ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 534/2009)

 

 

23 Απριλίου, 2010

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

MUHAMMAD SHARIF,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Λ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.

 

Β. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν και ήλθε στην Κύπρο στις 20/7/2007 παράνομα μέσω των κατεχομένων από την Τουρκία περιοχών.

 

Στις 24/7/2007 υπέβαλε αίτηση για να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα. Ισχυρίστηκε ότι οι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, οι οποίοι να σημειωθεί είναι και οι λόγοι που φοβάται, όπως ανέφερε, να επιστρέψει, είναι γιατί οι συγγενείς του θα τον σκοτώσουν επειδή το 2005 ασπάστηκε τη θρησκεία των Ισμαίλη, ενέργεια που όπως ισχυρίστηκε συνιστά, σύμφωνα με τη θρησκεία των Σουνϊτών στις τάξεις των οποίων ο αιτητής ανήκε, θανάσιμο αμάρτημα. Παράλληλα, σε περίπτωση που επιστρέψει στο Πακιστάν θα υποστεί, όπως ισχυρίστηκε, σοβαρές κυρώσεις από τις Αρχές γιατί εγκατέλειψε τη χώρα παράνομα. Η αίτηση του μετά την καθιερωμένη συνέντευξη και την εξέταση όλων των στοιχείων απορρίφθηκε στις 21/10/2008, επειδή κρίθηκε αναξιόπιστος. Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή, η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 16/2/2009. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

’ξονα των λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης συνιστά η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας. Στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εντάσσει και την απόρριψη των λόγων ακύρωσης της απόφασης της Αρχής Ασύλου, που προβλήθηκαν από τον τότε δικηγόρο του αιτητή, στα πλαίσια της διοικητικής προσφυγής του, τους οποίους και υιοθετεί. Τους παραθέτω:

 

"1. Εσφαλμένα η Υπηρεσία Ασύλου διαπίστωσε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του καθεστώτος του Πρόσφυγα όπως αυτές καθορίζονται στον Περί Προσφύγων Νόμο και στην συνθήκη της Γενεύης 1951, στο πρόσωπο του Εφεσείοντα.

 

 2.  Η Υπηρεσία Ασύλου παρέλειψε να προβεί σε σοβαρή και ενδελεχή εξέταση της αίτησης του Εφεσείοντα.

 

 3.   Η αιτιολογία της απόφασης είναι ανεπαρκής και παρατίθεται στα Ελληνικά δηλαδή σε γλώσσα μη αντιληπτή από τον Εφεσείοντα.

 

 4. Ο Εφεσείοντας ισχυρίζεται και υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διεξήχθηκε στον κλάδο ασύλου απάντησε με σαφήνεια σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν στο βαθμό που αυτές του ήταν αντιληπτές.

 

 5. Είναι η θέση μας ότι η Υπηρεσία Ασύλου εσφαλμένα διαπίστωσε ότι ο Εφεσείοντας δεν κατάφερε να τεκμηριώσει προσφυγικό αίτημα και ότι οι λόγοι που οδήγησαν τον Εφεσείοντα να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του δεν εμπίπτουν στα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος του Πρόσφυγα και ότι από την αίτηση του Εφεσείοντα δεν προκύπτει ότι θα υποστεί ατομική δίωξη από τις Αρχές με την ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων.

 

 6. Ο Εφεσείοντας αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στην χώρα καταγωγής του και είναι σε θέση να παρουσιάσει νέες βεβαιώσεις από την χώρα καταγωγής του, τις οποίες δεν του είχε επιτραπεί να τις παρουσιάσει κατά την συνέντευξη του με τους αρμόδιους, που αποδεικνύουν ότι τυχόν επιστροφή του θέτει σε μεγάλο κίνδυνο την ζωή του."

 

 

Είναι δοσμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η αιτιολογία μιας απόφασης θα πρέπει όχι μόνο να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και τη νομική βάση στην οποία το διοικητικό όργανο υπήγαγε τα γεγονότα που το οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, αλλά και να είναι διατυπωμένη με τρόπο που να καθιστά δυνατό το δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της. (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Το κενό που η απουσία αιτιολογίας δημιουργεί, μπορεί να πληρωθεί από στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι τα εν λόγω στοιχεία, προκύπτουν ευθέως και «είναι σαφώς άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση». (Χρ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 185-186).

 

Στην προκείμενη περίπτωση το αίτημα του αιτητή για χορήγηση πολιτικού ασύλου απορρίφθηκε, γιατί αυτός κρίθηκε αναξιόπιστος. Οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε αναξιόπιστος, όχι μόνο αριθμούνται στη σχετική έκθεση, όπως και στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και σχολιάζονται με περισσή λεπτομέρεια, ένας προς ένα, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύονται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τα σημεία στη βάση των οποίων ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος.

 

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή που προβλήθηκαν στα πλαίσια της διοικητικής προσφυγής του με στόχο την ανατροπή της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου - οι εν λόγω ισχυρισμοί αριθμούνται λεπτομερώς πιο πάνω - αυτοί έχουν εξεταστεί χωριστά και με λεπτομέρεια και ένας προς ένα έχουν αιτιολογημένα απορριφθεί. Σ' αυτό το στάδιο θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω την πάγια νομολογιακή αρχή, σύμφωνα με την οποία το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των αρχών που διέπουν το θέμα. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων, ούτε και υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητά της. Από τη στιγμή που έχει ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τους περί Προσφύγων Νόμους (Ν. 6(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί), διαδικασία και έχει διαπιστωθεί ότι το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας και η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και της καλής πίστης, το έργο του Δικαστηρίου τελειώνει. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της διοικητικής αρχής με τη δική του. Το έργο του εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν το θέμα (Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006)               3 Α.Α.Δ. 533 και Khalifa ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006)              3 Α.Α.Δ. 402).

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε στη διαδικασία που να συνηγορεί υπέρ της επέμβασης του Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση ανατροπής της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντίθετα, είναι η διαπίστωση μου ότι η διαμόρφωση του συμπεράσματος ως προς την αναξιοπιστία του αιτητή ήταν εύλογη και συνακόλουθα εύλογη ήταν και η κατάληξη της Αναθεωρητικής Αρχής ότι, «τα πραγματικά περιστατικά . δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2007 και τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 αναγκαίες προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος του πρόσφυγα που προβλέπεται από το άρθρο 3-3Δ του Νόμου». Εύλογη επίσης ήταν η κατάληξη της Αναθεωρητικής Αρχής ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας καθότι «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως καθορίζεται από το άρθρο 19(2)», όπως και η κατάληξη της ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις «για παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ως προβλέπει το άρθρο 19Α» των σχετικών Νόμων.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €500 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο