ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.767/2006)
16 Απριλίου, 2010
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
DENNIS O´HARE
ELIZABETH O´HARE
Αιτητές,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ
Καθ΄ου η αίτηση.
------------------------
Μιχαήλ (κα.) για Α.Νεοκλέους και Σια ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Θ.Πιπερή-Χριστοδούλου, (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
Χρ.Γεωργιάδης, για το ενδιαφερόμενο μέρος
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 28.5.2001 το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής αδείας για την ανέγερση 14 κατοικιών με κολυμβητικές δεξαμενές εντός των τεμαχίων με αριθμό 135, 138 και 1026 Φ/ΣΧ ΧLV/9 στο χωριό Πέγεια της επαρχίας Πάφου, δικής του ιδιοκτησίας. Οι αιτητές είναι συνιδιοκτήτες του τεμαχίου υπ΄αριθμό 1391 Φ/Σχ.XLV9 στο χωριό Πέγεια, το οποίο συνορεύει με τα πιο πάνω τεμάχια του ενδιαφερόμενου μέρους. Στις 29.4.2004 το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής αδείας με στόχο την ανέγερση εντός των πιο πάνω τεμαχίων του, 78 διαμερισμάτων και 2 κατοικιών με κολυμβητικές δεξαμενές. Οι δύο πιο πάνω πολεοδομικές άδειες εγκρίθηκαν, η μεν πρώτη στις 28.1.2002, η δε δεύτερη στις 22.10.2004.
Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή επιδιώκουν την ακύρωση της τελευταίας απόφασης για χορήγηση πολεοδομικής αδείας προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Για συμπλήρωση των γεγονότων πρέπει να σημειωθεί ότι στις 12.12.2005, οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση για επίλυση συνοριακής διαφοράς με το τεμάχιο 1026, του ενδιαφερόμενου μέρους, και τελικώς έλαβαν αντίγραφο της εκδοθείσας πολεοδομικής αδείας στις 17.2.2006.
Οι καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν τρεις προδικαστικές ενστάσεις που άπτονται της ορθότητας του ενδίκου μέσου το οποίο καταχώρισαν οι αιτητές ξεκινώντας από τον ισχυρισμό ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, η δεύτερη έχει σχέση με την ίδια την πολεοδομική άδεια και η τρίτη ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος για προώθηση της παρούσας προσφυγής.
Θα ασχοληθώ με τις προδικαστικές αυτές ενστάσεις, αρχικώς, με την σειρά που έχουν προταθεί. Οι καθ΄ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος προβάλλουν, από κοινού, τον ισχυρισμό ότι οι αιτητές έλαβαν γνώση της υφιστάμενης πολεοδομικής αδείας πολύ πριν τις 17.2.2006, ημερομηνία κατά την οποία, όπως είναι παραδεκτό, έλαβαν αντίγραφο της σχετικής αδείας. Προσθέτουν περαιτέρω ότι, αν οι αιτητές υπεδείκνυαν εύλογη επιμέλεια, θα μπορούσαν να είχαν λάβει γνώση όλων των δεδομένων της υπόθεσης προηγουμένως.
Όπως προσδιορίζεται από τη νομολογία η προθεσμία άρχεται από τη στιγμή που ο επηρεαζόμενος έλαβε γνώση της αμφισβητούμενης απόφασης. Η γνώση αυτή πρέπει να είναι πραγματική και με βάση τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και την πάγια νομολογία, ο αιτητής θεωρείται ότι έλαβε γνώση όταν περιέλθει στην αντίληψη του ολόκληρο το περιεχόμενο της πράξης, απόφασης ή παράλειψης της διοίκησης. Η γνώση, όπως τονίστηκε στην υπόθεση, Ακίνητα Λούλλα Ιωνίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, πρέπει να είναι εκτεταμένη και επαρκής έτσι ώστε να γνωστοποιούνται στον επηρεαζόμενο οι επιπτώσεις της απόφασης και η κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί.
Για το ίδιο θέμα, σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Μαραθεύτη ν. Δήμου Λεμεσού (2002) 3 ΑΑΔ 418:
"Όσον αφορά γνώση της πράξης από τον αιτητή, στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Σπηλιωτόπουλου, 5η Έκδοση, παράγραφος 467, σελ. 443-444, αναφέρεται ότι στις ατομικές διοικητικές πράξεις, ασχέτως του αν επιβάλλεται κοινοποίηση τους ή όχι, η προθεσμία για εκείνον που αφορά η πράξη αρχίζει να μετρά όταν αυτή περιέλθει σε «πλήρη» γνώση του, το ίδιο δε ισχύει και όταν ο αιτητής είναι τρίτος και η πράξη δεν είναι δημοσιευτέα. Το ότι η γνώση της πράξης πρέπει να είναι πλήρης για να αρχίζει να μετρά η προθεσμία, υποστηρίζεται από σωρεία νομολογίας, τόσο Κυπριακής όσο και Ελληνικής και η πλήρης αυτή γνώση πρέπει να προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου και σύμφωνα με τις συνθήκες κάθε υπόθεσης. (Δέστε, μεταξύ άλλων, Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 3 C.L.R. 1). Παραθέτουμε πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197, στη σελ. 202, που αφορά το ίδιο θέμα:
«Οι αρχές που διέπουν το θέμα έχουν διατυπωθεί από πολλού χρόνου και δεν αμφισβητούνται. Η προθεσμία που τίθεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και αναμφίβολα αρχίζει με την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης από το διοικούμενο. Το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τόσο την ελληνική θεωρεία και νομολογία, όσο και την κυπριακή.
Στο σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη Έκδοση, παραγρ. 30, αναφέρεται ότι πλήρης είναι η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη. Για να είναι πλήρης η γνώση δεν απαιτείται η δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων από τα οποία προκύπτει η τήρηση των προδιαγεγραμμένων τύπων και όλων των στοιχείων που η διοίκηση έλαβε υπ΄όψη για να αιτιολογήσει την πράξη της.
Αν η πράξη είναι εύκολα προσιτή στον ενδιαφερόμενο, ή ουχί εντός εύλογου χρόνου ενέργεια των απαιτουμένων προς λήψη πλήρους γνώσης της πράξης, αποτελεί παράλειψη της οποίας οι συνέπειες εξομοιώνονται προς τη μη εμπρόθεσμο άσκηση της αίτησης ακύρωσης.
Η επάρκεια της γνώσης που κτάται κρίνεται κατά περίπτωση στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης (Ευθυμία Σωφρονίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κακοπετριάς (1993) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1951 και Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2498).
Η γνώση τεκμαίρεται ότι υπάρχει όταν ο διοικούμενος έχει γνώση όλων των στοιχείων που επηρεάζουν τη θέση του (Papaioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R., 103, 108 και Κωνσταντίνου και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 487). Σε περίπτωση αμφιβολίας κατά πόσο ο αιτητής έλαβε γνώση ή ως προς την επάρκεια της ειδοποίησης, η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του διοικούμενου (βλέπε μεταξύ άλλων Costas Neophytou v. Republic 1964 C.L.R. 280)."
Με έχει απασχολήσει κατά πόσο, μέσα από το περιεχόμενο της επιστολής των αιτητών ημερ. 13.11.2005, προς την Επίτροπο Διοίκησης αναδεικνύεται γνώση σχετικώς με την εκδοθείσα πολεοδομική άδεια, έτσι ώστε να ενεργοποιηθεί η προθεσμία των 75 ημερών.
Κανένα στοιχείο απ΄όσα έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου υποδηλοί γνώση για τη χορηγηθείσα πολεοδομική άδεια. Ούτε επίσης μπορεί να στοιχειοθετηθεί έλλειμμα στην συμπεριφορά των αιτητών που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ότι απέχει από την εύλογη επιμέλεια που θα αναμενόταν, από αυτούς κάτω από τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Αντιθέτως, διαφαίνεται ότι οι αιτητές κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να διαπιστώσουν κατά πόσο η ανέγερση οικοδομών στο γειτονικό τους τεμάχιο ήταν σύμφωνη με το νόμο, και για το σκοπό αυτό είχαν απευθυνθεί στους καθ΄ων η αίτηση. Η άρνηση των τελευταίων να παράσχουν οποιαδήποτε πληροφόρηση, οδήγησε στην υποβολή παραπόνων στην Επίτροπο Διοικήσεως. Σε μια πρόσφατη απόφαση του αδελφού δικαστή Ναθαναήλ στην υπόθεση 435/2008 Χάλιου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.3.2010 που αντικρίστηκε παρόμοιο θέμα το Δικαστήριο ανέφερε ότι:
«η αντίληψη περί έγερσης κατοικιών δεν ισοδυναμεί με επαρκή γνώση ότι είχαν εκδοθεί συγκεκριμένες πολεοδομικές άδειες».
Αυτή η παρατήρηση προσδίδει με τον καλύτερο τρόπο την αναγκαιότητα γνωστοποίησης σε ένα αιτητή, κάτι περισσότερο από ότι εμπειρικά μπορεί να παρατηρήσει. Και τούτο βέβαια με στόχο την ενεργοποίηση της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών.
Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι ούτε οι καθ΄ων η αίτηση, ούτε το ενδιαφερόμενο μέρος, έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι οι αιτητές έλαβαν γνώση της εκδοθείσας πολεοδομικής αδείας πριν από τις 17.2.2006. Ως αποτέλεσμα τούτου, η πρώτη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, προβλήθηκε το επιχείρημα ότι η εκδοθείσα πολεοδομική άδεια απώλεσε την εκτελεστότητα της, μετά την έκδοση σχετικής αδείας οικοδομής.
Τα όσα έχουν προβληθεί από το ενδιαφερόμενο μέρος για το θέμα αυτό δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Η πολεοδομική άδεια είναι μια αυτοτελής εκτελεστή πράξη η οποία δεν συγχωνεύεται με την άδεια οικοδομής. Η κάθε μια άδεια διατηρεί την αυτοτέλεια και κατά συνέπεια την εκτελεστότητα της. Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Ζαντή ν. Επάρχου Λευκωσίας (1992)4 Α.Α.Δ. 4841 όπου αναφέρθησαν τα πιο κάτω:
«Η πολεοδομική άδεια συνιστά αυτοτελή πράξη, εκτελεστή σ' όλη την έκταση της, καθοριστική για τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη να προβεί σε ανάπτυξη της γης στην οποία αναφέρεται. (Για τα χαρακτηριστικά και συνέπειες προπαρασκευαστικών πράξεων βλ. Τσάτσου - Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 124 κ.ε., Στασινόπουλου - Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 123 κ.ε., και Frangos & Others ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 53). Η πολεοδομική άδεια αποτελεί το θεμέλιο, την προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για την παροχή άδειας οικοδομής. Χωρίς το θεμέλιο αυτό δεν παρέχεται εξουσία στην αρμόδια, βάσει του Κεφ. 96, αρχή να εξετάσει τη δυνατότητα παροχής άδειας οικοδομής. Ο κάτοχος πολεοδομικής άδειας ο οποίος απευθύνεται για άδεια οικοδομής, δεσμεύεται εκ προοιμίου από αυτή εφόσο αυτό τούτο το δικαίωμα του για ανάπτυξη στοιχειοθετείται από τους όρους της. Η άδεια οικοδομής ορθά χαρακτηρίζεται ως άδεια για την εκτέλεση των εγκριθέντων με την πολεοδομική άδεια έργων. Η εξουσία της αρμόδιας αρχής περιορίζεται ουσιαστικά στον καθορισμό των όρων της εκτέλεσης.»
Μέσα στο πλαίσιο προβολής της τρίτης προδικαστικής ενστάσεως, η οποία έχει δύο σκέλη, αμφισβητείται το έννομο συμφέρον των αιτητών να προσβάλουν την απόφαση για χορήγηση πολεοδομικής αδείας.
Με το πρώτο σκέλος οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον προώθησης της παρούσας προσφυγής, αφού, δεν εξειδικεύουν με ποιο τρόπο επηρεάζεται η περιουσία τους. Οι αρχές που διατυπώθηκαν στις υποθέσεις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73 και Τhanos Club Hotels Ltd v. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2000)3 Α.Α.Δ. 324, έχουν εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση. Νομιμοποίηση προβολής εννόμου συμφέροντος στοιχειοθετείται όταν ο αιτητής έχει την ιδιότητα του περίοικου. Αυτό σημαίνει αμεσότητα λόγω εγγύτητας χώρου και το έννομο συμφέρον επεκτείνεται και σε ιδιοκτήτες ακινήτων, των οποίων οι όροι διαβίωσης ενδεχομένως θα επιδεινωθούν λόγω της εκδοθείσας πολεοδομικής αδείας. Στην υπόθεση Χαραλάμπους (που αναφέρθηκε πιο πάνω), τονίστηκε ότι το περιβάλλον εξετάζεται
«υπό τη σκοπιά του συμφέροντος του προσφεύγοντος για την προστασία των όρων διαβίωσης του στη συγκεκριμένη περιοχή και των περιουσιακών του δικαιωμάτων στο βαθμό που επηρεάζονται από την επίδικη πράξη.»
Όπως είναι αποδεχτό, οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες ακινήτου το οποίο εφάπτεται των υπό ανάπτυξη τεμαχίων του ενδιαφερόμενου μέρους. Η ιδιοκτησία, γειτονικού ακινήτου, δεν είναι αρκετή για στοιχειοθέτηση εννόμου συμφέροντος, πρέπει να καταδειχθεί ότι με την επίδικη πράξη παραβλάπτονται τα συμφέροντα ενός αιτητή. Οι αιτητές παραπονούνται ότι με βάσης το ύψος ανέγερσης των διαμερισμάτων, για τα οποία χορηγήθηκε η πολεοδομική άδεια, υπάρχει παραβίαση του επιτρεπομένου ύψους οικοδομής στην περιοχή. Παραπονούνται επίσης ότι θα επηρεαστούν οι ανέσεις και οι συνθήκες διαβίωσης τους, λόγω του μεγάλου όγκου των προταθέντων να ανεγερθούν οικοδομών, θα στερηθούν την πρόσβαση στον ήλιο και στον αέρα.
Με γνώμονα τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη ότι δεν απαιτείται απόδειξη, αλλά πιθανολόγηση επηρεασμού ή επιδείνωση των όρων διαβίωσης, και επίσης όπως προβλήθηκε ότι η χορηγηθείσα πολεοδομική άδεια δόθηκε κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, βρίσκω ότι οι αιτητές έχουν στοιχειοθετήσει ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, εντός της εννοίας του άρθρου 146.2 του Συντάγματος.
Το δεύτερο σκέλος της ιδίας ενστάσεως έχει ως έρεισμα την απουσία εννόμου συμφέροντος, εδραζομένου στην προσβολή μόνο της πολεοδομικής αδείας και όχι της αδείας οικοδομής, η οποία εκδόθηκε στις 6.2.2006, και πάλιν πριν την καταχώριση της προσφυγής. Η μη αμφισβήτηση της ορθότητας της εν λόγω αδείας οικοδομής την καθιστά νόμιμη, ανεξαρτήτως αν κριθεί ως παράνομη η εκδοθείσα πολεοδομική άδεια. Η μη προσβολή και της αδείας οικοδομής δημιουργεί κενό το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί (Νεοφύτου ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 478). Στην υπόθεση ΑΕ65/06 Δήμος Λευκωσίας ν. Παπαϊωάννου, ημερ. 16.3.2010 αναφέρεται
«η συμπροσβολή των δύο αδειών, πολεοδομικής και οικοδομικής με την ιδίαν προσφυγή, είναι αναγκαία και απαραίτητη, αλλιώς η προσφυγή θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία».
Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η ακύρωση της πολεοδομικής αδείας θα ήταν αλυσιτελής και ως εκ τούτου η τρίτη προδικαστική ένσταση των καθ΄ων η αίτηση, έχει έρεισμα.
Συνακόλουθα η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.