ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1398/2007)
31 Μαΐου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΡΕΛΛΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Θ. Κουσπή (κα) για Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Βρ. Χατζηχάννας, Ενδιαφερόμενο Μέρος, εμφανίζεται προσωπικά.
-------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Για τη μόνιμη θέση Επάρχου, Επαρχιακή Διοίκηση, διορίστηκε αντί του αιτητή το ενδιαφερόμενο μέρος από 1.9.07, μετά από σχετική απόφαση ημερ. 28.6.07, με συνέπεια η παρούσα προσφυγή να προσβάλλει ως άκυρη την απόφαση των καθ΄ ων για σειρά λόγων.
Στα πλαίσια της διαδικασίας πλήρωσης της πιο πάνω θέσης, που είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, υποβλήθηκαν 14 αιτήσεις οι οποίες εξετάστηκαν κατά πρώτο λόγο από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή με πρόεδρο αυτής το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε στην Ε.Δ.Υ. σχετική έκθεση, η οποία αναζήτησε περαιτέρω θέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενόψει ορισμένων παρατηρήσεων της. Μετά την υποβολή και συμπληρωματικής έκθεσης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να καλέσει προς προφορική εξέταση όλους τους υποψήφιους που είχαν συσταθεί από αυτή, καθώς και τους Χαράλαμπο Ηλιάδη και Βραχίμη Χατζηχάννα, ενδιαφερόμενο μέρος. Κατά την προφορική εξέταση όλων των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. στις 28.6.07, ο παριστάμενος Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, αξιολόγησε τον Γιαννάκη Μαλλουρίδη ως εξαίρετο και τον καταλληλότερο για τη θέση, τον οποίο και σύστησε. Κατ΄ αντίθεση, η ίδια η Ε.Δ.Υ. στη δική της αξιολόγηση αφού έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κατά την προφορική συνέντευξη «σχεδόν εξαίρετος», και ότι υπερείχε γενικά όλων των υπολοίπων υποψηφίων, του προσέφερε σχετικό διορισμό στη θέση του Επάρχου.
Ο αιτητής, γεννηθείς στις 11.8.49, διορίστηκε την 1.5.71 ως Βοηθός Γραφέας, την 1.3.79 ως Διοικητικός Λειτουργός, την 1.12.93 Λειτουργός Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α΄, προήχθη στις 15.12.97 στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και την 1.8.03 προήχθη σε Πρώτο Διοικητικό Λειτουργό. Μετά την αποφοίτηση του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, έλαβε δίπλωμα Πολιτικών Επιστημών από την Πάντειο Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών το 1978, προηγουμένως δε είχε περάσει τις εξετάσεις των Γενικών Διατάξεων, των Δημοσιονομικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών και περί της Κυπριακής Νομοθεσίας.
Το ενδιαφερόμενο μέρος, γεννηθέν στις 22.12.46, διορίστηκε ως Γεωργικός Λειτουργός την 1.12.71, προήχθη σε Γεωργικό Λειτουργό Α΄ στις 15.11.82 και στη θέση του Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού την 1.2.98. Μετά την αποφοίτηση του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, πήρε Δίπλωμα Δενδροκομίας το 1970 από την Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, κατέχει MSc Γεωργικών Εφαρμογών του Πανεπιστημίου του Reading του Ηνωμένου Βασιλείου το 1981, καθώς και Master of Public Administration από το West Virginia University των Η.Π.Α. το 1986. Περαιτέρω, κατέχει το Postgraduate Diploma in Comprehensive Regional Development Planning διάρκειας εννέα μηνών που έλαβε το 1975 από το Settlement Study Center του Ισραήλ, ενώ το 2002 έλαβε το πτυχίο LL.B. (Distance Learning) από το Wolverhampton University του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο με απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ τον Ιούνιο του 2006, αναγνωρίστηκε ως ισότιμο και αντίστοιχο με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στη Νομική. Έχει επίσης περάσει τις Γενικές Διατάξεις και τις Δημοσιονομικές Οδηγίες και Κανονισμούς Αποθηκών.
Πρέπει κατ΄ αρχάς να εξεταστεί η ορθότητα της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να προσθέσει το ενδιαφερόμενο μέρος, καθώς και έτερο πρόσωπο στους ενώπιον της υποψήφιους για συνέντευξη και τελική κρίση παρά το γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν το συμπεριέλαβε. Παρατηρείται ότι η επιφύλαξη του άρθρου 33(8) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, επιτρέπει στην Ε.Δ.Υ. να περιλάβει στον τελικό κατάλογο και υποψηφίους που δεν ήταν στον προκαταρκτικό, εφόσον όμως το πράττει με «αιτιολογημένη απόφαση». Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 16.5.07 (Παράρτημα 9 στην ένσταση), αιτιολόγησε, στην τελευταία σελίδα τη θέση της αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος ότι ο λόγος που αποφάσισε τη συμπερίληψη του στην προφορική εξέταση ενώπιον της, ήταν η υπεροχή των προσόντων αυτού έναντι τριών εκ των τεσσάρων συστημένων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή υποψηφίων, περιλαμβανομένου και του αιτητή, καθώς επίσης και η εκ μέρους του ενδιαφερομένου προσώπου διάθεση του πλεονεκτήματος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, αλλά και η υπεροχή του σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων, πλην του αιτητή.
Όμως όλα αυτά τα δεδομένα ήταν ήδη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία και τα αξιολόγησε δεόντως, χωρίς να συμπεριλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος στους συστηθέντες. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε, πέραν των διαφόρων δεδομένων, υποβάλει τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση στις 15.11.06, κρίνοντας τον μεν αιτητή «εξαίρετο», το δε ενδιαφερόμενο μέρος «πολύ καλό», τρία δηλαδή επίπεδα πιο κάτω από τον αιτητή, στη βάση των εκ των προτέρων αποφασισθέντων χαρακτηριστικών. Ακόμη και μετά τη συμπληρωματική έκθεση που η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε στις 9.5.07 μετά τις δύο περαιτέρω συνεδριάσεις της ημερ. 1.3.07 και 13.4.07 (Παράρτημα 8 στην ένσταση), μετά τις παρατηρήσεις της Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 16.1.07, το ενδιαφερόμενο μέρος και πάλι δεν είχε συμπεριληφθεί, των τεσσάρων αρχικά συστηθέντων παραμενόντων των ιδίων. Παρατηρείται δε ότι η Ε.Δ.Υ. ζητώντας τη συμπληρωματική έκθεση, ουδέν πρόσθετο ή διευκρινιστικό στοιχείο ζήτησε σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος. Έπεται, ότι δεν καταγράφηκε οποιαδήποτε ουσιαστική αιτιολογία. «Αιτιολογία, κατά το άρθρο 33(8), σημαίνει την καταγραφή εκείνου του διαφοροποιητικού στοιχείου ως προς τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το συμβουλευτικό όργανο, εδώ η Συμβουλευτική Επιτροπή, διαφορετικά πρόκειται για απλή προτίμηση.». (Μάριος Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας και Ιωάννης Θασίτης ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1743/07 και 149/08, ημερ. 11.1.2010). Δεν υπάρχει οτιδήποτε στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. να συμπεριλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος στους υποψηφίους, που αναδύεται ως πραγματικά αντικειμενικό δεδομένο που δεν έλαβε υπόψη της η Συμβουλευτική Επιτροπή ή στο οποίο απέδωσε λανθασμένα μειωμένη σημασία. Επομένως, η κρίση της Ε.Δ.Υ. να καλέσει ενώπιον της το ενδιαφερόμενο μέρος περιλαμβάνοντας το στον τελικό κατάλογο, λήφθηκε χωρίς την αναγκαία αιτιολογία.
Βάλλεται επίσης η απόφαση διότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και κατ΄ επέκταση η Ε.Δ.Υ., πεπλανημένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την πρόνοια της παρ. 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας, ενόψει του ότι θεώρησε ότι το απαιτούμενο εκεί προσόν της καλής γνώσης και ικανότητας εφαρμογής της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης νομοθεσίας, των περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσιών και Κανονισμών, των Γενικών Διατάξεων, των Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και των Κανονισμών Αποθηκών, ικανοποιείτο με την προφορική προς τούτο διαπίστωση κατά την εξέταση των υποψηφίων από την ίδια τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ενόψει του γεγονότος ότι είχε ως πρόεδρο το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και άλλους Διευθυντές διαφόρων Τμημάτων, ως μέλη, εξειδικευμένους στο αντικείμενο τους. Η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε ότι μπορούσε να κρίνει κατά τον τρόπο αυτό την ικανοποίηση της ως προς την κατοχή του ως άνω προσόντος για εκείνους τους υποψηφίους που δεν είχαν ήδη υπέρ τους το τεκμήριο της γραπτής εξέτασης του γενικού διοικητικού προσωπικού.
Κατ΄ αρχάς, η ερμηνεία, αλλά και η εφαρμογή ενός σχεδίου υπηρεσίας, καθώς και η έρευνα και η απόφαση περί της κατοχής των απαραίτητων προσόντων από τους υποψηφίους, ανήκει αποκλειστικά στην Ε.Δ.Υ., καθώς και στην προηγούμενη κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το δε Δικαστήριο δεν επεμβαίνει προς αντικατάσταση της κρίσης αυτής, στην απουσία πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση αρμοδιότητας. Με βάση πάγια νομολογία, η ερμηνεία σχεδίου υπηρεσίας εναπόκειται στο διορίζον όργανο (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517 και Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93). Περαιτέρω, έχει καθοριστεί από τη νομολογία μετά από διεξοδική συζήτηση του θέματος στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921 και με αναφορά στη Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852 και Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1082, ότι κατά περίπτωση και χωρίς να δικαιολογούνται απόλυτες θέσεις, εφόσον είναι αναγκαία η έρευνα για τη διαπίστωση της κατοχής ορισμένου προσόντος, είναι επιτρεπτή και η προφορική συνέντευξη. Το είδος της έρευνας το επιλέγει η διοίκηση, «... αλλά ελέγχεται η επιλογή με γνώμονα το κατά πόσο εύλογα αυτή προσφέρεται ως μέθοδος διαπίστωσης του ζητούμενου» (σελ. 926). Και, όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, (σελ. 927), πρέπει να δίνεται «. εξήγηση αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο η Ε.Δ.Υ. διά μέσου της προφορικής εξέτασης, κατέληξε σε δικά της συμπεράσματα αναφορικά με την απαιτούμενη γνώση».
Παρά το ότι η μεθοδολογία της προφορικής εξέτασης ήταν επιτρεπτός τρόπος διάγνωσης της κατοχής του προσόντος της παρ. 3(2), εντούτοις, η Συμβουλευτική Επιτροπή πολύ γενικευμένα και χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε διαπιστώσεις προερχόμενες από συνοδευτικές επεξηγήσεις, είναι που κατέγραψε τη θέση της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το σχετικό προσόν. Υπέβαλε μεν τους υποψηφίους, περιλαμβανομένου και του ενδιαφερομένου μέρους, σε συνέντευξη διάρκειας 30 λεπτών για να διαπιστωθεί η γνώση της «σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας, καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών», αλλά και γενικότερα η προσωπικότητα και η καταλληλότητα τους με βάση τις σχετικές απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, αλλά το μόνο που καταγράφηκε ήταν ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή:
«.. έκρινε, μετά από την προφορική εξέταση των υποψηφίων, ότι και οι τρεις υποψήφιοι που δεν κατείχαν το προσόν της γραπτής εξέτασης .. κατέχουν το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, ήτοι καλή γνώση της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας, καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών, Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών ως επίσης ότι και οι εννέα υποψήφιοι που προσήλθαν στην προφορική εξέταση κατέχουν την ικανότητα εφαρμογής των πιο πάνω Νομοθεσιών/Κανονισμών.»
Τα πιο πάνω ουδόλως ικανοποιούν την ανάγκη για δικαστικό έλεγχο. Ακριβώς σε παρόμοια υπόθεση, η προσπάθεια διερεύνησης της κατοχής του ιδίου προσόντος κατά τον ίδιο τρόπο και με σχεδόν πανομοιότυπη κρίση, ως ανωτέρω, απέληξε στη Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 385/01, ημερ. 28.3.03, (Νικολάου, Δ.), να θεωρείτο πλημμελής ενόψει του ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε εξήγηση για την κατάληξη. Η απόφαση αφορούσε και πάλι τη θέση Επάρχου, η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε τους υποψηφίους σε 30λεπτη προφορική συνέντευξη για τη διαπίστωση του ιδίου προσόντος της παρ. 3(2), κατέγραψε δε με γενικότητα τις εντυπώσεις της περί της ικανοποίησης του κριτηρίου. Υιοθετήθηκε από τον Νικολάου, Δ., το εξής από την Μάριος Καρακόκκινος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 956/01, ημερ. 5.12.02, (Κωνσταντινίδης, Δ.).:
«Έχω την άποψη πως αφού αναφερόμαστε όχι στις υποκειμενικές εκτιμήσεις των μελών του συλλογικού οργάνου σε σχέση με την απόδοση κάποιου υποψηφίου στην προφορική συνέντευξη αλλά σε συγκεκριμένες ουσιώδεις διαπιστώσεις στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας, αυτές πρέπει να συνοδεύονται απαραίτητα με εξήγηση που να επιτρέπει δικαστικό έλεγχο.»
Η πιο πάνω απόφαση δεν έχει εφεσιβληθεί και δεν είναι άσχετη, όπως αναφέρει το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του γραπτή αγόρευση. Είναι η αρχή που αναφέρεται στην υπόθεση που ενέχει σημασία και όχι αν το εδώ ενδιαφερόμενο μέρος ήταν εκεί αιτητής. Πρόσθετα, πρέπει να αναφερθεί και το εξής: Η αιτιολογία που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή ως προς την κατοχή του προσόντος της παρ. 3(2), δεν είναι παρά αναπαραγωγή του ιδίου του προσόντος, έτσι που να διαπιστώνεται ταυτολογία. Η ίδια δε η Ε.Δ.Υ. η οποία είναι το αποφασίζον όργανο, ουδέν περαιτέρω ανέφερε στη δική της κρίση και όπως και στη Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας - ανωτέρω -, ούτε καν έκαμε ρητή αναφορά στο ζήτημα. Διαπιστώνεται, επομένως, πρόσθετος λόγος ακυρότητας λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησης και διερεύνησης των απαιτουμένων προσόντων σ΄ ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις της παρ. 3(2).
Όσον αφορά το ζήτημα της πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης που θεωρείτο πλεονέκτημα, δεν κρίνεται, ως η εισήγηση του αιτητή, αυθαίρετος ο εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθορισμός της περιόδου της κατ΄ ελάχιστον τριών ετών πείρας από υποψήφιους που εργάστηκαν στην Επαρχιακή Διοίκηση ή στο Υπουργείο Εσωτερικών ως διοικητικοί λειτουργοί. Σύμφωνα με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Παράρτημα 6, σελ. 4, η περίοδος αυτή κρίθηκε ικανοποιητική έχοντας υπόψη το μεγάλο φάσμα θεμάτων που χειρίζονται διοικητικοί λειτουργοί που είναι τοποθετημένοι στις επαρχιακές διοικήσεις ή στο Υπουργείο Εσωτερικών. Προστίθεται ότι η περίοδος τριών ετών ευλόγως θεωρήθηκε ως επαρκής χρόνος για να αντληθεί η αναγκαία πείρα ως εκ της συνεχούς ενασχόλησης με το αντικείμενο, παρόλο που θα μπορούσε να λεχθεί ότι παρατηρείται αναντιστοιχία με τη μονοετή μόνο ακαδημαϊκή μετεκπαίδευση που εναλλακτικά ζητείται στην παρ. 3(5) του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν κρίνεται όμως ότι υπάρχει υπέρβαση του ευλόγου ορίου της διακριτικής ευχέρειας από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η δε καθορισθείσα χρονική περίοδος έτυχε αιτιολόγησης. (δέστε Γιώργος Κυριάκου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 62).
Διαπιστώνεται όμως λόγος ακυρότητας όσον αφορά τον περιορισμό της απόκτησης της πείρας στις θέσεις διοικητικού λειτουργού στην Επαρχιακή Διοίκηση ή του Υπουργείου Εσωτερικών. Παρουσιάζεται πράγματι μια αυθαιρεσία όχι ως προς τη συμπερίληψη καθηκόντων διοικητικών λειτουργών στην Επαρχιακή Διοίκηση ή στο Υπουργείο Εσωτερικών, αλλά ως προς τον αποκλεισμό άλλων υπηρεσιών, όπως ακριβώς της υπηρεσίας του αιτητή ως Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού από 1.8.2003 με διαδοχικές υπηρεσίες, ως προκύπτει από τις σχετικές υπηρεσιακές εκθέσεις 2004-2006, ως προϊστάμενος τομέα εναλλάξιμου προσωπικού από 1.1.04-31.7.04, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, προϊστάμενος Τομέα Α΄ στο Υπουργείο Υγείας από 1.8.04-16.10.05 και ως προϊστάμενος Διεύθυνσης 2, (περιλαμβανομένων και θεμάτων προσωπικού), από 17.10.05-31.12.06. Το 2003, ήταν επίσης από 1.8.03 προϊστάμενος του Τομέα Διοίκησης Εναλλάξιμου Προσωπικού. Αλλά και το 2001-2002 είχε επίσης ως Ανώτερος Λειτουργός Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, καθήκοντα προϊσταμένου τομέα διοίκησης εναλλάξιμου προσωπικού. Ως προς αυτές τις υπηρεσίες και κατά πόσο προσέδιδαν ή όχι στον αιτητή την απαιτούμενη πείρα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ως η εναλλακτική επιλογή της παρ. 3(5), δεν φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε διερεύνηση είτε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, είτε από την ίδια την Ε.Δ.Υ. και δεν είναι βεβαίως έργο του παρόντος Δικαστηρίου να εκφράσει πρωτογενώς οποιαδήποτε άποψη. Προστίθεται μόνο ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, θεώρησε ότι αυτοί που εργάστηκαν στην Επαρχιακή Διοίκηση ή στο Υπουργείο Εσωτερικών ως Διοικητικοί Λειτουργοί «κατά κανόνα», κατέχουν το εν λόγω προσόν, αφήνοντας έτσι περιθώριο και για εργασία σε άλλες υπηρεσίες που ίσως να προσέδιδαν την απαιτούμενη πείρα.
Πάσχει λοιπόν η απόφαση λόγω του ότι ακριβώς αποκλείστηκε εκ προοιμίου ο αιτητής, εφόσον δεν είχε υπηρετήσει ως διοικητικός λειτουργός στις καθορισθείσες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή υπηρεσίες, χωρίς ταυτόχρονα να επεκταθεί η κρίση αυτή και ως την πιθανή θεμελίωση της πείρας και από υποψηφίους που υπηρετούσαν σε άλλες υπηρεσίες που ενδεχομένως να έδιδαν τη δυνατότητα ενασχόλησης με το αντικείμενο. Ουσιαστικά η Συμβουλευτική Επιτροπή, μετέπειτα και η ίδια η Ε.Δ.Υ., δεν ερεύνησε οτιδήποτε το σχετικό, αφού στις σελ. 4-5 των πρακτικών της έκθεσης της ημερ. 8.12.06 (που απεστάλη στην Ε.Δ.Υ. στις 21.12.06 (Παράρτημα 6 στην ένσταση), κατέγραψε απλώς ότι ο αιτητής δεν είχε κανένα πλεονέκτημα με μόνη τη θέση της ως ανωτέρω καταγράφηκε. Υπήρξε λοιπόν πλάνη περί τα πράγματα και μη δέουσα έρευνα.
Ως προς τα υπόλοιπα, ο αιτητής έχει υπέρ του το κριτήριο της αρχαιότητας εφόσον κατέχει τη θέση του Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού στην κλίμακα Α14 + 2 από 1.8.03, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε τη θέση του Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού από 1.2.98, μέχρι τον επίδικο διορισμό που ήταν κλίμακα Α13 + 2. Επομένως, αμέσως προ του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στην επίδικη θέση του Επάρχου, ο αιτητής κατείχε ανώτερη θέση στη δημόσια υπηρεσία. Ακόμη και όμως και αν εξεταστεί η αρχαιότητα με βάση τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού και πάλι ο αιτητής είχε αρχαιότητα εφόσον είχε προαχθεί στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού από τις 15.12.97, έναντι της θέσης του Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού στην οποία προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος από 1.2.98. Η αρχαιότητα πρόσθετα επιφέρει με βάση τη νομολογία και μεγαλύτερη πείρα που επαυξάνει την αξία. (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, Δημοκρατία ν. Αντωνίου - πιο πάνω - και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915). Στη Ψωμά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 339/99, ημερ. 31.7.2000, κρίθηκε ότι και δεκάμηνη ακόμη αρχαιότητα επιφέρει ανάλογη υπεροχή σε πείρα.
Ο αιτητής υπερέχει επίσης σε αξία με δεδομένο ότι τα τελευταία πέντε έτη έχει κριθεί εξαίρετος σε όλα τα σημεία, έχοντας δηλαδή συγκεντρώσει 40 «εξαίρετα». Για τα έτη 2001 -2005, όλα τα στοιχεία περιλαμβανομένης και της διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας είχαν κριθεί «εξαίρετα» χωρίς καμιά διαφοροποίηση. Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος το 2006, είχε επτά «εξαίρετα» και ένα «πολύ ικανοποιητικά» στη διευθυντική/διοικητική ικανότητα, ένσταση δε που υπεβλήθη δεν κρίθηκε επιτυχής. Το 2005, η Ε.Δ.Υ. ακύρωσε την ετήσια υπηρεσιακή έκθεση του ενδιαφερομένου μέρους ενόψει του ότι υπέβαλε ένσταση διότι δεν είχε ετοιμαστεί, κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών, προσχέδιο από τον πρώην άμεσα προϊστάμενο του, τότε Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2005. Για τα έτη 2004 και 2003 κρίθηκε εξαίρετος σε όλα τα στοιχεία, ενώ το 2002 είχε «εξαίρετα» σε πέντε στοιχεία και τρία «πολύ ικανοποιητικά» περιλαμβανομένης και της διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας. Και πάλι σχετική ένσταση που υπεβλήθη από το δικηγόρο του απερρίφθη. Παρομοίως, το 2001 είχε 6 «εξαίρετα» και 2 «πολύ ικανοποιητικά», ένσταση δε και πάλι απερρίφθη. Επομένως, όπως ορθά παρατηρεί η συνήγορος του αιτητή στις σελ. 20-21 της γραπτής αγόρευσης της, ενώ ο αιτητής έχει 40 «εξαίρετα», το ενδιαφερόμενο μέρος έχει 27 «εξαίρετα», πέντε «πολύ ικανοποιητικά», με την έκθεση του 2005 να είχε ακυρωθεί κατόπιν δικής του ενστάσεως. Ας σημειωθεί ότι για το 2005 είχε αξιολογηθεί με 7 «εξαίρετος» και ένα «πολύ ικανοποιητικά», πριν την ακύρωση της έκθεσης.
Επίσης ο αιτητής παρόλον που δεν έτυχε της σύστασης του Γενικού Διευθυντή κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διαδικασίας, εφόσον αυτός έκρινε ότι ο Γιαννάκης Μαλλουρίδης ήταν ο καταλληλότερος για την επίδικη θέση του Επάρχου, εν τούτοις συγκριτικά ο αιτητής έτυχε απ΄ αυτόν καλύτερης αξιολόγησης παρά το ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον ο Γενικός Διευθυντής χαρακτήρισε τον αιτητή ως «πάρα πολύ καλό», το δε ενδιαφερόμενο μέρος ως «σχεδόν πάρα πολύ καλό». Η δε Συμβουλευτική Επιτροπή είχε προκρίνει ανάμεσα στους τέσσερεις που σύστηνε ως υποψηφίους προς την Ε.Δ.Υ. και τον αιτητή, τον οποίο χαρακτήρισε ως «εξαίρετο», ενώ δεν είχε συστήσει και δεν συμπεριέλαβε στον κατάλογο της το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η Ε.Δ.Υ., καθώς είχε βέβαια δικαίωμα, έκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά την προφορική συνέντευξη ως «σχεδόν εξαίρετο», τον δε αιτητή ως «πάρα πολύ καλό». Με δεδομένη τη δική της αξιολόγηση για το ενδιαφερόμενο μέρος και με αιτιολογία ότι κατέχει το πλεονέκτημα και υπερέχει σε προσόντα εφόσον διαθέτει δύο διπλώματα επιπέδου πτυχίου, εκ των οποίων το ένα δηλαδή το LL.B., δεν ήταν απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, αλλά θεωρήθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης δίδοντας του την ανάλογη βαρύτητα, κατείχε δε και δύο μεταπτυχιακά διπλώματα εκ των οποίων το ένα στις Γεωργικές Εφαρμογές δεν ήταν απαιτούμενο, ούτε σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά το άλλο στη Δημόσια Διοίκηση λήφθηκε υπόψη ως πλεονέκτημα, πρόσφερε το διορισμό σε αυτό. Σημείωσε ότι έναντι του αιτητή υστερούσε σε αρχαιότητα, αλλά απέδωσε σε αυτή περιορισμένη βαρύτητα λόγω του επιπέδου της θέσης, ενώ προβαίνοντας σε ιδιαίτερη σύγκριση και πάλι με τον αιτητή σημείωσε ότι ο τελευταίος υστερούσε έναντι του ενδιαφερομένου μέρους στο θέμα του πλεονεκτήματος, το οποίο δεν διέθετε με οποιοδήποτε τρόπο. Στην εκτίμηση της έλαβε ιδιαίτερα υπόψη και έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση εφόσον η επίδικη θέση ήταν ψηλά στην ιεραρχία.
Είναι αναγνωρισμένο βέβαια από τη νομολογία ότι για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η βαρύτητα των εντυπώσεων της προφορικής εξέτασης είναι αυξημένη, το δε διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής εφόσον βέβαια σταθμίζει όλα τα σχετικά στοιχεία. (δέστε Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 35/05, ημερ. 4.12.09, Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643.).
Εδώ ουσιαστικά όλα τα κριτήρια ήσαν υπέρ του αιτητή δηλαδή αρχαιότητα, προσόντα (τα οποία κατείχε για την επίδικη θέση) και αξία, υστερούσε δε μόνο στο πλεονέκτημα που με βάση την παρ. 3(5) του σχεδίου υπηρεσίας, θα μπορούσε να υφίσταται είτε με μετεκπαίδευση σε θέματα δημόσιας διοίκησης κλπ ή με πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Ήδη κρίθηκε πιο πάνω ότι κατά πλάνη τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η Ε.Δ.Υ. αποδεχόμενη τη θέση της Συμβουλευτικής, καθόρισαν την πείρα αυτή να αποκτάται μόνο στη βάση εκτέλεσης καθηκόντων διοικητικού λειτουργού στην Επαρχιακή Διοίκηση ή το Υπουργείο Εσωτερικών αποκλείοντας έτσι τον αιτητή.
Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω αποτελεί θέση της νομολογίας ότι η προφορική συνέντευξη και οι εντυπώσεις προερχόμενες από αυτή, δεν μπορεί από μόνη της να υπερφαλαγγίσει τα αντικειμενικά κατ΄ ουσίαν κριτήρια όπως αρχαιότητα και αξία ή να επικαλύπτει τη διαφορετική αξιολόγηση από το Διευθυντή ή τη Συμβουλευτική Επιτροπή όταν η διαφορά στην αξιολόγηση κατά την προφορική συνέντευξη είναι μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους οριακή. Στη Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, κρίθηκε ότι διαφορά σε αξιολόγηση κατά τη συνέντευξη μεταξύ του «πολύ καλού» και «εξαίρετου» ήταν οριακή, ενώ στην απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 862/07, ημερ. 3.4.09, κρίθηκε ως οριακή και πάλι αξιολόγηση μεταξύ του «εξαίρετου» και του «πάρα πολύ καλού». Στην υπό κρίση περίπτωση η τελική διαφορά μεταξύ του «πάρα πολύ καλός» για τον αιτητή και το «σχεδόν εξαίρετος» για το ενδιαφερόμενο μέρος είναι όντως οριακή.
Η καταγραφή της εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. για το ενδιαφερόμενο μέρος υπήρξε στην ουσία η βάση για την οποία πρόσφερε το διορισμό σε αυτό, παραγνωρίζοντας την υπέρτερη αξία και αρχαιότητα του αιτητή. Η κατοχή και μόνο του πλεονεκτήματος από το ενδιαφερόμενο μέρος δεν επαρκεί για να παραγνωριστεί ο αιτητής ενόψει της αρχαιότητας του, της διαχρονικής αξίας του μέσα από τις ετήσιες εκθέσεις και της υπέρτερης πείρας του, η δε κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος και πρόσθετων προσόντων προσμέτρησε λανθασμένα και δυσανάλογα υπέρ του σε παραγνώριση της νομολογίας που καθιέρωσε η Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. - ανωτέρω - ότι δεν πρέπει να δίνεται υπερβολική βαρύτητα στα πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα, ιδιαιτέρως όταν αυτά είναι και μη σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Όπως ακριβώς η νομολογία προδιαγράφει ότι η προφορική εξέταση δεν μπορεί να παρακάμψει την τυχόν κατοχή πλεονεκτήματος, έτσι και εδώ δεν μπορεί να αποτελέσει το βάθρο για την παραγνώριση της αρχαιότητας, της αξίας και της πείρας που είχε υπέρ του ο αιτητή. Το κριτήριο της αρχαιότητας δεν παύει να αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια στο οποίο πρέπει να αποδίδεται η δέουσα σημασία (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, σελ. 412). Ταυτόχρονα η διαχρονική αξία μέσα από τις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις, δεν μπορεί να παρακάμπτεται μόνο από την προφορική συνέντευξη ενώπιον της Ε.Δ.Υ., εφόσον ο αιτητής υπερέχει σε αξία, αλλά έχει και το κριτήριο της αρχαιότητας υπέρ του. (Δημοκρατία ν. Αντωνίου - πιο πάνω - και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77).
Εν τέλει, κρίνεται ότι και η Ε.Δ.Υ. και προγενέστερα η Συμβουλευτική Επιτροπή στο βαθμό που εξηγήθηκε, λειτούργησε υπό πλάνη και αποφάσισε χωρίς τη δέουσα αιτιολογία.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων. Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ