ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1819/2008)
31 Μαίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΛΕΥΚΗ ΚΑΠΝΟΥΛΛΑ,
2. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΟΠΑΚΑ,
3. ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΠΙΣΙΑ,
4. ΕΛΕΝΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΟΥ,
Αιτήτριες,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτήτριες ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερ. 10.9.2008 προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων και η οποία στάληκε στις αιτήτριες με συνοδευτική επιστολή της Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων ημερ. 12.9.2008 και η οποία απέρριψε το αίτημα των αιτητριών για διασφάλιση και υπέρ τους ίσης μεταχείρισης με τους υπόλοιπους Εξεταστές Τελωνείων που κατέχουν πανεπιστημιακά προσόντα και που αναβαθμίστηκαν στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού και μεταφέρθηκαν στην επιστημονική πυραμίδα του Τμήματος Τελωνείων, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».
Οι αιτήτριες είχαν διοριστεί στις 16.4.2007 στη θέση Εξεταστή Τελωνείων (Κλίμακα Α4-Α7) με βάση την παράγραφο 1 (α) της προκήρυξης των θέσεων που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 31.2.2005.
Στις 25.7.2007, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Συμπληρωματικός Προϋπολογισμός, Νόμος 38(ΙΙ)/2007 και την 31.12.2007 ο Νόμος 81 (ΙΙ)/2007.
Οι πιο πάνω νόμοι προνοούσαν μεταξύ άλλων για την αναδιοργάνωση και αναβάθμιση διαφόρων θέσεων στο τμήμα Τελωνείων περιλαμβανομένων και των θέσεων Εξεταστών Τελωνείων. Συγκεκριμένα στο κεφάλαιο του παραρτήματος του πρώτου πίνακα του Περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου 38(ΙΙ)/2007αναγραφόταν ότι:
«Ενενήντα τρεις θέσεις[1] εκ των οποίων εβδομήντα τέσσερις οι κάτοχοι των οποίων κατά την 7.12.2006 κατείχαν πανεπιστημιακό προσόν, μετονομάστηκαν και μεταφέρθηκαν κάτω από το εδάφιο 35 Τελωνειακοί Λειτουργοί (Κλίμακες Α8, Α10 και Α11). Οι θέσεις σημειώθηκαν με διπλό σταυρό (++) και κενούμενες καταργούνται και αντικαθίστανται σταδιακά εξ ημισείας με θέσεις Τελωνειακού Λειτουργού (Κλίμακες Α8, Α10 και Α11) και Βοηθού Τελωνείων (Κλίμακες Α2, Α5 και Α7 (ιι)) κάτω από τα εδάφια 35 και 80 αντίστοιχα».
Παράλληλα, στον πρώτο πίνακα του Περί Προϋπολογισμού Νόμου Ν.81 (ΙΙ)/2007 αναγραφόταν:
«. και μία θέση προηγουμένως καλούμενη Εξεταστής Τελωνείων (Κλίμακες Α4 και Α7(ιι)) ο κάτοχος της οποίας κατά τις 7.12.2006 κατείχε πανεπιστημιακό προσόν μετονομάστηκαν και μεταφέρθηκαν από τα εδάφια 60 και 70 αντίστοιχα και δύο θέσεις προηγουμένως καλούμενες Εξεταστές Τελωνείων (Κλίμακες Α4 και Α7(ιι) οι κάτοχοι των οποίων απέκτησαν πανεπιστημιακό προσόν μετά τις 7.12.2006 και πριν τις 25.7.2007 μετονομάστηκαν και μεταφέρθηκαν από το εδάφιο 70 Νόμος Αρ. 38(11) του 2007».
Πριν τη δημοσίευση των πιο πάνω Νόμων προηγήθηκε γενική μελέτη που διεξήγαγε κλιμάκιο Λειτουργών του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις που αφορούσαν στο Τμήμα Τελωνείων εγκρίθηκαν στα πλαίσια της συνεδρίας της Μεικτής Επιτροπής Προσωπικού (ΜΕΠ) ημερομηνίας 7.12.2006.
Το Υπουργείο Οικονομικών δεσμεύτηκε ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού και με σχετική αλληλογραφία με τον Πρόεδρο της εν λόγω Επιτροπής ανέλαβε δέσμευση και συμπεριέλαβε στο σχετικό συμπληρωματικό προϋπολογισμό και τους υπαλλήλους που υπηρετούσαν ως εξεταστές Τελωνείων κατά τις 7.12.2006 και οι οποίοι απέκτησαν πανεπιστημιακό προσόν κατά το διάστημα μεταξύ της 7 Δεκεμβρίου 2006 και της ημερομηνίας δημοσίευσης του Περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου του 2007 (25.7.2007).
Με επιστολή τους ημερ. 22.8.2007 προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων, οι αιτήτριες διαμαρτυρήθηκαν για τη μη συμπερίληψή τους στο Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό, Νόμο 38(11)/2007 και ζήτησαν ίση μεταχείριση και νόμιμη ερμηνεία και ίση εφαρμογή του Νόμου, με τους Εξεταστές Τελωνείων που υπηρετούσαν κατά τις 7.12.2006, εφόσον και οι ίδιες, όπως ανέφεραν, κατείχαν, την ημερομηνία δημοσίευσης του Περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου, πανεπιστημιακά προσόντα.
Παρατίθεται απόσπασμα από την επιστολή τους ημερομηνίας 22.8.2007 με αναφορά στο σχετικό αίτημά τους:
«Θεωρούμε τη μη συμπερίληψη μας στην αναδιοργάνωση του Τμήματος Τελωνείων άδικη δεδομένου ότι με αυτή τη διαδικασία καταργούνται οι θέσεις εξεταστών Τελωνείων που είναι κάτοχοι πανεπιστημιακών προσόντων και παραμένουν μόνο οι εξεταστές Τελωνείων που δεν έχουν πανεπιστημιακά προσόντα Δηλαδή εμείς οι τέσσερις μένουμε εκτεθειμένοι ως Εξεταστές Τελωνείων παρά το γεγονός ότι με αυτά τα προσόντα έχουμε διορισθεί αφού έχουν αναγνωριστεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
Επίσης θα θέλαμε να τονίσουμε ότι ο διορισμός μας έγινε μόλις τέσσερις μήνες μετά τις 7.12.2006 που είναι η ημερομηνία αναδιοργάνωσης των θέσεων του τμήματος τελωνείων. Παρόμοια περίπτωση που αναφέρεται στις επεξηγήσεις του Πρώτου Πίνακα στο κεφάλαιο 180400 και το άρθρο 02102(105) που αναφέρεται στους Βοηθούς Φοροθέτες μια θέση η κάτοχος της οποίας κατείχε πανεπιστημιακά προσόντα και κατά την 7/12/2005 κατείχε τη θέση Βοηθού Στατιστικής και εντούτοις έγινε πρόνοια για αυτή τη θέση και μετονομάστηκε και μεταφέρθηκε κάτω από το εδάφιο 55 - Λειτουργοί Εσωτερικών Προσόδων.
Με την παρούσα επιστολή μας παρακαλώ όπως μελετήσετε το θέμα της μη συμπερίληψης των θέσεων μας στον Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό του 2007 και προβείτε στις δέουσες ενέργειες έτσι ώστε να συμπεριληφθούμε στη διαδικασία αναδιοργάνωσης των θέσεων μας και περιμένουμε να μας πληροφορήσετε σχετικά με τις ενέργειες σας για το σκοπό αυτό.»
Στη συνέχεια, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με επιστολή ημερ. 10.9.2008 (το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο πιο κάτω) ενημέρωσε τη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων ως προς το αίτημα των αιτητριών με τα ακόλουθα σχετικά:
«Θέμα: Αναδιοργάνωση θέσεων του Τμήματος Τελωνείων.
Έχω οδηγίες να αναφερθώ σε σχετική με το πιο πάνω θέμα επιστολή 4 Εξεταστών Τελωνείων, με ημερ. 22 Αυγούστου 2007, αντίγραφο της οποίας διαβιβάστηκε στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, και να σας πληροφορήσω:
2. Η δέσμευση που αναλήφθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού, αφορούσε τη συμπερίληψη στις ρυθμίσεις του Περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου του 2007 (Νόμος Αρ. 38(11)/2007 των υπηρετούνταν κατά τις 7 Δεκεμβρίου 2006 (ημερομηνία της Συμφωνίας στη ΜΕΠ) υπαλλήλων, που απέκτησαν πανεπιστημιακό προσόν στο διάστημα μεταξύ της πιο πάνω ημερομηνίας και της ημερομηνίας δημοσίευσης του εν λόγω Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού (25.7.2007) και όχι αυτούς που διορίστηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο.
3. Ως εκ τούτου, το αίτημα που υποβλήθηκε από τους εν λόγω υπαλλήλους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.»
Οι αιτήτριες έλαβαν γνώση του περιεχομένου της πιο πάνω επιστολής στις 12.9.2008 και με την προσφυγή τους αυτή προσβάλλουν το περιεχόμενο της.
Η επιχειρηματολογία των αιτητριών εδράζεται στη θέση ότι η άρνηση της Διοίκησης να τις συμπεριλάβει στις ρυθμίσεις του Περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου του 2007 (Νόμος Αρ. 38(ΙΙ)/2007) παραβιάζει την αρχή της ισότητας την οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, καθότι επιφέρει αδικαιολόγητη και δυσμενή διάκριση εις βάρος τους. Λέγουν συναφώς ότι ενώ διευθετήθηκε και είχε προβλεφθεί αναβάθμιση των υπηρετούντων υπαλλήλων κατά τις 7 Δεκεμβρίου 2006 (ημερομηνία της Συμφωνίας), οι αιτήτριες, οι οποίες κατείχαν επίσης πανεπιστημιακά προσόντα και οι οποίες κατείχαν τη θέση Εξεταστή Τελωνείων από τον Απρίλιο του 2007, πριν δηλαδή τη δημοσίευση του Νόμου, δεν συμπεριλήφθηκαν στο Συμπληρωματικό περί Προϋπολογισμού Νόμο. Υποδεικνύουν ότι είναι οι μόνοι Εξεταστές Τελωνείων με πανεπιστημιακά προσόντα που δεν αναβαθμίστηκαν σε Τελωνειακούς Λειτουργούς παραμένοντας χαμηλά στην πυραμίδα του Τμήματος.
Από την άλλη πλευρά, οι καθ΄ ων η αίτηση υποδεικνύουν ότι για το πότε η διοίκηση αποφασίζει να κινήσει το μηχανισμό με σκοπό την αναδιάρθρωση και τη μισθολογική αναβάθμιση θέσεων υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων εξαρτάται από τα σχετικά δεδομένα που έχει ενώπιον της και ιδιαίτερα από τη γνώμη της Μεικτής Επιτροπής Προσωπικού (ΜΕΠ). Υποβάλλουν συναφώς ότι το αίτημα των αιτητριών για συμπερίληψή τους στις σχετικές ρυθμίσεις αναδιάρθρωσης θέσεων στο Τμήμα Τελωνείων δεν κατέστη δυνατόν να ικανοποιηθεί, εφόσον η δέσμευση που αναλήφθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και η σχετική συμφωνία που επιτεύχθηκε κατόπιν της σύμφωνης γνώμης της Μεικτής Επιτροπής Προσωπικού, αφορούσε μόνο στους υπαλλήλους που υπηρετούσαν στις 7.12.2006 και όχι σε εκείνους που διορίστηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο, όπως οι αιτήτριες. Περαιτέρω επισημαίνουν ότι τη δεδομένη στιγμή που οι αιτήτριες αποτάθηκαν στη Διευθύντρια με το συγκεκριμένο αίτημα, ο Περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμός Νόμος του 2007, είχε ήδη δημοσιευτεί και επομένως, εκ των πραγμάτων, η Διευθύντρια δεν μπορούσε να συμπεριλάβει και τις αιτήτριες στις προβλεπόμενες ρυθμίσεις. Ο Νόμος ήταν σαφής και δεν αναγνωρίζετο δικαίωμα παρά μόνο υπό τους όρους του. Και εφόσον, οι αιτήτριες, όπως ανέφεραν στη συνέχεια οι καθ΄ ων η αίτηση , δεν ενέπιπταν στη σαφή εκείνη νομοθετική ρύθμιση και δεν πληρούσαν τους όρους, η Διευθύντρια δεν ήταν ούτε υπόχρεη αλλά ούτε και όφειλε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ή διάβημα προς ικανοποίηση του αιτήματός τους.
Θεωρώ ότι αυτό που οι αιτήτριες, στην ουσία, επιζητούν με την προσφυγή τους είναι η εξέταση της συνταγματικότητας του Περί Προϋπολογισμού Νόμου και κατ΄ επέκταση η ακύρωσή του. Επισημαίνω όμως ότι ακόμα και στην περίπτωση που η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση κρινόταν ως αντιβαίνουσα την αρχή της ισότητας, μια τέτοια διαπίστωση και δικαστική κρίση ως προς το ζήτημα δεν θα επέφερε καμιά απολύτως ωφέλεια στις αιτήτριες και θα απέληγε αλυσιτελής , για το λόγο ότι το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, ούτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά μια νέα πρόνοια η οποία να καλύψει την περίπτωση των αιτητριών (Δέστε: Υπόθεση αρ. 2127/2006, Μαρίνα Παρτασίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19.2.2008). Για να ήταν δυνατή η ικανοποίηση του αιτήματος των αιτητριών θα έπρεπε να υπάρχει προς τούτο νομοθετική διάταξη.
Όπως έχει τονιστεί από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην καθοδηγητική υπόθεση Dias United Publishing Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, η ανυπαρξία τέτοιας διάταξης δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο δικαστικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του. Η νομοθετική εξουσία ασκείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία, όπου μάλιστα χρειάζεται, ψηφίζει και τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή της Νομοθεσίας (Δέστε: Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267 και Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78).
Ο καθηγητής Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος στο σύγγραμμα του «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 12η Έκδοση, στην παράγραφο 459 αναφέρει ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη (ως αλυσιτελής) διότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον, όταν ο αιτητής δεν θα είχε οποιαδήποτε ωφέλεια από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Επομένως, ακόμα και όταν ένας λόγος ακύρωσης είναι μεν έγκυρος αλλά δεν είναι ικανός να ανατρέψει το νομικό αποτέλεσμα που έχει επέλθει με την προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρείται ως αλυσιτελής και οδηγεί σε απόρριψη της προσφυγής.
Το αίτημα των αιτητριών, ουσιαστικά, δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί με δικαστική απόφαση για τους λόγους που επισημάνθηκαν πιο πάνω. Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1.200.- εις βάρος των αιτητριών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.
[1] Αναφέρεται στις θέσεις Εξεταστών Τελωνείων (Κλίμακες Α4 και Α7)