ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Υποθ. Αρ.1489/2008)

 

6 Mαϊου, 2010

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

1.     HUSSEIN ALI ASSAF

2.    AMIR ALI ASSAF ανηλίκου δια του πατρός και κηδεμόνα του Hussein Ali Assaf

3.    MOHAMADMAHDI ASSAF ανηλίκου δια του πατρός και κηδεμόνα του Hussein Ali Assaf

                                                            Αιτητών,

-και -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1.     Υπουργικού Συμβουλίου

2.    Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

A.Σ.Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Λ.Χριστοδουλίδου, (κα.) - Αν.δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:    Οι αιτητές αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 8.7.2008, με την οποία ακυρώθηκαν τα πιστοποιητικά εγγραφής των ως κυπρίων πολιτών, με συνακόλουθο τη διαγραφή τους από το αρχείο πληθυσμού του κράτους και την ακύρωση των κυπριακών τους διαβατηρίων.

 

Θα πρέπει να καταγραφούν σε κάποια έκταση τα γεγονότα που συνθέτουν την προσφυγή αυτή, γιατί έχουν τη δική τους διάσταση στο πλέγμα της αμφισβήτησης της ορθότητας της πιο πάνω απόφαση των καθ΄ων η αίτηση.

 

Ο αιτητής αρ.1 κατάγεται από το Λίβανο.  Αφίχθηκε στην Κύπρο το 1992. Δημιούργησε μια υπεράκτια εταιρεία και για τα σκοπό αυτό του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 22.5.1994. Με οδηγίες του Λειτουργού Μετανάστευσης διεξήχθηκε, από τον υπεύθυνο κλιμακίου αλλοδαπών, έρευνα και διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία, που είχε εγγράψει ο αιτητής αρ.1, ουδέποτε δραστηριοποιήθηκε και ότι ο λόγος για τον οποίο τελικώς ενεγράφη ήταν η εξασφάλιση άδειας παραμονής για τον ίδιο.  Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής αρ.1 χρησιμοποιούσε την εταιρεία για να εξασφαλίσει άδεια παραμονής σε αλλοδαπούς, έναντι καταβολής χρημάτων.  Ως αποτέλεσμα της έρευνας, απορρίφθηκε η αίτηση παραμονής του και κλήθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο.  Ο αιτητής αρ.1 όμως παρέλειψε να συμμορφωθεί και εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης.  Τελικώς αναχώρησε από την Κύπρο στις 22.1.1995.

 

Στις 25.5.1995 τέλεσε στο Λίβανο γάμο με τη Ρεβέκκα Αποστολά Γρηγοριάδου, κύπρια υπήκοο, η οποία στις 16.6.1995 υπέβαλε αίτηση για εξασφάλιση θεώρησης εισόδου στον αιτητή αρ.1, η οποία όμως απορρίφθηκε.  Ο αιτητής αρ.1 αφίχθηκε εκ νέου στην Κύπρο στις 22.6.1996 και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 30.10.1999.  Η άδεια παραμονής του ανανεώθηκε μέχρι τις 30.10.2001.

 

Στο μεταξύ ο αιτητής αρ.1, υπέβαλε στις 12.12.2000 αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, ως σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας.  Αφού λήφθηκαν οι απόψεις του επάρχου Λάρνακας, του Αρχηγού Αστυνομίας και του Διοικητή της ΚΥΠ, στις 23.8.2001 η αίτηση του έγινε αποδεκτή.  Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 26.9.01, εκδόθηκε διαζύγιο μεταξύ του αιτητή αρ.1 και της πιο πάνω Ρεβέκκας Γρηγοριάδου.

 

Στις 12.10.2001 ο αιτητής αρ.1 τέλεσε πολιτικό γάμο με την Violet Josef Shayban, η οποία είχε αφιχθεί στην Κύπρο στις 25.6.2000 και της είχε παραχωρηθεί άδεια παραμονής μέχρι 9.7.2000.  Στις 16.10.2000 η εν λόγω αλλοδαπή γέννησε τον αιτητή αρ. 2, τον οποίο, σε μεταγενέστερο στάδιο, ο αιτητής αρ.1 αναγνώρισε ως τέκνο του.  Ο αιτητής αρ.2 είχε εγγραφεί στις 27.2.2002 ως κύπριος πολίτης κατόπιν αναγνώρισης του ως τέκνο του αιτητή αρ.1.  Στις 23.12.2001 γεννήθηκε ο αιτητής αρ.3.

 

Στις 20.6.2006 ο Υπουργός Εσωτερικών, παρουσίασε πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο, με την οποία ζητούσε έγκριση για έκδοση διαταγμάτων με τα οποία θα στερούντο οι αιτητές της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας.  Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 13.7.2006 ενέκρινε την έκδοση των σχετικών διαταγμάτων.  Ο αιτητής αρ.1 ενημερώθηκε με επιστολή ημερ. 11.8.2006.  Στην εν λόγω επιστολή επισημαίνεται ότι ο λόγος στέρησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, ήταν το γεγονός ότι η εγγραφή του είχε αποκτηθεί με δόλο και ψευδείς παραστάσεις, καθότι, απέκρυψε το γεγονός ότι διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις με την νυν σύζυγο του, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, το ένα, ενώ ήταν ακόμη παντρεμένος με την ελληνοκύπρια σύζυγο του.  Επίσης ότι δεν εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον η συνέχιση να είναι πολίτης της Δημοκρατίας.

 

Την 1.9.2006 ο αιτητής αρ.1, μέσω του δικηγόρου του, υπέβαλε αίτημα για διορισμό Επιτροπής ΄Ερευνας σχετικά με το θέμα της στέρησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας.  Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφαση του ημερ. 3.1.2007, αποφάσισε το διορισμό τέτοιας Επιτροπής.

 

Η Επιτροπή ΄Ερευνας αφού άκουσε τον αιτητή αρ.1, τη σύζυγο του και αριθμό άλλων μαρτύρων, σε έκθεση της ημερ. 7.9.2007 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν ορθή και ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν υπερέβη τις εξουσίες του.  Σημείωσε δε ότι η απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον αιτητή αρ.1, ήταν το αποτέλεσμα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και δόλιων ενεργειών του παρουσιάζοντας ένα υπό διάλυση γάμο, ως υγιή.  Η έκθεση υποβλήθηκε στη συνέχεια στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο σε συνεδρία του ημερ. 3.1.2008 αποφάσισε όπως εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί στην έκδοση των διαταγμάτων στέρησης της υπηκοότητας.  Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 8.7.2008 ο Υπουργός Εσωτερικών προέβη στην έκδοση διατάγματος για στέρηση της υπηκοότητας των αιτητών.  Ακολούθως Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ζήτησε με επιστολή ημερ. 16.7.2008 από τον αιτητή αρ. 1 όπως παραδώσει τα ακόλουθα έγγραφα:

 

Πιστοποιητικό εγγραφής του ως κύπριου πολίτη.

Πιστοποιητικό εγγραφής του αιτητή αρ.2 ως κύπριου πολίτη.

Το κυπριακό διαβατήριο του και την κυπριακή ταυτότητα του.

Το κυπριακό διαβατήριο των αιτητών αρ.2 και 3.

 

Στις 19.9.2008 το πιο πάνω τμήμα διέγραψε, από τα αρχεία πολιτών, τους αιτητές.

 

Προβλήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση προδικαστική ένσταση, ότι η απόφαση δεν ήταν εκτελεστή πράξη αλλά, Κυβερνητική Πράξη, και επομένως ως τέτοια δεν θα μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή.  Ισχυρίζονται ότι η εξουσία που έχει το Υπουργικό Συμβούλιο, για αφαίρεση της υπηκοότητας, σχετίζεται με θέμα εξωτερικών υποθέσεων, αφού αφορά το καθεστώς αλλοδαπού.  Ισχυρίζονται ότι σύμφωνα με το άρθρο 54 του Συντάγματος, η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου, ασκούμενη εκτελεστική εξουσία, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις εξωτερικές υποθέσεις, για τις οποίες γίνεται μνεία στο ΄Αρθρο 50.  Το ΄Αρθρο 50(Ι)(Α)(ε) προνοεί ότι: 

«εξωτερικές υποθέσεις  περιλαμβάνουν και την εγκατάστασιν, το καθεστώς και τα συμφέροντα αλλοδαπών εν τη Δημοκρατία.»

 

Για τους λόγους που παραθέτω πιο κάτω κρίνω ότι η προδικαστική ένσταση δε ευσταθεί. Το άρθρο 113 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), προσδίδει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει διάταγμα στέρησης της ιδιότητας του κύπριου πολίτη, σε άτομα που κατέστησαν πολίτες, δυνάμει εγγραφής ή πολιτογράφησης.

 

Θεωρώ περαιτέρω, ότι η εν λόγω απόφαση, δεν εμπίπτει στο ΄Αρθρο 50 του Συντάγματος και κατά συνέπεια δεν πρόκειται περί κυβερνητικής πράξης, μη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο.  Δεν συμφωνώ με την εισήγηση, ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι πράξη αφορώσα τις εξωτερικές υποθέσεις της Δημοκρατίας, καθότι ο αιτητής, δεν θεωρήθηκε αλλοδαπός, αλλά κύπριος πολίτης.  Εν πάση περιπτώσει η στέρηση της υπηκοότητας δεν επηρεάζει οποιεσδήποτε διπλωματικές ή άλλες διεθνείς σχέσεις της Δημοκρατίας.  Αντίθετα, η απόφαση του Υπουργικού εμπίπτει στη διοικητική του λειτουργία. 

 

Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία, δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί αν συγκεκριμένη πράξη είναι κυβερνητική ή όχι.  Στην υπόθεση Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352, έχει υποδειχθεί ότι:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί ο κυβερνητικός χαρακτήρας συγκεκριμένης πράξης.  Όπως και το Γαλλικό και Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας, έτσι και το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις όπου εξετάστηκε το ζήτημα, ακολουθεί την πρακτική μέθοδο της απαρίθμησης σύμφωνα με την οποία κυβερνητικές πράξεις είναι μόνο εκείνες οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο, όπως διαμορφώνεται σταδιακά με τη νομολογία.

 

Όπως διαφαίνεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Διακστηρίου ως κυβερνητικές πράξεις θεωρούνται η απόφαση για απονομή ή άρνηση χάριτος (Demetriou v. The Republic 3 RSCC 121), o κατά το Σύνταγμα διορισμός του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Louca v. The President of the Republic (1983) 3 C.L.R. 683), o διορισμός του Αρχηγού ή Υπαρχηγού της Αστυνομίας (Stokkos v. The Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1411), και η άρνηση και/ή παράλειψη εξέτασης και ικανοποίησης αιτήματος για απομάκρυνση πρεσβείας από ορισμένο δρόμο (Ελένη Παντελάκη Λοϊζου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2643).  Δεν υπόκειται, επίσης, σε δικαστικό έλεγχο ο διορισμός Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Level Tachexcavans Ltd (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1075).  Αντίθετα, όπως κρίθηκε στην Karaliota v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2053, η άρνηση χορήγησης άδειας εισόδου αλλοδαπού στη Δημοκρατία δεν συνιστά κυβερνητική πράξη.  Στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε και τονίστηκε η σύγχρονη τάση της νομολογίας του διοικητικού δικαίου για περιορισμό των κυβερνητικών πράξεων.»

 

Επίσης όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Τσάτσου «Αίτηση Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» στη σελίδα 175 «δεν είναι κυβερνητική πράξη, πράξη η οποία αφορά σε ζητήματα ιθαγενείας η οποία δεν θίγει διεθνείς σχέσεις». Συνακόλουθα η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Προβάλλονται ως λόγοι ακυρώσεως η έλλειψη δέουσας έρευνας και κατ΄επέκταση, πλάνης καθώς και έλλειψη αιτιολογίας.  Ισχυρίζονται οι αιτητές ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε ενώπιον του, όταν ελάμβανε την επίδικη  απόφαση του, όλα τα δεδομένα.

 

Η απόφαση για στέρηση της υπηκοότητας ουσιαστικά είναι ανάκληση της προηγούμενης πράξης χορήγησης της υπηκοότητας. Το άρθρο 113 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (141(Ι)/02) αναφέρει ότι:

 

(1)               «Πολίτης της Δημοκρατίας ο όποιος είναι πολίτης σύμφωνα με εγγραφή ή είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, παύει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας εάν στερηθεί της ιδιότητας του πολίτη με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

(2)               Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με διάταγμα να στερήσει οποιοδήποτε τέτοιο πολίτη από την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας εάν ικανοποιηθεί ότι η εγγραφή ή το πιστοποιητικό πολιτογράφησης αποκτήθηκε με δόλο, ψευδείς παραστάσεις ή απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιώδους γεγονότος.

(3)               .......

(4)               ......

(5)               Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αποστερεί οποιοδήποτε πρόσωπο από την ιδιότητα του ως πολίτη σύμφωνα με το άρθρο αυτό εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι δε συντελεί στο δημόσιο συμφέρον όπως το πρόσωπο αυτό εξακολουθήσει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας.»

 

Με βάση τις πρόνοιες του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 (Ν.158(Ι)/99), κάτω από το γενικό τίτλο «(Μέρος Χ) Αρχές της Χρηστής Διοίκησης» παρατίθεται το άρθρο 54 που προσδίδει στη διοίκηση τη δυνατότητα ανάκλησης διοικητικών πράξεων.  Το εδάφιο (6) του άρθρου 54 αναφέρει:

 

«(6)   Οι πιο πάνω γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν, όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο.»

 

Όπως συναφώς προκύπτει από την πιο πάνω ρύθμιση, εφόσον η ανάκληση, δηλαδή η στέρηση της υπηκοότητας, ρυθμίζεται από το άρθρο 113 του Νόμου 141(Ι)/02 δε τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές περί ανακλήσεως, όπως απαριθμούνται στο άρθρο 54 του Ν.158(Ι)/99.

 

Τίθενται συνεπώς προς εξέταση τα πιο κάτω ερωτήματα.  Είχε προβεί το Υπουργικό Συμβούλιο στη δέουσα έρευνα με στόχο την τεκμηρίωση, ότι η πολιτογράφηση του αιτητή αρ.1, ήταν το αποτέλεσμα δόλου, ψευδών παραστάσεων ή απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων;  Περαιτέρω, εξετάστηκε αν και κατά πόσο ήταν προς το δημόσιο συμφέρον η τοιαύτη ανάκληση και πηγάζει το συναφές ερώτημα ήταν η εν λόγω απόφαση δεόντως αιτιολογημένη;

 

΄Εχοντας κατά νου τα γεγονότα, όπως αναλύθηκαν πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι ο αιτητής αρ.1, τόσο κατά το στάδιο υποβολής της αίτησης για πολιτογράφηση, όσο και κατά το στάδιο της χορήγησης της κυπριακής υπηκοότητας, διατηρούσε δεσμό με τη νυν σύζυγο του με την οποία, την επίδικη περίοδο, απέκτησε και παιδί. 

 

Τα πιο πάνω οδηγούν στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο αιτητής αρ.1 δεν συζούσε αρμονικά με τη κύπρια σύζυγο του, υπόβαθρο της δυνατότητας υποβολής αίτησης για πολιτογράφηση και της συναφούς θέσης του αιτητή.  Εκπίπτοντας του δεδομένου αυτού, ο αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας.  Η ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος στο οποίο κατέληξαν οι καθ΄ων η αίτηση, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι αμέσως μετά την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας από τον αιτητή αρ.1, ο τελευταίος εξασφάλισε διαζύγιο από τη κύπρια σύζυγο του.  Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι Υπουργικό Συμβούλιο είχε προβεί στην αναγκαία έρευνα και η κατάληξη του ότι η απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας από τον αιτητή αρ.1, ήταν απόρροια δόλιων ενεργειών και απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από τον ίδιο.  (αριθ.113 Ν.141(3)/2002)  Καταλήγω συνεπώς στο εύρημα ότι η χορήγηση της υπηκοότητας δεν ήταν νόμιμη και μπορούσε να ανακληθεί. 

 

To επόμενο συναφές ερώτημα που τίθεται είναι αρκετή η διαπίστωση ύπαρξης δόλου και ψευδών παραστάσεων, για να ολοκληρωθεί η εξέταση της ορθότητας της ενέργειας του Υπουργικού Συμβουλίου;  Απαιτείται περαιτέρω  εξέταση που άπτεται της υποχρέωσης εντοπισμού στοιχείων που να δικαιολογούν τη συγκεκριμένη απόφαση της στέρησης της υπηκοότητας, κρινόμενη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

 

Η Επιτροπή ΄Ερευνας που συστάθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (ημερ. 3.1.2007), στην έκθεση της ημερ. 7.9.2007 και συγκεκριμένα στην παράγραφο 61 (Ανακεφαλαίωση Ευρημάτων) αναφέρει ότι:

 

«Σχετικά με το σκέλος της απόφασης που αναφέρεται μη έκδοση διατάγματος για λόγους δημοσίου συμφέροντος, το Υπουργικό Συμβούλιο ενόψει τω νέων στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της επιτροπής, θα πρέπει να αξιολογήσει τη συνεργασία του αιτητή με τις Αρχές και να αποφασίσει κατά πόσο η συνεργασία αυτή είναι του είδους και βαθμού που τυχόν απώλεια της θα δημιουργούσε δυσαναπλήρωτο κενό που δεν θα συνέβαλε για το δημόσιο συμφέρον η στέρηση της κυπριακής ιθαγένειας από τον αιτητή.»

 

Επίσης στην έκθεση στην παράγραφο 64 αναφέρεται ότι:

 

«Αν όμως η απόφαση είναι να προχωρήσει στην ακύρωση της εγγραφής κρίνοντας ότι δεν συμβάλλει στο δημόσιο συμφέρον η συνέχιση της συνεργασίας του αιτητή με τις Αρχές, τότε η πληροφόρηση θα πρέπει να είναι πιο εκτενής, είτε με την επίδοση της ΄Εκθεσης της Επιτροπής είτε με διατύπωση των τελικών συμπερασμάτων της Επιτροπής (Παράγραφος 63)».

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο στην απόφαση του ημερ 3.1.2008 όμως, δεν αναφέρει οτιδήποτε που να υποδηλοί ότι έστρεψε την προσοχή του προς την κατεύθυνση του δημοσίου συμφέροντος.  Επί του σημείου αναφέρεται:

 

«Η επιτροπή δεν εντόπισε οποιοδήποτε στοιχείο που να καθιστά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου παράλογη ή να λήφθηκε κατόπιν πλάνης περί τα γεγονότα και δεν διαπίστωσε οτιδήποτε που να δεικνύει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο υπερέβη τις εξουσίες του κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.»

 

Στη συνέχεια προχώρησε και επιβεβαίωσε την αρχική του απόφαση.

Ούτε όμως στην αρχική του απόφαση το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 13.7.2006 γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο δημόσιο συμφέρον.  Απλώς υιοθέτησε την πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, στην οποία αναφέρεται «ούτε είναι προς το δημόσιο συμφέρον η διατήρηση της υπηκοότητας από αυτόν, το αντίθετο αποτελεί κακό παράδειγμα για πολλούς άλλους που επιδιώκουν τη νομιμοποίηση τους πρώτα και την απόκτηση της υπηκοότητας στη συνέχεια χρησιμοποιώντας τέτοιες μεθόδους».

 

Επιβαλλόταν όπως το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάσει κατά πόσο δεν συντελεί στο δημόσιο συμφέρον η διατήρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τους αιτητές, πάντοτε με βάση τα ενώπιον του στοιχεία και να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους έκλινε προς την κατεύθυνση της στέρησης της υπηκοότητας, όπως επιβάλλει η παρα.(5) του άρθρου 113 του Ν.141(Ι)/2002.  Δεν προκύπτει από πουθενά ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έστρεψε την προσοχή του σ΄αυτή τη πτυχή.  Δεν αναφέρεται στην απόφαση, το θέμα του δημόσιου συμφέροντος, ούτε και στο διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών γίνεται οποιαδήποτε μνεία σε αυτό.  Είναι νομολογημένο ότι απλή επίκληση δημοσίου συμφέροντος δε αποτελεί αιτιολογία, εκτός εάν, συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά.

 

Στην υπόθεση Αντέννα T.V. Λτδ ν. Δημοκρατίας (2002) 3Α.Α.Δ. 747, αναφέρεται:

«Η ανακλητική απόφαση θα πρέπει να εξειδικεύει επαρκώς τη σύγκρουση της ανακαλούμενης πράξης με το δημόσιο συμφέρον (Στεφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367).

 

Απλή επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος ως προϋπόθεση της ανάκλησης νόμιμης πράξης δεν αρκεί. Το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά έτσι που να αποκαλύπτεται ο συλλογισμός και να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος (Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221). Θα πρέπει μάλιστα να δίδεται και ειδική αιτιολογία (G.D.L. Construction Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1433).

 

Αιτιολόγηση σημαίνει ότι η ανάκληση θα πρέπει να περιέχει συγκεκριμένα και λεπτομερώς τα περιστατικά που συγκροτούν την κατά νόμο έννοια του επικαλούμενου δημόσιου συμφέροντος που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της ανάκλησης (ΣτΕ 2413/71, 3065/77, Ζίττης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 198).

 

Το Δικαστήριο ελέγχοντας τους λόγους δημοσίου συμφέροντος ελέγχει αν τα περιστατικά που επικαλείται η διοίκηση συγκροτούν την έννοια του εκάστοτε κατά νόμο σκοπούμενου συμφέροντος. Ελέγχει περαιτέρω αν η κρίση της διοίκησης περί της συνδρομής των περιστατικών των οποίων γίνεται επίκληση, βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου. Τέλος ελέγχεται κατά πόσον οι επικαλούμενοι λόγοι δημόσιου συμφέροντος προτείνονται για πρώτη φορά κατά την ανάκληση ή είχαν ήδη εκτιμηθεί και ληφθεί υπ' όψιν κατά την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης (Ζίττης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω. Βλέπε ακόμη Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, «Το δημόσιον συμφέρον και η ανάκλησις των διοικητικών πράξεων», Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1979, ΙΙ, σελ. 355 και επ.).

 

 

Βλ.επίσης Τουμαζής ν. Δημοκρατία, (1997) 3 Α.Α.Δ. 408

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Ενόψει της επιτυχίας του λόγου ακυρώσεως δεν θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο η στέρηση του δικαιώματος ενεργεί ατομικά και εάν επηρεάζει την ιδιότητα του πολίτη των αιτητών 2 και 3.

 

Συνακόλουθα η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η ανακλητική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 8.7.2008, παραμερίζεται.  Ποσό €1.700, πλέον ΦΠΑ, εκδικάζεται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.

 

 

                                                             Κ.Παμπαλλής,

                                                                   Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο