ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PELOPIDAS SEVASTIDES ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS) (1968) 3 CLR 309
SOFOCLES SOFOCLEOUS ν. REPUBLIC (MINISTRY OF EDUCATION AND ANOTHER) (1974) 3 CLR 63
MAVROMMATIS AND OTHERS ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 1006
Πετούσης ν. Α.Η.Κ. (Αρ.1) (1989) 3 ΑΑΔ 1230
Ζένιου ν. Ρ.Ι.Κ. (1989) 3 ΑΑΔ 2177
Δημοκρατία ν. Γιωργαλλή κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 590
Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd. (1995) 3 ΑΑΔ 400
Oικονόμου Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 530
Kυπριακή Δημοκρατία ν. The Philips College και Άλλων (2000) 3 ΑΑΔ 723
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 141(I)/2002 - Ο περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμος του 2002
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1324/2007)
20 Μαΐου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29, 144 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΜΑΝΑΔΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Χρίστος Ιωσηφίδης, για τους Αιτητές.
Λαμπρινή Λάμπρου - Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Σωματείο Προσφύγων Μανάδων Κύπρου, διά της Προέδρου του, και άλλα τέσσερα πρόσωπα, εκ των οποίων οι τρεις φέρονται ως «εκτοπισθείσες μάνες» που εκπροσωπούν τα ανήλικα τέκνα τους, ενώ η τέταρτη εμφανίζεται ως η ενήλικη θυγατέρα μίας εκ των αιτητριών, με την παρούσα προσφυγή, ζητούν τις ακόλουθες θεραπείες:-
«Α. Δήλωση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η άρνηση των καθ' ων η αίτηση να ικανοποιήσουν το αίτημα των αιτητών σε εύλογο χρόνο μετά τις 29.12.2006 και/ή η παράλειψη να απαντήσουν επί της ουσίας του αιτήματος, όπως αυτό υποβλήθηκε στις 29.12.2006, είναι άκυρη, στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και/ή δεν έπρεπε να είχε προκύψει και ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεστεί.
Β. Δήλωση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η επιφύλαξη/διευκρίνιση του άρθρου 119 του Νόμου 141(Ι)/2002 που κάνει διάκριση μεταξύ των παιδιών που έχουν πατέρα εκτοπισθέντα ή μητέρα εκτοπισθείσα, είναι αντισυνταγματική, καθότι παραβιάζει μεταξύ άλλων, το άρθρο 28 του Συντάγματος και το άρθρο 14 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Γ. ΄Εξοδα»
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 119 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, (Ν. 141(Ι)/2002), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»):-
«119. Εκτοπισθείς θεωρείται το πρόσωπο του οποίου -
(α) Η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές και η οποία κατέστη απροσπέλαστη·
(β) Η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στη νεκρή ζώνη, η οποία ελέγχεται από την Ειρηνευτική Δύναμη ή αν εκκενώθηκε και διατέθηκε για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς:
Νοείται ότι τα παιδιά των οποίων ο πατέρας είναι εκτοπισθείς θεωρούνται ότι έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στις κατεχόμενες περιοχές και, συνεπώς, για σκοπούς του Νόμου αυτού, θεωρούνται εκτοπισθέντες από το ίδιο μέρος από το οποίο προέρχεται ο πατέρας τους:
Νοείται περαιτέρω ότι τα πρόσωπα που είχαν πριν και μέχρι την εισβολή τη συνήθη διαμονή τους στις ελεύθερες περιοχές, λόγω του επαγγέλματος τους, αλλά η κατοικία ή/και η ακίνητη ιδιοκτησία τους βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές, θεωρούνται, για σκοπούς του Νόμου αυτού εκτοπισθέντες:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι τα πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν την προσωρινή διαμονή τους στο εξωτερικό και εφόσον δεν ήταν μετανάστες, αλλά η κατοικία τους ή/και ακίνητη ιδιοκτησία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές, θεωρούνται για σκοπούς του Νόμου αυτού εκτοπισθέντες.»
Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφασή του ημερομηνίας 17/5/2006 (Αρ. 63.765) εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να μελετήσει τη δυνατότητα όπως τα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρα εκτοπισθείσα και πατέρα μη εκτοπισθέντα καταταχθούν σε μία τρίτη κατηγορία εκτοπισθέντων.
Στις 29/12/2006, απεστάλη στον Υπουργό Εσωτερικών επιστολή από το συνήγορο των αιτητών, εκ μέρους τους και άλλων προσώπων, με την οποία ζητείτο «... αναγνώριση, στα εκ μητρογονίας τέκνα προσφύγων μανάδων, της ιδιότητας Κύπριου πρόσφυγα», με αναφορά σε διάφορα δικαιώματα που στερούνταν οι αιτητές ως πρόσφυγες εκ μητρογονίας.
Στις 13/6/2007, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε (Αρ. Απόφασης 65.690) νομοσχέδιο με τίτλο «Ο περί Αρχείου Πληθυσμού (Τροποποιητικός) Νόμος του 2007» και εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να το καταθέσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφισή του σε νόμο. Σκοπός του νομοσχεδίου, όπως καταγράφηκε στην απόφαση, ήταν η θεσμοθέτηση πιστοποιητικού εκτοπισθέντος δυνάμει καταγωγής είτε από πατέρα είτε από μητέρα πρόσφυγα.
Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 12/7/2007 και, στις 27/7/2007, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο «περί Αρχείου Πληθυσμού (Τροποποιητικός) Νόμος του 2007, (Ν. 123(Ι)/2007), ο οποίος εισήγαγε στο βασικό νόμο το «πιστοποιητικό εκτοπισμένου δυνάμει καταγωγής», με την προσθήκη του ακόλουθου νέου ΄Αρθρου 121Α:-
«121Α.-(1) Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, πρόσωπο, του οποίου ο πατέρας ή η μητέρα θεωρείται εκτοπισθείς ή εκτοπισθείσα, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 119, μπορεί να ζητήσει από το Διευθυντή την έκδοση σ' αυτόν, πιστοποιητικού εκτοπισμένου δυνάμει καταγωγής, στον τύπο που καθορίζεται στον Πέμπτο Πίνακα του παρόντος Νόμου.
(2) Το πιστοποιητικό, που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), βεβαιώνει ότι το πρόσωπο που καθορίζεται σ' αυτό, είναι τέκνο εκτοπισθέντος γονέα με τον ίδιο τόπο καταγωγής, νοουμένου ότι η καταγωγή του είναι η ίδια με εκείνην που έχει καταχωρηθεί στο οικείο μητρώο γεννήσεων, κατά τις πρόνοιες του άρθρου 8 ή, μετά από διόρθωση του Αρχείου, κατά τις πρόνοιες του άρθρου 40.
(3) Το πιστοποιητικό, που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), δεν συνδέεται με οποιαδήποτε εκλογικά δικαιώματα ή εκλογική διαδικασία και δεν καθιστά τον κάτοχό του δικαιούχο οποιασδήποτε κρατικής παροχής ή άλλου ωφελήματος.»
Στις 13/9/2007, οι αιτητές καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή και, στη συνέχεια, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, (ο «Γενικός Διευθυντής»), απάντησε στο διάβημα των αιτητών της 29/12/2006, κοινοποιώντας στο συνήγορό τους την πιο κάτω επιστολή του ημερομηνίας 3/4/2008:-
«Αίτηση για αναγνώριση στα εκ μητρογονίας τέκνα προσφύγων
Μανάδων της ιδιότητας του πρόσφυγα
΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερ. 29/12/2006, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:
2. Το Υπουργικό Συμβούλιο σε συνεδρία του ημερ. 13/6/2007 ενέκρινε Νομοσχέδιο με τίτλο 'Νόμος που τροποποιεί τους περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμους 2002 έως 2006'. Το Νομοσχέδιο ψηφίστηκε κατά την συνεδρία της ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 12/7/2007. Με την τροποποίηση του πιο πάνω Νόμου, θεσμοθετείται η έκδοση ειδικού πιστοποιητικού εκτοπισθέντος δυνάμει καταγωγής, είτε από πατέρα είτε από μητέρα πρόσφυγα. Το πιστοποιητικό αυτό δεν θα έχει σχέση με οποιαδήποτε νομοθεσία ή κανονισμούς που αφορούν υποχρεωτική εγγραφή στον εκλογικό κατάλογο της Επαρχίας καταγωγής και επίσης καμία σχέση με οποιαδήποτε ωφελήματα / χορηγίες προς τους πρόσφυγες.
3. Για την περαιτέρω μελέτη του θέματος έχει αρχίσει δομημένος διάλογος στο Υπουργείο Εσωτερικών στον οποίο συμμετέχουν ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων, Αγνοουμένων, Παθόντων και Εγκλωβισμένων, η Παγκύπρια ΄Ενωση Προσφύγων και εκπρόσωποι των επηρεαζόμενων Οργανώσεων των εκτοπισμένων Μανάδων, μεταξύ των οποίων και το Σωματείο Προσφύγων Μανάδων Κύπρου.
4. Θα σας κρατούμε ενήμερο για οποιεσδήποτε εξελίξεις επί του θέματος.»
Με την ένστασή τους, οι καθ' ων η αίτηση έθεσαν προδικαστικά δύο ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα, υποβάλλεται ότι:
(ι) Με την παρούσα προσφυγή, δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη και/ή απόφαση· και
(ιι) Δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράλειψη απάντησης εντός ευλόγου χρόνου, εφόσον η επιστολή των αιτητών έτυχε απάντησης με την πιο πάνω επιστολή του Γενικού Διευθυντή.
Απαντώντας στα πιο πάνω προδικαστικά ζητήματα, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι, αφενός, η επιστολή τους συνιστά «αναφορά» μέσα στα πλαίσια του ΄Αρθρου 36 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), και η παράλειψη απάντησης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση εντός τριών μηνών από την υποβολή της τους δίδει το δικαίωμα προσβολής της ως αρνητικής απόφασης και, αφετέρου, ότι αυτή περιείχε συγκεκριμένα «αιτήματα», με την έννοια που ενέχει ο όρος στο ΄Αρθρο 29 του Συντάγματος, στα οποία επιβαλλόταν να είχε δοθεί απάντηση δεόντως αιτιολογημένη και μέσα σε προθεσμία που δε θα υπερέβαινε τις τριάντα ημέρες. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η επιστολή του Γενικού Διευθυντή, ημερομηνίας 3/4/2008, σε απάντηση της επιστολής του συνηγόρου των αιτητών, ημερομηνίας 29/12/2006, κοινοποιήθηκε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση και το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ των δύο επιστολών (15 μήνες και 4 ημέρες) συνιστά υπερβολικά μεγάλο χρόνο, που δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να θεωρηθεί ως «εύλογος χρόνος». Κατά συνέπεια, καταλήγουν οι αιτητές, και με βάση τη συνδυασμένη εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, εφόσον αυτοί συνεχίζουν να στερούνται των δικαιωμάτων που αιτήθηκαν με την επιστολή τους, υπέστησαν και συνεχίζουν να υφίστανται αδικαιολόγητη βλάβη, νομιμοποιούνται δε στην προώθηση της προσφυγής τους εναντίον της παράλειψης των καθ' ων η αίτηση είτε να ικανοποιήσουν το αίτημά τους, είτε να απαντήσουν επί της ουσίας του εντός ευλόγου, μετά τις 29/12/2006, χρόνου.
Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση αντικρούει τα πιο πάνω, με την εισήγηση ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παράλειψη, εφόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε εκ του νόμου υποχρέωση για θετική πράξη ή απόφαση, το δε ζήτημα της αναγνώρισης δικαιωμάτων στους εκ μητρογονίας αποτελεί θέμα διαλόγου μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων και των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του ΄Αρθρου 36 του Ν. 158(Ι)/99 αλλά ούτε και του ΄Αρθρου 29 του Συντάγματος.
Η προδικαστική ένσταση είναι βάσιμη. Σημειώνεται ότι η απαντητική επιστολή του Γενικού Διευθυντή φέρει ημερομηνία 3/4/2008, δηλαδή κοινοποιήθηκε στο συνήγορο των αιτητών μετά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
Οι αιτητές, με την επιστολή τους της 29/12/2006, ζήτησαν να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα του πρόσφυγα εκ μητρογονίας και τα συναφή δικαιώματα - ωφελήματα που παραχωρούνταν στους εκ πατρογονίας εκτοπισθέντες. Με βάση την πρώτη επιφύλαξη του ΄Αρθρου 119 του Νόμου, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 123(Ι)/2007, μόνο παιδιά, των οποίων ο πατέρας ήταν εκτοπισθείς, θεωρούνταν για τους σκοπούς του Νόμου ως εκτοπισθέντες. Με την τροποποίηση του Νόμου, καθιερώθηκε το «Πιστοποιητικό εκτοπισμένου δυνάμει καταγωγής», την έκδοση του οποίου μπορεί να ζητήσει κάθε πρόσωπο του οποίου ο πατέρας ή η μητέρα θεωρείται εκτοπισθείς ή εκτοπισθείσα, αντίστοιχα, χωρίς, όμως, το πιστοποιητικό να συνδέεται με οποιαδήποτε εκλογικά δικαιώματα και δεν καθιστά τον κάτοχό του δικαιούχο οποιασδήποτε κρατικής παροχής ή άλλου ωφελήματος.
Με το αιτητικό της προσφυγής, ζητείται ως θεραπεία Α η κήρυξη ως άκυρης της άρνησης των καθ' ων η αίτηση να ικανοποιήσουν το αίτημα της 29/12/2006 εντός ευλόγου χρόνου και της παράλειψης να απαντήσουν επί της ουσίας του ιδίου αιτήματος. ΄Οπως έχει νομολογηθεί, προσβλητή παράλειψη «οφειλομένης νομίμου ενεργείας» υφίσταται «... οσάκις διά σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως» - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 243· Ζένιου ν. Ρ.Ι.Κ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 2177· Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Ltd. (1995) 3 Α.Α.Δ. 400) - και όχι όταν στην ενέργεια το όργανο δυνατό να προβεί ως αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει ο Νόμος - (βλ. Mavrommatis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1006· Πετούσης ν. Α.Η.Κ. (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1230· Δημοκρατία ν. Philips College κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 723). ΄Οπως τονίστηκε στη Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Ltd., (πιο πάνω):- (σελ. 401-402)
«Παράλειψη διοικητικού οργάνου να εκπληρώσει καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο νόμος. Σ' εκείνη την περίπτωση, η αδράνεια ελέγχεται εφόσον η παράλειψη της Διοίκησης την εκτρέπει από το νομοθετημένο καθήκον της. Αυτή είναι η έννοια την οποία ενέχει ο όρος 'παράλειψη' στο άρθρο 146.1 του Συντάγματος, γιατί μόνο σ' εκείνη την περίπτωση η παράλειψη είναι αφ' εαυτής παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων και, συνεπώς, εκτελεστή.»
΄Οπως, επίσης, σημειώνεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 - 1959, σελ. 243:-
«... Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής διά την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας.»
Οι αιτητές δεν απέδειξαν ποια οφειλόμενη ενέργεια οι καθ' ων η αίτηση παράλειψαν να προβούν. Το αίτημά τους δεν ρυθμιζόταν από σαφή διάταξη, η οποία υποχρέωνε τη διοίκηση να υιοθετήσει συγκεκριμένη ενέργεια για τη ρύθμισή του. Το νομικό πλαίσιο, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του Νόμου, παρέχει στους αιτητές τη δυνατότητα οι ίδιοι να αποταθούν για την έκδοση σε αυτούς, σε περίπτωση που πληρούν τις προϋποθέσεις, του πιστοποιητικού εκτοπισμένου. ΄Επεται ότι η τεκμαιρόμενη άρνηση των καθ' ων η αίτηση να ικανοποιήσουν το αίτημα των αιτητών δεν είναι εκτελεστή, αφού δε συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
Σ' ό,τι αφορά την επίκληση από τους αιτητές του ΄Αρθρου 29 του Συντάγματος, παρατηρώ ότι, όπως είναι νομολογημένο, τότε μόνο είναι δυνατή η ανάληψη δικαιοδοσίας από το δικαστήριο με βάση το πιο πάνω ΄Αρθρο, λόγω μη απάντησης σε κάποιο αίτημα, εφόσον η απόφαση ή η άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος θα είχε εκτελεστό χαρακτήρα - (βλ. Modestos Pitsillos v. The Minister of the Interior through the Director General and Another (1971) 3 C.L.R. 397 και Δημοκρατία ν. Γιωργαλλή κ.a. (1993) 3 Α.Α.Δ. 590). Επιπρόσθετα, από τη στιγμή που ένας αιτητής ασκήσει προσφυγή δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος, σε σχέση με την ουσία του αιτήματός του δεν μπορεί να αξιώνει ξεχωριστή θεραπεία από το Δικαστήριο δυνάμει του ΄Αρθρου 29 του Συντάγματος, σε σχέση με την παράλειψη της διοίκησης να του απαντήσει - (βλ. Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66· Yiannakis Georghiades and The Republic of Cyprus through the District Officer Limassol (1966) 3 C.L.R. 153· Sevastides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 309 και Sofocleous v. Republic (1974) 3 C.L.R. 63).
Από το αιτητικό της προσφυγής, σε συνάρτηση με τα νομικά σημεία που συμπεριλήφθηκαν σ' αυτήν και αναπτύχθηκαν στην αγόρευση του συνηγόρου των αιτητών, προκύπτει ότι αυτοί αμφισβητούν, ουσιαστικά, την άρνηση των καθ' ων η αίτηση να εγκρίνουν το αίτημά τους για αναγνώριση τους ως προσφύγων εκ μητρογονίας. Δεν υπάρχει, επομένως, πεδίο εφαρμογής του ΄Αρθρου 29 του Συντάγματος.
Η θεραπεία που αποτελεί το αντικείμενο του αιτητικού Β ζητεί ευθέως την κήρυξη συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης ως αντισυνταγματικής. Πρόκειται για θεραπεία την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να παράσχει στα πλαίσια του ΄Αρθρου 146.4 του Συντάγματος. ΄Οπως λέχθηκε στην Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530:- (σελ. 533-534)
«Οι θεραπείες που μπορεί να παρασχεθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, προσδιορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 146. Είναι συνυφασμένες με το αντικείμενο της αναθεώρησης, την απόφαση, πράξη ή παράλειψη που τίθεται προς αναθεώρηση. Περιορίζονται στην επικύρωση η ακύρωση, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, της απόφασης, πράξης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται και την αποκήρυξη συνεχιζόμενης παράλειψης με το διατακτικό να εκτελεστεί παν παραλειφθέν. Η τελευταία θεραπεία δεν μας αφορά· σχετίζεται αποκλειστικά με παραλείψεις στην εκπλήρωση καθήκοντος το οποίο οριστικοποιεί ο νόμος. Ο προσδιορισμός της θεραπείας είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον καθορισμό της πράξης, απόφασης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται.»
Για τους πιο πάνω λόγους, η ενασχόλησή μου με άλλα ζητήματα που τίθενται καθίσταται αχρείαστη.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ