ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Υπόθεση Αρ. 396/2008)

4 Μαρτίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΡΟΥΣΟΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

κ. Β. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή.

κα Λ. Ουστά, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση με την οποία προήγαγαν το ΕΜ Ανδρέα Χαραλάμπους, αντί τον Αιτητή, στη μόνιμη θέση Πρώτου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, αναδρομικά από την 1.3.05.  Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής.

 

Κατά τον Απρίλιο του 2004 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, στο εξής «η ΕΔΥ», προκήρυξε την πιο πάνω θέση, η οποία είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Μετά τη δημοσίευση της, υποβλήθηκαν 13 αιτήσεις.  Οι αιτήσεις μεταβιβάστηκαν στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία αφού εξέτασε τα στοιχεία των υποψηφίων έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα.  Στη συνέχεια διεξήγαγε προφορική εξέταση των υποψηφίων με σκοπό να εξετάσει και να αποφασίσει για τους τέσσερις καλύτερους, που θα σύστηνε στην ΕΔΥ.  Τελικά, ανάμεσα στους συστηνόμενους ήταν τόσο ο Αιτητής όσο και το ΕΜ, τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή βαθμολόγησε αντίστοιχα ως «Πάρα Πολύ Καλό» και «Εξαίρετο».

 

Στη συνέχεια η ΕΔΥ ασχολήθηκε με το ζήτημα σε δύο συνεδρίες, στις 9.12.2004 και 9.2.2005.  Κατά τη δεύτερη συνεδρία της, δέχθηκε τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, κ. Σταύρου Όθωνος ο οποίος σύστησε το ΕΜ.  Κατά την ίδια συνεδρία η ΕΔΥ, αφού αξιολόγησε τους υποψήφιους και αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση του Διευθυντή, αποφάσισε να προσφέρει τη θέση στο ΕΜ.

 

Ο Αιτητής προσέβαλε την απόφαση της ΕΔΥ, με την Προσφυγή Αρ. 614/2005.  Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 15.5.07, ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ, ημερομηνίας 9.2.05, λόγω μη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας από μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ, ως προς την αξιολόγηση των προσόντων του Αιτητή.  Η απόφαση ακυρώθηκε και για τον πρόσθετο αλλά σημαντικό λόγο ότι ο Διευθυντής, λόγω εκκρεμούσας αντιδικίας του με τον Αιτητή για τη θέση του Διευθυντή, δεν παρείχε εχέγγυα αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης.  Το σχετικό μέρος της απόφασης, που αφορά στο θέμα του δεδικασμένου που εγείρει ο Αιτητής, περιλαμβάνεται στα πιο κάτω αποσπάσματα:-

«Με δεδομένη και την πλημμελή αξιολόγηση των προσόντων του αιτητή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όπως εξήγησα πιο πάνω, η αόριστη αναφορά ότι τους αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα δεν είναι αρκετή. Ωστόσο, δεν επεξηγείται σε ποιο βαθμό λήφθηκε υπόψη το διδακτορικό του αιτητή και ποια βαρύτητα του αποδόθηκε. Φαίνεται ότι ο αιτητής κρίθηκε στον τομέα των προσόντων ως περίπου ισοδύναμος  με το ενδ. μέρος. Αν η ΕΔΥ, στην οποία ανήκει η αρμοδιότητα, διερευνούσε περαιτέρω το διδακτορικό, συσχετίζοντας το με τις ευθύνες της θέσης, θα διαμορφωνόταν ίσως ευνοϊκότερη εικόνα για τον αιτητή. Η αρχή της διαφάνειας επέβαλλε περισσότερη έρευνα και επαρκέστερη αιτιολογία, η οποία δεν δόθηκε. Η επίδικη πράξη είναι γι' αυτό το λόγο τρωτή.

Ωστόσο, η προσφυγή επιτυγχάνει και για ένα επιπρόσθετο λόγο. Τη σύσταση υπέρ του ενδ. μέρους έδωσε ο Διευθυντής του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών κ. Σταύρος Όθωνος, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν αντίδικος του αιτητή στην προσφυγή Μιχάλης Χ"Ρούσος ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 290/04, με την οποία αμφισβητείτο η νομιμότητα της προαγωγής του στη θέση του Διευθυντή.»

 

 

Και καταλήγει:

«Υπό τις περιστάσεις ο Διευθυντής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούσε τα εχέγγυα αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Χ"Χάννα (2003) 3 ΑΑΔ 558).»

 

Η ΕΔΥ, ύστερα από την ακύρωση της προαγωγής του ΕΜ και ενεργώντας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34Α των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2006, που αφορούν τη διαδικασία επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση, στη συνεδρία της ημερομηνίας 6.6.07, προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της πιο πάνω θέσης και αποφάσισε όπως το θέμα σταλεί πίσω στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να επανασυσταθεί και να προχωρήσει σε νέα αξιολόγηση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Επίσης, κατά την ίδια συνεδρία τέθηκε ενώπιον της, επιστολή της τότε συνηγόρου του Αιτητή, με αίτημα τον τερματισμό του διορισμού του ΕΜ στη θέση Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, ενόψει της ακυρωτικής απόφασης.  Η ΕΔΥ απάντησε ότι δεν μπορούσε να προβεί σ' αυτήν την ενέργεια, χωρίς πρόταση της αρμόδιας αρχής.

 

Η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερομηνίας 9.11.2007, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της νέας Έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 10.10.07, αποφάσισε να καλέσει σε άλλη συνεδρία της τους 3 συστηνόμενους υποψηφίους, για προφορική εξέταση, στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ο οποίος θα ενεργούσε ως Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών αντί του Διευθυντή, λόγω του δεδικασμένου.  Μεταξύ των τριών ήταν ο Αιτητής και το ΕΜ.

 

Στις 26.11.2007 η ΕΔΥ, δέχτηκε σε ατομική προφορική εξέταση τους 3 συστηνόμενους υποψηφίους.  Με το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο  Αναπληρωτής Διευθυντής, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, βαθμολογώντας τον Αιτητή ως «Πάρα πολύ καλό» και το ΕΜ ως «Εξαίρετο».  Ακολούθως σύστησε για προαγωγή το ΕΜ και αποχώρησε.

 

Στη συνέχεια η ΕΔΥ, στη συνεδρία της ημερομηνίας 29.11.07, συνεχίζοντας την επανεξέταση του θέματος, αφού έλαβε υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή και όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση και πάλι στο ΕΜ, αναδρομικά από 1.3.2005.

 

Ο Αιτητής προσβάλλει εκ νέου την πιο πάνω απόφαση της ΕΔΥ και προς ακύρωση της προβάλλει 10 λόγους ακύρωσης.

 

Παραβίαση δεδικασμένου ως προς την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης - Λόγος ακύρωσης 1

 

Ο Αιτητής προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο της προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης στην υπ' αριθμό 614/05, σε σχέση με την αιτιολογία της εκ νέου προαγωγής του ΕΜ, παρά την υπεροχή του Αιτητή σε προσόντα.  Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι και πάλι η ΕΔΥ δεν ερεύνησε και ούτε αιτιολόγησε  την επιλογή του ΕΜ αντί του ιδίου, όταν αυτός «..εκτός από το πρώτο πτυχίο κατέχει Master και διδακτορικό. Ως γνωστόν, το διδακτορικό είναι ο ανώτατος ακαδημαϊκός τίτλος.  Τέτοιο προσόν δεν κατέχει το ΕΜ.  Καμία δέουσα  έρευνα και αιτιολογία για τα υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα του Αιτητή.»[1]

 

Από την άλλη, η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση ουσιαστικά αποφεύγει να απαντήσει ευθέως επί του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης και απλώς περιορίζεται στο να  αναφέρει ότι δεν υπήρξε παραβίαση δεδικασμένου.

 

Κατά την άποψη μου, ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Όπως ανέφερα και στην Παναγιώτης Θεοδουλίδης ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 103/08, ημερ. 11.12.09:-

«Ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δεδικασμένου εξετάζεται πάντα σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου για την οποία αναφέρεται αυτό και συγκεκριμένα μόνο σε σχέση με αυτά τα οποία το Δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε. Μόνο για αυτά υπάρχει η δέσμευση του Δεδικασμένου και η διοίκηση είναι υποχρεωμένη κατά την επανεξέταση να τα λάβει υπόψη και να συμμορφωθεί πλήρως ως προς το περιεχόμενο τους.»

 

  

Σχετικές είναι και οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 349 και Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1687/07, ημερομηνίας 15.9.09.

 

Όπως προκύπτει από το σχετικό απόσπασμα της απόφασης του Δικαστηρίου  το οποίο παράθεσα στην αρχή, το δεδικασμένο αφορά (α) στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, (β) στην ανεπαρκή αιτιολόγηση και (γ) στην έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας από πλευράς Διευθυντή. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η τότε Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τα μεταπτυχιακά προσόντα του Αιτητή, ενώ η ΕΔΥ παρέλειψε να διεξάγει δέουσα έρευνα και να αξιολογήσει επαρκώς τη σημασία του διδακτορικού τίτλου που κατείχε ο Αιτητής.  Επίσης παρέλειψε να αιτιολογήσει με επάρκεια την επιλογή του ΕΜ. 

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ συμμορφούμενη πλήρως με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διέταξε επανασύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με οδηγίες όπως «προχωρήσει σε νέα αξιολόγηση των υποψηφίων λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα του Δικαστηρίου» σε σχέση με τα ακαδημαϊκά προσόντα του Αιτητή.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού προέβη σε γενική αξιολόγηση των υποψηφίων βαθμολόγησε ως «Πάρα πολύ καλό» τον Αιτητή, ενώ το ΕΜ ως «Εξαίρετο».  Στη συνέχεια συμπεριέλαβε και τους δύο στον κατάλογο υποψηφίων που συστήνονταν για προαγωγή.  Με τη νέα σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και με πληρέστερη αναφορά στα προσόντα του Αιτητή, υπήρξε συμμόρφωση με το δεδικασμένο που προέκυπτε από την απόφαση του Δικαστηρίου.  Συμμόρφωση με το δεδικασμένο υπήρξε και στην επόμενη φάση της διαδικασίας. Η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση αντικατέστησε τον Διευθυντή του Τμήματος ο οποίος κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι δεν πληρούσε τα εχέγγυα αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης, με τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων.

 

Η ΕΔΥ αφού έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή και τα υπόλοιπα μετρήσιμα κριτήρια, έκρινε ότι το ΕΜ  υπερείχε του Αιτητή.  Το σκεπτικό της ΕΔΥ έχει ως εξής:-

«Η Επιτροπή επιλέγοντας τον Χαραλάμπους, έλαβε υπόψη ότι αυτός έχει αξιολογηθεί τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην τελική της αξιολόγηση, όσο και από την ίδια την Επιτροπή, στην ενώπιον της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετος, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο και στις δύο περιπτώσεις και σε υψηλότερο από τους λοιπούς υποψηφίους επίπεδο, και, επιπλέον, διαθέτει όπως και αυτοί, το πλεονέκτημα. Από πλευράς δε αξίας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, ο Χαραλάμπους υπερέχει του υποψηφίου Χατζηρούσου Μιχαήλ, ο οποίος προηγείται κατά 14 μήνες σε αρχαιότητα, και είναι περίπου ίσος σε αξία με τον υποψήφιο Κουσουλίδη Κλεόβουλο, ο οποίος ακολουθεί αυτού σε αρχαιότητα. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο Χαραλάμπους έχει την υπέρ του σύσταση του Αν. Διευθυντή.

Η Επιτροπή σημείωσε ότι ο επιλεγείς, συγκρινόμενος με το Χατζηρούσο, αξιολογήθηκε σε υψηλότερο από αυτόν επίπεδο τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια την Επιτροπή (Εξαίρετος και Πάρα πολύ καλός, αντίστοιχα, και στις δύο περιπτώσεις), υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, και διαθέτει, όπως και αυτός, το πλεονέκτημα. Επιπλέον, σ' ότι αφορά τα προσόντα η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο Χατζηρούσος διαθέτει διδακτορικό τίτλο, Ph. D. in Electronic and Electrical Engineering. Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, σύμφωνα με τα οποία ο κάτοχος της θέσης βοηθά το Διευθυντή στην οργάνωση, διοίκηση και εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος και είναι υπεύθυνος για την οργάνωση, διοίκηση, συντονισμό και έλεγχο των εργασιών ενός ή περισσοτέρων Τομέων του Τμήματος, ελέγχοντας και επιβλέποντας ηλεκτρολογικές ή/και ηλεκτρονικές εργασίες, καθώς και τη λειτουργία εργαστηρίων, έκρινε ότι τα επιπλέον προσόντα που διαθέτει ο Χατζηρούσος είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.  Ωστόσο, σημείωσε ότι αυτά δεν αποτελούν πλεονέκτημα/ πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, τους απέδωσε ανάλογη βαρύτητα συνεκτιμώντας τα με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσεως, τα οποία παρατίθενται αναλυτικά πιο πάνω. Τέλος, σ' ότι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Χατζηρούσος υπερέχει κατά 14 μήνες στην παρούσα θέση, στο στοιχείο όμως αυτό αποδόθηκε περιορισμένη βαρύτητα, δεδομένου ότι πρόκειται για πλήρωση θέσης υψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος, αμέσως μετά τον Διευθυντή».

 

Κατά την άποψη μου η ΕΔΥ συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο. Αναφέρθηκε στο μεταπτυχιακό δίπλωμα τόσο του Αιτητή όσο και του ΕΜ τα οποία θεώρησε ως πλεονέκτημα.  Παρέμεινε το Διδακτορικό του Αιτητή, στο οποίο έκαμε ειδική αναφορά και ως επιπλέον προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, το συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης.

 

Αν αυτή η αξιολόγηση είναι για άλλους λόγους νόμιμη ή όχι δεν είναι επί του παρόντος να εξεταστεί, εφόσον άπτεται της ουσίας άλλων λόγων ακύρωσης οι οποίοι θα εξεταστούν στη συνέχεια.  Όμως η επανεξέταση στην οποία προέβη η ΕΔΥ, ικανοποιεί το δεδικασμένο.

 

 

 

Κακή σύνθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής-Λόγος ακύρωσης 2

Ο Αιτητής προβάλλει ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει γιατί παραβιάσθηκε το άρθρο 32(1)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/1990), όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος», λόγω της μη συμμετοχής του Διευθυντή του οικείου Τμήματος, ως ex officio μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τη θέση του Αιτητή και ισχυρίζονται ότι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει, αφού θα παραβίαζε το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης.

 

 Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Κατά την άποψη μου λόγω του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή αρ. 614/05, ο Διευθυντής, όπως έχω ήδη εξηγήσει, δεν θα μπορούσε να συμμετέχει στη σύνθεση της.  Γι' αυτό το λόγο, βάσει του άρθρου 32(1)(β) του Νόμου, διορίσθηκε ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ο Γενικός Διευθυντής και ως μέλη οι Προϊστάμενοι Τμημάτων του ίδιου Υπουργείου.  Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ότι:-

 

 

«32(1)Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), συνιστώνται οι ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση με την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν οι περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων.

..........................

(β) για την πλήρωση κενών θέσεων σε Τμήμα που υπάγεται σε Υπουργείο συνίσταται Επιτροπή από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος ή της Υπηρεσίας, που θα ενεργεί ως Πρόεδρος, και τέσσερις άλλους λειτουργούς, από τους οποίους οι τρεις ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας τον Προϊστάμενο και ένας επιλέγεται από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση:

Νοείται ότι κάθε φορά που πρόκειται για πλήρωση θέσεων οι κάτοχοι των οποίων είναι ιεραρχικά αμέσως υφιστάμενοι του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος, ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενεργεί ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου και τα υπόλοιπα μέλη αυτής, από τα οποία το ένα θα είναι ο οικείος Προϊστάμενος, θα επιλέγονται από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και θα εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση».

 

Όμως στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί η πρόνοια του πιο πάνω άρθρου για διορισμό του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος ως Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού η συμμετοχή του ήδη κρίθηκε ότι  θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων.  Λύση στο αδιέξοδο αυτό έδωσε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση της Δημοκρατία ν. Αντώνης Ι. Αντωνίου κ.α. (2004) ΑΑΔ 279, όπου ανέφερε ότι:-

«Από το πιο πάνω άρθρο προκύπτει ότι, στην παρούσα υπόθεση, δεν ετίθετο θέμα αναπληρωματικού διορισμού Προϊσταμένου του Τμήματος. Η θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος δεν είχε κενωθεί. Ο κάτοχός της δεν απουσίαζε με άδεια. Μπορούσε, επίσης, να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης. Το συγκεκριμένο, λόγω ασυμβίβαστου, κώλυμα συμμετοχής του στη Συμβουλευτική Επιτροπή δε συνιστούσε αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων της θέσης. Συνιστούσε, απλώς, αδυναμία συμμετοχής στη Συμβουλευτική Επιτροπή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τυχόν αναπληρωματικός διορισμός Προϊσταμένου του Τμήματος, όπως ορθά παρατήρησε ο δικηγόρος της εφεσείουσας, θα οδηγούσε στην ταυτόχρονη ύπαρξη δύο Προϊσταμένων του Τμήματος. Πράγμα ανεπίτρεπτο. [Βλέπε σχετικά και Στέλιος Βασιλείου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις 604/2001, 605/2001, 717/2001, 722/2001, 18.4.2003, υπό Νικολαΐδη, Δ.] Η υπόθεση Ξενή Λάρκου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619, διαφοροποιείται από την παρούσα διότι εκεί ο Προϊστάμενος του Τμήματος ήταν με προαφυπηρετική άδεια. Υπήρχε, δηλαδή, κενό. Και, επομένως, η θέση του μπορούσε νόμιμα να πληρωθεί με αναπληρωματικό διορισμό. Ο αναπληρωτής θα είχε αρμοδιότητα να εκτελεί όλα τα καθήκοντα της θέσης. Δε θα υπήρχαν δύο Προϊστάμενοι του Τμήματος ταυτόχρονα. Εφόσον, λοιπόν, στην παρούσα υπόθεση, δεν ετίθετο θέμα αναπληρωματικού διορισμού ενώ, την ίδια ώρα, λόγω του κωλύματος ήταν αδύνατη η συμμετοχή του Προϊσταμένου του Τμήματος, εδημιουργείτο αντικειμενική αδυναμία τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος, με αποτέλεσμα να εγείρεται θέμα εφαρμογής της νομολογιακής αρχής σύμφωνα με την οποία η αντικειμενική αδυναμία τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στη διοίκηση να ακολουθήσει μια παραπλήσια διαδικασία που παρέχει τα ίδια ή τα πλησιέστερα δυνατά εχέγγυα με την προβλεπόμενη από το νόμο. (Βλ. σχετικά Γιάλλουρος ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 677, στη σελ. 684, Γιωργάκης ν. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 348, στη σελ. 359, Παναγιώτης Βανέζης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2522, στις σελ. 2537-2539, Ανδρέας Μακρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 674)*. Ακολουθήθηκε ως παραπλήσια διαδικασία, για συμπλήρωση του κενού στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η τοποθέτηση στη θέση του κωλυομένου Προϊσταμένου του Τμήματος.».

 

 

Τα ίδια ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση που στη θέση του κωλυόμενου Προϊσταμένου του Τμήματος διορίστηκε ο Γενικός Διευθυντής.  Κατά την άποψή μου, ο λόγος ακύρωσης είναι ανεδαφικός.

 

 

Αναιτιολόγητη Έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής - Λόγος ακύρωσης 3

 

     Η Συμβουλευτική Επιτροπή μετά την επανεξέταση, αφού αξιολόγησε τον Αιτητή ως «Πάρα πολύ καλό» και το ΕΜ «Εξαίρετο», συνέστησε 3 υποψηφίους μεταξύ των οποίων τον Αιτητή και το ΕΜ.

 

Ο Αιτητής προβάλλει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αιτιολογεί την απόφαση της να κρίνει τον Αιτητή ως «Πάρα πολύ καλό» και το ΕΜ «Εξαίρετο». Επίσης δεν προβαίνει σε καμία σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων.  Κατά τον ισχυρισμό του, η Συμβουλευτική Επιτροπή «σε μερικές στερεότυπες γραμμές με πανομοιότυπο περιεχόμενο, προσπαθεί να καταδείξει διαφορά μεταξύ των υποψηφίων.»

 

Από την άλλη, η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση προβάλλει ότι η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήταν αιτιολογημένη και έλαβε υπόψη όλα τα αξιολογικά κριτήρια σύμφωνα με τους προσωπικούς φακέλους και τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων.  Προς υποστήριξη των ισχυρισμών της παραθέτει αυτούσια την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής τόσο για τον Αιτητή όσο και το ΕΜ.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

Κατά την άποψη μου η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Αυτή τη φορά η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μπορεί να παραθέτει όλα τα στοιχεία των φακέλων, αξία, αρχαιότητα πείρα και συμμορφούμενη προς το δεδικασμένο να κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα προσόντα του Αιτητή,  όμως δεν αιτιολογεί πως κατέληξε στο να αξιολογήσει το ΕΜ ως «Εξαίρετο» και τον Αιτητή ως «Πάρα πολύ καλό» όταν συγκριτικά ο Αιτητής υπερτερεί σε προσόντα, όπου η πληρέστερη ακαδημαϊκή κατάρτιση παίζει σημαντικό ρόλο όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η επίδικη.  Επίσης ο Αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση κατά 14 μήνες, η οποία μπορεί να μην έχει τόση σημασία, λόγω του ότι πρόκειται για ψηλή στην ιεραρχία θέση, αλλά λαμβάνεται υπόψη.  Ακόμη, όπως αναφέρεται στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο Αιτητής υπερέχει και σε πείρα στην υπηρεσία  έναντι του ΕΜ, αφού έχει 32 χρόνια στην υπηρεσία έναντι 26 του ΕΜ, η οποία ως γνωστό προσμετρά στην αξία του υπαλλήλου.  Στο μόνο αξιολογικό κριτήριο στο οποίο υπερέχει το ΕΜ έναντι του Αιτητή είναι στην αξία κατά 4Ε, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των πέντε τελευταίων χρόνων ήτοι 1999-2003.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή όφειλε να προβεί σε ουσιαστική σύγκριση μεταξύ των δύο υποψηφίων και να αιτιολογήσει τη μεγαλύτερη βαθμολογία υπέρ του ΕΜ.  Η υποχρέωση αιτιολόγησης επιβάλλεται από την ανάγκη υποβοήθησης του αποφασίζοντος οργάνου, ώστε να επιλέξει τον καλύτερο δυνατό υποψήφιο.  Επίσης αυτό επιβάλλεται και από το άρθρο 26 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999).

 

Η ΕΔΥ στη συνέχεια, με βάση τα όσα αναφέρονται στην απόφαση της, προχώρησε να επιλέξει και πάλι για τη θέση το ΕΜ, υιοθετώντας ουσιαστικά πλήρως την έκθεση-σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και καθιστώντας το περιεχόμενο της, μέρος της τελικής της κρίσης.   Έτσι, κατά την άποψη μου, η υιοθέτηση από μέρους της ΕΔΥ, της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς προηγουμένως να προβεί σε δική της έρευνα, επιφέρει σ' αυτήν ακυρότητα (βλ. Νίκος Ρούσος ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 549).

 

Δεν λήφθηκε υπόψη ο περί Παροχής Ίσων Ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων Εγκλωβισμένων Νόμος του 2004 (Ν. 87(Ι)/2004) - Λόγος ακύρωσης 4

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ κατά την έκδοση της απόφασής της, αφού ο εν λόγω νόμος έχει κριθεί αντισυνταγματικός με απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κιττής κ.α. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 734.

 

Πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή - Λόγος ακύρωσης 9

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) δεν επιβάλλεται να δοθεί αιτιολογία.  Σχετική είναι η υπόθεση Κυριάκου ν. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 83, στη σελ. 88. 

 

Η ΕΔΥ αγνόησε την αρχαιότητα, πείρα και προσόντα του Αιτητή - Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας - Λόγοι ακύρωσης 5-8 και 10

Πλην του λόγου ακύρωσης 10, οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης, ευσταθούν.

 

Δεν συμφωνώ ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα.  Όλα τα δεδομένα ήταν ενώπιον τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της ΕΔΥ.  Όμως, εκείνο που συμβαίνει, είναι ότι η ΕΔΥ στην ουσία υιοθέτησε πλήρως την εισήγηση και αιτιολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, χωρίς η ίδια να δώσει και τη δική της αιτιολογία.  Με δεδομένο ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έχει κριθεί αναιτιολόγητη, αυτή συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την απόφαση της ΕΔΥ που την υιοθέτησε για να προσφέρει την προαγωγή στο ΕΜ.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την άποψή μου, εκδόθηκε παράνομα και θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                                                   (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΑΙ



[1] Βλ. Γραπτή Αγόρευση δικηγόρου του Αιτητή, σελ. 4.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο