ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1455/2008)
30 Απριλίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MUNASINGHE MADDUMA VILAGE,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΙ/Η ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, με καταγωγή τη Σρι Λάνκα, ήλθε στην Κύπρο νόμιμα στις 14.4.2000, με σκοπό να εργαστεί ως φροντιστής σε ιδιωτική κλινική στην Πάφο. Κατόπιν υποβολής των σχετικών εγγράφων έτυχε άδειας παραμονής και εργασίας μέχρι τις 6.3.2001, η οποία και ανανεώθηκε στη συνέχεια μετά από διαδοχικές αιτήσεις μέχρι και τις 30.11.2005.
Εκ μέρους του αιτητή υποβλήθηκε από το γραφείο της ΚΙΣΑ («Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη και Αντιρατσισμό»), στις 5.1.2006, αίτημα για την παραχώρηση σε αυτόν μακρόχρονης άδειας παραμονής και εργασίας με βάση τη σχετική Οδηγία 2003/109/ΕΚ, το οποίο όμως απερρίφθη με σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 7.4.2006, με το δικαιολογητικό ότι η άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας του αιτητή είχε λήξει πριν τις 23.1.2006 που ήταν η προθεσμία ενσωμάτωσης στην Κυπριακή έννομη τάξη της εν λόγω Κοινοτικής Οδηγίας. Υποβλήθηκε στη συνέχεια η προσφυγή υπ΄ αρ. 1717/2006, η οποία οδήγησε με σχετική απόφαση ημερ. 19.5.2008 του Φωτίου, Δ., σε ακυρωτικό αποτέλεσμα ενόψει της διαπίστωσης του αναθεωρητικού Δικαστηρίου ότι οι καθ΄ ων δεν είχαν προβεί σε «δέουσα έρευνα», ενώ υπήρξε και «.. πλάνη ως προς το νόμο αναφορικά με την εξέταση της υπόθεσης ...».
Υπό το φως της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης, η διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης, επανεξέτασε το όλο ζήτημα για να καταλήξει όμως και πάλι σε απορριπτική απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή μέσω του δικηγόρου του με επιστολή ημερ. 1.7.2008, αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής. Στην προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται ότι μετά την επανεξέταση του αιτήματος για παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, η διευθύντρια αποφάσισε ότι «... η νόμιμη παραμονή του αλλοδαπού διακόπηκε στις 30/11/2005 με τη λήξη της τελευταίας άδειας προσωρινής παραμονής του που ήταν τελική και μη ανανεώσιμη. Επομένως όταν ο αλλοδαπός υπέβαλε το αίτημα μέσω του ΚΙΣΑ τον Ιανουάριο του 2006 βρισκόταν ήδη παράνομα στη Δημοκρατία.».
Στα γεγονότα της προσφυγής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο αιτητής είχε νομίμως υποβάλει στις 27.4.2005 αίτηση για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος με βάση την Κοινοτική Οδηγία, η οποία και είχε αποσταλεί από τον τότε δικηγόρο του στον Υπουργό Εσωτερικών. Λόγω του ότι ουδεμία απάντηση είχε ληφθεί από οποιοδήποτε αρμόδιο πρόσωπο ή αρχή, ο αιτητής «... αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να υποβάλει δεύτερη αίτηση», (παρ. 9 των γεγονότων), η οποία και είναι η υποβληθείσα μέσω της ΚΙΣΑ, ημερ. 5.1.2006. Η επιστολή ημερ. 27.4.2005 επισυνάπτεται στην αίτηση ως Παράρτημα 7, είχε αποσταλεί και υπογραφεί από τον δικηγόρο Κώστα Λοΐζου σε επιστολόχαρτο του, φέρει δε σφραγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών ότι ελήφθη στις 27.4.2005, την ίδια δηλαδή ημέρα της αποστολής της. Τα πιο πάνω καταγράφονται ενόψει της σημασίας που ενέχουν για την τύχη της παρούσας προσφυγής.
Η πιο πάνω επιστολή αποκτά ιδιαιτερότητα διότι έτυχε αναφοράς από τον Φωτίου, Δ., στην ακυρωτική του απόφαση στην υπόθεση αρ. 1717/2006, ημερ. 19.5.2008, (Παράρτημα 10 στην αίτηση), όπου στη σελ. 2 της απόφασης καταγράφηκε ότι ενώ οι καθ΄ ων, ως Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, είχαν ικανοποιήσει το αίτημα των εργοδοτών του αιτητή για παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής και εργοδότησης που έληγε στις 6.3.2005, με ανανέωση της παραμονής του μέχρι τις 30.6.2005, είχε στο μεταξύ υποβληθεί η αίτηση ημερ. 27.4.2005 με βάση την Κοινοτική Οδηγία, αίτηση που επαναλήφθηκε και αργότερα μέσω της ΚΙΣΑ. Περαιτέρω αναφορά στο εν λόγω αίτημα ημερ. 27.4.2005, γίνεται και στη σελ. 5 της απόφασης, όπου το Δικαστήριο συνόψισε τη θέση του συνήγορου του αιτητή επί προδικαστικής ενστάσεως, που δεν ενδιαφέρει πλέον, ότι πριν τη λήξη της άδειας παραμονής του στις 30.11.2005, είχε ήδη υποβληθεί στις 27.4.2005 η αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος σε περίοδο δηλαδή που ο αιτητής παρέμενε νόμιμα στην Κύπρο. Το Δικαστήριο επίσης προχώρησε να καταγράψει τη θέση του συνηγόρου ότι οι καθ΄ ων, λόγω καθυστέρησης να απαντήσουν στο αίτημα, καθυστέρηση που είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη της άδειας παραμονής του, εμποδίζονταν από το να εγείρουν με βάση τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, ζήτημα παράνομης διαμονής, ως ερχόμενο σε αντίθεση με την αρχή της καλής πίστης.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τις πιο πάνω θέσεις θεωρώντας ότι η παρανομία που επικαλούνταν οι καθ΄ ων είχε πράγματι δημιουργηθεί από την καθυστέρηση των ιδίων να απαντήσουν στο αίτημα του και επομένως στις 27.4.2005, όταν ο αιτητής υπέβαλε την αίτηση του, αυτός ήταν νόμιμα στη Δημοκρατία. Αλλά και στη σελ. 7 της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο με αναφορά και πάλι στην ημερ. 27.4.2005, την οποία εξέλαβε ως ημερομηνία κατά την οποία έγινε η αίτηση με βάση την Κοινοτική Οδηγία, αποφάσισε ότι παρά το γεγονός ότι η Δημοκρατία δεν είχε συμμορφωθεί με την απαίτηση ενσωμάτωσης της Οδηγίας μέχρι 23.1.2006, οι καθ΄ ων ήταν «νομικά υπόχρεοι» να εφαρμόσουν την Οδηγία, με βάση το σκεπτικό της υπόθεσης Motilla ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29.
Οι καθ΄ ων στην ένσταση τους δεν αναφέρονται καθόλου στην εν λόγω επιστολή-αίτηση του αιτητή ημερ. 27.4.2005. Στη δε γραπτή της αγόρευση η κα Χριστοδουλίδου αρνείται ουσιαστικά την ύπαρξη της εν λόγω επιστολής εφόσον τέτοια επιστολή δεν εμφαίνεται στο διοικητικό φάκελο, διερωτώμενη πώς το αναθεωρητικό Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 1717/2006, θεώρησε ως ημερομηνία υποβολής της αίτησης την 27.4.2005, αντί της ημερ. 5.1.2006. Μάλιστα η συνήγορος θεώρησε αχρείαστο να σχολιάσει οτιδήποτε περαιτέρω όσον αφορά το εγερθέν σημείο περί δεδικασμένου εφόσον, κατά τη θέση της, η επιστολή αυτή ήταν ανύπαρκτη.
Ορθά, όμως, η συνήγορος του αιτητή αναφέρει στην αγόρευση της ότι από τη στιγμή που δεν εφεσιβλήθηκε η απόφαση του Φωτίου, Δ., αυτή παραμένει ισχυρή ως δεδικασμένο επί των πραγματικών γεγονότων που διαπιστώθηκαν, που περιλαμβάνουν και το ότι υπήρχε αυτή η επιστολή-αίτηση ημερ. 27.4.2005. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι η κα Χριστοδουλίδου λανθασμένα αρνήθηκε στην αγόρευση της την ύπαρξη της επιστολής αυτής, εφόσον ουδεμία εξήγηση δίδει ως προς το επισυνημμένο στην αίτηση Παράρτημα 7, που είναι αντίγραφο της εν λόγω επιστολής και που φέρει, ως εξηγήθηκε προηγουμένως, και τη σχετική σφραγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών περί της λήψης της. Με αποτέλεσμα, να αναγκασθεί η συνήγορος, κατά τις διευκρινίσεις, να αποδεχθεί την πραγματικότητα της επιστολής (εφόσον δεν μπορούσε να δοθεί άλλη εξήγηση), αλλά να τονίσει ότι αυτή απευθύνθηκε προς τον Υπουργό. Πράγματι και στο συνημμένο Τεκμ. 10 στην ένσταση (που είναι το σημείωμα 16 στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. Α), η διευθύντρια αποδεχόμενη στην ουσία ότι υπεβλήθη αίτημα ημερ. 27.4.2005 στον Υπουργό Εσωτερικών καταγράφει ότι «... ουδέποτε παραλήφθηκε στο Τμήμα και περιήλθε υπόψη μου στα πλαίσια της εν λόγω προσφυγής ...».
Με αυτά τα δεδομένα, δεν ήταν δυνατόν να παραγνωριστεί η επιστολή ημερ. 27.4.05, έστω και αν απευθύνθηκε στον Υπουργό, αντί στη Διευθύντρια, όπως προνοεί το σχετικό άρθρο 18 Ι (1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε. Εναπόκειτο, ως θέμα εσωτερικής πλέον ρύθμισης του Υπουργείου Εσωτερικών, στο οποίο και υπάγεται το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, να διαβιβαζόταν η επιστολή στη Διευθύντρια. Και ως θέμα χρηστής διοίκησης, οι όποιες παραλείψεις του Υπουργείου δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως αιτιολογικό υπόβαθρο παραγνώρισης στην ουσία της επιστολής και των συνεπειών της.
Η δικαιολογητική σκέψη της Διευθύντριας, όπως αποτυπώνεται στο Τεκμήριο 10 της ένστασης, βασίστηκε και πάλι στο δεδομένο της υποβολής της αίτησης στις 5.1.2006, μέσω της ΚΙΣΑ και όχι στο δεδομένο της επιστολής ημερ. 27.4.05. Παραβιάστηκε συνεπώς το δεδικασμένο που δημουργήθηκε από την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση του Φωτίου, Δ., εφόσον η επανεξέταση δεν έγινε στη βάση της ακυρωτικής διαπίστωσης, παρά το γεγονός ότι στο Τεκμήριο 8 της ένστασης, που είναι επιστολή ημερ. 28.5.08 της Νομικής Υπηρεσίας προς τη Διευθύντρια, αποφασίστηκε ότι δεν θα ασκείτο έφεση, αλλά η υπόθεση θα επανεξεταζόταν με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο λαμβάνοντας υπόψη την Οδηγία.
Η επανεξέταση έπρεπε να είχε γίνει υπό το πραγματικό γεγονός της επιστολής ημερ. 27.4.05 και υπό το φως της ακόμη νομίμου παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, εφόσον η άδεια του είχε λήξει στις 30.11.05. Επί αυτών των πραγματικών δεδομένων, η αίτηση θα έπρεπε να εξεταστεί υπό το φως του ανάλογου ισχύοντος τότε νομικού καθεστώτος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.