ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 18/2007)

 

4 Μαΐου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

THE VEGETABLE PRODUCERS & EXPORTERS LTD,

ΔΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΝΙΚΟΥ Γ. ΙΩΝΙΔΗ,

 

Αιτητές,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ  ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 5.11.2007

 

THE VEGETABLE PRODUCERS & EXPORTERS LTD,

 

Αιτητές,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ  ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

 

_______________

Στ. Σκορδής, για Κλεόπα και Κλεόπα, για τους Αιτητές.

Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και είναι ιδιοκτήτες κτηματικής περιουσίας ειδικότερα στην επαρχία Λάρνακας.  Aξιώνουν ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 18.10.2006, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 4121, ημερ. 27.10.2006, Α.Δ.Π. 1044 η οποία αναφέρεται στο εγκριθέν από το Υπουργικό Συμβούλιο τροποποιημένο  Τοπικό Σχέδιο Λάρνακας.  Με βάση την απόφαση αυτή αριθμός τεμαχίων των αιτητών τα οποία βρίσκονται στην επαρχία Λάρνακας, παρά τη σχετική ένσταση που υπέβαλαν οι αιτητές εντάχθηκαν στην πολεοδομική ζώνη Δα2 (περιοχή προστασίας) αντί να παραμείνουν στη γεωργική ζώνη Γα4 ή να ενταχθούν στην οικιστική ή στη ζώνη ανάπτυξης.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι παρέλκει η εξέταση προδικαστικής ένστασης των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσφυγή προσβάλλει περισσότερες της μίας πράξεις, επειδή στις 2.12.2008 ο δικηγόρος των αιτητών περιόρισε με δήλωσή του την προσφυγή σ΄ ένα μόνο τεμάχιο.

 

Σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 18 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν. 90/1972, δημοσιεύτηκε στις 21.3.2003 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 3698, η Γνωστοποίηση υπ΄ αρ. 310 για τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας.  Οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση μέσα στην προνοούμενη περίοδο με αίτημα την ένταξη του ακινήτου τους σε ζώνη ανάπτυξης.

 

Το Υπουργείο Εσωτερικών συμμορφούμενο με σχετική εγκύκλιο του Υπουργού απέστειλε τις υποβληθείσες ενστάσεις, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των αιτητών, στις 16.12.2003, στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως για συμπλήρωση των εντύπων μελέτης ενστάσεων, τα οποία αποτελούν απαραίτητα έγγραφα για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας μελέτης.

 

Οι ενστάσεις που αφορούσαν το Δήμο Λάρνακας μελετήθηκαν από την Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων, στην οποία συμμετείχαν ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ή εκπρόσωπός του, ο οικείος ΄Επαρχος ή εκπρόσωπός του και ο εκπρόσωπος της τοπικής αρχής.

 

Αφού καταγράφηκε ότι η ένσταση αφορά ιδιοκτησία που τμήμα της εμπίπτει στη ζώνη προστασίας της Αλυκής και ότι οι ζώνες προστασίας των Αλυκών της Λάρνακας συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο περιοχών περιβαλλοντικής σημασίας, ο οποίος καταρτίστηκε με βάση τους σχετικούς περί Προστασίας και Διαχείρισης της φύσης και της άγριας ζωής Νόμους, τα μέλη της Επιτροπής συμφώνησαν ότι η διασφάλιση του περιβάλλοντος της Αλυκής είναι βασικός στόχος του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας και εισηγήθηκαν ομόφωνα την απόρριψη της ένστασης των αιτητών.

 

Οι εισηγήσεις της Επιτροπής υποβλήθηκαν στο Πολεοδομικό Συμβούλιο το οποίο επίσης εισηγήθηκε την απόρριψη της ένστασης.  Το Πολεοδομικό Συμβούλιο, στη συνέχεια υπέβαλε στον Υπουργό Εσωτερικών τις ενστάσεις και τις εισηγήσεις του αναφορικά με την κάθε περίπτωση ξεχωριστά καθώς και τις εισηγήσεις της Επιτροπής.

 

Ακολούθως ο Υπουργός Εσωτερικών, σύμφωνα με το άρθρο 18(6) του Νόμου, υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο τις ενστάσεις μαζί με δικές του παρατηρήσεις και συστάσεις εισηγούμενος την απόρριψη, μεταξύ άλλων, της ένστασης των αιτητών και την επικύρωση του τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερομηνίας 18.10.2006, αφού μελέτησε όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αποφάσισε την επικύρωση του τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας σύμφωνα με το άρθρο 18(7) και την απόρριψη της ένστασης των αιτητών, εξουσιοδότησε δε τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί σε σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αλλά και στον ημερήσιο τύπο, γνωστοποίησης αναφορικά με τη συγκεκριμένη τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας.  Η γνωστοποίηση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27.10.2006.

 

Παράλληλα ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή του προς τους αιτητές ημερομηνίας 31.5.2007, τους πληροφόρησε ότι η ένστασή τους απορρίφθηκε και ότι λόγω της ανάγκης προστασίας των αλυκών Λάρνακας και της μικρής απόστασης των αναφερομένων ιδιοκτησιών από τις όχθες των αλυκών, η ιδιοκτησία τους εξακολουθεί να διέπεται από το πολεοδομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας το 2003.

 

Οι αιτητές επικαλούνται αριθμό ισχυρισμών στην προσπάθειά τους να ακυρώσουν την προσβαλλόμενη απόφαση.  Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί γιατί παραβιάζει το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος, καθώς και τα άρθρα 17 και 18 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο,  καθότι η προσβαλλόμενη πράξη περιορίζει τη χρήση της ιδιοκτησίας σε τέτοιο βαθμό που απολήγει σε παράνομη και αντισυνταγματική στέρηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας τους, έτσι ώστε να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας.

 

Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά ένα τόσο ουσιώδη περιορισμό σαρωτικού βαθμού που στην πραγματικότητα αφαιρείται εξ ολοκλήρου το θεμελιώδες, αλλά και κεκτημένο δικαίωμα των αιτητών για οικιστική ανάπτυξη του ακινήτου τους.  Με το προσβαλλόμενο Τοπικό Σχέδιο εξουδετερώνεται η δυνατότητα επωφελούς χρήσης του ακινήτου και ουσιαστικά στερούνται της ιδιοκτησίας τους χωρίς να τους καταβληθεί αποζημίωση.  Ισχυρίζονται, ακόμα, ότι αντιθέτως θα έπρεπε η Δημοκρατία να προχωρήσει σε απαλλοτρίωση του τεμαχίου τους σύμφωνα με το ΄Αρθρο 23.4 του Συντάγματος, όπως έγινε και με άλλα ακίνητα στην περιοχή. Τέλος, υποστηρίζουν ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, αφού η διοίκηση όφειλε να επιλέξει την ολιγότερο επαχθή για το διοικούμενο λύση.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Νόμου μεταξύ των σκοπών του Τοπικού Σχεδίου είναι ο καθορισμός χώρων για ειδικούς σκοπούς, η προστασία χαρακτηριστικών στοιχείων ή περιοχών κοινωνικής, ιστορικής ή αρχιτεκτονικής σημασίας.  Το Σχέδιο δύναται ειδικώς να προσδιορίζει τους χώρους των προτεινομένων οδών, δημοσίων και άλλων κτιρίων, χώρων αναψυχής και περιοχών προστασίας της φύσης και άλλων ανοικτών χώρων ή να προβλέπει την κατανομή περιοχών προς χρήση για κατοικίες ή για γεωργικούς, βιομηχανικούς, εμπορικούς, τουριστικούς ή άλλους σκοπούς.

 

Το δικαίωμα κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 23.1 του Συντάγματος, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο, που αποτελούν μέρος του ημεδαπού δικαίου μια και η σχετική σύμβαση κυρώθηκε από το σχετικό περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962, (Ν.39/1962).  Οι σχετικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου ταυτίζονται ουσιαστικά με εκείνες του ΄Αρθρου 23.1 του Συντάγματος.  Το δικαίωμα ιδιοκτησίας υπόκειται τόσο σε περιορισμούς, όσο και σε στέρηση, σύμφωνα με και για τους λόγους που προβλέπονται στο ΄Αρθρο 23.3 και 4 του Συντάγματος.   Η πολεοδομία όπως και η ανάπτυξη και χρησιμοποίηση οποιασδήποτε ιδιοκτησίας καθορίζονται ρητά ως λόγοι για τους οποίους μπορεί να επιβληθούν βάσει νόμου περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας.

 

Στην παρούσα περίπτωση οι περιορισμοί επιβλήθηκαν χάριν της πολεοδομίας και σε σχέση με την ανάπτυξη και χρησιμοποίηση ακίνητης ιδιοκτησίας βάσει των εξουσιών οι οποίες παρέχονται από το Ν.90/1972.

 

Στέρηση ιδιοκτησίας συντελείται μόνο με την απαλλοτρίωση (΄Αρθρο 23.4 του Συντάγματος) η οποία προϋποθέτει αποζημίωση του ιδιοκτήτη πριν την αποξένωση της περιουσίας του.

 

Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας δεν προϋποθέτουν την εκ των προτέρων αποζημίωση του ιδιοκτήτη για ζημιά την οποία ενδεχομένως θα υποστεί ως αποτέλεσμα της επιβολής τους.  Αποζημίωση για ουσιαστική μείωση της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας, εξ αιτίας περιορισμών στη χρήση της, καθορίζεται σε περίπτωση διαφωνίας από αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο.

 

Το βάσιμο των περιορισμών στη χρήση ακινήτου κρίνεται με αναφορά και σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους επιβάλλονται και τη φύση της ιδιοκτησίας η οποία επηρεάζεται.  Η προσδοκία επενδυτών για την αποκόμιση κέρδους από τις επενδύσεις γης δεν περιορίζει, ούτε αμβλύνει τις εξουσίες του κράτους για επιβολή περιορισμών (Δημητριάδη κ.α. ν.  Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, 101).

 

Ζημιά η οποία ενδεχομένως προκαλείται ως αποτέλεσμα περιορισμών στη χρήση γης, εκτός αν απολήγει σε στέρηση ιδιοκτησίας, δεν διερευνάται στο πλαίσιο της αναθεώρησης της εγκυρότητας της διοικητικής πράξης η οποία προσβάλλεται (Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α., ανωτέρω).

 

Όπως επίσης αποφασίστηκε στην απόφαση Δημητριάδη, οι περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση της ιδιοκτησίας όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή.  Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή γενικότερα δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.  Τονίστηκε μάλιστα ότι η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του κράτους.

 

Παραπέμπω στο απόσπασμα από την απόφαση Δημητριάδη, ανωτέρω, στις σελ. 102 και 103 οι οποίες εικονογραφούν τη φιλοσοφία επί της οικοδομικής ανάπτυξης:

 

«Όροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας, που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση.

 

Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας απολήγουν σε στέρησή της, μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή - (βλ. Κυριακοπούλου - «Διοικητικό Ελληνικό Δίκαιο», Τόμος Γ΄, σελ. 366 και 368.  Π.Δ. Δαγτόγλου - «Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα Β΄», σελ. 907, 936, 937, 938Lanitis E.C. Estates Ltd. και ΄Αλλοι ν. Δημοκρατίας και ΄Αλλου (Υπόθεση Αρ. 108/88, κ.ά. - 21/12/1989)).

 

Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς, ή γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.

 

Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους.  Η οικοδομική ανάπτυξη είναι αλληλένδετη με τον πολεοδομικό σχεδιασμό.  Στη Simonis and Another v. Imp. Board Latsia (1984) 3 C.L.R. 109, κρίθηκε ότι η χρήση γης για οικοδομικούς σκοπούς, και, γενικά, η οικοδομική ανάπτυξη αποτελεί κοινοτική υπόθεση, υποκείμενη στο πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής στην οποία ευρίσκεται.  Η απόφαση στη Simonis υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ορθή έκφραση του δικαίου στις υποθέσεις Lanitis E.C. Estates Ltd. και ΄Αλλοι ν. Δημοκρατίας και ΄Αλλου (ανωτέρω), και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και ΄Αλλοι ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση Αρ. 63/82, κ.ά. - 5/4/1990).

 

Οι όροι οικοδομικής ανάπτυξης μιας περιοχής, που τίθενται με την ένταξή της σε πολεοδομική ζώνη, επάγονται, κατά κανόνα, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, περιορισμό της χρήσης και όχι στέρηση ιδιοκτησίας - (βλ.  Tryphonos and Others v. Nicosia Municipality (1988) 3 C.L.R. 901. Μιχαήλ Κωνσταντινίδης και ΄Αλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Στροβόλου και ΄Αλλων, (Υποθέσεις Αρ. 216/86, 220/86, 222/86, 224/86 και 225/86  - 30/4/1990)).

 

Οι πολεοδομικές ζώνες προδιαγράφουν τους όρους ανάπτυξης της περιοχής.  Δεν αποστερούν τους ιδιοκτήτες του δικαιώματος χρήσης της ιδιοκτησίας τους στην κατάσταση στην οποία ευρίσκεται, ή, γενικότερα,  της χρήσης της για τους σκοπούς για τους οποίους την προοιωνίζει η φυσική της κατάσταση.

 

Η επιβολή ζωνών συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη.  Αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο».

 

Μάλιστα καθιερώθηκε από τη νομολογία ότι γενικά η οικοδομική ανάπτυξη αποτελεί κοινοτική υπόθεση υποκείμενη στο πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής στην οποία βρίσκεται (Simonis and Another v. Imp. Board of Latsia (1984) 3 C.L.R. 109).

 

Στην παρούσα περίπτωση η ανάπτυξη του ακινήτου των αιτητών υπόκειται στο τροποποιημένο Τοπικό Σχέδιο Λάρνακας, όπως αυτό δημοσιεύτηκε με τη Γνωστοποίηση υπ΄ αρ. 1044, ημερ. 27.10.2006.  Όπως καθορίζεται στο άρθρο 11(1), (2) και (3) του Νόμου, το Τοπικό Σχέδιο αφορά το γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό και στο πλαίσιο αυτό παρέχει τις ενδείξεις και τις κατευθύνσεις για την πολεοδομική ανάπτυξη και τη χωροθέτηση έργων δημόσιας ωφέλειας όπως καθορισμού περιοχών προστασίας της φύσης.  Όπως συμβαίνει και στην περίπτωσή μας για την προστασία των αλυκών Λάρνακας από κάθε είδους ανεπιθύμητη ανάπτυξη.  Ο συντελεστής δόμησης των αναπτύξεων στις περιοχές αυτές, σύμφωνα με το Τοπικό Σχέδιο Λάρνακας, είναι χαμηλός, τόσο για τα ιδιωτικά, όσο και για τα κρατικά τεμάχια γης.

 

Από το διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι δεν πρόκειται περί οικοπέδου, στην περίπτωση του οποίου προοιωνίζεται χρήση για οικοδομικούς σκοπούς (Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α., ανωτέρω).

 

Όπως έχει επίσης νομολογηθεί η διαπίστωση της ανάγκης για επιβολή περιορισμών στη χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας και η επιλογή των μέσων για την προαγωγή των πολεοδομικών στόχων ανάγονται στην κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και είναι ουσιαστικά δικαστικά ανέλεγκτη (Δημητριάδη, ανωτέρω, σελ. 104).

 

Εν όψει των πιο πάνω προκύπτει ότι δεν έχουμε πλήρη αποστέρηση της ιδιοκτησίας των αιτητών με τη ζώνη προστασίας Δα2, σύμφωνα με το Τοπικό Σχέδιο Λάρνακας και δεν παρατηρείται παραβίαση του ΄Αρθρου 23 του Συντάγματος, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν περαιτέρω ότι έχουν παραβιαστεί οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης (άρθρα 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99).  Οι αιτητές απέφυγαν να αναπτύξουν περαιτέρω επιχειρηματολογία, περιοριζόμενοι στον ισχυρισμό ότι οι καθ΄ ων η αίτηση θα έπρεπε να προχωρήσουν σε απαλλοτρίωση του ακινήτου, μια και στην ουσία πρόκειται για εξουδετέρωση του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους.

 

Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί.  Όπως σημειώνεται  και πάλιν στην υπόθεση Δημητριάδη (ανωτέρω), οι αρχές του διοικητικού δικαίου που επιβάλλουν την επίδειξη καλής πίστης εκ μέρους του κράτους στις σχέσεις του με τους πολίτες, δεν μπορούν να παρεμβάλλουν κωλύματα στην αναμόρφωση των πολεοδομικών ρυθμίσεων μιας περιοχής, γιατί αυτό παραγνωρίζει την κυριαρχία του κράτους στον καθορισμό του πολεοδομικού καθεστώτος και των συνθηκών ανάπτυξης κάθε περιοχής της Δημοκρατίας.  Η ανάγκη για την επιβολή περιορισμών είναι ανάλογη με τα εκάστοτε δεδομένα, κοινωνικά και επιστημονικά και τη συλλογική βούληση για τον πολεοδομικό σχεδιασμό.  Η υφιστάμενη χρήση γης δεν παρέχει το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες γης για τη μη μεταβολή της.  Η προσδοκία  επενδυτών για την αποκόμιση κέρδους από επενδύσεις στη γη δεν περιορίζει, ούτε αμβλύνει τις εξουσίες του κράτους να επιβάλλει περιορισμούς.  Η εξουσία για την επιβολή περιορισμών πηγάζει από το Σύνταγμα και ρυθμίζεται από το νόμο η δε άσκησή της εναποτίθεται στους εκάστοτε φορείς της κρατικής εξουσίας.

 

Ακολουθεί ο ισχυρισμός ότι οι καθ΄ ων η αίτηση με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης παραβίασαν την αρχή της ίσης μεταχείρισης κατά παράβαση του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος και του άρθρου 38 του Ν.158(Ι)/99.  Οι αιτητές ομολογουμένως με πολύ γενικό τρόπο, παραπέμπουν με αόριστο τρόπο σε γειτονικά τεμάχια με τα ίδια φυσικά χαρακτηριστικά, τα οποία, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς τους, κηρύχθηκαν απαλλοτριωτέα ή εντάχθηκαν σε ζώνη στην οποία επιτρέπεται ανάπτυξη.  Γίνεται απλή αναφορά σε τεμάχιο μέρος του οποίου απαλλοτριώθηκε, ενώ το υπόλοιπο εντάχθηκε στη ζώνη προστασίας Δα2, αλλά και γενικά σε όμορα ακίνητα τα οποία παρέμειναν στη γεωργική ζώνη Γα4 και άλλα τα οποία εντάχθηκαν στη ζώνη ανάπτυξης Τ3β, σε αντίθεση με τα δικά τους τεμάχια.

 

Και αυτός ο ισχυρισμός των αιτητών θα πρέπει να απορριφθεί.  Εκτός του ότι έγινε κατά γενικό και αόριστο τρόπο, δεν θεμελιώνεται παραβίαση του τεκμηρίου της συνταγματικότητας και της νομιμότητας της πράξης.

 

Θέματα συνταγματικότητας πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς και στη συνέχεια να εξετάζονται στο πλαίσιο των επιχειρημάτων που το στοιχειοθετούν (Κούρτης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 408, 419).  Στην  παρούσα υπόθεση, εκτός του ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί είναι γενικοί και αόριστοι θα πρέπει να προστεθεί ότι στις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας, υπάρχουν εκτεταμένες ρυθμίσεις αναφορικά με την Αλυκή.  Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην πρόνοια 13.7 ότι οι παρυφές του συστήματος των αλυκών Λάρνακας θα πρέπει να προστατευθούν από κάθε είδους ανεπιθύμητη ανάπτυξη, ώστε να διατηρηθεί η οικολογική τους ισορροπία.  Ο συντελεστής δόμησης των αναπτύξεων στις περιοχές αυτές δεν θα υπερβαίνει το 0,01, τόσο για τα ιδιωτικά, όσο και για τα κρατικά τεμάχια γης, ανεξαρτήτως των Γενικών Προνοιών Πολιτικής.

 

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι η διοίκηση δεν προέβη σε ανεπίτρεπτη ατομική ρύθμιση, αφού το σκεπτικό που οδήγησε στις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας για τη συγκεκριμένη περιοχή, αναφερόταν στη γενική κατάσταση της περιοχής που βρίσκονται τα ακίνητα των αιτητών, με βασικό γνώμονα τη διατήρηση του χαρακτήρα του πολύτιμου υγροβιότοπου, από τους δύο που διαθέτει η Κύπρος, που παρουσιάζουν διεθνές ενδιαφέρον, λόγω της μεγάλης οικολογικής τους αξίας.

 

Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην παρούσα περίπτωση ο ισχυρισμός για άνιση μεταχείριση, δεν αναφέρεται στις ρυθμίσεις της Κ.Δ.Π., όπως αυτές καθορίζονται στο Τοπικό Σχέδιο, αλλά στην εφαρμογή τους, κάτι που δεν αποτελεί το μέτρο κρίσης των κανονισμών και κατ΄ επέκταση του Τοπικού Σχεδίου.  Με άλλα λόγια δεν μπορούν να εξεταστούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες άλλα ακίνητα δεν εντάχθηκαν στη ζώνη Δα3.  Εν πάση περιπτώσει, δεν  υπάρχει αρκετή μαρτυρία ότι κάτι τέτοιο, αν συνέβη, έγινε παράνομα.  Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι ακόμα κι΄ αν τεμάχια άλλων ιδιοκτητών έτυχαν παράνομα, διαφορετικής αντιμετώπισης, είναι γνωστό ότι η παρανομία δεν παράγει δικαιώματα και συνεπώς δεν θα μπορούσε κάτι τέτοιο να αποτελέσει τη βάση για διεκδίκηση εκ μέρους των αιτητών.  Δεν εξετάζονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες χορηγήθηκε κάποια άδεια ανάπτυξης σε τρίτο.  Ακόμα κι΄ αν υποτεθεί ότι οι αρχές παράνομα εξουσιοδότησαν κάποια ανάπτυξη, η θεραπεία έγκειται στην καταστολή της παρανομίας και όχι στην επέκτασή της χάριν της ισότητας.  Αποτελεί αξίωμα του δικαίου ότι η παρανομία δεν συνθέτει μέτρο για ίση μεταχείριση.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν τέλος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κάτω από έλλειψη δέουσας έρευνας και είναι αναιτιολόγητη.  Και πάλι ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας είναι πολύ γενικός και συνίσταται στο ότι οι καθ΄ ων η αίτηση, κατ΄ ισχυρισμόν, παρέβηκαν πλήρως και ουσιαστικά την εκ του νόμου υποχρέωσή τους για διεξαγωγή δέουσας έρευνας αναφορικά με όλα τα γεγονότα της υπόθεσης κατά παράβαση του άρθρου 45 του Ν.158(Ι)/99.  Υποστηρίζουν ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να προβούν σε δέουσα έρευνα επί των αιτιάσεών τους για άνιση μεταχείριση σε σχέση με τη μεταχείριση που έτυχαν γειτονικά ακίνητα.

 

Ο πιο πάνω ισχυρισμός επίσης θα πρέπει να απορριφθεί με απλή αναφορά σε όσα λέχθηκαν πιο πάνω για τους ισχυρισμούς περί άνισης μεταχείρισης.  Όπως έχει κατ΄ επανάλειψη νομολογηθεί, το κατά πόσο έρευνα είναι επαρκής εξαρτάται από τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης και εναπόκειται στη διοίκηση να καταλήξει στον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο εκπλήρωσης της πιο πάνω υποχρέωσής της σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων αποτελεί καθήκον του αρμόδιου οργάνου.

 

΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό για έλλειψη αιτιολογίας, ισχυρισμός ο οποίος επίσης τίθεται κατά γενικό τρόπο, αρκεί να λεχθεί ότι είναι επίσης απορριπτέος.  Καθοριστικός είναι ο ίδιος ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος  του 1972, Ν.90/72, ο οποίος δεν απαιτεί όπως το διάταγμα γνωστοποίησης ή οριστικοποίησης του Τοπικού Σχεδίου είναι αιτιολογημένο ως προς το κάθε επηρεαζόμενο ακίνητο.  Περαιτέρω, όπως είναι γνωστό, η παρεχόμενη αιτιολογία δεν είναι απαραίτητο να περιέχεται στο ίδιο το διάταγμα, αλλά μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.  Το ουσιαστικό υπόβαθρο της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με την επίδικη ιδιοκτησία προκύπτει από το συνδυασμό των ειδικών προνοιών 13.6 και 13.7 του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας και σύνισταται στη μεγάλη λεπτομέρεια αναφοράς στους λόγους που οι αλυκές, καθώς και οι άμεσα περιβάλλουσες περιοχές θα πρέπει να διατηρηθούν γιατί αποτελούν μοναδικό εθνικό, περιβαλλοντικό και οικολογικό πλούτο.  Δεν χρειάζεται, προφανώς, περισσότερη αιτιολογία, ούτε και περισσότερες εξηγήσεις.

 

Εν πάση περιπτώσει τις ενστάσεις επί του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας που αφορούσαν το Δήμο Λάρνακας, μελέτησε η Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων στην οποία συμμετείχαν ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ο οκείος ΄Επαρχος και εκπρόσωπος της Τοπικής Αρχής, όργανα που ως εκ της θέσης τους ήταν σε θέση να εκφέρουν άποψη επί των εξεταζομένων θεμάτων.  Η απόφαση της Επιτροπής επί της ένστασης των αιτητών είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Καταλήγοντας διαπιστώνω ότι οι περιορισμοί στην ιδιοκτησία των αιτητών επιβλήθηκαν σύμφωνα με το ΄Αρθρο 23.3 του Συντάγματος για σκοπούς πολεοδομίας και την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας η οποία είναι η διατήρηση του μοναδικού εθνικού περιβαλλοντικού και οικολογικού πλούτου των υγροβιότοπων των αλυκών Λάρνακας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.400 έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΔ          


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο