ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1648/2007)

 

30 Απριλίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτητών,

-         ΚΑΙ  -

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου,

 για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Δύο ανώνυμα παράπονα στις 4.8.04 και 20.8.04 από τηλεθεατές αναφορικά με την προβολή ορισμένων διαφημίσεων, οδήγησαν στην αυτεπάγγελτη διερεύνηση από τους καθ΄ ων (εφεξής «η Αρχή»), που κατέληξε μετά από σχετική έκθεση αρμοδίας λειτουργού της, σε κλήση των αιτητών για να υποβάλουν τις θέσεις τους ως προς πιθανές παραβάσεις των συναφών Κανονισμών ενώπιον της Αρχής.  Οι αιτητές υπέβαλαν γραπτώς τις θέσεις τους υποστηριζόμενες και από σχετική μαρτυρία, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, διαπιστώθηκαν όμως παραβάσεις από την Αρχή, η οποία μετά που έλαβε  και τη θέση των αιτητών ως προς την επιβολή κυρώσεων, επέβαλε σ΄ αυτούς συνολικό διοικητικό πρόστιμο ύψους £3.750.

 

        Η διερεύνηση αφορούσε την εκ μέρους των αιτητών εκπομπή διαφημιστικών μηνυμάτων και συγκεκριμένα την προβολή διαφημίσεων για τηλεφωνικούς διαγωνισμούς μέσω υπηρεσίας τηλεξυπηρέτησης.  Η πρώτη διαφήμιση αφορούσε τα λεγόμενα «Ξεκαρδιστικά Ανέκδοτα» όπου παρουσιάζονταν στιγμιότυπα από νικηφόρους αγώνες της Εθνικής Ελλάδος, με ένα χιουμοριστικό διάλογο τριών οπαδών, που παρακινούνταν από τον ένα να σταματήσουν να ζητωκραυγάζουν και να τηλεφωνήσουν σε ένα αριθμό ώστε να ακούσουν «ευρωπαϊκά ανέκδοτα».  Κατά τη διάρκεια της διαφήμισης προβαλλόταν στην οθόνη ένας αριθμός τηλεφώνου με μεγάλα και ευανάγνωστα γράμματα, το όνομα της εταιρείας που οργάνωνε τη διαφήμιση με μικρότερα γράμματα και τέλος η χρέωση 86σ/λ με μικρά και δυσανάγνωστα γράμματα.  Η δεύτερη διαφήμιση παρακινούσε τους φίλους του ποδοσφαίρου να τηλεφωνήσουν σε ένα αριθμό που προβαλλόταν με αρκετά μεγάλα γράμματα με στόχο να λάβουν μέρος σε διαγωνισμό για να κερδίσουν ένα εισιτήριο για τον ποδοσφαιρικό αγώνα Ελλάδας-Τουρκίας.  Πέραν της επίδειξης στιγμιοτύπων από τέρματα που είχε πετύχει η Εθνική Ελλάδας, μια φωνή παρακινούσε τους τηλεθεατές να λάβουν μέρος στο διαγωνισμό, ενώ περνούσαν στο κάτω μέρος της οθόνης υπό μορφή «crowling», λεπτομέρειες όπως «κερδίστε αεροπορικό εισιτήριο με επιστροφή και εισιτήριο του αγώνα .».  Προς το τέλος της διαφήμισης παρουσιαζόταν η ερώτηση του διαγωνισμού με τρεις διαζευκτικές απαντήσεις.  Τόσο το όνομα της διοργανώτριας εταιρείας, όσο και η χρέωση προβάλλονταν με πολύ μικρά και δυσανάγνωστα γράμματα.  Η τρίτη διαφήμιση παρακινούσε το κοινό, αλλά και  μικρά παιδιά, να λάβουν μέρος σε διαγωνισμό για να κερδίσουν ένα ταξίδι τεσσάρων ατόμων στην Eurodisney.  Προβάλλονταν φωτογραφίες με διάφορους ήρωες, στιγμιότυπα από την Eurodisney και σχετικές ερωτήσεις, με το τηλέφωνο επικοινωνίας να εμφανίζεται με πολύ μεγάλα και καθαρά γράμματα, ενώ το όνομα της εταιρείας και η χρέωση ανά λεπτό (144 σ/λ), με πάρα πολύ μικρά και θολά γράμματα. 

        Από την Αρχή διαπιστώθηκαν για τις πιο πάνω διαφημίσεις παραβιάσεις των παρ. Β1, Β5 και Δ.1 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας (Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών Κ.Δ.Π. 10/2000), καθώς και των  άρθρων 9, 10 και 11 του περί Εμπορικών Περιγραφών Νόμου, στον οποίο παραπέμπει η παρ. Β5, ανωτέρω.  Αυτά όλα υπό το φως της ερμηνείας των λέξεων «διαφήμιση» και «τηλεμπορία» στον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο αρ. 7(Ι)/98, (εφεξής «ο Νόμος»), όπως τροποποιήθηκε. 

 

        Συνοπτικά, οι παραβιάσεις συναρτώνται προς στο ότι οι διαφημίσεις δεν πληροφορούσαν τους τηλεθεατές κατά πόσο οι τηλεφωνικές γραμμές τηλεξυπηρέτησης  ήταν ανοικτές καθ΄ όλο το εικοσιτετράωρο ή μόνο κάποιες ώρες, ότι υπήρχε παραπλάνηση ως προς τη χρέωση των τηλεφωνημάτων ενόψει των πολύ θολών και πολύ μικρών γραμμάτων που χρησιμοποιούνταν, αλλά και παραπλάνηση ως προς το συνολικό χρόνο που χρειαζόταν κάποιος ώστε με το τηλεφώνημα του να λάβει πράγματι μέρος στο διαγωνισμό ή να λάβει κάποιο προϊόν τηλεξυπηρέτησης.  Η δυσανάλογη χρήση χαρακτήρων που υποδήλωναν τον αριθμό τηλεφώνου και των άλλων πληροφοριών αποσπούσαν εύλογα την προσοχή, ειδικά των ανηλίκων, ως προς τη χρέωση που ήταν αποτυπωμένη με πολύ μικρότερα και μη ευκρινή γράμματα, ώστε να υπάρχει παραπλάνηση.

 

        Η Αρχή στην πολυσέλιδη απόφαση της και αφού αναφέρθηκε σε έκταση στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, αλλά και στις προβληθείσες θέσεις των αιτητών μέσω των δικηγόρων τους, απέρριψε όλες τις αιτιάσεις περί μη στοιχειοθέτησης των παραβάσεων με την απόφαση της ημερ. 12.12.05, για να προχωρήσει στις 31.1.07 να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο £150 για κάθε παραβίαση που διαπιστώθηκε, ούτως ώστε το συνολικό πρόστιμο να είναι της τάξης των £3.750, το οποίο η Αρχή απαίτησε όπως καταβληθεί εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. 

 

        Οι αιτητές εισηγούνται για σειρά λόγων την αποδοχή της προσφυγής και την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.  Σε μια εκτεταμένη γραπτή αγόρευση τόσο αρχική, όσο και απαντητική, καταγράφονται οι διάφοροι λόγοι που κατά την άποψη των αιτητών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Αρχή έσφαλλε τόσο κατά τη διερεύνηση, όσο και κατά τη διαπίστωση των παραβάσεων, αλλά ακόμη και σε ό,τι αφορά το επιβληθέν διοικητικό πρόστιμο.  Με αντίστοιχη εκτεταμένη αγόρευση, η Αρχή απορρίπτει όλους τους λόγους και εμμένει στη θέση της ότι στοιχειοθετήθηκαν οι διαπιστωθείσες παραβάσεις, ενόψει του ότι τόσο η διερεύνηση, όσο και η διαδικασία που ακολουθήθηκε, ήταν νόμιμη, πλήρης και επαρκής. 

 

        Πολλές από τις αιτιάσεις που προβάλλουν οι αιτητές έχουν κατ΄ επανάληψη εγερθεί από αυτούς σε σωρεία άλλων προσφυγών που έχουν καταχωρήσει εναντίον αποφάσεων της Αρχής, επί άλλων, βεβαίως, γεγονότων, έχουν δε εξεταστεί κατά κόρον από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων του, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση και έτσι δεν κρίνεται αναγκαίο από το παρόν Δικαστήριο να γίνει εξαντλητική αναφορά στα ίδια αυτά θέματα,  εφόσον το  μόνο που θα επιτυγχανόταν θα ήταν η αχρείαστη επιβάρυνση και επιμήκυνση, άνευ λόγου, της απόφασης.   Αρκεί, κρίνεται, η σκιαγράφηση τους, με τις αναγκαίες, βέβαια, διαφοροποιήσεις επί γεγονότων.

 

         Εγείρεται ζήτημα ότι η Αρχή δεν ερεύνησε με επάρκεια, ούτε ανέλυσε, ούτε απέδειξε το σημειολογικό περιεχόμενο αορίστων αξιολογικών εννοιών που απαντώνται στις σχετικές για την υπό κρίση περίπτωση νομοθετικές διατάξεις, όπως ότι με βάση την παρ. Β1 οι διαφημίσεις και τα τηλεμπορικά μηνύματα από τους αδειούχους σταθμούς πρέπει να είναι «τίμια», «νόμιμα», «αληθή», «καλαίσθητα» να μην περιέχουν «υπερβολικούς» ή «ανυπόστατους» ισχυρισμούς που, κατά τις παρ. Β5 και Δ.1, να παραπλανούν «άμεσα ή συμπερασματικά» ή να δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις.  Στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 1625/2006, ημερ. 20.10.2009, διαφωνώντας με όλο το σεβασμό προς τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 1310/07, ημερ. 14.5.09, (Χατζηχαμπής, Δ.), λέχθηκαν τα πιο κάτω με τα οποία συμφώνησε και ο Παμπαλλής, Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 170/2007, ημερ. 24.11.2009:

 

«Δεν είναι ανάγκη να υπάρχουν ορισμοί μέσα στη νομοθεσία των προαναφερθεισών λέξεων και φράσεων, οι οποίοι ορισμοί με τη σειρά τους ενδεχόμενα να είχαν επίσης ανάγκη περαιτέρω διευκρίνισης.  Οι καθ΄ ων οφείλουν ενόψει και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να καθορίζουν οι ίδιοι πότε ένα πρόγραμμα ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού παραβιάζει το Νόμο και τους Κανονισμούς, εναπόκειται δε στο αναθεωρητικό Δικαστήριο, ως τελικός κριτής, να καθορίσει κατά πόσο η κρίση των καθ΄ ων ήταν ή όχι λογική ως συνάδουσα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινού λογικού ατόμου που ζει στη συγκεκριμένη κοινωνία.  Το Δικαστήριο επενεργεί στην ουσία, κατ΄ αναλογία με τις υποθέσεις δυσφήμησης, ως κριτής του περιεχομένου ενός δημοσιεύματος ή μιας εκπομπής, χωρίς να χρειάζεται βέβαια την εξειδικευμένη μαρτυρία του ενός ή του άλλου εμπειρογνώμονα για να το βοηθήσουν στην εξαγωγή του δικού του συμπεράσματος.  Ενεργεί κατά τρόπο που αντανακλά το αισθητήριο του μέσου λογικού πολίτη, ως προς το τι συνιστά σεβασμό της προσωπικότητας, τιμή, υπόληψη, ιδιωτικό βίο, ορθή και αξιοπρεπή συμπεριφορά.  Και εν τέλει το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή την κρίση των καθ΄ ων, αλλά μόνο ελέγχει εάν η διακριτική τους ευχέρεια ασκήθηκε κατά εύλογο και επιτρεπτό τρόπο.  Δεν ήταν αναγκαία επομένως η αναζήτηση από τους καθ΄ ων ή την ερευνούσα λειτουργό οποιασδήποτε μαρτυρίας, εξειδικευμένης ή μη, ως προς τα κοινώς παραδεκτά ή επικρατούντα στο κοινωνικό περιβάλλον.  Κάτι τέτοιο όχι μόνο αχρείαστο θα ήταν, αλλά θα περιέπλεκε την όλη εξέταση η οποία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν γρήγορη και άμεση, ώστε το αποτέλεσμα να είναι σύγχρονο με την παράβαση.  Επομένως η ερευνούσα λειτουργός ορθά και με την αναγκαία μεθοδολογία είναι που κατάρτισε το πόρισμα της και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανύπαρκτο ή ελλιπές πόρισμα.»

 

        Η ευρύτερη θέση των αιτητών περί της ανάγκης καθορισμού του ακριβούς περιεχομένου των εννοιών που καθορίζονται στο Νόμο υπό το φως και του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο αυτές χρησιμοποιούνται, επίσης εξετάστηκε και απορρίφθηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. 76/2007, ημερ. 8.2.2010.  Εκεί επιβεβαιώθηκε ότι το έργο του Δικαστηρίου «.. περιορίζεται στη διεξαγωγή ελέγχου με αποκλειστικό στόχο τη διακρίβωση ότι η απόφαση της εφεσίβλητης Αρχής, κρινόμενη με βάση την αιτιολογία και το περιεχόμενο του φακέλου, ήταν εύλογα επιτρεπτή μέσα στα όρια της διακριτικής εξουσίας της.  Κατά συνέπεια ο ορισμός εννοιών που χρησιμοποιούνται στους Κανονισμούς, όπως οι έννοιες προσωπικότητα, υπόληψη, ιδιωτικός βίος και υπαγωγή του στα γεγονότα της υπόθεσης, δεν εκφεύγουν του εν λόγω πλαισίου.».

 

        Συνάγεται ότι η Αρχή διερεύνησε με επάρκεια όλα τα δεδομένα, τα οποία και υπήγαγε στις έννοιες του Νόμου και των Κανονισμών, που η ίδια οφείλει να ερμηνεύσει και να κρίνει.  Στα πλαίσια αυτά είχε λάβει, ως όφειλε, υπόψη τις γραπτές εξηγήσεις των αιτητών, περιλαμβανομένων και των θέσεων της εταιρείας που δημιούργησε τις σχετικές διαφημίσεις οι οποίες στόχευσαν να αναδείξουν τη βασική θέση ότι οι προσφερθείσες υπηρεσίες ήταν αληθείς, ότι είναι αδύνατο να αναλυθούν όλοι οι όροι ενός διαγωνισμού εντός 30 δευτερολέπτων, ότι οι υπηρεσίες τηλεπληροφόρησης είναι διαθέσιμες όλο το 24ωρο και ότι δεν υπάρχει νομοθεσία απαγορευτική του τρόπου καθορισμού της σχέσης χρέωσης με μέγεθος γραμμάτων.  Η Αρχή διαφώνησε, καθώς είχε κάθε δικαίωμα με τις αντίθετες θέσεις και έκρινε, καθηκόντως, ότι υπήρξε παράβαση των σχετικών Κανονισμών.

 

        Έχει εγερθεί ζήτημα σύνθεσης της Αρχής στις διάφορες συνεδρίες της με συγκεκριμένη στόχευση ως προς τις συνεδρίες ημερ. 12.1.05 και 5.12.05, περί μη νομότυπης πρόσκλησης των μελών, θέσεις οι οποίες όμως αποσύρθηκαν κατά τις διευκρινίσεις και ορθά, ενόψει και των συνημμένων προσκλήσεων στην αγόρευση της Αρχής. Παρέμεινε όμως το ζήτημα ως προς την επόμενη συνεδρία ημερ. 12.12.05, όπου το πρακτικό (Παράρτημα XIV στην ένσταση), προσδιορίζει ότι ήταν όλοι παρόντες, το επόμενο όμως έγγραφο, (Παράρτημα XV), αναφέρει ότι την απόφαση την έλαβαν λιγότερα άτομα από τα αναφερόμενα στο πρακτικό.  Και δεν προκύπτει κατά πόσο τα μέλη που δεν έλαβαν την απόφαση είχαν κληθεί νομότυπα ή αν ενημερώθηκαν ή είχαν αποχωρήσει μετά την κλήση τους.  Κατά τη συζήτηση στο στάδιο των διευκρινίσεων έγινε εν τέλει παραδεκτό ότι δεν τίθετο ισχυρισμός για μη νομότυπη πρόσκληση, αλλά μη νομότυπη ενημέρωση των μελών που ήταν παρόντα, και παρανόμως αποχώρησαν τόσο στη συνεδρία ημερ. 5.12.05, όσο και από την επόμενη και τελευταία συνεδρία της Αρχής ημερ. 31.1.07.

 

        Η Αρχή διευκρινίζει στην αγόρευση της ότι στη συνεδρία ημερ. 12.12.05, τα δύο μέλη της Αρχής, Άλεξ Ευθυβούλου και Νίκος Παπαμιχαήλ, δεν είχαν λάβει μέρος στη διαδικασία έκδοσης της απόφασης καθότι απουσίαζαν και από τις δύο προηγούμενες συνεδρίες κατά τις οποίες άρχισε η εξέταση της υπόθεσης.  Αυτό παρουσιάζεται ορθό ενόψει του ότι πράγματι στο Παράρτημα XV, ημερ. 7.9.06, που είναι η επιστολή της Αρχής προς τους αιτητές επισυνάπτεται η απόφαση ημερ. 12.12.05, όπου φαίνονται παρόντες μόνο ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και δύο μέλη, όχι όμως οι Α. Ευθυβούλου και Α. Κωνσταντινίδης που παρουσιάζονται στο Παράρτημα XIV.  Στο Παράρτημα XIV αναφέρεται ότι η Αρχή «.. εξέδωσε σχετική απόφαση, το κείμενο της οποίας αποτελεί ξεχωριστό έγγραφο και ανυπόστατο μέρος του παρόντος πρακτικού».  Έπεται, ότι το Παράρτημα XIV, πρέπει να αναγνωσθεί υπό το φως του Παραρτήματος XV, όπου καταγράφεται και η παρουσία του δικηγόρου των αιτητών.  Εν πάση περιπτώσει, η αποχώρηση τους από τις συνεδρίες 12.12.05 και 31.1.07 (στις 5.12.05 είχαν προσέλθει δεόντως, αλλά δεν παρέστησαν), δεν δημιουργεί πρόβλημα στη σύνθεση.

 

 Παρόμοιο ζήτημα είχε εξεταστεί στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην υπ΄ αρ. 1625/06 απόφαση όπου αναλύθηκε στις σελ. 5-13, η όλη συγκρότηση και σύνθεση της Αρχής σε παρόμοιες συνθήκες, όπου, δηλαδή, δεν είχαν παρουσιαστεί εξ αρχής τα μέλη Ευθυβούλου και Παπαμιχαήλ και επομένως σύμφωνα με τις αποφάσεις και τα συγγράμματα που αναφέρονται εκεί, η αποχώρηση των μελών αυτών διατήρησε τη νομιμότητα της σύνθεσης εφόσον με τον τρόπο αυτό διασφαλίστηκε η ενιαία σύνθεση της Αρχής, αποτελούμενη από τα αυτά μέλη που είχαν αρχίσει τη διερεύνηση και παρέμειναν καθόλη τη διάρκεια παραγωγής της διοικητικής απόφασης.  (δέστε το σκεπτικό σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99 στις σελ. 8-9 της προαναφερθείσας απόφασης, καθώς και τις υποθέσεις Κρινούλα Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1111/06, ημερ. 8.11.07, (Κραμβής, Δ.), και τις συνεκδικαζόμενες υποθ. Χατζηγιασεμής και Πιθάρας ν. Δημοκρατίας αρ. 2329/06 και 181/07, ημερ. 17.7.08 (Κωνσταντινίδης, Δ.), έχοντας υπόψη και τις επεξηγήσεις που δόθηκαν.  Απόλυτα σχετική είναι επίσης η απόφαση στη Sigma Radio T.V. Limited v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 391/06, ημερ. 13.6.07 (Κραμβής, Δ). 

 

        Η αποχώρηση των πιο πάνω μελών εξηγείται μάλιστα με επάρκεια στη συνεδρία της Αρχής ημερ. 31.1.07, κατά τη διαδικασία δηλαδή επιβολής της ποινής, από όπου φαίνεται ότι η αποχώρηση έγινε λόγω του ότι δεν είχαν ποτέ λάβει μέρος στην εξέταση των υποθέσεων και επομένως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ύστερη σκοπιμότητα στην αποχώρηση τους.  Ούτε επιβεβλημένη είναι η προηγούμενη ενημέρωση των μελών, εφόσον ουδέποτε έλαβαν μέρος στην όλη διαδικασία.

 

        Όσον αφορά τη μη εμφάνιση στο πρακτικό ημερ. 5.12.05 της παρουσίας του μέλους Ανδρέα  Κωνσταντινίδη, εξηγείται από την Αρχή, στη βάση των επισυνημμένων Ε και Στ στη γραπτή αγόρευση της, ότι το μέλος αυτό για λόγους υγείας είχε υποβάλει παραίτηση από τις 27.7.05, για την οποία ενημερώθηκε το Υπουργικό Συμβούλιο στις 5.10.05.  Προκύπτει επομένως ότι κατά τις τρεις συνεδρίες της Αρχής για το υπό εξέταση ζήτημα ημερ. 5.12.05, 12.12.05 και 31.1.07, το πρόσωπο αυτό δεν ήταν πλέον μέλος της Αρχής. Έπεται ότι ο Α. Κωνσταντινίδης είχε λάβει μέρος μόνο στην πρώτη συνεδρία ημερ. 12.1.05, κατά την αρχική εξέταση της υπόθεσης. Παρόμοιο θέμα για το συγκεκριμένο μέλος εξετάστηκε και αποφασίστηκε με απόρριψη της εισήγησης για οποιαδήποτε αντικανονικότητα, στην προαναφερθείσα υπόθεση αρ. 1625/06, καθώς και στις μνημονευθείσες ήδη αποφάσεις στις υπόθ. αρ. 391/06, ημερ. 13.6.07 και 1310/08, ημερ. 14.5.09.

 

        Ο κατ΄ ισχυρισμόν λόγος ακύρωσης για  μη τήρηση αρτίων πρακτικών για τις συνεδρίες της Αρχής ημερ. 12.1.05, 5.12.05, 12.12.05 και 31.1.07, επί τω ότι δεν υπήρχε αναφορά στον τρόπο λήψης των αποφάσεων με καταγραφή της μειοψηφίας, αν υπήρχε, αν ήταν παρόντα άλλα πρόσωπα, τη μη καταγραφή της παρουσίασης της υπεράσπισης και της προφορικής μαρτυρίας που δόθηκε εκ μέρους των αιτητών, δεν ευσταθεί γιατί, όπως λέχθηκε και στην προαναφερθείσα απόφαση αρ. 1625/06, ημερ. 20.10.09, δεν είναι ανάγκη με βάση το άρθρο 7(5) του Νόμου να καταγράφεται η μειοψηφούσα άποψη, ενώ η Αρχή ρυθμίζει με βάση το άρθρο 7(7) τη διαδικασία της.  Οι υποθέσεις Ιωάννη Δημητριάδη ν. Ε.Δ.Υ., συνεκδικαζόμενες υπόθ. αρ. 507/05 και 566/05, ημερ. 20.7.07, αλλά και η Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, υιοθετούνται εφόσον δείχνουν ότι ο κύριος σκοπός της τήρησης άρτιων πρακτικών με βάση και το άρθρο 24(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της σύνθεσης αλλά και των αποφάσεων που λαμβάνει το διοικητικό όργανο, θέματα για τα οποία εδώ υπάρχει πλήρης και σαφής καταγραφή. 

 

        Απορριπτέο είναι και το επιχείρημα περί έλλειψης δέουσας έρευνας και για δήθεν ανύπαρκτο ή πάσχον πόρισμα της λειτουργού της Αρχής.  Το ζήτημα εξετάστηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση αρ. 1625/06 και απορρίφθηκε. Επαναλαμβάνεται και εδώ ότι το πόρισμα της λειτουργού ήταν ενδελεχές και πλήρες, εξετάστηκε από την Αρχή δεόντως με απόφαση να το υιοθετήσει ως δικό της, απόφαση  καθόλα επιτρεπτή εφόσον είναι δυνατή η ενσωμάτωση πορίσματος αρμοδίου λειτουργού στη διοικητική απόφαση (δέστε Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία «Ο Λόγος» ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 415/03, ημερ. 6.10.04 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91.  Ούτε ήταν υποχρεωμένη η Αρχή, ως η εισήγηση των αιτητών, να αντεξετάσει το μάρτυρα τους ή να προσκομίσει αντίθετη μαρτυρία ώστε να γίνεται λόγος περί αναντίλεκτης μαρτυρίας που προσκομίστηκε εκ μέρους των αιτητών, διότι το διοικητικό όργανο δεν είναι ποινικό Δικαστήριο, η  μόνη δε υποχρέωση του είναι να λάβει υπόψη στα πλαίσια της δέουσας έρευνας κάθε τι που είναι σχετικό και δυνητικά ουσιώδες ώστε να προβεί στη δική της κρίση.  Αυτό έγινε και στην παρούσα περίπτωση και δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε πρόβλημα.  Στα πλαίσια αυτά η Αρχή σαφώς αναφέρει στη σελ. 60 της απόφασης της ότι παρακολούθησε και τη «βιντεοκασέτα με τις εν λόγω διαφημίσεις ...» και δεν χωρεί επ΄ αυτού αμφισβήτηση.  Ο προς το αντίθετο ισχυρισμός είναι παντελώς αβάσιμος.

 

        Περαιτέρω, είναι εντελώς αστήρικτος ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης κρίσης.  Η Αρχή στην απόφαση της κατέγραψε σαφέστατους λόγους στις σελ.  60-64 της απόφασης για τις διαπιστωθείσες παραβάσεις.  Οι λόγοι αποτυπώνονται με ευκρίνεια και δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η καταληκτική αυτή διαπίστωση των παραβάσεων έγινε μετά την εξέταση και απόρριψη όλων των σχετικών ενστάσεων των αιτητών, που αποτελούν βέβαια και αυτοί οι λόγοι απόρριψης, μέρος του αιτιολογικού της Αρχής.

 

        Ο ισχυρισμός περί παραβίασης της προβλεπόμενης διαδικασίας ως προς το αυτεπάγγελτο της εξέτασης από την Αρχή κατά παράβαση του Καν. 41(2) των Κανονισμών και ο ισχυρισμός περί συναφούς ανυπαρξίας σχετικού πρακτικού συνεδρίασης της Αρχής κατά την οποία λήφθηκε απόφαση γι΄ αυτή την αυτεπάγγελτη εξέταση, έχει απαντηθεί από τον παρόν Δικαστήριο στην υπόθ. αρ. 1625/06, ημερ. 20.10.09, το όλο δε θέμα έχει τελεσίδικα αποφασιστεί πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. 76/07, ημερ. 8.2.2010,όπου υιοθετήθηκαν τα λεχθέντα από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 726/06, ημερ. 16.4.08, με ταυτόχρονη καταγραφή της διαφωνίας της Ολομέλειας των όσων αντίθετα λέχθηκαν στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 67/07, ημερ. 31.7.09, (Νικολαΐδης, Δ.), απόφαση που οι αιτητές επικαλέστηκαν κατά κόρον στις αγορεύσεις τους. 

 

        Τα παρόμοια περί κατηγορητηρίου που έχουν συνταχθεί πριν την απόφαση της Αρχής για εκ πρώτης όψεως παραβίαση των Κανονισμών και που είναι ταυτόχρονα και ανυπόγραφα, επίσης απορρίφθηκαν στην απόφαση υπ΄ αρ. 1625/06, ημερ. 20.10.09, εφόσον και εδώ, η απόφαση της Αρχής στις 12.1.05 (Παράρτημα ΙΙ στην ένσταση), είχε ως υπόβαθρο το πόρισμα της λειτουργού που προηγήθηκε, βεβαίως, το οποίο η Αρχή μελέτησε και υιοθέτησε προς προώθηση με βάση τον Καν. 42(6) για ενημέρωση των αιτητών.  Η ενημέρωση αυτή έγινε με ενυπόγραφη πλέον επιστολή του Διευθυντή της Αρχής ημερ. 26.1.05 (Παράρτημα ΙΙΙ) και ήταν αυτή η απόφαση της Αρχής που αποτέλεσε την αφετηρία για την αποστολή «κατηγορητηρίων» εφόσον αποτελεί και το έναυσμα για την υποβολή γραπτών ή προφορικών παραστάσεων εκ μέρους των αιτητών, σύμφωνα με τον Καν. 42(6)(β), και όχι το πόρισμα της λειτουργού που προηγήθηκε.  Σημειώνεται ότι το πόρισμα της λειτουργού είναι από κάθε άποψη άρτιο, πλήρες, παρέχοντας όλα τα σχετικά και αναγκαία στοιχεία με ταυτόχρονη καταληκτική επεξήγηση των λόγων που η λειτουργός θεώρησε ότι διαπιστώνετο παράβαση από την Αρχή. 

 

        Ούτε υπάρχει παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης λόγω του ότι η Αρχή ερευνά μια ενδεχόμενη παραβίαση, εκδικάζει εν τέλει την υπόθεση και επιβάλλει και το διοικητικό πρόστιμο.  Επαναλαμβάνεται και εδώ ότι το ζήτημα έχει κριθεί τελεσίδικα με την πλειοψηφούσα απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, ότι η Αρχή ως διοικητικό όργανο δεν είναι Δικαστήριο και δεν χρειάζεται η τήρηση ποινικών στην ουσία διαδικασιών.  Οι διαδικασίες που η Αρχή ακολουθεί δυνάμει του Νόμου και των Κανονισμών παρέχουν το εχέγγυο της αμερόληπτης κρίσης και αμεροληψίας, εφόσον η Αρχή λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απρόσωπα, χωρίς εμπλοκή ιδιωτικού ή προσωπικού συμφέροντος. Το γεγονός ότι το πρόστιμο κατατίθεται στο ταμείο της Αρχής δεν είναι υπό τις περιστάσεις στοιχείο ασυμβίβαστο με την αμεροληψία αυτής. 

        Είναι γεγονός ότι επεβλήθη πρόστιμο για 25 διαφορετικές παραβάσεις, 11 από τις οποίες έλαβαν χώραν στις 19.8.04, οι δε υπόλοιπες 14 την επόμενη ημέρα, δηλαδή, στις 20.8.04.  Η εισήγηση ότι παραβιάστηκε έτσι το άρθρο 41Β του Νόμου έχει απαντηθεί κατ΄ επανάληψη από τη νομολογία, διότι παρά τη φαινομενική επιβολή προστίμου για κάθε ξεχωριστή μετάδοση των αντίστοιχων διαφημιστικών εκπομπών, η Αρχή στην ουσία επέβαλε ένα πρόστιμο για έκαστη ημέρα παράβασης, δηλαδή, όπως εξηγεί στη σχετική απόφαση της ημερ. 31.1.07 στη σελ. 9,  επέβαλε συνολικό πρόστιμο £1.650 για τις παραβάσεις της παρ. Δ.1 για τις εκπομπές που είχαν γίνει στις 19.8.04, το οποίο όμως υποδιαίρεσε στις 11 διαφορετικές περιπτώσεις παράβασης.  Το ίδιο έγινε και για τις παραβάσεις της παρ. Δ.1 για τις μεταδόσεις που έγιναν στις 20.8.04 όπου, όπως φαίνεται από τη σελ. 10 της απόφασης, επεβλήθη το συνολικό ποσό των £2.100 το οποίο επίσης επεξηγήθηκε ότι αποτελούσε το άθροισμα  των 15 διαφορετικών παραβάσεων που διαπιστώθηκαν.  Η ανάλυση των επί μέρους ποσών βοηθούσε στην καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η Αρχή κατέληξε στο συγκεκριμένο ποσό. Επομένως, ένα πρόστιμο επεβλήθη για κάθε ημέρα παράβασης και η απόφαση της Αρχής δεν αντιβαίνει το λόγο της Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558.  Τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 2295/06, ημερ. 20.10.09, στις σελ. 24-25 υιοθετούνται και εδώ.  Η Αρχή επίσης ορθά πράττοντας κατά την επιβολή των κυρώσεων, δεν επέβαλε πρόστιμο για τις παραβάσεις κάτω από τις Παρ. Β1 και Β5, εφόσον επικαλύπτονται από τις παραβάσεις της παρ. Δ.1.

 

        Αποτελεί επίσης γεγονός ότι η κρίση της ενοχής των αιτητών, όπως αυτή διαπιστώθηκε στις 12.12.05, κοινοποιήθηκε πολύ καθυστερημένα στους αιτητές με επιστολή ημερ. 7.9.06, εννέα δηλαδή μήνες μετέπειτα, ενώ και η επίδικη απόφαση για την επιβολή του διοικητικού προστίμου ημερ. 31.1.07 κοινοποιήθηκε στους αιτητές την 1.11.07, δηλαδή, και πάλι μετά από εννέα μήνες.  Αναμφίβολα η καθυστέρηση αυτή δεν αρμόζει σε ένα σώμα όπως την Αρχή που θα πρέπει να κινείται με ταχείς ρυθμούς ώστε το αξιόπιστο της κρίσης της να είναι σύγχρονο με τα υπό διερεύνηση γεγονότα, δίνοντας ταυτόχρονα έγκαιρα και το στίγμα της απόφασης της Αρχής, ώστε να αποτελεί ενδεχόμενο οδηγό ως προς τις μελλοντικές ενέργειες των επηρεαζομένων τηλεοπτικών σταθμών.  Από την άλλη, παρά το εύλογο της αιτίασης, δεν διαπιστώνεται παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, όπως εισηγούνται οι αιτητές, ούτε εξ αυτής της καθυστέρησης διαπιστώνεται κακοπιστία ή ασυνέπεια και εν πάση περιπτώσει δεν είναι αντιληπτό πώς η καθυστέρηση επηρέασε είτε τη νομιμότητα της απόφασης, είτε την κρίση της Αρχής, ως προς την επιβολή του διοικητικού προστίμου. Σε κάθε περίπτωση οι αιτητές είχαν πλήρη πρόσβαση στα της Αρχής, είχαν κατά διάφανο τρόπο εξαντλήσει το δικαίωμα ακρόασης τους σε κάθε στάδιο της εξέτασης της υπόθεσης και είχαν γενικώς πλήρως εξαντλήσει όλα τα δικαιώματα τους.  Σχετικό παρόμοιο επιχείρημα είχε απορριφθεί στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 1625/06 ημερ. 20.10.09, καθώς επίσης και στις αποφάσεις  Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 1310/07, ημερ. 14.5.09, (Χατζηχαμπής, Δ.), Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 170/07, ημερ. 24.11.09 (Παμπαλλής, Δ.) και Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 573/07, ημερ. 23.3.2010, (Πασχαλίδης, Δ.).  Οι αιτητές δεν έχουν ικανοποιήσει ότι στην πράξη επηρεάστηκαν τα οποιαδήποτε δικαιώματα τους.

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.

 

        Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                   Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο