ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1799/2008)
23 Απριλίου, 2010
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SELVARAJAH KALAICELVAN,
Αιτητής,
ν.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ'ης η αίτηση.
Λ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ'ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της καθ'ης η αίτηση «η οποία εξεδόθη την 13/10/2008 με την οποία απερρίφθη το αίτημα του αιτητή για αναγνώριση του ως πρόσφυγα δυνάμει των διατάξεων του Νόμου 6(Ι)/2000».
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή είναι απλά. Τα συνοψίζω:
Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Σρι-Λάνκα και είναι Χριστιανός (Προτεστάντης) το θρήσκευμα, ήρθε στην Κύπρο στις 21/12/2001, νόμιμα. Με την είσοδο του στη Δημοκρατία του χορηγήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας.
Τρία και πλέον χρόνια μετά την άφιξη του στην Κύπρο και ένα περίπου μήνα προτού λήξει η άδεια παραμονής και εργασίας του και συγκεκριμένα στις 28/1/2005, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση σ' αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα με τον ισχυρισμό ότι, σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του, κινδυνεύει η ζωή του τόσο από συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση, όσο και από τις δυνάμεις της χώρας του. Αυτός ήταν και ο λόγος που, σύμφωνα με τον αιτητή, αυτός και η σύζυγος του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Σρι-Λάνκα. Για σκοπούς συμπλήρωσης της συγκεκριμένης ενότητας των γεγονότων, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του στις 23/6/1994. Αρχικά μετέβη στο Qatar, όπου εργαζόταν μέχρι την άφιξη του στην Κύπρο.
Μετά την καθιερωμένη συνέντευξη και την εξέταση του συνόλου των στοιχείων, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, η απόφαση της οποίας κοινοποιήθηκε στον αιτητή μαζί με την αιτιολόγησή της. Ο τελευταίος αντιδρώντας, καταχώρισε διοικητική προσφυγή στις 5/8/2008. Ακολούθησε έκθεση από τον αρμόδιο λειτουργό προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων η οποία, μετά από μελέτη της έκθεσης και των λοιπών ενώπιον της στοιχείων, απέρριψε την προσφυγή με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
’ξονα των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης συνιστά η θέση ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή στερείται επαρκούς αιτιολογίας και/ή της δέουσας αιτιολόγησης. Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης προβάλλεται και προωθείται από το συνήγορο του αιτητή κάτω από χωριστές ενότητες.
Προτού ασχοληθώ με μία έκαστη ενότητα χωριστά, θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω τις πιο κάτω σχετικές αρχές, τις οποίες η νομολογία μας έχει αναγνωρίσει και κατά καιρούς επιβεβαιώσει και οι οποίες οριοθετούν ουσιαστικά το νομικό πλαίσιο που διέπει τα υπό συζήτηση θέματα.
Η αιτιολογία μιας απόφασης θα πρέπει όχι μόνο να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και τη νομική βάση στην οποία έχουν, από το διοικητικό όργανο, τα γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, υπαχθεί, αλλά και να είναι διατυπωμένη με τρόπο που να καθιστά το δικαστικό, ως προς τη νομιμότητα της, έλεγχο, δυνατό (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Το κενό που η απουσία αιτιολογίας δημιουργεί, μπορεί να πληρωθεί από στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι τα εν λόγω στοιχεία, προκύπτουν ευθέως και «είναι σαφώς άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση». (Χρ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 185-186).
Το Δικαστήριο, στα πλαίσια της αναθεωρητικής των διοικητικών αποφάσεων δικαιοδοσίας του, δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητά της. Από τη στιγμή που έχει ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τους περί Προσφύγων Νόμους (Ν. 6(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί), διαδικασία και έχει διαπιστωθεί ότι το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας και η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και της καλής πίστης, το έργο του Δικαστηρίου τελειώνει. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της διοικητικής αρχής με τη δική του. Το έργο του εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν το θέμα (Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533 και Khalifa ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 402).
Έλλειψη αιτιολογίας και/ή έλλειψη επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας.
Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης εγείρεται και προωθείται από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή κάτω από τις εξής ενότητες:
α) Η απόφαση της Αρχής Ασύλου, ότι ο αιτητής δεν πληρoί τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2007, δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη. Η παράλειψη αιτιολόγησης της συγκεκριμένης απόφασης, αναπόφευκτα συνεπάγεται και την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ως μη αιτιολογημένης και/ή ως μη δεόντως αιτιολογημένης.
Για υποστήριξη της θέσης του ότι η απόφαση της Αρχής Ασύλου δεν είναι αιτιολογημένη και/ή δεόντως αιτιολογημένη, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται τα πιο κάτω:
"(i) Ο πρώτος λόγος απόρριψης του αιτήματος του αιτητή ότι ο φόβος ΓΙΑ ΔΙΩΞΗ του κρίθηκε ΩΣ ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΔΙΔΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.
(ii) Ο δεύτερος λόγος ότι ο αιτητής υπέβαλε την αίτηση του ν' αναγνωριστεί ως πρόσφυγας δυνάμει της κειμένης νομοθεσίας με καθυστέρηση 3 ετών δεν συνιστούσε λόγο απόρριψης της αίτησης του εφ' όσον εξήγησεν ότι αφού κατά την τριετία είχε εξασφαλισμένη άδεια παραμονής και εργασίας δεν υπήρχε λόγος να υποβάλει τέτοια αίτηση.
(iii) Ο τρίτος λόγος που προεβλήθη για απόρριψη της αίτησης του αιτητή ήτο ο ισχυρισμός ότι υπήρχαν αντιφάσεις μεταξύ της αίτησης ασύλου και της συνέντευξης του αιτητή ΑΙ ΟΠΟΙΑΙ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΚΑΘΟΡΙΣΘΗΣΑΝ Ή ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙ ΝΑ ΤΙΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΥΠΗΡΧΑΝ.
(iv) Τέλος ο αιτητής καθορίσθη ως άτομο που δεν είχε ΑΝΑΓΚΗ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ."
(β) (i) Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής ότι ο αιτητής δεν πληρoί τις προϋποθέσεις για παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, ως προβλέπει το άρθρο 19Α των Νόμων, είναι αναιτιολόγητη και/ή στερείται της δέουσας και/ή επαρκούς αιτιολογίας.
(ii) Παραβιάζει το άρθρο 15 του Συντάγματος.
(iii) Τα στοιχεία που ο αιτητής κατέθεσε για τεκμηρίωση της αίτησης του, αγνοήθηκαν και δεν αξιολογήθηκαν.
Διεξήλθα προσεκτικά τόσο την απόφαση της Αρχής Ασύλου, όσο και την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής (προσβαλλόμενη απόφαση). Με την ίδια προσοχή διεξήλθα τόσο τα πρακτικά της συνέντευξης του αιτητή από την Αρχή Ασύλου και τη σχετική εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όσο και την έκθεση που ετοιμάστηκε για σκοπούς της διοικητικής προσφυγής, όπως και τα διάφορα έγγραφα που ο αιτητής κατέθεσε και γενικά το σύνολο του υλικού που βρίσκεται στο φάκελο.
Κατ' αρχήν θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω, και αυτό γιατί τα πλαίσια μέσα στα οποία ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης προβάλλεται και προωθείται, αναπόφευκτα εγείρουν και θέμα δέουσας έρευνας, ότι, «Η Αναθεωρητική Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να διεξάγει νέα έρευνα, εφόσον ο έλεγχος στοχεύει στη διαπίστωση κατά πόσο η έρευνα που έγινε από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή όλων των στοιχείων και τη διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων». (Βλ. Kezunazathna v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 1875/2008, ημερομηνίας 1/3/2010).
Στην παρούσα περίπτωση εκείνο που αβίαστα προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ότι έγινε πλήρης και ενδελεχής αξιολόγηση του συνόλου της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Η διαπίστωση της Αναθεωρητικής Αρχής ότι, «Η αιτιολόγηση που αποστάληκε στον προσφεύγοντα μαζί με την απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου είναι σαφής, πλήρης και εμπεριστατωμένη, αφού αναφέρει τους λόγους για τους οποίους απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντα», όπως και η διαπίστωση ότι, «Η αιτιολογία της απόφασης ενισχύεται και από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού» είναι και δικές μου διαπιστώσεις. Περαιτέρω, οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος, οι οποίοι να σημειωθεί απαριθμούνται και σχολιάζονται με περισσή λεπτομέρεια στην απορριπτική εισήγηση της Υπηρεσίας Ασύλου, εξετάστηκαν ένας προς ένα από την Αναθεωρητική Αρχή (βλ. σελ. 3-5 της προσβαλλόμενης απόφασης κάτω από τον τίτλο "Ο αρμόδιος Λειτουργός Ασύλου διαπίστωσε τα κάτωθι σημεία που κατά τη γνώμη του κλονίζουν την αξιοπιστία του προσφεύγοντα"). Ένας προς ένα εξετάστηκαν και οι λόγοι που προβλήθηκαν από τον αιτητή στα πλαίσια της διοικητικής προσφυγής του με στόχο την ανατροπή της απορριπτικής εισήγησης της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. σελ. 5 και 6 της προσβαλλόμενης απόφασης). Σημειώνεται ότι πρόκειται ουσιαστικά για τους ίδιους λόγους που ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επικαλείται στα πλαίσια της υπό στοιχείο (α) πιο πάνω ενότητας, τους οποίους έχω ήδη παραθέσει αυτούσιους πιο πάνω.
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη. Ο αιτητής, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης, απέτυχε να ικανοποιήσει, είτε ότι η περίπτωση του εμπίπτει στις πρόνοιες του σχετικού Νόμου έτσι ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση σε αυτόν του καθεστώτος του Πολιτικού Πρόσφυγα, είτε ότι τα πραγματικά περιστατικά αξιολογούμενα στο ορθό νομικό πλαίσιο, δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται από το άρθρο 19Α των Νόμων για να του παραχωρηθεί το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Η απόρριψη της εκδοχής του αιτητή ως αναξιόπιστης προκύπτει εύλογα ως συμπέρασμα από τα πραγματικά περιστατικά και συνεπώς δεν δικαιολογείται δικαστική παρέμβαση προς την κατεύθυνση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η κατάληξη ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19Α του Νόμου και συνακόλουθα η άρνηση να του παραχωρηθεί το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραβιάζει το άρθρο 15 του Συντάγματος.
Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, ούτε ενώπιον της Αρχής Ασύλου ηγέρθη ούτε και προβλήθηκε έμμεσα ή άμεσα στα πλαίσια της διοικητικής προσφυγής που ακολούθησε την απορριπτική απόφαση της Αρχής Ασύλου. Για πρώτη φορά εγείρεται στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής. Παρά ταύτα, θα προχωρήσω να τον εξετάσω.
Το άρθρο 15 του Συντάγματος έχει ως εξής:
"1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.
2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον."
Σύμφωνα με το άρθρο 19Α(1) του Νόμου 6(Ι)/2000, καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραχωρείται μόνο σε αιτητές οι οποίοι δεν αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες και δεν τους αναγνωρίζεται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Τα κριτήρια για την παραχώρηση του εν λόγω καθεστώτος, παρατίθενται στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου, του οποίου οι πρόνοιες έχουν ως εξής:
"(2) Καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δύναται να παραχωρηθεί -
(α) Για οποιουσδήποτε ανθρωπιστικούς λόγους, νοουμένου ότι οι λόγοι αυτοί δεν συνιστούν λόγους για τους οποίους δύναται να αναγνωριστεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας,
(β) όταν η απέλαση του αιτητή είναι εκ του νόμου ή εκ των πραγμάτων αδύνατη, ή
(γ) όταν ο αιτητής έχει εύλογες πιθανότητες να του δοθεί θεώρηση διαβατηρίου από άλλη ασφαλή χώρα, η οποία είναι διατεθειμένη να εξετάσει το αίτημά του για άσυλο."
Στην παρούσα περίπτωση για να υποστηρίξει τη συγκεκριμένη θέση του, ο αιτητής επικαλείται το γεγονός ότι είναι παντρεμένος και όταν αφίχθηκε στην Κύπρο για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 2001 συνοδευόταν από τη σύζυγό του, καθώς επίσης και το γεγονός ότι η σύζυγος του συνεχίζει να διαμένει στην Κύπρο.
Στην παρούσα υπόθεση η Αναθεωρητική Αρχή κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για χορήγηση στον αιτητή θεραπείας δυνάμει του άρθρου 19Α(2). Έχω ήδη αποφανθεί ότι η εν λόγω κατάληξη της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν νόμιμη.
Έχω την άποψη πως αιτήσεις δυνάμει του Νόμου 6(Ι)/2000, όπως αυτός τροποποιήθηκε, αποφασίζονται στη βάση των κριτηρίων που έχουν τεθεί στον εν λόγω Νόμο. Το κριτήριο της οικογενειακής ζωής δεν περιλαμβάνεται στον επίμαχο Νόμο και συνεπώς αποτελεί κριτήριο εξωγενές. Εξέταση της αίτησης στη βάση κριτηρίου που δεν περιλαμβάνεται στο Νόμο θα ισοδυναμούσε με λήψη υπόψη ενός εξωγενούς κριτηρίου ή παράγοντα. Υιοθέτηση τέτοιας πορείας συνιστά πλημμελή άσκηση διακριτικής ευχέρειας (Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329).
Εφόσον το κριτήριο της οικογενειακής ζωής δεν περιλαμβάνεται στα κριτήρια του άρθρου 19Α(2), η μόνη εισήγηση η οποία θα μπορούσε να εξεταστεί ήταν η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου γιατί παραβιάζει το άρθρο 15 του Συντάγματος. Πλην όμως, εξέταση της αντισυνταγματικότητας λαμβάνει χώρα μόνο όταν γίνεται από τους διαδίκους εξειδικευμένα (Constantinou v. Improvement Board of Eylendjia (1967) 1 C.L.R. 167, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημητρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 45 και Μαρκιτανή ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923).
Το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιλαμβάνει τέτοια εξειδίκευση. Επομένως δεν είναι δυνατή η εξέταση θέματος αντισυνταγματικότητας.
Υπάρχει ακόμη μια σοβαρή πτυχή της υπόθεσης η οποία σχετίζεται με τη μη έγερση του σχετικού ισχυρισμού ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης. Η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται από το σύνολο των στοιχείων που το αποφασίζον όργανο έλαβε υπόψη και όχι με βάση τα όσα μπορούν να λεχθούν αργότερα. (Alpha Properties & Investments Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 76). Θεωρώ λοιπόν ότι η μη έγερση του σχετικού ισχυρισμού ενώπιον της διοίκησης καθιστά αδύνατη την έγερση του για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ως εκ των πιο πάνω και η συγκεκριμένη ενότητα του λόγου ακύρωσης απορρίπτεται.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται με 500 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146(α) του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ