ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 758/2007)

 

20 Μαΐου, 2010

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.  ΒΑΣΟΣ  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

2.  ΔΑΝΙΗΛ  ΜΙΛΛΕΡ,

 

Αιτητές,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ  ΚΑΙ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΤΑΞΕΩΣ,

2.  ΑΡΧΗΓΟΥ  ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Γεώργιος Καραπατάκης, για τους Αιτητές.

Μαρία Στυλιανού - Λοττίδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Οι αιτητές, με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας, (ο «Αρχηγός»), η οποία δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας, ημερομηνίας 16/4/2007.  Με αυτήν, προήχθησαν στο βαθμό του Λοχία αναδρομικά οι:  Γεώργιος Ιωσηφίδης, Παναγιώτης Γιαλλούρης και Παναγιώτης Κωνσταντίνου, από 1/9/2002, και Σάββας Στεφανίδης, Πέτρος Καρατζιάς και Ιφιγένεια Παυλίδου, από 1/12/2002.

 

Προηγούμενη προσφυγή των αιτητών, η οποία έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο, είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προαγωγής έξι Αστυφυλάκων στο βαθμό του Λοχία - (βλ. Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1014/02, 11/2/05).  Οι λόγοι ακύρωσης αφορούσαν το Ειδικό ΄Εντυπο Αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσεως.  Συγκεκριμένα, η βαθμολογία που δόθηκε στα κριτήρια των προσόντων και της αρχαιότητας - 2 μονάδες επί συνόλου 100 μονάδων - κρίθηκε ότι εξουδετέρωνε τη σημασία τους ως ουσιωδών στοιχείων κρίσης.  Ακολούθησε επανεξέταση με νέο Συμβούλιο Κρίσεως, με βάση νέο αναθεωρημένο Ειδικό Έντυπο, η οποία οδήγησε στην εκ νέου αναδρομική προαγωγή των έξι Αστυφυλάκων.

 

Οι αιτητές αμφισβήτησαν και πάλι τη νομιμότητα των προαγωγών.  Η προσφυγή τους - (Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 920/05, 21/11/06) - έγινε και πάλι αποδεκτή, με αποτέλεσμα την ακύρωση των προαγωγών.  Κρίθηκε ότι κακώς δε δόθηκαν στο νέο ΄Εντυπο μονάδες στην αρχαιότητα, κάτι που, στην πράξη, οδηγούσε στην εξουδετέρωσή της, ότι κακώς συμπεριλήφθηκε εκ νέου στο νέο ΄Εντυπο το κριτήριο της «ευδόκιμης υπηρεσίας σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων», ότι κακώς κατανεμήθηκαν οι μονάδες που αφαιρέθηκαν από την αρχαιότητα σε μερικά μόνο από τα στοιχεία κρίσης και ότι κακώς ελήφθησαν υπόψη τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων που είχαν διενεργηθεί το 2002 από το προηγούμενο Συμβούλιο Κρίσεως, με διαφορετική σύνθεση.

 

Η πιο πάνω εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα ο Αρχηγός  να ζητήσει από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, (ο «Υπουργός»), να εγκρίνει νέο Ειδικό Έντυπο, το οποίο είχε κριθεί ως νόμιμο με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Με αυτό, θα δίδονταν 12 μονάδες για το κριτήριο της αρχαιότητας.  Ο Υπουργός το ενέκρινε μόνο για σκοπούς της επανεξέτασης των προαγωγών που ακυρώθηκαν στην πιο πάνω Προσφυγή Αρ. 920/2005.

 

Στη συνέχεια, ο Αρχηγός έδωσε οδηγίες στον Υπαρχηγό, ως Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως, το οποίο διορίστηκε στις 8/3/2006 από τον Υπουργό, να τροχιοδρομήσει τη διαδικασία επανεξέτασης, με βάση το νέο Έντυπο και χωρίς τη διενέργεια προφορικών συνεντεύξεων, για να μην επηρεαστεί το νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου.

 

Το Συμβούλιο Κρίσεως, σε συνεδρία του στις 12/2/2007, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, τη χρήση της βαθμολογίας της τότε Επιτροπής Αξιολόγησης και του επεξηγηματικού Σημειώματος, που θεωρήθηκε ως αναπόσπαστο μέρος του Εντύπου.

 

Κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, το Συμβούλιο είχε ενώπιόν του Κατάλογο 382 υποψηφίων κατ' αλφαβητική σειρά, ο οποίος καταρτίστηκε το 2002 από το τότε Συμβούλιο Κρίσεως.  Στον Κατάλογο συμπεριλαμβάνονταν τα στοιχεία των υποψηφίων και οι βαθμολογίες που είχαν δοθεί στην αρχική διαδικασία από την Επιτροπή Αξιολόγησης και το Συμβούλιο Κρίσεως.  Ενώπιον του Συμβουλίου τέθηκε επίσης και ο Κατάλογος των 164 υποψηφίων που συστήνονταν κατά σειρά βαθμολογίας από το Συμβούλιο Κρίσεως του 2002.

 

Μετά την αφαίρεση από τον Κατάλογο των ονομάτων των υποψηφίων που είχαν προαχθεί και η προαγωγή τους δεν αμφισβητήθηκε, ετοιμάστηκε νέος Κατάλογος με 299 υποψηφίους, οι οποίοι βαθμολογήθηκαν ανάλογα με τα κριτήρια του νέου αναθεωρημένου Εντύπου και με βάση τα στοιχεία των Προσωπικών Φακέλων και των Ατομικών Δελτίων τους.

 

Ακολούθως, αφού η διαδικασία αξιολόγησης με βάση το νέο Ειδικό Έντυπο ολοκληρώθηκε, το Συμβούλιο Κρίσεως κατήρτισε νέο Κατάλογο, στον οποίο οι 299 υποψήφιοι κατετάγησαν με βάση το γενικό σύνολο της βαθμολογίας τους, όπως αυτή προέκυπτε από το άθροισμα των μονάδων των ακαδημαϊκών προσόντων, της αρχαιότητας, της Επιτροπής Αξιολόγησης του 2002 και του Συμβουλίου Κρίσεως.  Καταρτίστηκε επίσης παρόμοιος Κατάλογος, στον οποίο οι υποψήφιοι τοποθετήθηκαν κατά αλφαβητική σειρά.

 

Επειδή οι κενωθείσες θέσεις μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 920/05 ήταν έξι και επειδή, σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989, (Κ.Δ.Π. 52/89), (οι «Κανονισμοί»), ο αριθμός των προσώπων που θα συστήνονταν από το Συμβούλιο Κρίσεως δεν μπορούσε να υπερβαίνει το διπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων, στον Κατάλογο αυτών που συστήνονταν συμπεριλήφθηκαν οι δώδεκα πρώτοι κατά σειρά βαθμολογίας υποψήφιοι.  Αυτοί είχαν συγκεντρώσει από 56.93 μέχρι 58.98 μονάδες.  Σημειώνεται ότι ο αιτητής Δ. Μίλλερ, που κατετάγη 79ος κατά σειρά επιτυχίας, με γενικό σύνολο 53.63 μονάδες, καθώς και ο αιτητής Β. Βασιλείου, 135ος στο βαθμολογικό Πίνακα, με 52 μονάδες, δε συμπεριλήφθηκαν στον Κατάλογο.  Η ΄Εκθεση του Συμβουλίου Κρίσεως, μαζί με τον Κατάλογο αυτών που συστήνονταν και όλους τους σχετικούς Πίνακες υποβλήθηκε στον Αρχηγό στις 16/2/2007, ο οποίος αποφάσισε την αναδρομική προαγωγή των έξι ενδιαφερομένων μερών, λόγω του ότι αυτά, κατά την επανεξέταση, είχαν εξασφαλίσει την πιο ψηλή βαθμολογία.  Η απόφαση του Αρχηγού κοινοποιήθηκε στον Υπουργό, ο οποίος έδωσε την έγκρισή του στις 12/4/2007.  Οι επίδικες προαγωγές δημοσιεύτηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας, στις 16/4/2007.

 

Οι αιτητές εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, γιατί το νέο ΄Εντυπο Αξιολόγησης που χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της επανεξέτασης παραβιάζει το ακυρωτικό δεδικασμένο και το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου.  Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι, κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, παραβιάστηκε το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης της Προσφυγής Αρ. 920/05.  Οι καθ' ων η αίτηση, υπέβαλαν, δεν περιορίστηκαν στην τροποποίηση του Ειδικού Εντύπου σε σχέση με τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου των υποψηφίων, ως και σε σχέση με τα σημεία που κρίθηκαν μεμπτά από το Δικαστήριο, αλλά προχώρησαν στη θέσπιση νέου Εντύπου, με βάση το οποίο έγινε συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων για προαγωγή, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου.  Εξειδικεύοντας τον ισχυρισμό τους, αναφέρουν ότι:-

 

  (ι) Ενώ στο ΄Εντυπο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο παραχωρούνταν 45 μονάδες για την προσωπική συνέντευξη, στο αναθεωρημένο ΄Εντυπο που χρησιμοποιήθηκε στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής οι μονάδες της προσωπικής συνέντευξης μειώθηκαν σε 21. 

 

 (ιι)   Η αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου των υποψηφίων  μπορούσε, σύμφωνα με το ΄Εντυπο του 2002, να προσδώσει στον υποψήφιο μέχρι 10 μονάδες, ενώ στο αναθεωρημένο ΄Εντυπο οι αντίστοιχες μονάδες αυξήθηκαν σε 12.

 

(ιιι)  Καθιερώθηκε ως νέο κριτήριο αξιολόγησης το «Επαμειβόμενο Κύπελλο Αστυνομίας» με 3 μονάδες.

 

 (iv)  Αυξήθηκαν στο νέο ΄Εντυπο οι μονάδες για το επιπρόσθετο προσόν με βάση τον Κ. 3(3) των Κανονισμών από 1, ως ήταν το 2002, σε 3.

 

  (v)  Αυξήθηκαν στο νέο ΄Εντυπο, σε σχέση με το 2002, οι μονάδες που θα πιστώνονταν για «Εκπαίδευση στην Α.Α.Κ. στις Βασικές Σειρές μαθημάτων και επίδοση πέραν του 80%» από 1 σε 4, για «Ηθικές και Υλικές αμοιβές» από 0,50 σε 2, για τα «Ακαδημαϊκά προσόντα πέραν του απολυτηρίου εξατάξιας σχολής.  ΄Αλλες εξετάσεις» από 1 σε 2, για την «Εξειδίκευση στον τομέα αστυνομικών δραστηριοτήτων» από 0,75 σε 1· και

 

 (vi)  Στο  νέο  ΄Εντυπο, προστέθηκε  η  παράγραφος  ιιι  με  τίτλο «Ακαδημαϊκά Προσόντα» η οποία δεν υπήρχε στο ΄Εντυπο Αξιολόγησης των υποψηφίων κατά τον ουσιώδη χρόνο το 2002.

 

Αποτέλεσμα των πιο πάνω διαφοροποιήσεων ήταν η ανατροπή του νομικού και πραγματικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου, παραβίαση των αρχών της επανεξέτασης, επηρεασμός των βαθμολογικών δεδομένων, σε βάρος των αιτητών και υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, τα οποία, τελικά, επωφελήθηκαν, συγκεντρώνοντας επιπρόσθετες μονάδες.

 

Η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, αντίθετα, υποστηρίζει ότι υπήρξε πλήρης συμμόρφωση προς το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης και ότι το ΄Εντυπο του 2002, στο οποίο αναφέρονται οι αιτητές, αφορούσε την Προσφυγή Αρ. 1014/02, από την έκβαση της οποίας δημιουργήθηκε και η ανάγκη αναθεώρησης του Εντύπου Αξιολόγησης, με τελική κατάληξη το ΄Εντυπο που χρησιμοποιήθηκε στην κρινόμενη περίπτωση.  Επιπρόσθετα, εισηγείται ότι η επιχειρηματολογία των αιτητών αναφορικά με την κατανομή των μονάδων στο αναθεωρημένο ΄Εντυπο και την, κατ' ισχυρισμό, ανατροπή του συστήματος αξιολόγησης έχει εξεταστεί και απορριφθεί στην Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 303/04, 28/6/05 και στη Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 305/04 κ.ά., 31/10/05.  Τέλος, τα όσα προβάλλονται από τους αιτητές αφορούν ένα ΄Εντυπο Αξιολόγησης, το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης της Προσφυγής Αρ. 1014/02 και το οποίο έχει πλέον αναθεωρηθεί και, ως αναθεωρημένο, έχει επιδοκιμαστεί στο σύνολό του ως ορθό και νόμιμο από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Οι ισχυρισμοί των αιτητών δεν ευσταθούν.  Τα πλαίσια και οι αρχές της επανεξέτασης είναι καλά γνωστές.  Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης που έχει εκδοθεί κατόπιν επανεξέτασης γίνεται πάντοτε με βάση μόνο τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.  Στη Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643, αναφέρονται τα ακόλουθα:- (σελ. 647-648)

 

«Τέλος, ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε πως ήταν ανεπίτρεπτη η επίδικη κρίση της ΕΔΥ γιατί είναι αντίθετη με την προηγηθείσα, εφόσο και οι δυο διαδικασίες βασίζονταν στα ίδια αντικειμενικά δεδομένα.  Κατά το συνήγορο η ΕΔΥ δεσμευόταν με την πρώτη αξιολόγηση της, στο μέρος της που έμενε άθικτο από την ακυρωτική απόφαση.  Η προσέγγιση αυτή είναι νομικά λαθεμένη.  Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση.  Το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση ζητήματος διατηρεί ελεύθερη κρίση.  Να παραθέσουμε σχετική περικοπή από απόφαση που μόλις έχουμε εκδώσει στην Παναγιώτης Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639.

 

'Να υπενθυμίσουμε, επί του προκειμένου, πως με την ακυρωτική δικαστική απόφαση η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί μ' αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος, δηλαδή με το ακυρωτικό αποτέλεσμα.  Όταν δε το διοικητικό όργανο επαναξετάζει το θέμα η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση.  Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο.  Σ' αυτή τη διεργασία θα βοηθηθεί βέβαια η διοίκηση και από την αιτιολογία που οδήγησε στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου, αλλά μόνο αναφορικά με το μέρος της που ήταν απολύτως αναγκαίο για να κριθεί το συγκεκριμένο σημείο.  Η μόνιμη έγνοια του διοικητικού οργάνου πρέπει πάντοτε να είναι:  η λήψη απόφασης σύμφωνα με το νόμο, τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας.'»

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, με την ακυρωτική απόφαση στη Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 920/05, 21/11/06, κρίθηκε ότι κακώς:-

 

  (ι) Δε δόθηκαν μονάδες για το στοιχείο της αρχαιότητας.

 

 (ιι)  Συμπεριλήφθηκε το κριτήριο της «ευδόκιμης υπηρεσίας σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων».

 

(ιιι)  ΄Εγινε επιλεκτική  κατανομή  των  μονάδων που αφαιρέθηκαν από την αρχαιότητα, σε μερικά μόνο στοιχεία· και

 

 (iv)  Λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων που είχαν διεξαχθεί από Συμβούλιο Κρίσεως με διαφορετική σύνθεση.

 

Προκύπτει από το φάκελο και, συγκεκριμένα, από το νέο Ειδικό Έντυπο που χρησιμοποιήθηκε και από το «Πρακτικό Σύγκλησης Συμβουλίου Κρίσης» ημερομηνίας 12/2/2007, ότι οι καθ' ων η αίτηση, για σκοπούς συμμόρφωσης με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, προχώρησαν στη χρήση νέου Εντύπου, όμοιου με το ΄Εντυπο που χρησιμοποιήθηκε σε άλλες διαδικασίες προαγωγών και κρίθηκε ως ορθό και νόμιμο από το Ανώτατο Δικαστήριο - (βλ. Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), και Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 956/03 κ.ά., 26/9/06).

 

Στην παρούσα περίπτωση, για σκοπούς συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση, παραχωρήθηκαν 12 μονάδες για την αρχαιότητα, αντικαταστάθηκε το κριτήριο της «ευδόκιμης υπηρεσίας σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων» με αυτό των «γνώσεων και εμπειριών σε ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων» και αποφασίστηκε να μη διενεργηθούν προφορικές εξετάσεις και συνεντεύξεις, για να μην επηρεαστεί το νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου.

 

Από τη στιγμή που το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο τα κριθέντα σημεία, οι καθ' ων η αίτηση διατηρούσαν την ευχέρεια να προβούν σε μεταβολές ή προσθήκες στο νέο ΄Εντυπο σε όσα επί μέρους κριτήρια δεν είχαν κριθεί ως μεμπτά από τη δικαστική απόφαση.  ΄Αλλωστε, δεν υπήρχε δέσμευση από δεδικασμένο inter parties εκεί όπου δεν υπήρχε ταυτότητα ενδιαφερομένων μερών.  Για τις πιο πάνω μεταβολές, σημειώνεται ότι, πέραν της εισήγησης ότι κακώς έγιναν, δεν υπάρχει άλλη εισήγηση.  Στην Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, σε σχέση με το δεδικασμένο, αναφέρονται τα εξής:-  (σελ. 614-615)

 

«Πρόσφατα ο Πικής Π., που είχε εκδώσει την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην Pieris συνόψισε στην πρόσφατη απόφαση του στην προσφ. αρ. 515/93, Μιχαλάκης Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 19/1/98[1] ως εξής τη βασική αρχή που διέπει το δεδικασμένο:

 

'Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επιδίκου θέματος ...............................................................................................

..............................................................................................................Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του.  Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση.  Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση· υπέχει όμως υποχρέωση και σ' εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.'»

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

                                                      Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                  Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Χ.Π., ΜΠ



[1] (1998) 4 Α.Α.Δ. 7, σελ. 11


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο