ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 249/2008)

 

4 Μαΐου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΛΕΝΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΟΥΝΙΟΥ - ΖΑΝΑΤΖΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Α. Σ. Αγγελίδης,για την Αιτήτρια.

Γ. Η. Κονναρής, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 9.1.2008, σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε να μην της παρασχεθεί άδεια λειτουργίας του υποστατικού το οποίο ενοικιάζει από τους ίδιους ως καφεστιατόριο, παρά τους όρους προσφοράς που αυτοί προκήρυξαν.

 

Παράλληλα αιτείται όπως η παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να προβούν σε όλες τις ενέργειες ως ιδιοκτήτες του υποστατικού για έκδοση άδειας λειτουργίας του ως καφεστιατόριο, όπως η υποχρέωσή τους δυνάμει των όρων του συγκεκριμένου διαγωνισμού και προσφοράς, κηρυχτεί άκυρη, παράνομη και ό,τι παραλείφθηκε να διαταχθεί να εκτελεστεί.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση (στο εξής «το Συμβούλιο»), προκήρυξαν στις 2.5.2006 προσφορές για ενοικίαση του καφενείου του χωριού.  Σύμφωνα με τους όρους της προσφοράς ο ενοικιαστής θα έπρεπε να το χρησιμοποιεί μόνο ως καφενείο ή ως εστιατόριο.  Η προσφορά της αιτήτριας κρίθηκε ως επιτυχής και την 1.6.2006 υπέγραψε ενοικιαστήριο έγγραφο για περίοδο τριών ετών.  Σύμφωνα με τη σύμβαση η ενοικιάστρια ήταν υπόχρεη να λειτουργεί το υποστατικό ως καφενείο το οποίο ήταν υπόχρεη να ανοίγει και πρωί για να εξυπηρετείται η κοινότητα.  Στη συνέχεια παραχωρήθηκαν στην αιτήτρια όλες οι άδειες για τη λειτουργία καφενείου, όπως άδεια λειτουργίας του Κοινοτικού Συμβουλίου, υγειονομικό πιστοποιητικό και άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών.

 

Σε κάποιο στάδιο το Συμβούλιο άρχισε να καλεί με επιστολές την αιτήτρια να παύσει να λειτουργεί το καφενείο και ως εστιατόριο και να επαναφέρει το υποστατικό στην αρχική του χρήση ως καφενείο, σύμφωνα με τους όρους της άδειας λειτουργίας του.

 

Μετά από σχετική καταγγελία του Συμβουλίου προς την ΄Επαρχο Λεμεσού στις 10.10.2007 ότι η αιτήτρια παρανόμως είχε μετατρέψει τη χρήση του κοινοτικού καφενείου σε εστιατόριο, η ΄Επαρχος με επιστολή της ημερομηνίας 2.4.2008, την κάλεσε για δεύτερη φορά, όπως συμμορφωθεί και επαναφέρει το υποστατικό στην αρχική του χρήση.

 

Σημειώνεται ότι η αιτήτρια κατ΄ επανάληψη υπέβαλε αιτήσεις στο Συμβούλιο για παραχώρηση άδειας λειτουργίας του υποστατικού ως καφεστιατορίου οι οποίες απορρίφθηκαν.  Η τελευταία φορά που υπέβαλε αίτηση ήταν στις 7.1.2008 και πάλι όμως έλαβε απορριπτική απάντηση στις 10.1.2008, απάντηση η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Η αιτήτρια βασίστηκε κυρίως στην υπόθεση Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 373.  Οι καθ΄ων η αίτηση αντίθετα υποστήριξαν ότι ενώ η αιτήτρια είχε υπογράψει σύμβαση ιδιωτικού δικαίου με το Συμβούλιο, προσπάθησε ουσιαστικά με την παρούσα της προσφυγή να καταργήσει τη σύμβαση αυτή και να προσβάλει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία βασικά στηρίζεται σε γεγονότα της ιδιωτικής σύμβασης.  Πρόσθετα μάλιστα αναφέρει το Συμβούλιο ότι η αιτήτρια γνώριζε το περιεχόμενο της σύμβασης την οποία υπέγραψε και δολίως προσπαθεί να ζητήσει αλλαγή του συμβολαίου και ουσιαστικά των αρχικών όρων προσφοράς.

 

Συνοπτικά θυμίζω ότι η υπόθεση Κολοκάσης, ανωτέρω, αναφέρεται σε συμφωνία που υπογράφτηκε μεταξύ της Κεντρικής Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών εκ μέρους της Δημοκρατίας και του εκτοπισμένου εφεσείοντα, με την οποία παραχωρείτο άδεια κατοχής του τουρκικού λουτρού γνωστού ως  «Ομεριέ» στη Λευκωσία, το οποίο είναι βακουφική περιουσία, αντί μηνιαίου ενοικίου.  Μετά τη ψήφιση του Νόμου 139/91 οι τουρκοκυπριακές περιουσίες που βρίσκονται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, τέθηκαν υπό την κηδεμονία του Υπουργού Εσωτερικών.  Το 2003 οι εφεσίβλητοι ακύρωσαν την προααναφερόμενη άδεια σύμφωνα με όρο της σύμβασης και ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή εναντίον της ακύρωσης της άδειας.  ΄Ανκαι πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι η επίδικη διαφορά εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι στην υπόθεση αυτή ο τερματισμός της άδειας κατοχής, παρά την στήριξή του στον πιο πάνω όρο της συμφωνίας, ως πράξη εξουσίας δεν μπορεί παρά να εντάσσεται στο τομέα του δημοσίου δικαίου, έστω κι΄ αν υπήρχε γραπτή συμφωνία με όρους.  Στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στη διάκριση μεταξύ πράξεων οργάνων που εντάσσονται στο πεδίο του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου.

 

Κρίνω ότι δεν είναι αναγκαίο να ασχοληθώ με τους νομικούς ισχυρισμούς που εγείρει η αιτήτρια, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική προηγούμενης. Το θέμα του κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική ήγειραν στη γραπτή τους αγόρευση οι δικηγόροι των καθ΄ ων η αίτηση, άνκαι δεν το ανέλυσαν με την αναμενόμενη λεπτομέρεια.  Η συνήγορος της αιτήτριας δεν ασχολήθηκε καθόλου με το επιχείρημα.  Εν πάση περιπτώσει, το θέμα είναι δημόσιας τάξης και μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.

 

Προφανώς όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, αλλά είναι και παραδεκτό και από τις δύο πλευρές, η αιτήτρια δεν ήταν η πρώτη φορά που υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας λειτουργίας του υποστατικού ως καφεστιατόριο.  Προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξης, η αίτησή της που επίσης απορρίφθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση στις 7.8.2007.  Στο σχετικό πρακτικό αναφέρεται ότι «το Κοινοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση του ενοικιαστή (της αιτήτριας) για άδεια Εστιατορίου Γ και το ενοικιαζόμενο κτίριο θα λειτουργεί βάση του Ενοικιαστηρίου εγγράφου ως Κοινοτικό Καφενείο και θα τηρεί τους όρους του Συμβολαίου.  Παρακαλούμε όπως οι όροι του συμβολαίου τηρηθούν για αποφυγή οποιονδήποτε άλλων μέτρων(*)».

 

Η αιτήτρια επανήλθε με επιστολή ημερομηνίας 7.1.2008 στην οποία αναφέρει απλώς ότι παρακαλεί να της δοθεί άδεια λειτουργίας του υποστατικού ως καφεστιατόριο.  Η αίτησή της απορρίφθηκε με επιστολή ημερομηνίας 10.1.2008 στην οποία αναφερόταν ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο σε συνεδρίαση του ημερομηνίας 9.1.2008 συζήτησε τη νέα αίτηση που είχε υποβληθεί την οποία και απέρριψε.  Στην επιστολή γίνεται παραπομπή και στην επιστολή του Κοινοτικού Συμβουλίου ημερομηνίας 2.10.2007 με την οποία επίσης είχε απορριφθεί παρόμοιο αίτημα.  Στην επιστολή εκείνη μάλιστα, η οποία αποτελεί συνέχεια της επιστολής του Συμβουλίου ημερομηνίας 27.8.2007, γίνεται αναφορά σε γραπτές και προφορικές προειδοποιήσεις που είχαν γίνει στην αιτήτρια σχετικά με την πλημμελή λειτουργία του καφενείου.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι στην επιστολή της αιτήτριας η οποία προκάλεσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχουν υποβληθεί οποιαδήποτε νέα στοιχεία που να δικαιολογούν νέα έρευνα και έκδοση νέας απόφασης.  Στην ουσία φαίνεται ότι η αιτήτρια επιδίωκε τη διαφοροποίηση της κατακύρωσης υπέρ αυτής της προσφοράς για τη λειτουργία του υποστατικού.  Παράλληλα προσπάθησε να εξασφαλίσει άδεια για τη λειτουργία του ως καφεστιατορίου για να καλύψει τις παρατυπίες της και τις παραβιάσεις των όρων της συμφωνίας.

 

Είναι φανερό ότι η απορριπτική απόφαση του Συμβουλίου μια και προηγήθηκαν άλλες ανάλογες αποφάσεις του, συνιστά βεβαιωτική πράξη.  Διακρίνουμε ταυτότητα του οργάνου που τις εξέδωσε, ταυτότητα του προσώπου στο οποίο οι δύο πράξεις απευθύνονται και ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και του διατακτικού τους, προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να θεωρηθεί πράξη βεβαιωτική προγενέστερης.

 

Επιπροσθέτως η τελευταία απόφαση του Συμβουλίου ελήφθη χωρίς να προηγηθεί νέα έρευνα, χωρίς δηλαδή η αιτήτρια να έχει προσκομίσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία τα οποία οι καθ΄ ων η αίτηση θα έπρεπε να μελετήσουν (Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191, 198).

 

Η πρώτη θεραπεία που αξιώνεται σαφώς αναφέρεται στην ιδιότητα των καθ΄ ων η αίτηση ως αρμόδιας αρχής για την έκδοση άδειας λειτουργίας και συνεπώς ανεξαρτήτως του αν η αίτηση της αιτήτριας βασίζεται σε ενοικιαστήριο συμβόλαιο που έγινε μεταξύ της και του Κοινοτικού Συμβουλίου, το Συμβούλιο δεν παύει να είναι η αρμόδια αρχή και συνεπώς έχουμε διοικητική πράξη, η οποία όμως όπως είδαμε στη συνέχεια είναι βεβαιωτική προηγούμενης.

 

Η δεύτερη θεραπεία, δηλαδή η αξίωση για δήλωση του δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση και η άρνηση τους να προβούν σε όλες τις ενέργειες ως ιδιοκτήτες του υποστατικού για έκδοση άδειας λειτουργίας του υποστατικού ως καφεστιατορίου είναι άκυρη, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.  Σύμφωνα με τη διατύπωση που η ίδια η αιτήτρια χρησιμοποίησε στο αιτητικό της, παραπονείται γιατί οι ιδιοκτήτες του υποστατικού δεν προέβηκαν στις κατάλληλες ενέργειες για έκδοση άδειας λειτουργίας του υποστατικού ως καφεστιατορίου.  Είναι σαφές ότι η αιτήτρια αναφέρεται στη μεταξύ τους σύμβαση και καλεί το Συμβούλιο υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη του υποστατικού να προβεί στις δέουσες ενέργειες για έκδοση άδειας.  Η θεραπεία αυτή ανάγεται καθαρά σε θέματα ιδιωτικού δικαίου, αφού η αιτήτρια αναφέρεται στο Συμβούλιο, όχι ως την αρμόδια αρχή, αλλά ως ιδιοκτήτη του υποστατικού το οποίο ενοικίασε.  Η υπόθεση Κολοκάσης, ανωτέρω, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας, πλέον Φ.Π.Α.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

/ΜΔ           

 



(*)   Τηρήθηκε η ορθογραφία και σύνταξη του κειμένου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο