ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 96/2008)
20 Απριλίου, 2010
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Μ. Σπανού-Αναστασίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Χρ. Χριστοφή για Χριστοφή & Συνεργάτες, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερόμενων μερών στη μόνιμη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ο οποίος έγινε αναδρομικά από 1/9/1993. Συνιστά κοινό έδαφος ότι η επίμαχη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού.
Θέμα διορισμού στη συγκεκριμένη θέση ανέκυψε μετά την ακύρωση του διορισμού στην εν λόγω θέση των ενδιαφερόμενων μερών αναδρομικά από 1/9/1993, ως αποτέλεσμα της απόφασης στις συνεκδικασθείσες προσφυγές αρ. 76/2004 και 124/2004. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε αργότερα κατ' έφεση στις Α.Ε. 111/2006, 112/2006 και 113/2006, οι οποίες συνεκδικάστηκαν.
Το ιστορικό της παρούσας προσφυγής, το οποίο να σημειωθεί χρονολογείται από το 1993, έχει ως πιο κάτω:
Στις 28/6/1993 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) διόρισε στην επίδικη θέση τις Δέσπω Λεωνίδου και το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα προσφυγή Ερνεστίνα Σισμάνη. Ο διορισμός ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 8/2/1995, στα πλαίσια δύο προσφυγών που καταχώρισαν η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή και η Μαρίλια Παντζαρή- Ελισσαίου, επίσης ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα προσφυγή. Οι λόγοι ακύρωσης ήταν αφενός η παράλειψη της Επιτροπής να ερευνήσει αναφορικά με τα προσόντα της Δέσπως Λεωνίδου και αφετέρου η παράλειψη της Επιτροπής να αιτιολογήσει την κρίση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.
Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης η Ε.Δ.Υ. προέβη σε επανεξέταση του όλου θέματος και με απόφαση της ημερομηνίας 17/4/1995, επαναδιόρισε τα ίδια πρόσωπα ως και την προηγούμενη φορά, αναδρομικά από 1/9/1993. Ακολούθησε προσφυγή (573/96) της Μ. Παντζαρή-Ελισσαίου (ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα προσφυγή), η οποία προσφυγή στέφθηκε με επιτυχία. Οι λόγοι για τους οποίους οι διορισμοί ακυρώθηκαν για δεύτερη φορά, ήταν αφενός γιατί η διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων έπρεπε να γίνει σε πρώτο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και αφετέρου γιατί η Ε.Δ.Υ. παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 33(6) του Νόμου 1/90 και συγκεκριμένα γιατί η Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό πλάνη ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούσε να επανασυσταθεί και συνακόλουθα ότι δεν μπορούσε να καταρτιστεί κατάλογος υποψηφίων και αιτιολογημένη έκθεση.
Ακολούθησε δεύτερη επανεξέταση στα πλαίσια της οποίας η Ε.Δ.Υ. στις 16/1/1998 διόρισε αναδρομικά από 1/9/1993 την Ευανθία Παντελή (αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή) και την Ερνεστίνα Σισμάνη (ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα προσφυγή). Οι διορισμοί ακυρώθηκαν στις 6/9/2000 στα πλαίσια των προσφυγών 500/98 και 576/98 που είχαν καταχωρήσει οι Δ. Λεωνίδου και Μ. Παντζαρή-Ελισσαίου (ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα προσφυγή), οι οποίες και συνεκδικάστηκαν. Οι διορισμοί ακυρώθηκαν αφενός λόγω μη επαρκούς έρευνας με συνέπεια η Ε.Δ.Υ. να υποπέσει σε ενδεχόμενη πλάνη ως προς το επίπεδο και το περιεχόμενο του μεταπτυχιακού της αιτήτριας στην παρούσα προσφυγή και αφετέρου οι ακαδημαϊκές επιδόσεις των υποψηφίων που η Επιτροπή έλαβε υπόψη δεν αποτελούσαν ενιαίο μέτρο κρίσεως. Η πρωτόδικη απόφαση του Δικαστηρίου εφεσιβλήθηκε τόσο από τη Δημοκρατία όσο και από την αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή, χωρίς όμως επιτυχία.
Στις 19/3/2003 η Ε.Δ.Υ. στα πλαίσια της τρίτης επανεξέτασης που ακολούθησε την ακύρωση των πιο πάνω διορισμών, αφού προέβη σε έρευνα μέσω του αρμόδιου γαλλικού υπουργείου, ως προς το επίπεδο των πανεπιστημιακών διπλωμάτων ή τίτλων Licence και Maitrice, κατέληξε ότι η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή κατείχε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, καθώς επίσης και ότι κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας που προβλεπόταν από το σχέδιο υπηρεσίας ενώ δεν το κατείχαν τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα προσφυγή. Ακολούθησε προφορική εξέταση της αιτήτριας και των δύο ενδιαφερόμενων μερών από την Ε.Δ.Υ., η οποία και αξιολόγησε την μεν αιτήτρια και τον υποψήφιο Γιώργο Θεοδώρου, ως «πολύ καλούς», ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα προσφυγή ως «εξαίρετα». Η Ε.Δ.Υ. επέλεξε ως καταλληλότερα τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία και διόρισε στη θέση, αντί της αιτήτριας και του Γ. Θεοδώρου. Οι τελευταίοι δύο αντιδρώντας, καταχώρισαν τις προσφυγές 76/2004 και 124/2004.
Οι πιο πάνω δύο προσφυγές συνεκδικάστηκαν. Με απόφαση του, που εκδόθηκε στις 17/7/2006, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε δεκτές τις δύο προσφυγές και ακύρωσε το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τους διορισμούς γιατί έκρινε ότι ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. δεν συγκέντρωνε αντικειμενικώς τα εχέγγυα της αμεροληψίας, ειδικά ως προς την ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα περίπτωση Μ. Παντζαρή-Ελισσαίου (σχέση δικηγόρου - πελάτη) από την οποία δεν παρεχόταν αντικειμενική εγγύηση αμερόληπτης κρίσης. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε και κατ' έφεση (Α.Ε. 111/2006, 112/2006 και 113/2006).
Την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου ακολούθησε τέταρτη κατά σειρά επανεξέταση. Με το δεδομένο ότι είχε κριθεί από το Δικαστήριο ως πάσχουσα η σύνθεση της Ε.Δ.Υ., αποφασίστηκε όπως διεξαχθεί νέα προφορική εξέταση από την Ε.Δ.Υ. και δοθεί νέα σύσταση από τη Γενική Διευθύντρια. Στα πλαίσια της νέας προφορικής εξέτασης που έλαβε χώρα, τα ενδιαφερόμενα μέρη, από μεν την Επιτροπή αξιολογήθηκαν ως «εξαίρετα», ενώ η αιτήτρια ως «πολύ καλή», από δε τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Παιδείας η μεν Ε. Σισμάνη ως «εξαίρετη» και η Μ. Παντζαρή-Ελισσαίου ως «σχεδόν εξαίρετη», ενώ η αιτήτρια ως «πολύ καλή». Τελικά επιλέγησαν και πάλι τα ενδιαφερόμενα μέρη ως καταλληλότερα αντί της αιτήτριας, η οποία εξακολουθούσε να κατέχει το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα της πείρας, το οποίο τα ενδιαφερόμενα μέρη εξακολουθούσαν να μην κατέχουν. Στις κρίσιμες συνεδριάσεις της Επιτροπής δεν συμμετείχε ο Πρόεδρος της Επιτροπής.
Αντιδρώντας η αιτήτρια στην πιο πάνω απόφαση της Ε.Δ.Υ., καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
Η αιτήτρια προβάλλει αριθμό λόγων για ακύρωση της επίδικης απόφασης. Τους συνοψίζω με τη σειρά προτεραιότητας που προωθούνται στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της.
(α) Η ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη πάσχει καθότι λήφθηκαν υπόψη εξωγενή στοιχεία.
(β) Η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Παράλληλα πάσχει λόγω απουσίας ειδικής αιτιολόγησης ως προς τους λόγους παραγνώρισης του προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονεκτήματος της πείρας, το οποίο κατείχε η αιτήτρια και δεν κατείχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη.
(γ) ΄Ελλειψη έρευνας και/ή μη διεξαγωγή επαρκούς έρευνας σχετικά με τα προσόντα των ενδιαφερόμενων μερών - παραγνώριση της υπεροχής της αιτήτριας σε προσόντα.
Στον αντίποδα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της καθ'ης η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών απορρίπτουν τους πιο πάνω ισχυρισμούς. Στις θέσεις και στα επιχειρήματα τους θα αναφερθώ με λεπτομέρεια στο στάδιο συζήτησης των λόγων ακύρωσης.
(α) Η ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη πάσχει καθότι λήφθηκαν υπόψη εξωγενή στοιχεία.
Κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα επιχειρήματα της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας σχετικά με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, συνιστά η θέση ότι η αιτήτρια αξιολογήθηκε για την απόδοση της στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση με βάση εξωγενή και μη αντικειμενικά στοιχεία, γεγονός το οποίο καθιστά την απόφαση αντίθετη προς το Νόμο και συνεπώς άκυρη γιατί λήφθηκε καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.
Ήταν η θέση της κας Ευσταθίου ότι η προφορική εξέταση της αιτήτριας περιορίστηκε ουσιαστικά σε ένα και μόνο θέμα και συγκεκριμένα στο θέμα «της Ραφαέλας στη Βουλή», το οποίο ούτε στα καθήκοντα και ευθύνες του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης περιλαμβάνεται, ούτε στα απαιτούμενα προσόντα και συνεπώς συνιστά εξωγενές στοιχείο και ως τέτοιο δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Πέραν τούτου, το συγκεκριμένο θέμα εμπίπτει, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο της αιτήτριας, εκτός των πλαισίων που καθόρισε για το σκοπό της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων η Επιτροπή, και δεν ανταποκρίνεται στα όσα στη συνέχεια η Επιτροπή κατέληξε.
Οι αντίστοιχες επί του προκειμένου θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων της καθ'ης η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών περιστρέφονται γύρω από τον εξής άξονα:
Η αξιολόγηση για την απόδοση των διαδίκων διαμορφώθηκε στα πλαίσια προφορικής συνέντευξης επί θεμάτων που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του σχεδίου υπηρεσίας, με απώτερο σκοπό τη διακρίβωση της ικανότητας των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης. Το θέμα «της Ραφαέλας στη Βουλή» συνιστούσε επίκαιρο θέμα το οποίο απασχόλησε την κοινή γνώμη και ήταν απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Εν πάση περιπτώσει, η προφορική συνέντευξη της αιτήτριας όπως και των λοιπών υποψηφίων δεν εξαντλήθηκε στο συγκεκριμένο θέμα. Επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς, συναφείς πάντα με τον απώτερο σκοπό στον οποίο η προφορική συνέντευξη στόχευε.
Ενόψει των εκ διαμέτρου αντίθετων θέσεων επιβάλλεται κατά τη γνώμη μου αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 1/11/2007 κατά την οποία ήταν παρών, κατόπιν σχετικής εξουσιοδότησης από τη Γενική Διευθύντρια, και ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού κ. Μ. Ιωάννου.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν τόσο από τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, όσο και από την Επιτροπή. Όπως επίσης έχω ήδη αναφέρει, τα ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογήθηκαν από τον εκπρόσωπο του Υπουργείου, η μεν Ε. Σισμάνη ως «εξαίρετη», η δε Μ. Παντζαρή-Ελισσαίου ως «σχεδόν εξαίρετη», ενώ η αιτήτρια ως «πολύ καλή». Σύμφωνα με την αξιολόγηση της Επιτροπής, η οποία να σημειωθεί έλαβε χώρα μετά την αποχώρηση από τη συνεδρίαση του εκπροσώπου του Υπουργείου, τα μεν ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογήθηκαν ως «εξαίρετα», η δε αιτήτρια ως «πολύ καλή». Παραθέτω αυτούσια την αιτιολογία της αξιολόγησης της Επιτροπής, όπως αυτή προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης για τον κάθε ένα από τους τρεις υποψηφίους. Σημειώνεται ότι για την αξιολόγηση του εκπροσώπου του Υπουργείου δεν προσφέρεται οποιαδήποτε αιτιολογία.
"ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ-ΠΑΝΤΖΑΡΗ Μαρίλια: Εξαίρετη. Με άνεση στη χρήση της γλώσσας έδωσε ξεκάθαρες απαντήσεις στις διάφορες ερωτήσεις που τέθηκαν και ήταν σχετικές με τα καθήκοντα και το ρόλο του εκπαιδευτικού ψυχολόγου. Τοποθετήθηκε ευθαρσώς στις διάφορες πολύ δύσκολες περιπτώσεις για να υποστηρίξει το Α ή το Β. Εξέθεσε τις απόψεις της για το Α και τις τεκμηρίωσε απόλυτα ορθά και με επιστημονικά επιχειρήματα. Είναι πλήρως ενήμερη για τα προβλήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη. Είναι σοβαρή και ολοκληρωμένη.
ΣΙΣΜΑΝΗ Ερνεστίνα: Εξαίρετη. Πλήρως ενημερωμένη για όλα τα θέματα που σχετίζονται με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Τοποθετήθηκε ξεκάθαρα σε όλα τα σύγχρονα προβλήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη και έχουν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Οι απαντήσεις της ήταν ολοκληρωμένες, τεκμηριωμένες και η γλωσσική της επάρκεια και η ροή του λόγου της ήταν εξαίρετη. Είναι συγκροτημένη και ολοκληρωμένη προσωπικότητα."
"ΠΑΝΤΕΛΗ Ευανθία: Πολύ καλή. Αγνοούσε το επίκαιρο θέμα της Ραφαέλλας στη Βουλή, που συγκλόνισε το παγκύπριο, γενικολογούσε και αοριστολογούσε χωρίς να γνωρίζει το θέμα. Αγνοούσε επίκαιρα γεγονότα που είχαν άμεση σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και που είχαν συζητηθεί ευρέως από την κοινή γνώμη. Σε αρκετές περιπτώσεις ξέφευγε από το θέμα και, παρά την προσπάθεια του Προεδρεύοντος για να την επαναφέρει επί της ουσίας, αυτή συνέχιζε την ίδια πορεία. Παρουσιάστηκε με αδικαιολόγητα υπερβολική αισιοδοξία."
Στην Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 148, ο τότε Δικαστής Καλλής, με αναφορά σε σχετική νομολογία, έθεσε το θέμα του καθορισμού κριτηρίων στις συνεντεύξεις, ως εξής:
"Ο καθορισμός των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, αποτελεί θέμα το οποίο εμπίπτει αποκλειστικά εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Ε.Υ. Η λήψη υπόψη εξωγενών παραγόντων στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας ισοδυναμεί με πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας (βλ. Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134 και Nicolaou v. Republíc (1967) 3 C.L.R. 308)."
(Βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 571)
Θεωρώ ότι το κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. έχει, στην περίπτωση μας, επηρεαστεί από εξωγενή στοιχεία, είναι ζήτημα το οποίο πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των ερωτήσεων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις και τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Αναφορικά με τις ερωτήσεις, τα πρακτικά της συγκεκριμένης συνεδρίας στα πλαίσια των προφορικών συνεντεύξεων, έχουν ως εξής:
"Τόσο ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού όσο και η Επιτροπή υπέβαλαν στους υποψηφίους ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του σχεδίου υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της ικανότητας επικοινωνίας των υποψηφίων, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας και γενικά της ικανότητας τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης."
Αναφορικά με τα σχέδια υπηρεσίας, τα «καθήκοντα και ευθύνες της θέσης» όπως και τα «απαιτούμενα προσόντα», όπως αυτά προκύπτουν από τη σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας 28/2/1992, έχουν ως πιο κάτω:
"2. Καθήκοντα και ευθύνες:
(α) Εξετάζει μαθητές που του παραπέμπονται, που παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα μάθησης ή/και προσαρμογής στο σχολείο, με σκοπό τη διάγνωση των προβλημάτων και την υποβολή εισηγήσεων για την αντιμετώπισή τους.
(β) Συνεργάζεται με τους Συμβούλους Προσανατολισμού και άλλους ειδικούς, με το σχολείο και τους γονείς για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των μαθητών που του παραπέμφθηκαν και παρακολουθεί την εξέλιξη της κάθε περίπτωσης όσο χρειάζεται.
(γ) Συμμετέχει στη διεξαγωγή παιδαγωγικών ερευνών και τη στάθμιση δοκιμίων και ερωτηματολογίων.
(δ) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα που θα του ανατεθούν.
..........................
3. Απαιτούμενα προσόντα:
(1)(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Ψυχολογία,
και
(β) Μεταπτυχιακός τίτλος ή δίπλωμα σε θέματα Εκπαιδευτικής ή Σχολικής ή Κλινικής Ψυχολογίας, μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.
(2)Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.
(3)Πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας και καλή γνώση μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
(4)Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα."
Από το σχετικό πρακτικό της αξιολόγησης της απόδοσης της αιτήτριας στην προφορική εξέταση, προκύπτει ότι η βαθμολογία της, ουσιαστικά οφείλεται στους εξής παράγοντες:
(α) Η αιτήτρια αγνοούσε το επίκαιρο θέμα της «Ραφαέλας στη Βουλή».
(β) Αγνοούσε επίκαιρα γεγονότα που είχαν άμεση σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και που είχαν ευρέως συζητηθεί από την κοινή γνώμη και σε αρκετές περιπτώσεις ξέφευγε από το θέμα.
Αναφορικά με τον υπό στοιχείο (α) παράγοντα, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του ενδιαφερόμενου μέρους Ε. Σισμάνη, στη γραπτή αγόρευση τους εξειδικεύουν το συγκεκριμένο θέμα ως εξής:
"Υπενθυμίζεται ότι το θέμα «της Ραφαέλλας στη Βουλή» αφορούσε τη 15χρονη Ραφαέλα Χαρατζή, παιδί με ειδικές ανάγκες, η οποία τον Οκτώβρη του 2007 μίλησε στη Βουλή των Αντιπροσώπων ως εκπρόσωπος των παιδιών με ειδικές ανάγκες όπου με μία συγκλονιστική και καταγγελτική ομιλία έθεσε την πολιτεία ενώπιον των ευθυνών της για την ανυπαρξία κρατικής μέριμνας και υποστήριξης για τη συγκεκριμένη κατηγορία ατόμων. Η Ραφαέλα Χαρατζή στην ομιλία της κατήγγειλε τη συμπεριφορά στα σχολεία, τόσο από εκπαιδευτικούς αλλά και από συμμαθητές της, έναντι των παιδιών με ειδικές ανάγκες και την αναλγησία του κράτους γενικότερα στην μεταχείριση αυτών των ανθρώπων αλλά και τη ψυχολογική υποστήριξή τους. Με αναφορές στη δική της προσωπική ιστορία και βιώματα η Ραφαέλλα συγκίνησε αλλά και ταυτόχρονα ξεσήκωσε το παγκύπριο με αποτέλεσμα τα μέσα ενημέρωσης να συζητούν το θέμα επί ημέρες. Έγιναν αλλεπάλληλες δηλώσεις από πολλούς πολιτειακούς αξιωματούχους και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε σχέση με αυτό το θέμα."
Όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, ένας από τους βασικούς στόχους της συνέντευξης ήταν η υποβολή ερωτήσεων πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της θέσης. Τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης τα έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω. Θεωρώ ότι οι ερωτήσεις που σχετίζονταν με το θέμα «Ραφαέλας στη Βουλή» δεν άπτονται με οποιοδήποτε τρόπο με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Όσο σοβαρό και αν είναι το θέμα, όσο και αν έχει λόγω της σοβαρότητας και της σπουδαιότητας του απασχολήσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δεν μπορεί να σχετίζεται με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης εφόσον τα εν λόγω καθήκοντα και ευθύνες «αφορούν περιπτώσεις μαθητών με σοβαρά προβλήματα μάθησης και προσαρμογής στο σχολείο, που παραπέμπονται στο συγκεκριμένο λειτουργό».
Ένας άλλος στόχος των ερωτήσεων ήταν η διαπίστωση «γνώσεων, κρίσης, προσωπικότητας, πρωτοβουλίας, ικανότητας επικοινωνίας των υποψηφίων, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας και γενικά της ικανότητας» των υποψηφίων «να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης». Για τους ίδιους λόγους που έχω ήδη αναφέρει αμέσως πιο πάνω, θεωρώ ότι η άγνοια του ιστορικού της «Ραφαέλας στη Βουλή» δεν αναδεικνύει έλλειψη «γνώσεων, κρίσης, προσωπικότητας, πρωτοβουλίας, ικανότητας επικοινωνίας των υποψηφίων, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας και γενικά της ικανότητας» των υποψηφίων «να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης».
Ενόψει των πιο πάνω είναι η διαπίστωση μου ότι το στοιχείο της «Ραφαέλας στη Βουλή» ήταν εξωγενές στοιχείο κρίσης, η λήψη υπόψη του οποίου «αποτελεί πλημμελή άσκηση διακριτικής ευχέρειας και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης».
Αναφορικά με το στοιχείο της άγνοιας από πλευράς αιτήτριας επίκαιρων γεγονότων που είχαν άμεση σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, στο σχετικό πρακτικό δεν προσδιορίζεται ποια ήταν αυτά τα επίκαιρα γεγονότα. Κατά την κρίση μου, ένας τέτοιος προσδιορισμός ήταν απαραίτητος και αναγκαίος γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να διαφανεί κατά πόσο τα εν λόγω επίκαιρα θέματα είχαν - όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό - άμεση σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Η απουσία του εν λόγω προσδιορισμού καθιστά την αιτιολογία της αξιολόγησης της αιτήτριας, αόριστη και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. (Βλ. A. Kasapis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 270, Sofocleous (No.1) v. Republic (1972) 3 C.L.R. 56, Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Dekathlon Shipping Co. Ltd. v. Republic (1980) 3 C.L.R. 630 Α. Ττοουλή ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 736, Πάντης v. Σ.Α.Λ.Α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 1089 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 186: «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ' ων εμορφώθη η κρίσις διοικήσεως»).
Ενόψει όλων των πιο πάνω ο υπό στοιχείο (α) λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει.
Παρά την πιο πάνω κατάληξή μου, θα προχωρήσω να εξετάσω και τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης, έτσι ώστε, σε περίπτωση που ήθελε επικρατήσει διαφορετική άποψη, να υπάρχει καταγραμμένη η θέση του Δικαστηρίου και επί του συνόλου των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.
(β) Η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη - απουσία ειδικής αιτιολόγησης ως προς τους λόγους παραγνώρισης πλεονεκτήματος.
Η επί του προκειμένου θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας συνοψίζεται στα εξής: Η μη επιλογή της αιτήτριας η οποία σε αντίθεση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατείχε το προσόν πλεονέκτημα - πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης - απαιτεί ειδική αιτιολογία ή πειστικούς λόγους. Ενώ η αιτήτρια ήταν η μόνη υποψήφια που κατείχε το συγκεκριμένο προσόν πλεονέκτημα, επιλέγησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί της ίδιας με «μοναδικό», σύμφωνα με την κα Ευσταθίου, «κριτήριο επιλογής την καλύτερη τους απόδοση που κατ' ισχυρισμό της Ε.Δ.Υ. τους προσδίδει γενική υπεροχή».
Στον αντίποδα, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της καθ'ης η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών, με αναφορά επίσης σε νομολογία, παραπέμποντας στο σχετικό πρακτικό, υποστήριξαν ότι το συγκεκριμένο πλεονέκτημα δεν αγνοήθηκε από την Επιτροπή. Αντίθετα η Επιτροπή καθοδηγούμενη από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγεισών, οι οποίες υπερέχουν έναντι της στην αξιολόγηση της Επιτροπής (εξαίρετες και πολύ καλή αντίστοιχα) και, επιπλέον, δεν υστερούν αυτής σε προσόντα».
Συνιστά κοινό έδαφος ότι η αιτήτρια είχε το πλεονέκτημα «της πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία» που προβλεπόταν από το σχέδιο υπηρεσίας, πλεονέκτημα που τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν είχαν.
Η Επιτροπή αφού περάτωσε την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων και τους αξιολόγησε, προχώρησε στη γενική αξιολόγηση. Αφού έλαβε υπόψη, σύμφωνα με το πρακτικό, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το πλεονέκτημα της πείρας που προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας, το περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων του ενδιαφερόμενου μέρους Μ. Παντζαρή-Ελισσαίου, που ήταν η μοναδική δημόσιος υπάλληλος κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί της αιτήτριας.
Συνιστά αταλάντευτη θέση της νομολογίας ότι σε περίπτωση που παραγνωρίζεται υποψήφιος που κατέχει το προσόν πλεονέκτημα, το διορίζον όργανο έχει υποχρέωση να παράσχει ειδική αιτιολόγηση για την ενέργεια του. Η συγκεκριμένη αρχή αποκρυσταλλώθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1:
"Αφετηρία της - σχετικής αρχής - ήταν υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία - έκτοτε - έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετο προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι' αυτήν του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής. Στην Δημοκρατία κ.ά. ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της Ολομέλειας) επισημαίνεται ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης."
Σημειώνεται ότι τόσο στην υπόθεση Γερμανού (πιο πάνω) όσο και στην υπόθεση Φιλίππου (πιο πάνω), κρίθηκε ότι η καλύτερη απόδοση των ενδιαφερόμενων μερών στην προφορική συνέντευξη, δεν συνιστούσε παράγοντα ικανό να εκτοπίσει την κατοχή του πλεονεκτήματος από το διεκδικητή μιας θέσης.
Στην υπό κρίση περίπτωση η Ε.Δ.Υ., σε σχέση με το προσόν πλεονέκτημα που κατείχε, σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας, η αιτήτρια και δεν κατείχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, σημείωσε τα εξής:
"Η Επιτροπή, επιλέγοντας τις πιο πάνω, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι αυτές δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα της πείρας, ενώ η Παντελή Ευανθία, που δεν επιλέγηκε, το διαθέτει. Η Επιτροπή, ωστόσο, έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγεισών, οι οποίες υπερέχουν έναντί της στην αξιολόγηση της Επιτροπής (Εξαίρετες και Πολύ καλή, αντίστοιχα) και, επιπλέον, δεν υστερούν αυτής σε προσόντα."
Στην υπόθεση Ζωή Αντωνίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 806/2009, ημερομηνίας 22/6/2000 (μη δημοσιευθείσα), στην οποία η Ε.Δ.Υ. σημείωσε μεν, όπως και στην περίπτωση μας, ότι οι αιτήτριες «έχουν το πλεονέκτημα», επέλεξε όμως τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν το διέθεταν γιατί «έχουν αξιολογηθεί σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο - από τις αιτήτριες - κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση», ο τότε Δικαστής Καλλής κάμνοντας δεκτό πανομοιότυπο με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, ανέφερε τα εξής, τα οποία και υιοθετώ και επαναλαμβάνω και για σκοπούς της υπό κρίση περίπτωσης:
"Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στη Φιλίππου (πιο πάνω). Κρίνω ότι η ειδική αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. - καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση - δεν αποτελεί εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Βλ. και Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2540, 2543: "μέσα από τη νομολογία προβάλλει η αρχή ότι δεν δικαιολογείται η αντιστάθμιση ουσιαστική ή αισθητή έστω υπεροχή από τα αποτελέσματα της συνέντευξης"). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη. Η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. έχει ασκηθεί με πλημμελή τρόπο. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επομένως αντίθετη προς το νόμο και καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Τουρπέκη (πιο πάνω), Παγδατής ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 417 και Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476)."
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και ο υπό στοιχείο (β) λόγος ακύρωσης πετυγχαίνει.
(γ) ΄Ελλειψη έρευνας και/ή μη διεξαγωγή επαρκούς έρευνας σχετικά με τα προσόντα των ενδιαφερόμενων μερών - παραγνώριση της υπεροχής της αιτήτριας σε προσόντα.
Ο τίτλος Bachelor of Arts in Social Science που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Παντζαρή-Ελισσαίου, πρόκειται, σύμφωνα με το ένα σκέλος της συγκεκριμένης εισήγησης της αιτήτριας, για «τίτλο στις Κοινωνικές Επιστήμες και όχι στη Ψυχολογία ως η απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας» και συνεπώς η Ε.Δ.Υ. όφειλε, πράγμα όμως που δεν έπραξε, να διερευνήσει το θέμα και αιτιολογημένα να αποφασίσει κατά πόσο ο συγκεκριμένος τίτλος ήταν «ισότιμο προσόν στη Ψυχολογία».
Σύμφωνα με το άλλο σκέλος της συγκεκριμένης εισήγησης, εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Σισμάνη δεν ήταν εγγεγραμμένο ως Ψυχολόγος στο Συμβούλιο Εγγραφής Ψυχολόγων Κύπρου και εφόσον η Ε.Δ.Υ. αναγνωρίζει τη σχετικότητα ενός τέτοιου Πιστοποιητικού Εγγραφής σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, η Ε.Δ.Υ. όφειλε, πράγμα όμως που επίσης δεν έπραξε, να αιτιολογήσει το συμπέρασμα της ότι το συγκεκριμένο ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί έναντι της αιτήτριας σε προσόντα. Η συγκεκριμένη παράλειψη οδηγεί, σύμφωνα με την εισήγηση, σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης λόγω «αντιφατικής αιτιολογίας».
Η θέση της καθ'ης η αίτηση όπως και των ενδιαφερόμενων μερών αναφορικά με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, περιστρέφεται γύρω από τον εξής άξονα: Δοθέντος ότι τα προσόντα των διαδίκων αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης στο παρελθόν στα πλαίσια των προηγούμενων διαδικασιών ενώπιον της Ε.Δ.Υ., οι οποίες στη συνέχεια αποτέλεσαν αντικείμενο προσφυγών (βλ. ιστορικό της παρούσας προσφυγής όπως προκύπτει από τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί νωρίτερα στην παρούσα απόφαση), η αιτήτρια εμποδίζεται δυνάμει της αρχής του δεδικασμένου να θέσει θέμα προσόντων των υποψηφίων και μη δέουσας έρευνας. Πρόσθετα και αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της πιο πάνω εισήγησης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του ενδιαφερόμενου μέρους Ε. Σισμάνη, υποστηρίζουν και τα εξής: Το Συμβούλιο Εγγραφής Ψυχολόγων Κύπρου είναι ανενεργό από το 2006, με αποτέλεσμα δεκάδες αιτήσεις για εγγραφή που πληρούσαν τις προϋποθέσεις προς εγγραφή, περιλαμβανομένης και της αίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους, να μην έχουν εξεταστεί. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον κατά την επανεξέταση λαμβάνονται, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους, υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο του αρχικού διορισμού και το Συμβούλιο Εγγραφής Ψυχολόγων δεν υφίστατο τότε, το δεύτερο σκέλος της εισήγησης της αιτήτριας, είναι, ούτως ή άλλως, καταδικασμένο σε απόρριψη.
Η θέση της καθ'ης η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών σύμφωνα με την οποία στην υπό κρίση περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές του δεδικασμένου, με βρίσκει σύμφωνο. Επισημαίνω ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί από τη νομολογία μας, ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. (Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608).
Ενόψει των πιο πάνω ο υπό στοιχείο (γ) λόγος ακύρωσης, απορρίπτεται.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα €1.250 υπέρ της αιτήτριας, πλέον Φ.Π.Α. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ