ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 287/2009
16 Απριλίου, 2010.
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΣΟΥΛΑ ΣΙΑΜΑΡΟΥ-ΜΑΡΑΓΚΟΥ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ης η αίτηση
.................................
Σ. Ν. Ανδρέου, για την αιτήτρια
Λ. Λάμπρου- Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την καθ' ης η αίτηση
...............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
«Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι, η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 30.01.2009, με την οποία απέρριψαν το αίτημα της Αιτήτριας για ανάκληση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να της επιτρέψει να παραιτηθεί από την Δημόσια Υπηρεσία και για αποκατάσταση της στην θέση που κατείχε είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η αιτήτρια είναι Χημικός Μηχανικός του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Προσλήφθηκε στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων στη θέση Τεχνικού στις 15/7/92. Από την ημέρα πρόσληψης της εργάστηκε στην Υπηρεσία Υδρευσης του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, στα Διϋλιστήρια Νερού και τις Αφαλατώσεις, αρχικά με έδρα στο Διϋλιστήριο Νερού Χοιροκοιτίας και αργότερα το Διϋλιστήριο Νερού Τερσεφάνου. Τα καθήκοντα της ήταν κυρίως στον έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής πόσιμου νερού στα Διϋλιστήρια, τον έλεγχο της ποιότητας του πόσιμου νερού των Διϋλιστηρίων, Αφαλατώσεων, επιφανειακών και υπογείων νερών.
Η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 12/8/08 υπέβαλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας μέσω του Διευθυντη Τμήματος Ανάπτυξης Υδάτων Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, αίτηση για πρόωρη οικειοθελή αφυπηρέτηση όπως προνοείται στον Καν. 30 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 έως 2006, αναφέροντας ότι είχε σκοπό να αποδεχτεί διορισμό από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.
Η καθ' ης η αίτηση στη συνεδρία της με ημερ. 26/9/08 αφού έλαβε υπόψη τις πιο πάνω αναφερόμενες επιστολές αποφάσισε να επιτρέψει στην αιτήτρια να παραιτηθεί από τη Δημόσια Υπηρεσία από 1/9/08 και την πληροφόρησε για την πράξη της αυτή στις 29/9/08.
Η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 24/11/08 υπέβαλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αίτηση για (α) ανάκληση της απόφασής της να της επιτρέψει να παραιτηθεί από τη Δημόσια Υπηρεσία και (β) αποκατάστασή της στη θέση που κατείχε. Η καθ' ης η αίτηση σε συνεδρία της ημερ. 3/12/08, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε ότι το αίτημα της αιτήτριας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και την πληροφόρησε σχετικά στις 5/12/08. Η αιτήτρια με νέα επιστολή της ημερ. 15/12/08 υπέβαλε στην καθ' ης η αίτηση αίτημα για επανεξέταση του αιτήματος της για (α) ανάκληση της απόφασης της Επιτροπής να της επιτρέψει να παραιτηθεί και (β) αποκατάστασή της στη θέση που κατείχε. Σε απάντηση η καθ' ης η αίτηση ανέφερε ότι το αίτημα της βρίσκεται υπό μελέτη και θα τύχει ενημέρωσης για την απόφαση της το συντομότερο δυνατό. Στις 14/1/09 ο Διευθυντής του Τμήματος Ανάπτυξης Υδάτων με επιστολή του ζήτησε την επανεξέταση του αιτήματος της αιτήτριας για ανάκληση και αποκατάσταση.
Τελικά η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σε συνεδρία της ημερ. 26/1/09 αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της, αποφάσισε ότι το αίτημα της αιτήτριας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και ότι δεν έχει τίποτε να προσθέσει στην προηγούμενη επιστολή της προς την αιτήτρια ημερ. 5/12/08. Η αιτήτρια ενημερώθηκε γι' αυτό στις 30/1/09, και στις 17/3/09 καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας, στη γραπτή αγόρευση του (αρχική και απαντητική), προβάλλει τους εξής λόγους ακύρωσης: (α) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, (β) η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κάτω από πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, (γ) δεν έγινε δέουσα έρευνα και (δ) παραγνωρίστηκε το νόμιμο δικαίωμα της αιτήτριας για ανάκληση.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση με τη γραπτή της αγόρευση, ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 30/1/09 δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική της απόφασης ημερ. 5/12/08. Επιπρόσθετα η συνήγορος αναφέρει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή και ότι η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Παρόλο ότι η προδικαστική ένσταση δεν έχει εγερθεί με την Ένσταση της καθ' ης η αίτηση, ενόψει του ότι αφορά θέμα δημόσιας τάξης που θα μπορούσε να εγερθεί και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, θα εξετάσω πρώτα το θέμα αυτό.
Ο ισχυρισμός της συνηγόρου της καθ' ης η αίτηση είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 30/1/09 είναι βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης ημερ. 5/12/08. Ενόψει του ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 17/3/09, τότε αν η μόνη εκτελεστή απόφαση είναι αυτή της 5/12/08, τότε η προσφυγή είναι και εκπρόθεσμη.
Η απόφαση της 5/12/08 διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 24.11.2008 και να σας πληροφορήσω ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της επιστολής σας σε πρόσφατη συνεδρία της, αποφάσισε ότι το αίτημα σας για ανάκληση της απόφασης της Επιτροπής να σας επιτρέψει να παραιτηθείτε από τη δημόσια υπηρεσία και για αποκατάστασή σας στη θέση που κατείχατε, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.»
Η νέα απόφαση της ΕΔΥ ημερ. 30/1/09, που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή έχει ως ακολούθως:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αλληλογραφία μας που λήγει με την επιστολή μας με τον ίδιο αριθμό φακέλου και ημερομηνία 8.1.2009 και να σας πληροφορήσω ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της, αποφάσισε ότι δεν έχει τίποτε να προσθέσει στην προηγούμενη επιστολή της με τον ίδιο αριθμό φακέλου και ημερομηνία 5.12.2008, που να αλλάζει η νομική βάση της προηγούμενής της απάντησης.
2. Ως εκ τούτου, το αίτημά σας για ανάκληση της απόφασης της Επιτροπής να σας επιτρέψει να παραιτηθείτε από τη δημόσια υπηρεσία και για αποκατάστασή σας στη θέση που κατείχατε, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.»
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν μεταξύ της πρώτης απόφασης της 5/12/08, η οποία ήταν μια κανονική εκτελεστή διοικητική πράξη που, κανονικά, ώφειλε η αιτήτρια, εφόσον διαφωνούσε, να την προσβάλει και της δεύτερης απόφασης της 30/1/09, υπήρξαν νέα γεγονότα. Αν η δεύτερη απόφαση της 30/1/09 είναι βεβαιωτική της πρώτης, τότε σύμφωνα με όγκο νομολογίας αυτή δεν είναι εκτελεστή και η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί η ουσία της. (Βλέπε μεταξύ άλλων Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054, Κουππάρης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 460, Punting Transports Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 (B) ΑΑΔ. 737, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364, Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 689, Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 (A) ΑΑΔ. 9 και Παναγίδης κα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 191).
Σύμφωνα με τις πιο πάνω αποφάσεις για να μη χαρακτηριστεί ως βεβαιωτική η δεύτερη, με όμοιο περιεχόμενο, απόφαση, θα πρέπει αυτή να είχε ληφθεί μετά τη διεξαγωγή νέας έρευνας κατά την οποία να εξετάστηκαν νέα πραγματικά γεγονότα ή νομικά θέματα. Στην προαναφερθείσα υπόθεση Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας σελ. 367 γίνεται παραπομπή στο σύγγραμμα Μ. Δ. Στασινόπουλος «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» 4η έκδοση (1964) στη σελ. 176 όπου διατυπώνονται τα ακόλουθα:
«"Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ΄όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν δια την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ΄επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ΄ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων"
Τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 έως 1959) στη σελ. 241 υποστηρίζουν την παραπάνω διατύπωση του κανόνα:
"Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ΄όψιν."»
Μετά την πρώτη απόφαση της 5/12/08 η αιτήτρια με επιστολή της ημερ.15/12/08 ζήτησε επανεξέταση, με το ακόλουθο δικαιολογητικό:
«Παρακαλώ όπως επανεξετάσετε το αίτημά μου για ανάκληση της παραίτησης μου και αποκατάσταση μου στη θέση που κατείχα ως Τεχνικός στο Τ.Α.Υ. για τους πιο κάτω λόγους:
Έχω την άποψη ότι αυτό μπορεί να γίνει, ο νόμος δεν το απαγορεύει και η ικανοποίηση του δε θα δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, αντίθετα έχω την άποψη πως θα είναι προς όφελός του Τμήματος.
Περαιτέρω έχω την άποψη πως, ανάκληση νόμιμης πράξης είναι επιτρεπτή όταν ο επηρεαζόμενος το επιδιώκει και δε δημιουργεί προβλήματα σε τρίτα πρόσωπα.
Ως εκ τούτου παρακαλώ όπως ασκήσετε τη διακριτική σας ευχέρεια και μου επιτρέψετε να επανέλθω στα καθήκοντα της θέσης που κατείχα ως Τεχνικός με Ειδικότητα Χημικής Μηχανικής στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.»
Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας IMCS Ιntercollege Ltd. v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 296, σελ. 304 διαβάζουμε τα εξής:
«Για την ανάληψη δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, η εκτελεστότητα της πράξης συνιστά μια από τις βασικές προϋποθέσεις. Πράξη η οποία είναι επιβεβαιωτική προηγούμενης, δεν είναι εκτελεστή. Βέβαια, υπάρχει η δυνατότητα επαναφοράς αιτήματος, υπό την προϋπόθεση ότι θα τεθούν ενώπιον της διοίκησης ουσιώδη νέα στοιχεία τα οποία θα οδηγήσουν σε νέα έρευνα. Τα νέα στοιχεία μπορεί είτε να προϋπήρχαν, αλλά να ήταν άγνωστα ή να μη λήφθηκαν υπόψη, είτε να προέκυψαν σε μεταγενέστερο στάδιο. Τα νέα στοιχεία κρίνονται αυστηρά ούτως ώστε να μην υπάρχει καταστρατήγηση των προθεσμιών προσβολής εκτελεστής πράξης. Ο διάδικος δεν μπορεί να προσπεράσει τον χρονικό περιορισμό επικαλούμενος επουσιώδη γεγονότα, τα οποία δεν μεταβάλλουν την ουσία του πράγματος. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, 402-404 και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507, στη σελ. 512.»
Σχετική με το θέμα αυτό είναι η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Παναγιώτης Λιασίδης ν. Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, Α.Ε. 98/07 ημερ. 22/3/2010. Στη σελ. 5, με αναφορά στο σύγγραμμα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959) σελ. 241, επαναλαμβάνεται ότι «νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν.»
Του αιτήματος για επανεξέταση ακολούθησε η επιστολή της Ε.Δ.Υ. προς την αιτήτρια ημερ. 8/1/09 που την πληροφόρησε ότι το αίτημα της εξεταζόταν και επιστολή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων ημερ. 14/1/09 προς την Επιτροπή με το οποίο σύστηνε την έγκριση του αιτήματος. Μεταξύ άλλων, το Τμήμα παρέθετε και λόγους γιατί έπρεπε να γίνει δεκτό το αίτημα για ανάκληση, και ουσιαστικά ότι ήταν για το δημόσιο συμφέρον εφόσον οι υπηρεσίες της αιτήτριας θεωρούνταν αναγκαίες για το Τμήμα.
Αν η υπόθεση αυτή θα εξεταζόταν μόνο με βάση την επιστολή της αιτήτριας ημερ. 15/12/08 που ζήτησε την επανεξέταση, τότε σίγουρα τα όσα εκεί επικαλείται, δεν αποτελούν νέα γεγονότα. Τίθεται όμως το ερώτημα αν τα όσα αναφέρονται στην επιστολή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων ημερ. 14/1/09, παρόλο που δεν προέρχονται από την αιτήτρια, μπορεί να θεωρηθούν ως νέα γεγονότα. Δυστυχώς ούτε η μια ούτε η άλλη πλευρά παραθέτουν οιαδήποτε αυθεντία επί του θέματος.
Η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση φαίνεται ότι έλαβε υπόψη τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, που σύστηνε την έγκριση της αίτησης. Έχω επομένως καταλήξει, να θεωρήσω ότι η επιστολή αυτή έθετε ενώπιον της ΕΔΥ νέα, ουσιώδη γεγονότα, τα οποία δε φαίνεται να υπήρχαν κατά την πρώτη εξέταση του θέματος και επομένως θα θεωρήσω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι βεβαιωτική της πρώτης. Έτσι προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής.
Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας εισηγείται ότι (α) η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας, (β) λήφθηκε με πλάνη περί το νόμο, (γ) λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα (δ) με πλάνη περί τα πράγματα, (ε) αγνοήθηκε το νόμιμο δικαίωμα της αιτήτριας για να ανακαλέσει την απόφαση της για παραίτηση, (στ) ήταν θέμα ανάκλησης εκ μέρους της καθ' ης η αίτηση μιας νόμιμης διοικητικής πράξης και (ζ) το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε όπως το αίτημα της αιτήτριας ικανοποιηθεί.
Ξεκινώ από τον (α) πιο πάνω λόγο, που αφορά ισχυρισμό περί έλλειψης αιτιολογίας. Το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (επιστολή 30/1/09) το παρέθεσα ήδη πιο πάνω. Από απλή ανάγνωσή του, φαίνεται ότι δεν υπάρχει αιτιολογία. Ούτε και στην επιστολή της 5/12/08, το περιεχόμενο και λόγους της οποίας υιοθετεί η επιστολή της 30/1/09, υπάρχει οιαδήποτε αιτιολογία γιατί το αίτημα της αιτήτριας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Διευκρινίζεται ότι η επιστολή της 30/1/09 δεν είναι η ίδια η απόφαση, αλλά κοινοποίηση της. Η απόφαση λήφθηκε από τις 26/1/09 (βλ. παράρτημα 10 στην Ένσταση) και στην απόφαση αυτή φαίνεται να υπάρχει αιτιολογία. Αναφέρεται εκεί ρητά ότι το αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί εφόσον μετά τη δημοσίευση της παραίτησης της αιτήτριας στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4312 ημερ. 17/10/08, η δημοσιοϋπαλληλική σχέση έπαυσε να υφίσταται. Επομένως κρίνω ότι υπάρχει αιτιολογία η οποία προκύπτει με ευκολία από το φάκελο. Αυτό που μένει να εξεταστεί είναι αν η δοθείσα αιτιολογία είναι νομικά ορθή και αυτό εξαρτάται από τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης.
Οι επόμενοι λόγοι είναι συναφείς με την έννοια ότι θέτουν ουσιαστικά το ερώτημα κατά πόσο ορθά αρνήθηκε η καθ' ης η αίτηση να δεχθεί το αίτημα της αιτήτριας για ανάκληση της απόφασης της να της επιτρέψει να παραιτηθεί. Η αιτήτρια επικαλείται την απόφαση στην υπόθεση Κυβέλη Αναστασίου ν. Δημοκρατίας (μέσω Ε.Δ.Υ.) υποθ. αρ. 805/07 ημερ. 4/08, η οποία όμως, σύμφωνα με την πλευρά της καθ' ης η αίτηση, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα της.
Μελέτησα την εν λόγω υπόθεση η οποία σημειώνω ότι τελεί υπό έφεση (Α.Ε. 163/08) και πράγματι διαφοροποιείται από την παρούσα για τους εξής λόγους: (α) Σε εκείνη την υπόθεση ενώ η αιτήτρια είχε ζητήσει άδεια για πρόωρη αφυπηρέτηση, με νέα επιστολή της ζήτησε να αγνοηθεί η πρώτη και ότι ήθελε να συνεχίσει την υπηρεσία της. (β) Λόγω καθυστέρησης της διοίκησης να θέσει τη δεύτερη επιστολή ενώπιον της Ε.Δ.Υ., η τελευταία επιλήφθηκε του αιτήματος της πρώτης επιστολής και ενεργώντας με βάση αυτή αποδέχθηκε το αίτημα για αφυπηρέτηση. (γ) Εδώ η αιτήτρια ζήτησε με σαφήνεια να της επιτραπεί η πρόωρη αφυπηρέτηση, της επιτράπηκε και δημοσιεύθηκε η αφυπηρέτηση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας χωρίς να μεσολαβήσει οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη ενέργεια εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. Στη δική μας περίπτωση η αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. ότι δηλαδή με τη δημοσίευση της παραίτησης η δημοσιοϋπαλληλική σχέση έπαυσε να υφίσταται, είναι νομικά ορθή. Επομένως δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε πλάνη είτε περί το νόμο, είτε τα πραγματικά γεγονότα όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του συνηγόρου της αιτήτριας ότι η καθ' ης η αίτηση είχε υποχρέωση με βάση το άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99 ως έχει τροποποιηθεί) να ανακαλέσει την απόφασή της να δεχθεί την παραίτηση της αιτήτριας, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί. Το άρθρο αυτό διέπει το πότε έχει δικαίωμα η διοίκηση να ανακαλέσει μια διοικητική πράξη και δεν παρέχει δικαίωμα στην αιτήτρια, ιδιαίτερα με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, να ζητά ανάκληση την οποία να είναι υπόχρεη η καθ' ης η αίτηση να δεχθεί. Επομένως η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είμαι της άποψης ότι η παρούσα προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί και για άλλο λόγο τον εξής: Με την αποδοχή της παραίτησης της αιτήτριας, που η ίδια είχε ζητήσει, και τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η αιτήτρια έπαυσε να έχει την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου και κατ' επέκταση δεν είχε έννομο συμφέρον να στραφεί εναντίον της καθ' ης η αίτηση. Εφόσον υπήρξε λύση της υπαλληλικής σχέσης, η καθ' ης η αίτηση Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ορθά έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει το αίτημα. (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 369 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 236, 241).
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον της αιτήτριας και υπέρ της καθ' ης η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4 (α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς