.  Αυτό προβλέπεται ρητά από το Άρθρο 112.2 του ίδιου του Συντάγματος.  Ούτε ευσταθεί το επιχείρημα, ότι τα μέλη της Επιτροπής εμποδίζονται από του να κρίνουν πρόσωπα τα οποία είναι πιο υψηλόβαθμα από τους ίδιους, καθότι ο Αιτητής δεν κατείχε πλέον οποιαδήποτε δημόσια θέση.  Ούτως ή άλλως και αυτό το επιχείρημα προσκρούει στο δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

 

Αντισυνταγματικότητα του άρθρου 5(1) του Νόμου λόγω παράβασης των Άρθρων 15, 19, 25 και 26 του Συντάγματος και λόγω ανεπίτρεπτής αναδρομικότητάς του - Λόγοι ακύρωσης 5-6

Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι το άρθρο 5(1) του Νόμου, αφενός παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (Άρθρο 15 του Συντάγματος), της ελευθερίας του λόγου και εκφράσεως (Άρθρο 19), της άσκησης επαγγέλματος (Άρθρο 25) και τέλος το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» (Άρθρο 26) και αφετέρου το ανεπίτρεπτο της αναδρομικότητας του Νόμου.  Προς στήριξη των λόγων ακύρωσης, υποστηρίζει ότι οι μόνοι περιορισμοί που μπορούν να τεθούν για να περιορίσουν τα πιο πάνω συνταγματικά ατομικά δικαιώματα, είναι αυτοί που αναφέρονται στα ίδια τα Άρθρα και οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την ασφάλεια της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων (Άρθρα 15, 19 και 25) ή της προστασίας του κύρους της δικαιοσύνης (Άρθρο 16) ή των περιορισμών που τίθενται δυνάμει των γενικών άρθρων του δικαίου των συμβάσεων (Άρθρο 26).

 

Περαιτέρω προβάλλει αποσπάσματα από πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριανού ν. Δημοκρατίας κ.α., Υπόθ. Αρ. 1920/06, ημερ. 2.6.2006.  Ως προς το ανεπίτρεπτο της αναδρομικότητας απλώς αναφέρει ότι ο Νόμος, ενώ δεν το προβλέπει ρητά, εντούτοις έχει αναδρομική ισχύ και με αυτό τον τρόπο ελέγχει αξιωματούχους του κράτους που διορίστηκαν πριν αυτός τεθεί σε ισχύ και χωρίς οι αξιωματούχοι να γνωρίζουν ότι θα ελέγχονταν πριν την αποδοχή του αξιώματος τους.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν και προβάλλουν ότι ο Νόμος εφαρμόζεται στα πλαίσια του συντάγματος και χωρίς να παραβιάζει τα πιο πάνω άρθρα του, αφού αφενός τα συγκεκριμένα άρθρα επιδέχονται θεμιτούς περιορισμούς και αφετέρου αυτοί αιτιολογούνται μέσα από τον Νόμο. Όσον αφορά τον λόγο ακύρωσης 6 περί αντισυνταγματικής αναδρομικότητας του Νόμου, απορρίπτουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή και παραθέτουν απόσπασμα της προσβαλλόμενης απόφασης στην οποία αναφέρεται ότι ο Νόμος, μέσα από τις πρόνοιες των άρθρων 4(1), (2) και 5(1), παρέχεται στην επίδικη Επιτροπή αρμοδιότητα να εξετάζει αιτήσεις πρώην αξιωματούχων, ακόμη και αυτών που δεν κατέχουν το αξίωμα, μέχρι και δύο χρόνια πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύς του.

Οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν.

 

Δεν πρόκειται να προχωρήσω σε λεπτομερή εξέταση του λόγου ακύρωσης 5 και της ισχυριζόμενης αντισυνταγματικότητας, αφού ο Αιτητής ο οποίος έχει το βάρος της απόδειξης, τον προβάλλει κατά τρόπο γενικό και αόριστο και χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένα πως το άρθρο 5(1) του Νόμου παραβιάζει τα άρθρα 15, 19, 25 και 26 του Συντάγματος (βλ. Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 910).  Περιορίζομαι μόνο να σημειώσω ότι δεν έχει καθόλου επεξηγηθεί η σχετικότητα των Άρθρων 15, 19 και 26.  Αναφορικά με το Άρθρο 25 του Συντάγματος, του οποίου η σχετικότητα είναι εκ πρώτης όψεως εμφανής,  ο ίδιος ο Νόμος στο προοίμιο του αναφέρει ότι η θέσπιση του κατέστη αναγκαία για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, περιορισμός ο οποίος αποτελεί έναν από τους αναγνωρισμένους περιορισμούς που μπορούν να τεθούν δυνάμει του Άρθρου 25 του Συντάγματος.

 

Ο λόγος ακύρωσης 6 αφορά στην ισχυριζόμενη αντισυνταγματική αναδρομικότητα του άρθρου 5(1) του Νόμου.  Κατά την άποψη μου ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Η αναδρομικότητα της ισχύος του, δύο χρόνια πριν από την έναρξη της ισχύος του, προκύπτει μέσα από το άρθρο 4(1) του Νόμου σε συνάρτηση με το άρθρο 5(1).  Τα δύο άρθρα προβλέπουν αντίστοιχα ότι:-

«4.-(1) Η Επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις που υποβάλλονται σε αυτή, δυνάμει του άρθρου 5, από πρώην αξιωματούχους ή υπαλλήλους του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα και εντός τριών μηνών από την υποβολή της εν λόγω αίτησης, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, αποφασίζει το κατά πόσο ο αιτητής μπορεί ή όχι να αναλάβει εργασία στον ιδιωτικό τομέα στην οποία αφορά η αίτηση, με ή χωρίς περιορισμούς ή όρους:

Νοείται ότι απαγορεύεται η ανάληψη εργασίας μόνο για περίοδο δύο ετών από την ημέρα αποχώρησης η αφυπηρέτησης του αιτητή.

.......................»

 

 

«5.-(1)Κάθε πρόσωπο που έχει αφυπηρετήσει ως κρατικός αξιωματούχος ή υπάλληλος του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα και έχει με οποιοδήποτε τρόπο αφυπηρετήσει ή τερματίσει την υπηρεσία του ή τη θητεία του υποχρεούται να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή για την πρόθεση του να αναλάβει οποιαδήποτε εργασία σε συγκεκριμένο εργοδότη στον ιδιωτικό τομέα εντός των πρώτων δύο ετών από την ημερομηνία αφυπηρέτησης ή τερματισμού της υπηρεσίας ή της θητείας του

 

Νοείται ότι η ως άνω αίτηση υποβάλλεται τόσο για την ανάληψη εργασίας για πρώτη φορά όσο και για οποιαδήποτε επόμενη ανάληψη εργασίας εντός των προαναφερθέντων δύο ετών.»

 

Σύμφωνα με τη νομολογία και τη συνδυασμένη ανάγνωση των Άρθρων 61 και 82 του Συντάγματος, ένας νόμος που θεσπίζεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, δεν είναι αντισυνταγματικός απλά και μόνον επειδή περιέχει πρόνοιες που έχουν αναδρομική ισχύ, εκτός και αν αντίκειται σε συγκεκριμένη πρόνοια του Συντάγματος, όπως το Άρθρο 24.3 που αφορά στην αναδρομική επιβολή φορολογίας.  Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει καταδειχθεί κάτι τέτοιο (βλ. Papanicopoulos v. Morphou Co-Operative (1986) 1 CLR 288 και Shoemex Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3Β ΑΑΔ 980).

 

Λόγοι ακύρωσης 1, 2, 3 και 7

Ο Αιτητής με αυτούς τους λόγους ακύρωσης, προβάλλει ότι οι Καθ' ων η αίτηση λανθασμένα και παράνομα διαπίστωσαν ότι η συμμετοχή του στις επίδικες εταιρείες θα έβλαπτε το δημόσιο συμφέρον και ότι λόγω πλάνης δεν ερμήνευσαν ορθά την έννοια του δημόσιου συμφέροντος, αλλά και ούτε αιτιολόγησαν ειδικά, πως η συμμετοχή του θα προκαλούσε βλάβη στο δημόσιο συμφέρον.  Επίσης ότι εσφαλμένα έκριναν ότι η συμμετοχή του πληρούσε τις προϋποθέσεις της έννοιας εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου.  Ακόμη, λόγω πλάνης περί τα πράγματα, έκριναν ότι όταν ήταν Πρόεδρος του ΧΑΚ, αντί του Διοικητικού Συμβουλίου του ΧΑΚ που ήταν στην πραγματικότητα, από μόνος του θέσπισε τον Κώδικα Εταιρικής Διακυβέρνησης, κάτι που δεν είναι ορθό

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν και προβάλλουν ότι ορθά κρίθηκε ότι η συμμετοχή του Αιτητή στις επίδικες εταιρείες πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του Νόμου, ώστε να θεωρηθεί εργασία. Επίσης με βάση τα πραγματικά περιστατικά, παραθέτοντας εκτενή αποσπάσματα από τα γεγονότα της υπόθεσης, προβάλλουν ότι οι προϋποθέσεις ορθά εφαρμόστηκαν.  Επίσης, ότι μια από τις εταιρείες, για την οποία αιτείτο συμμετοχής, η Logicom Public Ltd, είχε ως τομέα εργασίας τη διανομή προϊόντων πληροφορικής, άμεσα συνδεδεμένη με την κάλυψη αναγκών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού του οποίου ο Αιτητής προΐστατο προηγουμένως και ότι θα ήταν πράγμα ασυμβίβαστο σε σχέση με το άρθρο 5 του Νόμου.  Γι' αυτό εξ' άλλου ο Αιτητής συμφώνησε με την Επιτροπή και δεν επέμενε σε επανεξέταση αναφορικά με την εταιρεία Logicom.  Έτσι με βάση τα ενώπιον τους στοιχεία, οι Καθ' ων η αίτηση, ανέφερε ο συνήγορος τους, θα πρέπει να θεωρηθούν ότι αιτιολόγησαν πλήρως την απόφαση τους, ότι η τυχόν συμμετοχή του θα παραβίαζε το δημόσιο συμφέρον.

 

Οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν.

 

Ο Αιτητής, με βάση τα πραγματικά περιστατικά και με δεδομένο ότι το άρθρο 5(1) του Νόμου είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα, πριν να παρέλθουν δύο χρόνια από την αποχώρηση του από τα επίδικα πολιτειακά αξιώματα, αιτήθηκε συμμετοχή στις πιο πάνω εταιρείες.  Με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία, η Επιτροπή ορθά έκρινε ότι η συμμετοχή του Αιτητή στις συγκεκριμένες εταιρείες, ήταν αντίθετη με τις διατάξεις του Νόμου, αφού αφενός αυτή συνιστούσε αμειβόμενη εργασία και αφετέρου δεν είχε παρέλθει το κρίσιμο χρονικό διάστημα των δύο χρόνων.  Ο σκοπός του νομοθέτη, όπως και στην παρούσα περίπτωση, είναι ξεκάθαρος.  Επιδιώκει να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον και να αποκλείσει οποιαδήποτε πιθανότητα προσπάθειας πρώην πολιτειακών αξιωματούχων και υπαλλήλων να εκμεταλλευτούν την προηγούμενη ιδιότητα τους, για εξυπηρέτηση δικών τους συμφερόντων, σε ζημιά του δημοσίου.  Ο Νόμος δεν αποκλείει εντελώς την συμμετοχή πρώην αξιωματούχων σε ιδιωτικές εταιρείες,  αλλά απλώς την αναστέλλει για περίοδο δύο ετών.  Κατά την άποψη μου, οι Καθ' ων η αίτηση με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, ορθά και αιτιολογημένα έκριναν ότι η περίπτωση του Αιτητή ενέπιπτε στις πρόνοιες του Νόμου και ότι συνέτρεχαν όλα τα αναγκαία συστατικά στοιχεία του, ώστε να καταλήξει στην εφαρμογή του.  Ενώ ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει το αντίθετο.  Καμιά παράβαση αρχής φυσικής δικαιοσύνης, κατάχρησης, πλάνης ή έλλειψης έρευνας δεν διαπιστώνεται ούτε κατά την άποψή μου χρειαζόταν να λεχθεί οτιδήποτε άλλο υπό μορφή ειδικής αιτιολογίας.

 

Κατά την άποψή μου, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νόμιμα και θα πρέπει να επικυρωθεί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει με €1300 έξοδα, υπέρ των Καθ'ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επιβεβαιώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο