ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 898/2008)

 

 

 13 Απριλίου, 2010

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΡΗ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση ως παράνομης και στερημένης οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος,

 

(α) της απόφασης της καθ'ης η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 11/4/2008 και με την οποία η καθ'ης η αίτηση «απέρριψε εκ νέου την αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια για συμπερίληψή της στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Ιταλικών γιατί δήθεν η αιτήτρια δεν προσκόμισε από το ΚΥΣΑΤΣ πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου της "Diploma" προς πτυχίο πανεπιστημίου στον κλάδο των «Ιταλικών» χωρίς όμως να εξετάσει τα νέα στοιχεία που παρουσίασε η αιτήτρια» και

 

(β) της πράξης και/ή απόφασης της καθ'ης η αίτηση «να μην αποδεκτεί παρά την από 23/10/2007 διαμαρτυρία ή ενδικοφανή ένσταση της αιτήτριας ότι το πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου σπουδών της προς πτυχίο πανεπιστημιακού στον κλάδο/ειδίκευση «Μεταφραστή και Διερμηνέα και αλληλογράφου ξένων γλωσσών» που εξασφάλισε από το ΚΥΣΑΤΣ πληροί τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας για σκοπούς συμπερίληψής της στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Ιταλικών».

 

Παράλληλα η αιτήτρια, σε σχέση με την υπό στοιχείο (β) πιο πάνω θεραπεία, ζήτησε όπως «ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει».

 

Γεγονότα.

Το ιστορικό της παρούσας προσφυγής και τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώριση της έχουν ως πιο κάτω:

 

Η αιτήτρια είναι κάτοχος του τίτλου Diploma di Traduttore ed Interprete e Corrispondente di Lingue Estere (Italiano - Prima Lingua, Francese - Seconda Lingua).

 

Στις 16/5/2002 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Ιταλικών.

 

Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) ζήτησε από την αιτήτρια να προσκομίσει από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας του πιο πάνω τίτλου της προς πτυχίο Πανεπιστημίου ή Ανώτατης Σχολής ισοδύναμης με Πανεπιστήμιο στον κλάδο σπουδών των Ιταλικών.

 

Στις 10.5.2004 η αιτήτρια υπέβαλε πιστοποιητικό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. σύμφωνα με το οποίο ο τίτλος της «Diploma di Traduttore ed Interprete e Corrispondente di Lingue Estere» αναγνωρίζεται ως τίτλος ισότιμος και αντίστοιχος προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση «Μεταφραστή και Διερμηνέα και Αλληλογράφου Ξένων Γλωσσών».

 

Με απόφαση της που λήφθηκε στις 8/6/2004, η Ε.Ε.Υ., αφού έλαβε υπόψη το πιο πάνω πιστοποιητικό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 16/5/2002 γιατί δεν κατείχε πτυχίο στην ειδικότητα των Ιταλικών, ως απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά πτυχίο στην ειδικότητα Μεταφραστή και Διερμηνέα και Αλληλογράφου Ξένων Γλωσσών. Η εν λόγω απόφαση της Ε.Ε.Υ. κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 9/8/2004. Η αιτήτρια δεν αμφισβήτησε με οποιοδήποτε τρόπο την εν λόγω απόφαση της Ε.Ε.Υ., ούτε και υπέβαλε οποιαδήποτε ένσταση.

 

Στις 22/6/2005 η αιτήτρια υπέβαλε νέα αίτηση για εγγραφή στον πίνακα καθηγητών Ιταλικών. Αυτή τη φορά επισύναψε βεβαίωση του Αγγλικού Πανεπιστημίου Hull, ημερομηνίας 6/6/2005, σύμφωνα με την οποία ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο εν λόγω Πανεπιστήμιο και θα τύχει του τίτλου "Bachelor of Arts in Modern Languages (Italian)". Παράλληλα υπέβαλε κατάσταση μαθημάτων που παρακολούθησε κατά την περίοδο 13/9/2004 - 10/6/2005 για σκοπούς απόκτησης του εν λόγω τίτλου. Στις 12/8/2005 η αιτήτρια υπέβαλε στην Ε.Ε.Υ. τον επίσημο τίτλο "Bachelor of Arts in Italian Studies" που της απονεμήθηκε από το εν λόγω Πανεπιστήμιο και λίγους μήνες αργότερα υπέβαλε επιστολή του εν λόγω Πανεπιστημίου σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια είχε γίνει δεκτή απ' ευθείας στο τέταρτο και τελευταίο έτος σπουδών για την απόκτηση του τίτλου "Bachelor of Arts".

 

Σε συνεδρία της που έλαβε χώρα στις 6/2/2006 η Ε.Ε.Υ., αφού εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι η αιτήτρια πληρούσε τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας που ίσχυε τότε, κριτήρια, και αποφάσισε να αποδεκτεί την αίτηση της αιτήτριας με βάση τον τίτλο "Bachelor of Arts in Italian Studies". Ως αποτέλεσμα η αιτήτρια περιλήφθηκε στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Ιταλικών Φεβρουαρίου 2006. Από δε τις 12/10/2007 η αιτήτρια εργάζεται πάνω σε έκτακτη βάση ως καθηγήτρια Ιταλικών.

 

Λίγες μέρες μετά την πρόσληψη της ως έκτακτης καθηγήτριας Ιταλικών και συγκεκριμένα στις 23/10/2007 και 11/1/2008, η αιτήτρια με επιστολές των δικηγόρων της ζήτησε επανεξέταση της αίτησης της ημερομηνίας 16/5/2002 στη βάση άνισης μεταχείρισης. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο των εν λόγω επιστολών:

 

"Πρόεδρο

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

Λευκωσία

 

     Αρ. Φακ. Κ255/07                                                  Ημερομ. 23.10.2007

 

Έντιμε Κύριε,

 

Θέμα: Άνιση μεταχείριση υποψηφίων στον πίνακα διοριστέων των Ιταλικών

 

Έχω εντολή από την πελάτιδα μου κα Ειρήνη Χαρή να αναφερθώ σε ένα σοβαρό θέμα μη χρηστής διοίκησης που επιφέρει σε βάρος της άνιση και άδικη συνέπεια γενικότερα στο δικαίωμα της για εργασία.

 

Ειδικότερα αναφέρω ότι, η πελάτιδα μου έχει υποβάλει αίτηση από την 16.5.2002 για εγγραφή της στον πίνακα διοριστέων των Ιταλικών, με Πτυχίο του Κρατικού Πανεπιστημίου Τεργέστης, Ιταλίας με τίτλο «Μεταφραστή, Διερμηνέα και Αλληλογράφου Ξένων Γλωσσών» με πρώτη γλώσσα Ιταλικά (συν.1) και αφού έχει εξασφαλίσει και το Πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας προς πτυχίο Ανωτάτου Πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο της από το ΚΥΣΑΤΣ, όπως ορίζεται από τους σχετικούς κανονισμούς (συν.2), έχει επανειλημμένα απορριφθεί από την εγγραφή της στον εν λόγω πίνακα χωρίς καμιά αιτιολογία ή/και επαρκή αιτιολογία (συν.3).

 

Περαιτέρω, η πελάτιδα μου είναι ιδρυτικό και πλήρες τακτικό μέλος της Παγκύπριας Ένωσης Πτυχιούχων Μεταφραστών και Διερμηνέων Κύπρου (συν.5).

 

Είναι η θέση της πελάτιδας μου ότι, ενώ η ίδια υφίσταται την πιο πάνω μεταχείριση, αντίθετα άλλοι συνάδελφοι της, με τα ίδια ή/και λιγότερα προσόντα, έτυχαν δίκαιης μεταχείρισης με τη θετική ανταπόκριση της Ε.Ε.Υ., ενώ στην περίπτωση της, άδικα και άνισα η Ε.Ε.Υ. αρνείται να επιληφθεί και να άρει την άνιση σε βάρος της κατάσταση.

 

Για την πιο πάνω δυσμενή κατάσταση που έχει δημιουργηθεί παράνομα, η πελάτιδα μου ζητά την εκ νέου επανεξέταση της υπόθεσης της, καθότι η Ε.Ε.Υ. θα πρέπει να εφαρμόσει ίσο μέτρο για όλες τις ίδιες περιπτώσεις.

 

Μ' εκτίμηση

 

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης

Δικηγόρος."

 

 

 

"Πρόεδρο

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

Λευκωσία

 

     Αρ. Φακ. Κ255/07                                                  Ημερομ. 11.1.2008

 

                                                   Με φαξ-Επείγουσα

 

Έντιμε Κύριε,

 

Θέμα: Άνιση μεταχείριση υποψηφίων στον πίνακα διοριστέων των Ιταλικών

 

Επανέρχομαι σε συνέχεια της από 23.10.2007 επιστολής μου και παρακαλώ όπως έχω το συντομότερο τη θέση σας στο σοβαρό θέμα που έθεσα εκ μέρους της πελάτισσας μου κας Ειρήνης Χαρή που επιφέρει σε βάρος της άνιση και άδικη συνέπεια στο δικαίωμα της για εργασία.

 

Επιφυλάσσω τα δικαιώματα της.

 

Μ' εκτίμηση

 

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης

Δικηγόρος."

 

 

Το αίτημα της αιτήτριας για επανεξέταση της αίτησης της 16/5/2002 εξετάστηκε από την Ε.Ε.Υ. στις 28/1/2008 και απορρίφθηκε «αφού δεν έχει προσκομίσει από το ΚΥΣΑΤΣ πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου της "Diploma" προς πτυχίο Πανεπιστημίου στον κλάδο των "Ιταλικών", όπως της είχε ζητηθεί με την επιστολή της Επιτροπής ημερομηνίας 18/6/2002. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. που υπέβαλε η αιτήτρια στο γραφείο της Επιτροπής στις 10/5/2004, ο προαναφερόμενος τίτλος της αναγνωρίζεται ως ισότιμος και αντίστοιχος προς πτυχίο πανεπιστημίου στον κλάδο «Μεταφραστή και Διερμηνέα και Αλληλογράφου Ξένων Γλωσσών».

 

Η πιο πάνω απόφαση της Ε.Ε.Υ. κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 11/4/2008. Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά ως ανωτέρω. Στην προσφυγή  εξειδικεύεται αριθμός νομικών σημείων, η θέση όμως της αιτήτριας συνοψίζεται στα εξής: «Είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα παράλειψης, παράνομη, προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας και άνισης μεταχείρισης».

 

Αναπτύσσοντας αυτή τη θέση ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας επικέντρωσε τα επιχειρήματα του στο στοιχείο «άνιση μεταχείριση» από την Ε.Ε.Υ. σε βάρος της αιτήτριας. Αναφέρει συγκεκριμένα στη γραπτή αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας:

 

"Η αιτήτρια ενώ έχει υποβάλει αίτηση από τις 16 Μαΐου του 2002 για την εγγραφή της στον πίνακα διοριστέων των Ιταλικών με Πτυχίο του Κρατικού Πανεπιστημίου Τεργέστη, Ιταλίας με τίτλο «Μεταφραστή, Διερμηνέα και Αλληλογράφου Ξένων Γλωσσών», με πρώτη Γλώσσα Ιταλικά και έχοντας εξασφαλίσει και το Πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας προς πτυχίο ανώτατου πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο της από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., όπως ορίζεται από τους σχετικούς κανονισμούς απορρίφθηκε η εγγραφή της στον οικείο πίνακα διοριστέων των Ιταλικών. Κατόπιν έρευνας πτυχίων άλλων υποψηφίων, οι οποίοι υπέβαλαν αίτηση στον πίνακα διοριστέων των Ιταλικών, και συγκεκριμένα ή για παράδειγμα της υποψηφίας Αθηνάς Καρβάλη, Καϊάφα, με πτυχίο ισότιμο αυτό της αιτήτριας και με τίτλο «Εφαρμοσμένες Ξένες Γλώσσες στην Μετάφραση» με Τρίτη Γλώσσα τα Ιταλικά, που αποκτήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Sorbonne Nouvelle της Γαλλίας έχει γίνει αποδεκτή η αίτησή της και κατόπιν η εγγραφή της στον εν λόγω πίνακα με σειρά          Αρ. 24.

 

Άρα σαφή άνιση μεταχείριση υποψηφίων εκ μέρους της Επιτροπής της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας σε βάρος της Αιτήτριας. Η αιτήτρια, με πτυχίο του Κρατικού Πανεπιστημίου Τεργέστης Ιταλίας με τίτλο «Μεταφραστή, Διερμηνέα και Αλληλογράφου Ξένων Γλωσσών», με πρώτη Γλώσσα Ιταλικά. Τα μαθήματα της Αθηνάς Καρβάλη Καϊάφα, όσον αφορά την Ιταλική Γλώσσα είναι μόνο έξι από τα είκοσι δύο μαθήματα που απαρτίζεται το πτυχίο της, και έχοντας Τρίτη Γλώσσα τα Ιταλικά (χωρίς καν γλωσσολογία στα Ιταλικά, που είναι μάθημα απαραίτητο για τη δυναμική και διδασκαλία της Γλώσσας), εν αντιθέσει με το πτυχίο της αιτήτριας που τα δεκαέξι μαθήματα είναι στα Ιταλικά από τα εικοσιένα που απαρτίζεται το δικό της πτυχίο (και με γλωσσολογία στα Ιταλικά, ως διετές μάθημα)."

 

 

Στον αντίποδα, η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ'ης η αίτηση εισηγείται την απόρριψη της προσφυγής για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί η αιτήτρια στερείται έννομου συμφέροντος καθότι έχει εγγραφεί στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Ιταλικών, σύμφωνα με την απόφαση της καθ'ης η αίτηση ημερομηνίας 6/2/2006 με βάση τον τίτλο "Bachelor of Arts in Italian Studies" και από 12/10/2007 εργάζεται πάνω σε έκτακτη βάση ως καθηγήτρια Ιταλικών και δεύτερο, γιατί η αιτήτρια δεν προσβάλλει εκτελεστή πράξη και/ή απόφαση καθότι η απόφαση ημερομηνίας 11/4/2008, είναι βεβαιωτική της απόφασης ημερομηνίας 9/8/2004 την οποία ουδέποτε προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου. Και οι δύο λόγοι εγείρονται με τη μορφή προδικαστικών ενστάσεων. Αναφορικά με την ουσία της προσφυγής η καθ'ης η αίτηση δεν προβάλλει οποιοδήποτε λόγο απόρριψης της προσφυγής.

 

Έλλειψη έννομου συμφέροντος

Η ύπαρξη ή μη έννομου συμφέροντος, συνιστά θέμα πραγματικό και     ως τέτοιο συναρτάται με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, αποφασίζεται           δε στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης. Έχει νομολογηθεί πως ο αιτητής νομιμοποιείται στην προσβολή μιας διοικητικής πράξης εφόσον, με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της περίπτωσης, είτε έχει ηθικό έννομο συμφέρον είτε αποκαλύπτεται κάποιας μορφής δυσμενής επηρεασμός του από την απόφαση της διοίκησης. Κοντολογίς, το συμφέρον του αιτητή το οποίο επηρεάζεται από μια πράξη της διοίκησης μπορεί να είναι είτε υλικό είτε ηθικό. Και στις δύο όμως περιπτώσεις πρέπει να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντος                    (βλ., μεταξύ άλλων, Χαράλαμπος Μορίτσης ν. Φίλιππας Καρσερά,                Α.Ε. 117/2006, 12/2/2009).

 

Στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του                               Ε. Σπηλιωτόπουλου, 5η Έκδοση, σελ. 433, διαβάζουμε τα πιο κάτω σχετικά στα οποία η κυπριακή νομολογία έχει κατά καιρούς αναφερθεί με επιδοκιμασία.

 

     "Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια, η οποία θίγεται αμέσως ή εμμέσως από την προβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ' αυτόν."

 

 

Έχει επίσης νομολογηθεί, ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται τόσο κατά το χρόνο καταχώρισης όσο και κατά το χρόνο ακρόασης της προσφυγής. Όμως, αυτές οι δύο προϋποθέσεις ικανοποιούνται αν κατά τους εν λόγω κρίσιμους χρόνους είναι σαφές ότι το ενεστώς έννομο συμφέρον ενός αιτητή, παρόλο ότι δεν επηρεάζεται ευθέως, πρόκειται αναποφεύκτως να επηρεαστεί στο μέλλον. (Papasavvas v. Republic (1967) 3 C.L.R. 111).

 

Στην προκείμενη περίπτωση η πιο πάνω προδικαστική ένσταση της καθ'ης η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει. Είναι πρόδηλο πως με την επίδικη απόφαση η υπηρεσιακή κατάσταση και οι προοπτικές ανέλιξης της αιτήτριας έχουν επηρεαστεί δυσμενώς. Δεκτότητα του αιτήματος της αιτήτριας αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε διαφοροποίηση προς όφελος της, της σειράς κατάταξης της στον πίνακα διοριστέων καθηγητών στην ιταλική γλώσσα, έτσι ώστε να προηγείται όλων εκείνων που υπέβαλαν μεταγενέστερα της ίδιας, αίτηση για διορισμό, με όλα όσα οφέλη είτε οικονομικά είτε υπηρεσιακά, περιλαμβανομένης και της αρχαιότητας στην εκπαιδευτική υπηρεσία, η εν λόγω διαφοροποίηση θα συνεπαγόταν. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στην περίπτωση επηρεασμού της αρχαιότητας η νομολογία έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη έννομου συμφέροντος (Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378). Είναι πιστεύω αρκετό να επισημάνω το γεγονός ότι η συνάδελφος της αιτήτριας της οποίας την περίπτωση η αιτήτρια επικαλείται για να τεκμηριώσει τη θέση της για άνιση μεταχείριση, ενώ είχε υποβάλει αίτηση δύο χρόνια μεταγενέστερα της αρχικής αίτησης της αιτήτριας, προηγείται κατά πολύ της αιτήτριας στη σειρά κατάταξης στον πίνακα διοριστέων καθηγητών στην ιταλική γλώσσα. Έχει μάλιστα συμπληρώσει ήδη την προϋπηρεσιακή κατάρτιση που απαιτείται για να τύχει νόμιμου διορισμού. Πέραν τούτου, είναι φανερό πως η αιτήτρια μέχρι την εγγραφή της στον κατάλογο διοριστέων, γεγονός που υπενθυμίζω έλαβε χώρα το 2006, υπέστη υλική ζημιά, απωλέσασα μισθούς.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η πρώτη προδικαστική ένσταση της καθ'ης η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Εκτελεστότητα προσβαλλόμενης πράξης

Από τις αντίστοιχες επί του προκειμένου θέσεις, προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

 

Κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση 28/1/2008 αποτελεί βεβαιωτική πράξη με την οποία βεβαιούται, ως είναι η θέση της καθ'ης η αίτηση, η εμμονή της διοίκησης σε προγενέστερη πράξη και συγκεκριμένα στην απόφαση ημερομηνίας 8/6/2004 την οποία η αιτήτρια δεν αμφισβήτησε με προσφυγή, ή κατά πόσο αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, ως είναι η θέση της αιτήτριας.

 

Είναι δοσμένη αρχή δικαίου ότι η βεβαιωτική πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, εκτός και αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία τα οποία έστω και αν προϋπήρχαν ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη νωρίτερα. (Βλ. Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474).

 

Όπως επισημαίνεται από την Ολομέλεια στην υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, 401, 402 (απόφαση πλειοψηφίας):

 

"Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

 

     (α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

 

     (β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

 

     (γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

 

     (δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

 

     (ε) Ταυτότητα του διατακτικού.

 

(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 -            Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας)."

 

 

Το τι αποτελεί νέα έρευνα πραγματεύεται ο Δικαστής Π. Καλλής στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ζίττης (πιο πάνω), με αναφορά, στα πιο κάτω αποσπάσματα από τα συγγράμματα "Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών" του Μ.Δ. Στασινόπουλου, 4η Έκδοση, σελ. 176 και "Αίτησις Ακυρώσεως" του Θ. Τσάτσου, Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132, με αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 241 και με αναφορά σε σχετική κυπριακή νομολογία:

 

Μ. Δ. Στασινόπουλος:

 

"Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ' ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ' όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.

 

     Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ' όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών."

 

 

Θ. Τσάτσος

 

     "Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί. Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν' αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.

 

     .............................

 

     Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ' όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής. Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής. Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ' ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη."

 

 

Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241:

 

"Νέα έρευνα υπάρχει εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν."

 

 

Κυπριακή νομολογία:  Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566.

 

 

Στην περίπτωση μας, ένας θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η απόφαση της 28/1/2008, περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας βεβαιωτικής απόφασης, καθότι με αυτήν επαναλαμβάνεται η εμμονή της διοίκησης στην προγενέστερη απόφασή της και ότι αυτό που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η συγκεκριμένη απόφαση λήφθηκε μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης.

 

Τα γεγονότα όμως που περιβάλλουν το συγκεκριμένο ζήτημα καταδεικνύουν το ανεδαφικό της πιο πάνω θέσης. Στην προκείμενη περίπτωση η αιτήτρια αποτάθηκε στην καθ'ης η αίτηση με αίτημα, την επανεξέταση της αίτησης της ημερομηνίας 16/5/2002 στη βάση άνισης μεταχείρισης. Για τεκμηρίωση της εν λόγω θέσης της η αιτήτρια πρόβαλε συγκεκριμένους ισχυρισμούς και έθεσε ενώπιον της καθ'ης η αίτηση συγκεκριμένα στοιχεία. Αντί να διερευνήσει ως όφειλε τους ισχυρισμούς της αιτήτριας και τα στοιχεία που η τελευταία έθεσε ενώπιον της και               να αποφανθεί επί της ουσίας του αιτήματος της, η καθ'ης η αίτηση περιορίστηκε να επαναλάβει την απόφαση της ημερομηνίας 8/6/2004, χωρίς να ασχοληθεί με οποιοδήποτε τρόπο με τα στοιχεία που είχε θέσει ενώπιον της η αιτήτρια.

 

Είναι αλήθεια ότι στην ένσταση της, όπως και στη γραπτή αγόρευση της, η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ'ης η αίτηση αναφέρεται στα στοιχεία και κατ' ισχυρισμό γεγονότα τα οποία η αιτήτρια είχε θέσει υπόψη της καθ'ης η αίτηση για σκοπούς τεκμηρίωσης του αιτήματος της και τα σχολιάζει, με στόχο την αιτιολόγηση της απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας. Οι σχετικές αναφορές, σχόλια και συμπεράσματα και γενικά η σχετική συλλογιστική της ευπαίδευτης συνηγόρου της καθ'ης η αίτηση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, απλά γιατί βρίσκονται εκτός του πλαισίου που οριοθετεί η προσβαλλόμενη απόφαση (το πρακτικό ημερομηνίας 8/6/2004 «Παράρτημα 12» στην ένσταση). Είναι δοσμένη νομολογιακή αρχή του διοικητικού δικαίου ότι το κενό στην αιτιολογία ή η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορούν να θεραπευθούν από την επιχειρηματολογία των συνηγόρων. (Metaloc v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351). Πρόσθετα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας «το δικαστήριο δεν μπορεί πρωτογενώς να κρίνει τα ζητήματα που τέθηκαν στην Ε.Ε.Υ. αλλά δεν τα έκρινε η ίδια και απλώς κατέγραψε η ένσταση «εξηγήσεις» και/ή παρουσίασε στοιχεία για να «συναγάγει» κατ' εικασία το δικαστήριο ή για να υποκαταστήσει το δικαστήριο τη διοίκηση με τωρινή δική του κρίση».

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι βεβαιωτική της απόφασης ημερομηνίας 9/8/2004, εντός της εννοίας του όρου «βεβαιωτική απόφαση» ως η εν λόγω έννοια ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Ζίττης (πιο πάνω). Η μη ενασχόληση της καθ'ης η αίτηση με την ουσία του αιτήματος της αιτήτριας και η απουσία κρίσης αναφορικά με το θέμα της άνισης μεταχείρισης, καθιστά την προσβαλλόμενη με το αιτητικό (α) απόφαση, αναιτιολόγητη και ως τέτοια, θα πρέπει να ακυρωθεί και το αίτημα της αιτήτριας για επανεξέταση της αίτησης της ημερομηνίας 16/5/2002 στη βάση άνισης μεταχείρισης, να παραπεμφθεί στο αρμόδιο όργανο της καθ'ης η αίτηση για εξέταση.

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή θα πρέπει να πετύχει σε σχέση όμως μόνο με την υπό στοιχείο (α) αιτούμενη θεραπεία. Ανάληψη δικαιοδοσίας σε σχέση με την υπό στοιχείο (β) αιτούμενη θεραπεία, θα ισοδυναμούσε με πρωτογενή κρίση επί ζητήματος το οποίο εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου, πράγμα ανεπίτρεπτο.

 

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή επιτυγχάνει μόνο σε σχέση με την υπό στοιχείο (α) αιτούμενη θεραπεία, με έξοδα €1.200 υπέρ της αιτήτριας.

 

 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Το αίτημα της αιτήτριας για επανεξέταση της αίτησης της ημερομηνίας 16/5/2002 στη βάση άνισης μεταχείρισης παραπέμπεται στο αρμόδιο όργανο της καθ'ης η αίτηση για εξέταση και κρίση επί της ουσίας του.

 

Η υπό στοιχείο (β) αιτούμενη θεραπεία απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

                                                      Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο