ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 74/2009)
22 Απριλίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 15, 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΚΑΙΤΗ ΣΠΑΝΟΥ,
2. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΛΗ,
3. ΙΩΑΝΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ,
4. ΠΑΜΠΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
5. ΠΑΝΙΚΚΟΣ ΧΑΤΖΗΛΟΙΖΟΥ,
6. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΥ,
7. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,
8. ΕΛΕΝΑ ΜΙΧΑΗΛ,
9. ΝΙΚΗ ΠΑΤΣΑΛΟΣΑΒΗ,
10. ΙΩΑΝΝΑ ΚΙΤΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ,
11. ΜΑΡΘΑ ΣΠΥΡΙΔΗ,
12. NAEIM AWADALLA,
Αιτητές,
ΚΑΙ
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
α. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή
β. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
2. ΔΗΜΟΥ ΕΓΚΩΜΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 5.11.2009.
Λ. Λουκαίδης, για τους Αιτητές.
Αρ. Ζερβού (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1.
Δ. Χριστοδούλου για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Καθ΄ ων η αίτηση 2.
Γ.Ζ. Γεωργίου με Ε. Λοϊζίδου (κα.), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Υποβλήθηκε προφορικό αίτημα για εξαίρεση μου από την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής, από τους αιτητές, στην προσφυγή. Το αίτημα βασίστηκε στο ότι, σύμφωνα με τους αιτητές, στο στάδιο παρεμπίπτουσας αίτησης για αναστολή της ισχύος και εφαρμογής των προσβαλλομένων αποφάσεων και στα πλαίσια της εξέτασης του κατά πόσον υπήρχε έκδηλη παρανομία και ανεπανόρθωτη ζημιά, αντί να περιοριστώ στα όρια της εξέτασης της παρεμπίπτουσας αίτησης, υπεισήλθα στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής και αποφάσισα, οριστικά, βασικές πτυχές της, όπως είναι το θέμα της νομιμότητας των προσβαλλομένων αποφάσεων, «. με αποτέλεσμα λογικά να αναμένεται ότι ο δικαστής έχει ήδη σχηματίσει οριστική άποψη στα θέματα αυτά που θα έπρεπε να αφεθούν να εξεταστούν κατά την ακρόαση της προσφυγής αυτής καθαυτής».
Προς υποστήριξη των θέσεων των αιτητών αυτοί, δια του ευπαιδεύτου συνηγόρου τους, παρέπεμψαν στις σελ. 8, 9 και 10 της απόφασης μου στην παρεμπίπτουσα αίτηση όπου, κατά τους αιτητές, δέχθηκα οριστικά ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη άσκησαν τα νόμιμα ιδιοκτησιακά δικαιώματα τους μέσα στα πλαίσια του σχετικού νόμου και των κανονισμών, ότι λήφθηκαν όλες οι σχετικές άδειες που πληρούσαν τις προϋποθέσεις του νόμου και ότι, κατ΄ επέκταση, οι προδιαγραφές της επίδικης πολυκατοικίας ήταν σύμφωνες με το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας, στοιχείο αμφισβητούμενο, από τους αιτητές, στην παρούσα προσφυγή. Κατά τους αιτητές, ακόμα, προχώρησα και εξέφρασα οριστική άποψη για τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των περιουσιών ιδιοκτητών άλλων οικοπέδων στην περιοχή, όπως είναι και οι αιτητές, που δεν ήταν μάλιστα και επίδικο θέμα.
Ενόψει των προαναφερομένων, οι αιτητές θεωρούν ότι είναι λογικά αναμενόμενο ότι έχω δεσμευτεί πως οι προσβαλλόμενες πράξεις των καθ΄ ων η αίτηση είναι νόμιμες, δηλαδή ξεπέρασα το κριτήριο της έκδηλης παρανομίας και αποφάνθηκα ότι η πολεοδομική άδεια και η άδεια οικοδομής, που προσβάλλονται με την προσφυγή, εκδόθηκαν νόμιμα και χωρίς να ληφθούν υπόψη άσχετοι παράγοντες, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές ότι συνέβηκε. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους αιτητές, σε σχέση με τους καθ΄ ων η αίτηση 2, δεσμεύτηκα με μια πρόωρη άποψη προτού μάλιστα ακούσω την ουσία της υπόθεσης, αντί να περιοριστώ στο κατά πόσον τα ενώπιον μου στοιχεία απλά αποδείκνυαν έκδηλη παρανομία ή όχι.
Οι καθ΄ ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα μέρη, στη δική τους επιχειρηματολογία, εισηγήθηκαν ότι ενήργησα απόλυτα μέσα στα σωστά νομικά πλαίσια και ότι δεν είναι ορθό να δεχθώ το αίτημα για εξαίρεσή μου από την εκδίκαση της προσφυγής γιατί μ΄ αυτό τον τρόπο ουσιαστικά θα απέφευγα να εκτελέσω τα δικαστικά μου καθήκοντα και θα έδινα δικαίωμα στους αιτητές να επιλέξουν τον κριτή της υπόθεσης τους, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και εκτιμώ ότι με την υπό εξέταση αίτηση εξαίρεσης μου εγείρονται θέματα που αφορούν σε θεμελιώδεις αρχές ως προς την λειτουργία και την εκτέλεση των καθηκόντων ενός Δικαστή. Σημειώνω συναφώς ότι οι ακόλουθες σχετικές αρχές είναι θεμελιωμένες:
(α) Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα σε αμερόληπτο κριτή της υπόθεσης τους και η αμεροληψία του κριτή της υπόθεσης τους πρέπει να είναι τόσο υποκειμενική όσον και να φαίνεται ότι υπάρχει, σε ένα αντικειμενικό παρατηρητή, ο οποίος γνωρίζει τα γεγονότα.
(β) Το καθήκον ενός Δικαστή είναι να επιλαμβάνεται των ενώπιον του υποθέσεων και ο Δικαστής, υπό κανονικές συνθήκες, δεν πρέπει να εξαιρείται από την εκδίκαση υποθέσεων που έχουν ανατεθεί σ΄ αυτόν εκτός στις περιπτώσεις ύπαρξης λόγων που εγείρουν ζήτημα προκατάληψης, εις βάρος του (Δέστε: Makrides v. Republic (1984) 1 C.L.R. 304).
(γ) Ο Δικαστής έχει δικαίωμα να εξαιρεθεί είτε ύστερα από σχετικό αίτημα διαδίκου, είτε διότι ο ίδιος θεωρεί ότι συντρέχουν λόγοι αυτοεξαίρεσης του. Τέτοιοι λόγοι συντρέχουν όταν υφίσταται, εξ αντικειμένου κώλυμα, ή όταν ο Δικαστής κρίνει ότι, για προσωπικούς λόγους, δεν ενδείκνυται να συμμετάσχει στην εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Ο οδηγός του Δικαστή στη διαπίστωση κωλύματος δεν πρέπει να είναι η ευαισθησία του αλλά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού του καθήκοντος και ότι αυτό επιβάλλει (Δέστε: Makrides, ανωτέρω).
(δ) Η από μέρους ενός Δικαστή επίλυση ενός νομικού ζητήματος πρωτόδικα ή κατ΄ έφεση και γενικά η διατύπωση δικαστικών θέσεων και απόψεων, σχετικών με τα επίδικα θέματα, σε προηγούμενες διαδικασίες, δεν συνιστούν λόγο εξαίρεσης του ένεκα προκατάληψης και δεν δημιουργούν κώλυμα για συμμετοχή του σε μεταγενέστερες διαδικασίες στις οποίες εγείρονται, άμεσα ή έμμεσα, παρόμοια θέματα. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη αναγνώριση δικαιώματος επιλογής Δικαστή, από το διάδικο (Δέστε: Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 54 και Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 80).
(ε) Η αυτοεξαίρεση Δικαστή για προσωπικούς λόγους ανάγεται αποκλειστικά στον ίδιο και σχετίζεται με την ελευθερία του, όπως ο ίδιος τη βιώνει, να λειτουργήσει ως κριτής (Δέστε: Αποστολίδου, ανωτέρω).
Στην προκείμενη περίπτωση προσπάθησα να είμαι όσο πιο αντικειμενικός μπορούσα δεδομένου ότι είμαι ταυτόχρονα και κριτής και κρινόμενος αναφορικά με το αίτημα για εξαίρεσή μου. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι παρατηρήσεις των αιτητών δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παράλογες και αβάσιμες. Κρίνω δηλαδή ότι, με την ενδιάμεση απόφαση μου στην προαναφερόμενη αίτηση, είναι πιθανόν να έδωσα την εντύπωση στους αιτητές ότι έκρινα, πέραν του ζητήματος της έκδηλης παρανομίας των προσβαλλομένων πράξεων, και τη νομιμότητα, ουσιαστικά, των προσβαλλομένων πράξεων και να τους δημιούργησα τη λανθασμένη εντύπωση ότι πιθανόν να μην είμαι απόλυτα αμερόληπτος και αντικειμενικός κατά την εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής τους εφόσον κατέληξα, πρόωρα και εκ των προτέρων, σε κάποιες θέσεις που ευνοούν τους καθ΄ ων η αίτηση. Δεν θεωρώ ότι αν εγκρίνω την αίτηση για εξαίρεση μου θα παραβώ, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, το δικαστικό μου καθήκον να επιλαμβάνομαι των υποθέσεων που ανατίθενται από την υπηρεσία σε εμένα. Ούτε και θεωρώ ότι αν εγκρίνω την αίτηση για εξαίρεση μου θα αναγνωρίσω οποιοδήποτε γενικό δικαίωμα στους αιτητές να επιλέγουν τον κριτή της υπόθεσης τους. Εκτιμώ όμως ότι, αν εγκρίνω την αίτηση εξαίρεσής μου, οι αιτητές πιθανόν να αισθάνονται πιο άνετα ή λιγότερο άβολα ενώπιον άλλου αδελφού Δικαστή ο οποίος δεν έχει εκφράσει οποιαδήποτε θέση επί της ουσίας της προσφυγής.
Κρίνω ότι το δικαστικό μου καθήκον και όχι η προσωπική μου ευαισθησία, μου επιβάλλουν να δεχθώ την αίτηση εξαίρεσής μου. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξα καθοδηγούμενος και από τις απόψεις δύο λαμπρών Δικαστών του κοινού δικαίου, του Δικαστή Devlin και του Δικαστή Denning.
Ο Δικαστής Devlin στο σύγγραμμα του «Ο Δικαστής», στη σελ. 3, αναφέρει, σε μετάφραση, και τα εξής: «Η προσφορά του Δικαστή στην κοινωνία είναι να άρει το αίσθημα της αδικίας. Για να εξυπηρετήσει το σκοπό αυτό χρειάζεται μια ουσιώδη αρετή, την αμεροληψία του, και μετά την εμφάνιση αμεροληψίας. Τοποθετώ την υποκειμενική αμεροληψία πριν την εμφάνιση γιατί χωρίς αυτήν η εμφάνιση ότι απονέμεται η δικαιοσύνη δεν θα είχε κανένα νόημα ούτε θα άντεχε στο χρόνο. Όμως από τη σκοπιά της κοινωνικής προσφοράς το πιο σημαντικό είναι η εμφάνιση. Ο Δικαστής που δίνει τη σωστή απόφαση, χωρίς όμως να συνυπάρχουν τα εξωτερικά γνωρίσματα αντικειμενικότητας, μπορεί να πράττει θεάρεστο έργο αλλά δεν εξυπηρετεί την ανθρώπινη δικαιοσύνη.» (Δέστε: Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης», 2η έκδοση, σελ. 76).
Ο Δικαστής Denning, στην αίτηση εξαίρεσής του, στην υπόθεση Ex parte Church of Scientology of California (The Law Times της 20.2.78), η οποία αναφέρεται στην υπόθεση Makrides (ανωτέρω), στη σελ. 307, εξέφρασε την άποψη ότι αν ο διάδικος, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης, θα αισθανόταν λίγο ενοχλημένος αν ο συγκεκριμένος Δικαστής συμμετείχε στη σύνθεση του Εφετείου, ήταν ορθό να εξαιρεθεί από τη συμμετοχή στην υπόθεση. Ο λόγος για τον οποίο είχε ζητηθεί η εξαίρεση του Δικαστή Denning στην υπόθεση εκείνη ήταν ότι, σε προηγούμενες περιπτώσεις, ο Δικαστής είχε εκφράσει απόψεις εναντίον των θέσεων της «Church of Scientology» και ο δικηγόρος των αιτητών είχε υποβάλει ότι οι πελάτες του αισθάνονταν ότι θα έπρεπε να έχουν ευκαιρία εκδίκασης της υπόθεσης τους ενώπιον άλλης σύνθεσης του Αγγλικού Εφετείου. Παρόλο που τα μέλη του Εφετείου έκριναν ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος που δικαιολογούσε τον αποκλεισμό του Δικαστή Denning από την υπόθεση, ο ίδιος ο Δικαστής απεφάσισε να αυτοεξαιρεθεί, εκφράζοντας, κατ΄ αυτό τον τρόπο, την προσωπική του αντίδραση κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω εγκρίνω την αίτηση για εξαίρεσή μου και αυτοεξαιρούμαι από την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής. Νοείται ότι το Πρωτοκολλητείο θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε να ανατεθεί σ΄ εμένα άλλη ανάλογη υπόθεση. Τα έξοδα της διαδικασίας αυτής θα είναι έξοδα δίκης στην προσφυγή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.