ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.619/2006)

 

19 Μαρτίου, 2010

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

 

Αιτητής,

 

-ν-

 

ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ,

 

Καθ΄ου η Αίτηση.

- - - - - -

 

Α. Σοφοκλέους, για τον Αιτητή.

 

Α. Ταλιαδώρος, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής διορίστηκε και υπηρετεί στη μόνιμη και συντάξιμη θέση Γραφέα στην υπηρεσία του καθ΄ου η αίτηση Δήμου Πάφου. Εδώ και πολλά χρόνια, από το 1992, άρχισε προσπάθειες και διαβήματα για να εγκριθεί αίτημά του όπως η προηγούμενη υπηρεσία του στον καθ΄ου η αίτηση σε εβδομαδιαία βάση αναγνωρισθεί για σκοπούς αρχαιότητας, ώστε να λογίζεται ότι βρισκόταν στην υπηρεσία και κατείχε οργανική θέση την 1.1.1987 και, συνακόλουθα, να τύχει του ωφελήματος της παραγράφου 3(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης που κατείχε. Η στάση του καθ΄ου η αίτηση έναντι όλων των διαβημάτων του αιτητή υπήρξε με συνέπεια αρνητική. Τα πιο κάτω γεγονότα παρατίθενται σε σύνοψη, όπως αυτά περιγράφηκαν στην Ένσταση:

 

Το ίδιο αίτημα είχε υποβάλει μαζί με τον αιτητή και άλλη συνάδελφός του, επίσης βρισκόμενη στην υπηρεσία του καθ΄ου η αίτηση, η οποία όμως προσέβαλε κατά το 1993 με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο την απορριπτική του αιτήματος απόφαση του καθ΄ου η αίτηση, ενώ ο αιτητής όχι. Η προσφυγή της συναδέλφου του αιτητή έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, το οποίο ακύρωσε την απόφαση του καθ΄ου η αίτηση ως ληφθείσα χωρίς να δίδεται επαρκής αιτιολογία.

 

Έφεση την οποία καταχώρησε ο καθ΄ου η αίτηση αποσύρθηκε σε υστερότερο στάδιο. Τα διαβήματα του αιτητή με επιστολές που ο ίδιος απηύθυνε προσωπικά και μέσω της δικηγόρου του συνεχίστηκαν. Ο καθ΄ου η αίτηση, μέσω του Δημοτικού Γραμματέα του, απάντησε προς τη δικηγόρο του αιτητή ότι ο Δήμος διατηρεί τη θέση που είχε υιοθετηθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο κατά το 1993. Αντιδρώντας σ΄ αυτή τη θέση, ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αρ. 1027/1998, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 8.9.1998, με την οποία απέρριψε το "από μακρού τεθέν αίτημα του αιτητή". Εκείνη η προσφυγή αποσύρθηκε από τον αιτητή και απορρίφθηκε μετά την καταχώρηση της Ένστασης του καθ΄ου η αίτηση. Ακολούθως, κατά το 1999, ο αιτητής υπέβαλε παράπονα προς την Επίτροπο Διοίκησης εναντίον των αποφάσεων του καθ΄ου η αίτηση. Στο πλαίσιο εξέτασης του παραπόνου του αιτητή, η Επίτροπος Διοίκησης απευθύνθηκε προς τον καθ΄ου η αίτηση ζητώντας τις απόψεις του. Η Επιτροπή Προσωπικού του Δήμου Πάφου, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 6.7.2004, αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχαν λόγοι διαφοροποίησης των προηγούμενων αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου και το αίτημα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Εισηγήθηκε δε η Επιτροπή όπως το Δημοτικό Συμβούλιο του καθ΄ου η αίτηση αποστείλει αιτιολογημένη απάντηση στην Επίτροπο Διοίκησης. Πράγματι, το Δημοτικό Συμβούλιο, αφού συζήτησε το θέμα σε συνεδρία του, ημερομηνίας 21.9.2004, υιοθέτησε την εισήγηση της Επιτροπής Προσωπικού, απέστειλε δε προς την Επίτροπο Διοίκησης επιστολή ημερομηνίας 21.2.2005 εκθέτοντας τις απόψεις του σε σχέση με το παράπονο του αιτητή.

 

Στη συνέχεια, η Επίτροπος Διοίκησης ενημέρωσε το δικηγόρο του αιτητή με επιστολή της ημερομηνίας 3.2.2006 ως προς το ότι το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρία του της 21.9.2004 ενέκρινε εισήγηση της Επιτροπής Προσωπικού και, στηριζόμενο και σε γνωμοδότηση του νομικού του συμβούλου, απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Κατ΄ αυτό τον τρόπο ο αιτητής, μέσω της δικηγόρου του, ενημερώθηκε ότι στις 21.9.2004 το Δημοτικό Συμβούλιο του καθ΄ου η αίτηση είχε συνεδριάσει και αποφανθεί ως ανωτέρω.

 

Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής προσβάλλει ακριβώς την απόφαση του καθ΄ου η αίτηση που λήφθηκε κατά τη συνεδρία του της 21.9.2004, επιζητώντας θεραπεία με το εξής επακριβώς λεκτικό:

 

"Δήλωση του Σ. Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ου ή αίτηση η οποία λήφθηκε κατά την συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του στις 21/9/2004 με την οποίαν απέρριψαν το προ πολλού τεθέν αίτημα του αιτητή για αναγνώριση της υπηρεσίας του στην θέση του εβδομαδιαίου εργάτη για σκοπούς αρχαιότητας ώστε να λογίζεται ότι βρίσκεται στην υπηρεσία και κατείχε οργανική θέση την 1/1/87 για να τύχει του ωφελήματος της παραγράφου 3(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης που κατέχει, είναι άκυρη, παράνομη και στερουμένης οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."

 

Με την Ένστασή του ο καθ΄ου η αίτηση, πέραν των θεμάτων ουσίας τα οποία προβάλλει, εγείρει πέντε συνολικά προδικαστικές ενστάσεις. Οι πρώτες δύο προδικαστικές ενστάσεις εμπεριέχουν μεταξύ τους ένα κοινό νομικό θέμα σύμφωνα με το οποίο με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται η νομιμότητα ή ορθότητα οποιασδήποτε εκτελεστής διοικητικής πράξης. Σύμφωνα με την πρώτη προδικαστική ένσταση, η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ήταν καθαρά πληροφοριακού/ενημερωτικού χαρακτήρα και δεν συνιστούσε απόφαση απορριπτική αιτήματος που δεν εκκρεμούσε εν πάση περιπτώσει. Σύμφωνα με τη δεύτερη ένσταση, η προσβαλλόμενη πράξη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά βεβαιωτική προηγούμενων πράξεων ή αποφάσεων με τις οποίες είχε απορριφθεί το ίδιο αίτημα του αιτητή.

 

Λόγω της φύσεως τους και των ενδεχόμενων επιπτώσεων τις οποίες δυνατόν να έχουν, θα συνεξετάσω τις δυο αυτές πρώτες προδικαστικές ενστάσεις.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις σύμφωνα με τις οποίες η προσβαλλόμενη πράξη δε συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πρόκειται περί πράξης ενημερωτικού χαρακτήρα και/ή είναι βεβαιωτική προηγούμενων πράξεων ή αποφάσεων.

 

Στο σημείο τούτο θα πρέπει να παρατηρήσω τα εξής: Με τη σύνοψη των γεγονότων που περιβάλλουν τα επίδικα θέματα, όπως αυτά έχουν συνοψισθεί στην Ένσταση και έχουν παρατεθεί νωρίτερα στην παρούσα απόφαση, οι προδικαστικές ενστάσεις παρουσιάζονται να είναι εμφανώς δικαιολογημένες και δυνάμενες να ευσταθήσουν. Όμως, θα πρέπει εδώ να λεχθεί ότι η όλη εικόνα των γεγονότων, όπως αυτά προκύπτουν από τη μελέτη των διοικητικών φακέλων, διίσταται σε μεγάλο βαθμό από την εικόνα η οποία δίδεται στην Ένσταση. Συγκεκριμένα, με τα γεγονότα όπως αυτά παρατέθηκαν στην Ένσταση, παρουσιάζεται η εικόνα σύμφωνα με την οποία μετά τη θετική και επανειλημμένη απόρριψη του αιτήματος του αιτητή από τον καθ΄ου η αίτηση, αυτός απευθύνθηκε προς την Επίτροπο Διοίκησης, η οποία προτού αποφανθεί, εζήτησε τις απόψεις του καθ΄ου η αίτηση. Και ότι ο καθ΄ου η αίτηση για να δώσει τις απόψεις του προς την Επίτροπο συνεδρίασε κατά την 21.9.2004 και προέβηκε στην προσβαλλόμενη πράξη την οποία και ενημερωτικά μεταβίβασε στην Επίτροπο Διοίκησης. Αυτή όμως η εικόνα είναι εσφαλμένη και δεν στοιχειοθετείται από τα διαδραματισθέντα γεγονότα. Σύμφωνα λοιπόν με τα ακριβή γεγονότα, όπως αυτά εξάγονται από τους διοικητικούς φακέλους, μετά τη δικαστική διαδικασία μεταξύ της συναδέλφου του αιτητή και του καθ΄ου η αίτηση, ο καθ΄ου η αίτηση ικανοποίησε το αίτημα της εν λόγω υπαλλήλου που ήταν το ίδιο με εκείνο του αιτητή και άλλων υπαλλήλων. Τότε ο αιτητής υπέβαλε με επιστολή της δικηγόρου του ημερομηνίας 6.3.1998 αίτημα όπως τύχει της ίδιας μεταχείρισης με τη συνάδελφό του. Επεσήμανε το γεγονός ότι μετά την ακύρωση της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση στο πλαίσιο της προσφυγής της συναδέλφου του, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε την ικανοποίηση του αιτήματός της, το οποίο είχε υποβάλει από κοινού με τον ίδιο τον αιτητή και επεκαλείτο την αρχή της ίσης μεταχείρισης και ισότητας επαναϋποβάλλοντας το αίτημά του. Όπως ορθά επεσήμανε και η Επίτροπος Διοίκησης στην έκθεσή της ουσιαστικά το αίτημα του αιτητή όπως τύχει της ίδια μεταχείρισης με τη συνάδελφό του, απαντήθηκε αρνητικά, μόνο με επιστολή του Δημοτικού Γραμματέα ημερομηνίας 8.9.1998. Η μελέτη των διοικητικών φακέλων καταδεικνύει ότι το αίτημα δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου του καθ΄ου η  αίτηση γι΄ απόφαση, ενώ ο Δημοτικός Γραμματέας ήταν αναρμόδιος να επιληφθεί του θέματος χωρίς λήψη απόφασης από το Δημοτικό Συμβούλιο. Περαιτέρω, με την ίδια επιστολή του Γραμματέα, ο αιτητής ενημερωνόταν ότι ο καθ΄ου η αίτηση διατηρούσε τη θέση που είχε υιοθετηθεί στη συνεδρία του ημερομηνίας 1.6.1993. Όπως όμως και πάλι ορθά εντόπισε η Επίτροπος Διοίκησης, ήταν τελείως απρόσφορο να υιοθετούσε ο καθ΄ου η αίτηση μια απόφασή του η οποία είχε ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο επειδή έπασχε. Παρά δε το ότι ακυρώθηκε η απόφαση εκείνη μόνο σε σχέση με την άλλη υπάλληλο η οποία εκείνη μόνο είχε προσφύγει στο Δικαστήριο, εν τούτοις, η πάσχουσα απόφαση ήταν κοινή και για εκείνη την υπάλληλο και για τον αιτητή. Εν πάση δε περιπτώσει, έχρηζε και πλήρους αιτιολογίας όσον αφορούσε το πάγιο αίτημα του αιτητή και περαιτέρω έχρηζε απόφασης το αίτημά του που είχε τώρα υποβληθεί με βάση τα δεδομένα που είχαν δημιουργηθεί με την ικανοποίηση του ίδιου αιτήματος μόνο για την άλλη υπάλληλο και την αξίωση περί ίσης μεταχείρισης του αιτητή με αυτήν. Ενόψει λοιπόν των διαπιστώσεων και παρατηρήσεών της, η Επίτροπος Διοίκησης, αφού συμπέρανε πως δεν είχε ληφθεί καμιά απόφαση από το Δημοτικό Συμβούλιο ως προς το αίτημα του αιτητή, ανέφερε και τα εξής:

 

"Ενόψει των πιο πάνω και δεδομένου ότι το αίτημα για εξέταση ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου, εισηγούμαι όπως τούτο υποβληθεί στο Συμβούλιο για λήψη απόφασης, το ταχύτερο δυνατό."

 

Δυστυχώς, το "ταχύτερο δυνατό" που εισηγείτο η Επίτροπος Διοίκησης όπως ληφθεί απόφαση από το Δημοτικό Συμβούλιο, στην πράξη αυτό έγινε σχεδόν τέσσερα χρόνια μετέπειτα, δεδομένου ότι η Έκθεση της Επιτρόπου εοιτμάστηκε στις 9.10.2000, ενώ η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση λήφθηκε στις 21.9.2004.

 

Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι τα όσα αναφέρθηκαν στην Ένσταση περί του ότι η Επίτροπος απλά ζήτησε τις απόψεις του καθ΄ου η αίτηση και ο δεύτερος απλά παρέσχε απόψεις επιβεβαιώνοντας προηγούμενη απόφασή του, δεν είναι ορθά. Εκείνο που ξεκάθαρα συνέβη ήταν ότι η Επίτροπος αφού διαπίστωσε ότι σε σχέση με το αίτημα του αιτητή δεν είχε ληφθεί απόφαση και ότι θα έπρεπε να ληφθεί το ταχύτερο δυνατό, ο καθ΄ου η αίτηση συνεδρίασε, έστω με την αδικαιολόγητα μεγάλη εκείνη καθυστέρηση και αφού τότε επιλήφθηκε του αιτήματος υπό το φως και των νέων δεδομένων της έγκρισης ίδιου αιτήματος άλλου υπαλλήλου, έλαβε τότε απόφαση. Το ότι επρόκειτο περί εξέτασης και λήψης απόφασης εξάλλου το αναφέρει και ο ίδιος ο Δήμαρχος στην επιστολή του ημερομηνίας 21.2.2005 ως εξής:

 

". θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι το Δημοτικό Συμβούλιο Πάφου έλαβε απόφαση σε σχέση με την εισήγηση που περιέχεται στην Έκθεση σας ημερ. 9.10.00 αναφορικά με το εν λόγω παράπονο."

 

Και παρακάτω:

 

". Κατά τη συνεδρία του ημερ. 21.9.04 το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε την εισήγηση της Επιτροπής για αρνητική τοποθέτηση στο αίτημα του κ. Σοφοκλέους και ανέπτυξε τους λόγους οι οποίοι, κατά την εκτίμηση του, συντρέχουν για την τοποθέτηση του αυτή."

 

Όπως δε αναφέρεται και στα τηρηθέντα πρακτικά συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου 21.9.2004:

 

". Ειδικότερα το Συμβούλιο θεωρεί ότι συντρέχουν οι εξής λόγοι για την απόρριψη του αιτήματος του κ. Σοφοκλέους, οι οποίοι απορρέουν μέσα από την εξέταση της περίπτωσης του αυτοτελώς και σε συνάρτηση με την περίπτωση της υπαλλήλου του Δήμου κ. Χρύσως Νεοφύτου.

 

(i)        .............................

(ii)      .............................

(iii)    ..........................

(iv)    ............................."

 

 

Ξεκάθαρα επομένως ο καθ΄ου η αίτηση εξέτασε σε βάθος το αίτημα του αιτητή τόσο αυτοτελώς όσο και σε συνάρτηση με τα νέα δεδομένα και για πρώτη φορά έλαβε πλήρη και αιτιολογημένη απόφαση για την απόρριψή του. Αντί όμως να κοινοποιήσει την απόφασή του προς τον αιτητή ή και προς τον αιτητή, την κοινοποίησε πέντε ολόκληρους μήνες μετά τη λήψη της, μόνο στην Επίτροπο Διοίκησης. Αναμφίβολα η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του καθ΄ου η αίτηση Δήμου συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία παρήγαγε έννομα αποτελέσματα και δεν επιβεβαιώθηκε απλά το περιεχόμενο προηγουμένως ληφθείσας απόφασής του.

 

Συνοπτική ανάλυση των αρχών που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατ΄ ισχυρισμό βεβαιωτικών πράξεων, έγινε από το Ανώτατο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων και στην Υπόθεση αρ. 870/2004, Ροδούλα Παραλίκη ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 14.7.2006, (Νικολάτος, Δ.), ως εξής:

 

      "Στην Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, 401, 402, έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής με τις βεβαιωτικές πράξεις νομολογίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της 'διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν'. Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

 

(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

 

(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

 

(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

 

(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

 

(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.

 

(Βλ. Τσάτσου, 'Αίτησις Ακυρώσεως', Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132- Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας)."

 

Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Δέστε Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474. Για το τι αποτελεί νέα έρευνα δέστε το σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", Έκδοση Τέταρτη, σελ. 176)."

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν επιβεβαιωτική προηγούμενης, εφόσον δεν είχαν την ίδια αιτιολογία (η προηγούμενη απόφαση δεν είχε καθόλου αιτιολογία σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο) και εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ύστερα από τη νέα έρευνα στην οποία προέβηκε η Επιτροπή Προσωπικού και ο καθ΄ου η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που δεν είχαν εξεταστεί προηγουμένως από το αρμόδιο όργανο, τα οποία στοιχεία αφορούσαν την ικανοποίηση ίδιου αιτήματος άλλου υπαλλήλου, τις υποδείξεις της δικηγόρου του αιτητή και της Επιτρόπου Διοικήσεως ως προς τις αρχές περί ίσης μεταχείρισης υπαλλήλων κλπ.

 

Συνακόλουθα, αυτή η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκπρόθεσμη.

 

'Ερεισμα για την προδικαστική αυτή ένσταση απετέλεσε ο ισχυρισμός του καθ΄ου η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή, παρά μόνο είναι βεβαιωτική προηγούμενων αποφάσεων του καθ΄ου η αίτηση που είχαν ληφθεί την 1.6.1993 και 8.9.1998. Με δεδομένη όμως την ήδη εκφρασθείσα απόφαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 21.9.2004 δεν ήταν βεβαιωτική άλλης και με δεδομένο ότι αυτή κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή από την Επίτροπο Διοίκησης με την επιστολή της ημερομηνίας 2.2.2006, έπεται ότι η προσφυγή δεν είναι εκπρόθεσμη, οπότε και αυτή η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

 

 

Προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω του δεδικασμένου από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 1027/1998.

 

Σύμφωνα με αυτή την ένσταση του καθ΄ου η αίτηση, εφόσον ο αιτητής είχε προηγουμένως καταχωρήσει την προσφυγή αρ. 1027/1998 με την οποία ζητούσε την ίδια θεραπεία και την απέσυρε, έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο από την απόρριψή της, το οποίο καθιστά την παρούσα προσφυγή απαράδεκτη.

 

Σε σχέση με αυτή την ένσταση αρκεί να επαναληφθούν εδώ οι λόγοι για τους οποίους έχει ήδη κριθεί ότι ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους αποσύρθηκε και απορρίφθηκε η προσφυγή αρ. 1027/1998, χωρίς να εκδικασθεί, με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η νομιμότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία δεν ήταν βεβαιωτική της απόφασης 8.9.1998 την οποία προσέβαλλε η προηγηθείσα προσφυγή, η οποία και είχε ληφθεί από αναρμόδιο όργανο. Η παρούσα προσφυγή προσβάλλει τη νομιμότητα νέας απόφασης κατόπιν νέας έρευνας και στοιχείων που είχαν προκύψει μεταγενέστερα.

 

Επομένως, ούτε αυτή η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

Σύμφωνα με αυτή την ένσταση του καθ΄ου η αίτηση, ο αιτητής είχε αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά τη διοικητική πράξη η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήματός του, και επομένως, σύμφωνα με καλά καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, δε νομιμοποιείται να προσβάλλει τη νομιμότητά της. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 260-261, Tombali v. CYTA (1982) 3 CLR 149, Alexandrou and others v. Republic (1986) 3 CLR 2457). Ως λόγος προς υποστήριξη αυτής της θέσης προβάλλεται από τον καθ΄ου η αίτηση το γεγονός ότι ο αιτητής είχε αποδεχθεί ανεπιφύλακτα κατά το 1990 τον προσφερθέντα σ΄ αυτόν διορισμό του στη μόνιμη θέση Γραφέα με βάση την ισχύουσα μισθολογική διευθέτηση που προβλεπόταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης εκείνης.

 

Ο λόγος που προβάλλεται για στοιχειοθέτηση αυτής της ένστασης, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Αποδεχόμενος το διορισμό του στη μόνιμη θέση Γραφέα, ο αιτητής δεν απώλεσε κατά την άποψή μου, οποιοδήποτε έρεισμα είχε για να του αναγνωριστεί η προϋπηρεσία στη θέση εβδομαδιαίου εργάτη και να τύχει του ωφελήματος της παραγράφου 3(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Αντίθετα, με τη μονιμοποίησή του στη θέση Γραφέα και την υπαγωγή του στην προβλεπόμενη για τη θέση κλίμακα και σχέδιο υπηρεσίας, τότε ήταν που απέκτησε έρεισμα για να εξαιτείται την αναγνώριση της προϋπηρεσίας του, έρεισμα που δεν είχε προηγουμένως. Τίποτε δεν εμπόδιζε ένα υπάλληλο ο οποίος διορίστηκε με βάση ένα συγκεκριμένο σχέδιο υπηρεσίας από του να υποβάλει και προωθήσει ένα αίτημα που είχε για αναγνώριση προϋπηρεσίας του κάτω από το σχέδιο υπηρεσίας.

 

Και αυτή η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να ευσταθήσει και απορρίπτεται.

 

Θα προχωρήσω να εξετάσω την προσφυγή στην ουσία της.

 

Εξέταση των θεμάτων που εγείρονται στην ουσία της παρούσας προσφυγής.

 

Όπως προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που επιβεβαιώνονται από τους διοικητικούς φακέλους της παρούσας υπόθεσης, μετά από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά από την ικανοποίηση του αιτήματος άλλης υπαλλήλου που ήταν το ίδιο με αυτό του αιτητή και μετά από τις παρατηρήσεις και εισηγήσεις της Επιτρόπου Διοίκησης, ο καθ΄ου η αίτηση επανεξέτασε το όλο θέμα του αιτήματος του αιτητή στη συνεδρία του ημερομηνίας 21.9.2004. Όπως δε καταγράφεται στα τηρηθέντα πρακτικά, η περίπτωση του αιτητή εξετάστηκε "αυτοτελώς και σε συνάρτηση με την περίπτωση της υπαλλήλου του Δήμου κ. Χρύσως Νεοφύτου." Εξετάστηκε το αίτημα ενδελεχώς και απορρίφθηκε, αφού δόθηκαν προς τούτο λεπτομερείς λόγοι για όλες τις πτυχές του. Αυτή δε η πράξη του καθ΄ου η αίτηση αποδεικνύει ακριβώς το γεγονός ότι ο καθ΄ου η αίτηση αποδέχθηκε το ότι, όπως υπέδειξε και η Επίτροπος Διοίκησης, το αίτημα του αιτητή δεν είχε εξετασθεί αρμοδίως και απαντηθεί αιτιολογημένα προηγουμένως είτε αυτοτελώς είτε σε συνάρτηση με την περίπτωση της άλλης υπαλλήλου.

 

Ως προς την εξέταση του αιτήματος του αιτητή αυτοτελώς, το Δημοτικό Συμβούλιο του καθ΄ου η αίτηση Δήμου είχε αποφασίσει τα εξής:

 

"Το Συμβούλιο εγκρίνει την κατά πλειοψηφία εισήγηση της Επιτροπής για αρνητική τοποθέτηση στο αίτημα του κ. Σοφοκλέους, υιοθετώντας το σκεπτικό και τα επιχειρήματα της νομικής συμβουλής του κ. Χρίστου Κληρίδη ημερ. 16.12.2002.

Ειδικότερα το Συμβούλιο θεωρεί ότι συντρέχουν οι εξής λόγοι για την απόρριψη του αιτήματος του κ. Σοφοκλέους, οι οποίοι απορρέουν μέσα από την εξέταση της περίπτωσής του αυτοτελώς και σε συνάρτηση με την περίπτωση της υπαλλήλου του Δήμου κ. Χρύσως Νεοφύτου:

 

(i)                                Η πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης Γραφέα με το οποίο διορίστηκε ο κ. Σοφοκλέους στην εν λόγω μόνιμη και συντάξιμη θέση από την 1.11.1990 σε σχέση με τη μισθοδοτική ανέλιξη των υπαλλήλων που βρίσκονταν στην Υπηρεσία την 1.1.1987 (παρ. 3(β) των σημειώσεων του σχεδίου υπηρεσίας), δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση του κ. Σοφοκλέους επειδή αυτή αφορά το μόνιμο-συντάξιμο υπαλληλικό προσωπικό. Ο κ. Σοφοκλέους εργοδοτείτο κατά το διάστημα 1.8.1985-31.10.1990 ως ωρομίσθιος εργάτης χωρίς να κατέχει διορισμό σε μόνιμη-συντάξιμη και οργανική θέση του Δήμου.

Η θέση αυτή ενισχύεται από τη διατύπωση/το λεκτικό της παρ. 3(α) των σημειώσεων του εν λόγω σχεδίου υπηρεσίας όπου χρησιμοποιείται ο όρος «υπάλληλου», όπως και στην παρ. 3(β).

 

(ii)                              Η αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα κρίσεως «εν τη παρανομία» δικαιολογεί την άσκηση εκ μέρους του Δήμου της διακριτικής του εξουσίας στην περίπτωση του κ. Σοφοκλέους κατά τρόπο διαφορετικό από την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ημερ. 10.9.1996 προς όφελος της κ. Νεοφύτου.

Με δεδομένο ότι η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ημερ. 10.9.1996 για απόσυρση της έφεσης που είχε καταχωρήσει ο Δήμος εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.6.1996 στην υπόθεση της κ. Νεοφύτου (Προσφυγή αρ. 564/93) και εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου μόνο στην περίπτωση της κ. Νεοφύτου ήταν αναιτιολόγητη, με δεδομένο ότι η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου (ημερ. 10.9.1996) έστω και κατ΄ εφαρμογήν απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου παραβιάζει πρόνοια εγκεκριμένου από το Υπουργικό Συμβούλιο σχεδίου υπηρεσίας, με δεδομένο ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση της κ. Νεοφύτου δεν ήταν δεσμευτική έναντι του κ. Σοφοκλέους, αφού αυτός δεν αποτελούσε μέρος της διαδικασίας και με δεδομένο ότι η υπόθεση αρ. 564/93 (Προσφυγή Χρύσως Νεοφύτου) δεν κρίθηκε επί της ουσίας της, το Συμβούλιο κρίνει ότι η απόρριψη του αιτήματος του κ. Σοφοκλέους δεν συνιστά άνιση μεταχείριση και παραβίαση της αρχής της ισότητας.

Θέση του Συμβουλίου είναι ότι το αίτημα οποιουδήποτε εργοδοτουμένου του Δήμου για αναγνώριση της υπηρεσίας του στο Δήμο ως ωρομίσθιου εργάτη για σκοπούς αρχαιότητας ώστε να θεωρηθεί ότι κατείχε οργανική-συντάξιμη θέση (υπαλλήλου) κατά την εν λόγω περίοδο, είναι νομικά αβάσιμο και απορριπτέο. Η θέση αυτή στηρίζεται στην ερμηνεία της πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης Γραφέα (παρ. 3(β) και στις πρόνοιες του περί Δήμων Νόμου (άρθρο 53 κ.ά.), των περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του Δήμου Πάφου του 1989 και των περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του Δήμου Πάφου του 2001.

Με βάση τη θέση αυτή, εφαρμογή της αρχής της ισότητας/ίσης μεταχείρισης εξυπακούει απόρριψη του αιτήματος οποιουδήποτε εργοδοτουμένου του Δήμου για αναγνώριση για σκοπούς μισθοδοσίας της υπηρεσίας του πάνω σε ωρομίσθια βάση/χωρίς να κατέχει οργανική-μόνιμη θέση. Με δεδομένο ότι η θέση αυτή δεν έχει απορριφθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ως κριθείσα επί της ουσίας, το Συμβούλιο θεωρεί ότι δεν δικαιολογείται να επαναληφθεί απόκλιση απ΄ αυτήν κατ΄ επίκληση της περίπτωσης της κ. Νεοφύτου, όταν η υπόθεσή της δεν κρίθηκε στο Δικαστήριο επί της ουσίας.

 

(iii) Ο κ. Σοφοκλέους καταχώρησε προσφυγή εναντίον του Δήμου (αρ. 1027/98) με αντικείμενο το αίτημά του για το οποίο υπέβαλε παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως και την απέσυρε προτού εκδικαστεί.

 

(iv) Παρόμοιο αίτημα με εκείνο του κ. Σοφοκλέους είχαν υποβάλει και οι εργοδοτούμενοι του Δήμου Γ. Πολυκάρπου, Α. Αζίνας, Χ. Αντωνιάδης, Α. Σεργίου, Α. Πόγιαννος, Κ. Σ. Κυριάκου και Ε. Μακρής, το οποίο και απορρίφθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο. Οι πρώτοι πέντε καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο την Προσφυγή αρ. 969/99 με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου να απορρίψει το αίτημά τους. Ο κ. Κυριάκου καταχώρησε την Προσφυγή αρ. 1052/2000 και ο κ. Μακρής την Προσφυγή αρ. 892/2001.

Με την απόφασή του ημερ. 26.4.2002, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή αρ. 969/99 αποδεχόμενο προδικαστικές ενστάσεις που ήγειραν οι δικηγόροι του Δήμου. Εναντίον της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης (ημερ. 26.4.2002), οι πέντε αιτητές καταχώρησαν την Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3447 και οι δικηγόροι του Δήμου κατέθεσαν ειδοποίηση Αντέφεσης με σκοπό να εξεταστούν όλα τα θέματα (περιλαμβανομένης της ουσίας της υπόθεσης) που είχαν εγερθεί πρωτόδικα και δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται επί της ουσίας της υπόθεσης στο περίγραμμα της αγόρευσης που οι δικηγόροι του Δήμου καταχώρησαν στο πλαίσιο της υπό αναφορά Αναθεωρητικής Έφεσης και Αντέφεσης, είναι απόλυτα βάσιμα.

Η εκδίκαση της Έφεσης και της Αντέφεσης εκκρεμεί, ενώ η εκδίκαση των Προσφυγών αρ. 1052/2000 και 892/2001 αναβάλλεται μέχρι να εκδικαστεί η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3447, το αποτέλεσμα της οποίας θα κρίνει και την έκβαση των εν λόγω δύο Προσφυγών."

 

Εξετάζοντας λοιπόν το αίτημα του αιτητή αυτοτελώς, δηλαδή ανεξάρτητα από το τι τελικά έπραξε στην περίπτωση της άλλης υπαλλήλου, το Δημοτικό Συμβούλιο του καθ΄ου η αίτηση Δήμου έκρινε ότι η πρόνοια στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης στην οποία διορίστηκε και υπηρετούσε μόνιμα ο αιτητής, αναφορικά με τη μισθοδοτική ανέλιξη των υπαλλήλων, αφορούσε το μόνιμο-συντάξιμο προσωπικό και όχι τον αιτητή ο οποίος ήταν ωρομίσθιος εργάτης.

 

Η σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας έχει ως εξής:

 

"3(β) Υπάλληλοι που βρίσκονται στην Υπηρεσία την 1η Ιανουαρίου 1987 θα προχωρούν από την Κλίμακα Α2 στην Κλίμακα Α5 όταν με τα χρόνια υπηρεσίας φθάσουν στο σημείο της κλίμακας Α2 που αντιστοιχεί με την αφετηρία της Κλίμακας Α5, έστω και αν δεν έχουν επιτύχει στις εξετάσεις που αναφέρονται στη Σημείωση 2 πιο πάνω. Από την Κλίμακα Α5 θα προχωρούν στην Κλίμακα Α7 όταν με χρόνια υπηρεσίας φθάσουν στο σημείο της Κλίμακας Α5 που αντιστοιχεί με την αφετηρία της Κλίμακας Α7 νοουμένου ότι θα επιτύχουν στις εξετάσεις που αναφέρονται στη σημείωση 2."

 

Σύμφωνα με τον καθ΄ου η αίτηση, ο αιτητής κατά την 1.1.1987 δεν ήταν "υπάλληλος" του καθ΄ου η αίτηση Δήμου και δεν κατείχε οποιαδήποτε θέση στη δημοτική υπηρεσία με βάση την έννοια που προσδίδει στους όρους αυτούς ο περί Δήμων Νόμος αρ. 111/1985. Το άρθρο 53(1) του Νόμου δίδει εξουσία στα Δημοτικά Συμβούλια όπως, τη εγκρίσει του Υπουργικού Συμβουλίου εφαρμόζουν σχέδια υπηρεσίας δια τις "θέσεις της δημοτικής υπηρεσίας" και όπως εκδίδουν κανονισμούς ως προς, μεταξύ άλλων, τους γενικούς όρους υπηρεσίας των "δημοτικών υπαλλήλων". Σύμφωνα δε με το άρθρο 53(3) του Νόμου:

 

"Δια τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος "θέσις της δημοτικής υπηρεσίας" σημαίνει οιανδήποτε θέσιν προβλεπόμενη από τα άρθρα 54 και 55, αλλά "δεν περιλαμβάνει εργάτας διοριζομένους δυνάμει του άρθρου 56."

 

Επομένως, σύμφωνα με την πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, ο αιτητής, ο οποίος αδιαμφισβήτητα κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή την 1.1.1987 ήταν "εργάτης", δεν μπορεί να θεωρηθεί δημοτικός υπάλληλος μέσα στην έννοια του Νόμου και του Σχεδίου Υπηρεσίας. Από την άλλη, η πλευρά του αιτητή επικαλείται τις πρόνοιες του Κανονισμού 2 των περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του Δήμου Πάφου, ΚΔΠ257/1989, σύμφωνα με την οποία:

 

"«Δημοτική Υπηρεσία» σημαίνει πάσαν υπηρεσίαν, κλάδον ή υποδιαίρεσιν υπαγόμενην εις τον Δήμον περιλαμβανομένης υπηρεσίας υπό προσώπων των οποίων η αμοιβή λογίζεται επί ημερησίας βάσεως, και,

 

«Δημοτικός υπάλληλος» σημαίνει τον κατέχοντα θέση είτε μονίμως είτε προσωρινώς, είτε αναπληρωματικώς εν τη υπηρεσία, και,

 

«Υπάλληλος» σημαίνει δημοτικών υπάλληλον."

 

Περαιτέρω των ανωτέρων θέσεων, υπάρχει και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα απόφασή του στην προσφυγή που είχε καταχωρήσει η άλλη υπάλληλος - επίσης πρώην εβδομαδιαία εργάτρια Χρύσω Νεοφύτου.

 

Σ΄ αυτό το σημείο θα πρέπει να λεχθεί ότι είναι ανακριβές αυτό που αναφέρεται στην αγόρευση του καθ΄ου η αίτηση σύμφωνα με το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο, ναι μεν αποδέχτηκε την προσφυγή της υπαλλήλου εκείνης και ακύρωσε την απόφαση του καθ΄ου η αίτηση, πλην όμως δεν υπεισήλθε καθόλου στην ουσία της διαφοράς. Το ότι τελικά το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη επειδή αυτή τύγχανε αναιτιολόγητη, αυτό είναι ορθό. Πλην όμως, το Δικαστήριο επιλήφθηκε του θέματος της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του Σχεδίου Υπηρεσίας σε σχέση με την προϋπηρεσία της αιτήτριας που ήταν στην ίδια ακριβώς θέση με τον εδώ αιτητή και αποφάνθηκε ως εξής (Χρύσω Νεοφύτου ν. Δήμου Πάφου (1996) 4(Γ) ΑΑΔ 1604, στη σελίδα 1613:

 

"Περαιτέρω, διαφωνώ με το συμπέρασμα του καθ΄ου η αίτηση ότι η αιτήτρια ήταν "εργάτρια". Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 της Κ.Δ.Π. 257/89 "υπάλληλος" σημαίνει δημοτικός υπάλληλος και "δημοτικός υπάλληλος" ερμηνεύεται ως "ο κατέχων τη θέση είτε μονίμως είτε προσωρινώς, είτε αναπληρωματικώς εν τη υπηρεσία" και "Δημοτική Υπηρεσία" σημαίνει "πάσαν υπηρεσίαν, κλάδον ή υποδιαίρεσιν υπαγομένην εις τον Δήμον περιλαμβανομένης υπηρεσίας υπό προσώπων των οποίων η αμοιβή λογίζεται επί ημερησίας βάσεως".

 

Ως εκ των ανωτέρω, η αιτήτρια όταν εντάχθηκε στο Τακτικό Εβδομαδιαίο Προσωπικό του Δήμου ανήκε στην τάξη των δημοτικών υπαλλήλων και διατελούσε στην Δημοτική Υπηρεσία."

 

Όπως σωστά εισηγήθηκαν και οι συνήγοροι των δύο πλευρών, η απόφαση εκείνη ήταν βέβαια δεσμευτική μόνο για την περίπτωση της υπαλλήλου - αιτήτριας στην προαναφερθείσα προσφυγή. Όμως, η καθοδηγητική της αξία είναι ιδιαίτερα αυξημένη στην παρούσα προσφυγή, εφόσον αφορά σε ακριβώς το ίδιο θέμα και με το ίδιο αίτημα όπως της αιτήτριας στην πιο πάνω προσφυγή. Περαιτέρω, αποκτά επίσης σημασία το γεγονός ότι μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο καθ΄ου η αίτηση, κατόπιν επανεξέτασης, ερμήνευσε και εφάρμοσε το επίδικο Σχέδιο Υπηρεσίας κατά τρόπο που συνάδει με την απόφανση του Δικαστηρίου, ικανοποιώντας το αίτημα της υπαλλήλου.

 

Πέραν του ότι συμφωνώ με την ως άνω ερμηνεία των Κανονισμών που δόθηκε από τον Παπαδόπουλο, Δ., στην προαναφερθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η διαφοροποίηση στάσης στην οποία προβαίνει ο καθ΄ου η αίτηση στην περίπτωση του αιτητή, είναι αδικαιολόγητη και αυθαίρετη. Σε σχέση με αυτή τη διαφοροποίηση, ο καθ΄ου η αίτηση προβάλλει τη δικαιολογία ότι δεν μπορούσε στην περίπτωση του αιτητή να εφαρμόσει τις αρχές της ισότητας και ίσης μεταχείρισης επικαλούμενο τον ισχυρισμό ότι στην ταυτόσημη περίπτωση της άλλης υπαλλήλου είχε διαπράξει παρανομία και, επομένως, δεν μπορεί ο εδώ αιτητής να διεκδικεί ισότητα εν τη παρανομία. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ανεδαφικός και η αναγνωρισμένη πράγματι αρχή περί μη δυνατότητας επίκλησης ισότητας εν τη παρανομία, δεν έχει εδώ εφαρμογή.

 

Ανάλυση και ανασκόπηση των αρχών που διέπουν το θέμα της ισότητας εν τη παρανομία, είχε γίνει, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κούρρης Δ.) στην υπόθεση Ανδρούλα Αναστασίου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 3750, όπου οι σχετικές αρχές συνοψίστηκαν ως εξής:

 

"Στα "Πορίσματα της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας", 1929-1959, στη σελίδα 158, αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

"ΥΠ. Ουκ ισότης εν τη παρανομία.

 

Εκ του ότι η Διοίκησις δεν εφήρμοσε τον νόμον εις άλλην περίπτωσιν, δεν δημιουργείται ακυρότης εκ της εφαρμογής του επί της κρινομένης υποθέσεως: 761 (36), ούτε η εν τω παρελθόντι ή έναντι ετέρων προσώπων: 1253 (48), 755, 756 (49), 892 (51 γενομένη μη νόμιμος ενέργεια της Διοικήσεως δημιουργεί και υποχρέωσιν αυτής όπως επαναλάβη ομοιομόρφως την παράβασιν: 353, 1187 (53), 1118, 1121 (54).".

 

Επίσης, στην υπόθεση Praxitelis Voyiazianos v. Republic (1867) 3 C.L.R. 239, στη σελίδα 243 αναφέρονται τα εξής:

 

"In view of the above circumstances, I am of the opinion that no question of unequal treatment of, or discrimination against the Applicant could arise, at all, contrary to Article 28, or Article 6, of the Constitution. There can be no right to equal treatment on an illegal basis; because in earlier cases the Respondent took an erroneous view of the law, applicant in this recourse cannot be held to be entitled to the same error on the part of the Respondent. The Applicant had no legitimate interest to expect an illegal decision of the Respondent in his favour."

 

Στην υπόθεση Charalambos K. Proestou v. Republic (1981) 3 C.L.R. 314, στη σελίδα 320, το Δικαστήριο είπε τα εξής αναφορικά με το θέμα της ίσης μεταχείρισης:

 

"... the wrong application of the law in one occasion does not entitle another person even on the same facts" to insist on the continuation of such wrong application of the law.".

 

Περαιτέρω, το ότι δεν μπορεί να επιβληθεί μια εσφαλμένη ερμηνεία και να καταστεί μόνιμη επειδή η διοίκηση ακολούθησε επί μακρό χρόνο μια εσφαλμένη τακτική, επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση Ayios Andronikos Development Co. Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2362. Στις σελίδες 2388-2389, αναφέρονται τα εξής:

 

"And 'of course if the practice followed in the past by the Department in question was contrary to Law, it cannot create a legal rule which would enable the applicants to succeed in these recourses ...' (Vide P.M. Tseriotis Ltd. And Others v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 135 at p. 143 adopted in Makrides v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 584, at p. 601 (lines 11-16)).

 

"... Nor does the unlawful act of the Administration in the past or towards others persons, create obligation to it, to repeat likewise the contravention." (Vide the Conclusions from the Jurisprudence of the Greek Council of State 1929-1959 at p. 158 - Ioannou v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 1002 at p. 1015)."."

 

Όπως ορθά παρατήρησε και η Επίτροπος Διοίκησης στην έκθεσή της, το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης κατοχυρώνεται και από τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 158(Ι)/1999. Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Νόμου, η αρχή της ισότητας των πολιτών επιβάλλει στην διοίκηση την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση των πολιτών που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης παραβιάζεται, όταν η διοίκηση αποφασίζει σε μια περίπτωση με τρόπο διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο αποφάσισε στο παρελθόν σε άλλη παρόμοια περίπτωση, εκτός αν έχει αποφασίσει να αλλάξει τακτική ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής της εξουσίας, οπότε και θα πρέπει να δώσει ειδική αιτιολογία για την απόφασή της να αλλάξει τακτική.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έχει δοθεί από τον καθ΄ου η αίτηση κανένας λόγος για τον οποίο ικανοποιήθηκε το αίτημα της άλλης υπαλλήλου, το οποίο ήταν ταυτόσημο με αυτό του αιτητή. Εάν πράγματι ο καθ΄ου η αίτηση είχε και διατήρησε την ίδια άποψη ως προς την εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας και αφού, όπως ισχυρίζεται δεν εδεσμεύετο από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή της, γιατί άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το Σχέδιο Υπηρεσίας, υπέρ εγκρίσεως του αιτήματός της; Καμιά εξήγηση δεν δόθηκε προς τούτο και εύλογα αναδύεται το συμπέρασμα ότι το Δημοτικό Συμβούλιο έπραξε ούτω, επειδή θεώρησε πως αυτή ήταν η ορθή εφαρμογή του Σχεδίου, μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Και τι ήταν που διαφοροποίησε την περίπτωση του αιτητή ως προς την εφαρμογή του ίδιου Σχεδίου Υπηρεσίας; Ποια είναι επακριβώς η "παρανομία" την οποία διέπραξε ο καθ΄ου η αίτηση την οποία και επικαλείται τώρα, όταν είχε εφαρμόσει τους δικούς του Δημοτικούς Κανονισμούς με τον τρόπο που αποφάνθηκε ως ορθό το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα προσφυγή της άλλης υπαλλήλου;

 

Κατά την άποψή μου εδώ δεν τίθεται θέμα διάπραξης παρανομίας και δικαιολογημένης αποφυγής επανάληψής της. Αυτό που συνέβη ήταν ότι ο καθ΄ου η αίτηση ερμήνευσε και εφάρμοσε τους δικούς του κανονισμούς κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο στην περίπτωση ενός υπαλλήλου, ενώ χωρίς ειδική ή βάσιμη αιτιολογία επιχειρεί να ερμηνεύσει και εφαρμόσει τους ίδιους κανονισμούς επί του ιδίου αιτήματος επί του τελούντος υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες αιτητή, κατά τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο.

 

Πρόκειται περί πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας και παραβίασης των αρχών ίσης μεταχείρισης υπαλλήλων που τελούν υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρούται.

 

 

 

 

 

Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή €1.200, πλέον ΦΠΑ, έξοδα.

 

 

   Κληρίδης,

Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο