ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 218/2008)

 

5 Μαρτίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

JACOMINO ENTERPRISES LTD,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Καθ΄ου η αίτηση.

------------------------------

Σ. Δράκος, για τους Αιτητές.

Γ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι αιτητές, εταιρεία με επιχειρηματική δραστηριότητα, εκμίσθωσαν με σχετική συμφωνία ακίνητο σε θυγατρική τους εταιρεία ονόματι Chameleon Club Ltd, στην οποία επίσης εκμίσθωσαν, με άλλη συμφωνία, έπιπλα, μηχανήματα και εξοπλισμό για τη λειτουργία δισκοθήκης.  Ζήτησαν από την Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας την καταβολή πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., αλλά η Έφορος μη ικανοποιηθείσα από τα στοιχεία που δόθηκαν από το λογιστή των αιτητών προχώρησε στην περαιτέρω εξέταση του θέματος με έλεγχο βιβλίων και αρχείων.  Ο έλεγχος αυτός άρχισε στις 3.7.07 και εξετάστηκαν οι φορολογικές περίοδοι 1.4.05-31.12.06. 

 

        Διαπιστώθηκε ότι οι αιτητές δεν δικαιούνταν σε έκπτωση φόρου εισροών, όπως διεκδίκησαν, λόγω του ότι το αναλογούν ποσό φόρου ύψους ΛΚ50.467,00 σχετιζόταν με τις δαπάνες ανέγερσης  του κτιρίου που οι αιτητές είχαν εκμισθώσει στην προαναφερθείσα θυγατρική τους εταιρεία. Οι δαπάνες αυτές αφορούσαν κατά κύριο λόγο, υλικά οικοδομής, σουβάδες, πέτρες, ξυλεία, αλουμίνια, κεραμικά κλπ. Επίσης διαφάνηκε ότι για άλλα μικρότερα ποσά δεν κατείχαν διάφορα έγγραφα και συγκεκριμένα τιμολόγια Φ.Π.Α., ή, αν υπήρχαν τέτοια τιμολόγια, δεν έφεραν το όνομα των αιτητών.  Άλλες δαπάνες αφορούσαν ζητήματα όπως έξοδα για ζωοτροφές, φυτά, καύσιμα, έξοδα συντήρησης οχημάτων κλπ, που δεν είχαν σχέση με την επιχειρηματική δραστηριότητα των αιτητών, ή, ακόμη και δαπάνες με σχέση με ληφθείσες υπηρεσίες αναφορικά με περίοδο προγενέστερη των έξι μηνών από την ημερομηνία εγγραφής τους στο Φ.Π.Α.

 

        Το αποτέλεσμα ήταν η βεβαίωση Φ.Π.Α. στη βάση ότι οι φορολογικές δηλώσεις για την περίοδο 1.4.05-31.12.06, ήταν ελλιπείς και εσφαλμένες. Ο Φ.Π.Α. βεβαιώθηκε στις £63.690,57, με αποτέλεσμα το πιστωτικό υπόλοιπο των αιτητών ύψους £79.373,01, να μειωθεί ανάλογα ούτως ώστε να παραμένει σε πίστωση μόνο το ποσό των £15.682,44.  Στην προσβαλλόμενη πράξη τέθηκε ως όρος επιστροφής του τελικού πιστωτικού υπολοίπου, η παροχή εγγύησης επειδή οι φορολογητέες συναλλαγές που οι αιτητές είχαν πραγματοποιήσει  ήταν πολύ χαμηλές, με βάση δε το συμβόλαιο ενοικίασης του εξοπλισμού της επιχείρησης, το ύψος των εσόδων με το ύψος των δαπανών δεν συνήδαν. 

 

        Οι αιτητές διευκρινίζουν στη γραπτή τους αγόρευση ότι δεν διαφωνούν με τις παραγράφους (β), (γ), (δ), (στ), (ζ) και (η) που απαντούνται κάτω από τον τίτλο «Φόρος Εισροών», στην προσβαλλόμενη πράξη, ημερ. 7.12.07, παραμένοντες στην αμφισβήτηση ότι οι αιτητές δικαιούνται να εκπέσουν μόνο για το ποσόν των £15.682,44 που αφορά την αγορά εξοπλισμού.  Συναφώς ισχυρίζονται ότι ορθά είχαν διεκδικήσει ποσό ανερχόμενο στις £33.767, ότι εντοπίζονται αριθμητικά λάθη στους υπολογισμούς της Εφόρου, καθώς και λανθασμένη εφαρμογή των διατάξεων του σχετικού Νόμου.  Προχωρούν δε οι αιτητές να ισχυριστούν ότι υπήρξε ελλειμματική έρευνα από πλευράς της Εφόρου, η οποία λανθασμένα ερμήνευσε τα διάφορα άρθρα του περί Φόρου  Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(Ι)/00, ως τροποποιήθηκε, ότι υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, καθώς και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.  Εγείρεται επίσης ζήτημα ότι η απόφαση της Εφόρου πλήττει εμμέσως, πλην σαφώς, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι. 

 

        Η αντίθετη άποψη είναι ότι η απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα η οποία αποκάλυψε σφάλματα και ελλείψεις στις φορολογικές δηλώσεις των αιτητών και ότι εν πάση περιπτώσει οι αιτητές δεν δικαιούνται στην έκπτωση φόρου εισροών που είναι αποδοτέος σε εξαιρούμενες συναλλαγές που περιλαμβάνουν τη μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας. 

 

        Σύμφωνα με τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο αρ. 95(Ι)/00, (εφεξής «ο Νόμος»), επιβάλλεται Φ.Π.Α. συμφώνως του άρθρου 5 επί της παράδοσης αγαθών και της παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένου οτιδήποτε θεωρείται ως τέτοια συναλλαγή.  Με βάση το άρθρο 7(2), που έχει ως υπότιτλο την «Παράδοση Αγαθών ή Παροχή Υπηρεσιών στο Εσωτερικό της Δημοκρατίας» και ως  πλαγιότιτλο το «Πεδίο Εφαρμογής του Φ.Π.Α. επί Φορολογητέων Συναλλαγών», φορολογητέα συναλλαγή θεωρείται κάθε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που δεν είναι εξαιρούμενη.  Στη συνέχεια με βάση το άρθρο 21(2)(α), τα πρόσωπα που υπόκεινται σε Φ.Π.Α. δικαιούνται να εκπέσουν του ποσού του φόρου εισροών που αποδίδεται σε συναλλαγές που, μεταξύ άλλων, είναι «φορολογητέες συναλλαγές».  Με δε τις διατάξεις του Ογδόου Παραρτήματος του Νόμου που έχει αναφορά στο άρθρο 39, το οποίο σχετίζεται με συναλλαγές σε ακίνητη ιδιοκτησία, η μίσθωση και παραχώρηση άδειας κατοχής ακίνητης ιδιοκτησίας είναι εξαιρούμενη συναλλαγή, αλλά όχι, μεταξύ άλλων, η μίσθωση εξοπλισμού και μηχανημάτων μόνιμα εγκατεστημένων. 

 

        Το άρθρο 19 του Νόμου καθορίζει τη σημασία του «φόρου εισροών» και του «φόρου εκροών».  Ο πρώτος φόρος σημαίνει το επιβαλλόμενο Φ.Π.Α. επί της παράδοσης στο πρόσωπο που υπόκειται στο φόρο οποιωνδήποτε αγαθών ή οποιασδήποτε υπηρεσίας προς αυτό, ο δεύτερος δε φόρος σημαίνει το Φ.Π.Α. επί των συναλλαγών που το πρόσωπο που υπόκειται στο φόρο πραγματοποιεί.  Στην Αγγλία, από όπου πάρθηκε στην ουσία ο Νόμος εν Κύπρω (δέστε Μιλτιάδη Μιλτιάδους: «Οι Εξουσίες Επιβολής  του  Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στην Κύπρο» (έκδ. 1991), η αντιστοιχία των εννοιών του «φόρου εισροών» και του «φόρου εκροών» είναι «taxable inputs» και «taxable outputs», που αναφέρονται αντίστοιχα στις προμήθειες προς ή από το φορολογητέο πρόσωπο (δέσετε Barry Pinson: Revenue Law 8η έκδ. σε. 567). 

 

        Εξετάζοντας το όλο ζήτημα, κρίνεται ότι οι αιτητές αδίκως παραπονούνται ως προς την προσβαλλόμενη πράξη, η οποία είναι καθ΄ όλα τεκμηριωμένη και ορθή.  Κατ΄ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι φανερώνεται μια σύγχιση ως προς τη βάση διεκδίκησης της έκπτωσης και συνακόλουθα των λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης.  Με βάση την παρ. 3 των γεγονότων της προσφυγής, οι αιτητές διεκδικούν φόρο εισροών για «τα έξοδα τους σε σχέση με την αγορά και τοποθέτηση των επίπλων, μηχανημάτων και εξοπλισμού».  Στις σελ. 6-7 της γραπτής τους αγόρευσης γίνεται αντίθετα λόγος για το «.. ότι λανθασμένα δεν επιτράπηκε η επιστροφή φόρου εισροών για υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για κατασκευή του κτιρίου». Στην απαντητική τους αγόρευση ομιλούν για πάγιο ενεργητικό που εκμισθώθηκε για τη δημιουργία της δισκοθήκης και όχι σε σχέση με τα κτίρια που προϋπήρχαν της δισκοθήκης.  Όμως, στις επιστολές του Νικόλα Παή, λογιστή και φορολογικού συμβούλου των αιτητών, με τον οποίο οι λειτουργοί του Φ.Π.Α. είχαν τη σχετική αλληλογραφία, αναφέρεται ρητά ότι οι αιτητές είχαν αναλάβει την ανοικοδόμηση δισκοθήκης στην Αγία Νάπα και είχαν προβεί σε δάνειο τόσο για την ανοικοδόμηση του έργου, όσο και την αγορά «του πάγιου ενεργητικού και εξοπλισμού» της.  (δέστε επιστολές ημερ. 15.6.06, και 1.2.07, έγγραφα 000002 και 000009 στην ένσταση, Παράρτημα Ι).  Τα ίδια ανέφερε και ο συνήγορος των αιτητών κατά τις διευκρινίσεις ότι δηλαδή πρόκειτο για έξοδα ανακαίνισης του κτιρίου της δισκοθήκης σε ήδη προϋπάρχον κτίριο.  Η σύγχυση συνεχίζεται και με την παράθεση προνοιών του καταργηθέντος περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90, και ιδιαίτερα των άρθρων και της νομολογίας που αφορά στην έννοια των «υλικών» που έχει να κάμει όμως με κατασκευαστικά έργα.  Εκτός του ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά περίοδο όταν πλέον ίσχυε και ισχύει ο νέος Νόμος περί Φ.Π.Α. και η νομολογία που παρατίθεται δεν είναι σχετική, εφόσον σ΄ άλλα δεδομένα και ζητούμενα αφορά.  Ορθά ο κ. Λαζάρου στην αγόρευση του εισηγείται το μη εφαρμόσιμο της νομολογίας αυτής στην υπό κρίση υπόθεση.

 

 Όπως και να έχει το ζήτημα, ο διεκδικηθείς φόρος εισφορών αφορά τέτοια υλικά που ευλόγως κρίθηκαν από την Έφορο ως μη εμπίπτοντα κάτω από οποιαδήποτε έννοια στην κατηγορία της μίσθωσης εξοπλισμού και μηχανημάτων μονίμως εγκαταστηθέντων. Υλικά και προμήθιες προς τους αιτητές όπως πόρτες, υλικά οικοδομής, είδη υγιεινής, τσιμέντα, έτοιμος πηλός και σουβάς, υδραυλικά, ηλεκτρολογικές εργασίες, σπάτουλα και βάψιμο τοίχων, δεν εκπίπτονταν εφόσον όλα τα υλικά αυτά  δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στον εξοπλισμό ή τα μηχανήματα.

 

 Η θέση των αιτητών είναι ότι οι διεκδικούμενες εκπτώσεις αφορούν δαπάνες που σχετίζονται με τη μίσθωση εξοπλισμού και μηχανημάτων οι οποίες θεωρούνται φορολογητέες συναλλαγές, ούτως ώστε ο επ΄ αυτών φόρος εισροών που καταβλήθηκε με την αγορά εξοπλισμού και μηχανημάτων να αφαιρείται ως έκπτωση. Οι αιτητές λειτούργησαν στη βάση δύο διαφορετικών συμφωνιών μια των οποίων αφορά συμφωνία ενοικίασης ημερ. 1.6.2006, με την οποία οι αιτητές ως ιδιοκτήτες ενοικίασαν στην εταιρεία Chameleon Club Ltd έναντι €1.700 μηνιαίως, με προβλεπόμενες ανά διετία αυξήσεις, το υποστατικό τους  που βρισκόταν στη λεωφόρο Nissi αρ. 18 στην Αγία Νάπα, με ρητό δικαίωμα του ενοικιαστή να χρησιμοποιεί το ρηθέν υποστατικό ως μουσικοχορευτικό κέντρο.  Με δεύτερη συμφωνία και πάλι 1.6.2006, οι αιτητές ως ιδιοκτήτες ενοικίασαν στους ίδιους ενοικιαστές τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό που με  βάση τον όρο 1 της συμφωνίας, περιγράφονταν στον «Πίνακα 1»  έναντι  €1.700  μηνιαίως,  με ρητή πρόνοια στον όρο 4, ότι οι αιτητές θα ήταν υποχρεωμένοι  να πληρώνουν και να καταβάλλουν όλους τους σχετικούς φόρους συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α. 

        Ένα από τα θέματα που θίγει η Έφορος Φ.Π.Α. είναι ότι κατά την εξέταση του αιτήματος των αιτητών για την καταβολή πιστωτικού υπολοίπου διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε ο Πίνακας 1 στη συμφωνία ενοικίασης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού, με αποτέλεσμα να γίνουν διάφορες επαφές μεταξύ της λειτουργού του Φ.Π.Α. και του λογιστή των αιτητών ώστε να δοθεί αυτός ο Πίνακας, ο οποίος, σύμφωνα με τις εξηγήσεις του λογιστή, δεν υπήρχε συνημμένος στο σχετικό έγγραφο επειδή οι αιτητές με την εταιρεία Chameleon Club Ltd, είναι αδελφικές εταιρείες και δεν χρειάζονταν μεταξύ τους ανάλυση των μηχανημάτων και του εξοπλισμού. Αυτό, βεβαίως, δεν απάλλασσε τους αιτητές από την υποχρέωση να είχαν επισυνάψει τον σχετικό Πίνακα στον οποίο και έπρεπε να εμπεριέχονταν όλες οι σχετικές λεπτομέρειες. Μέχρι την ετοιμασία της απάντησης στο αίτημα επιστροφής του φόρου στις 30.11.07, (Παράρτημα 2 στην ένσταση), ο σχετικός Πίνακας δεν είχε παρουσιαστεί.  Αντ΄ αυτού, ο λογιστής των αιτητών παρουσίασε κατά την τελευταία συνάντηση που είχε με τη λειτουργό στις 5.10.07, μια νέα κατάσταση με τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο φόρο εισροών που οι αιτητές διεκδικούσαν ως επιστροφή που ήταν η ίδια με την κατάσταση που είχε δοθεί στις 6.9.07.  Σύμφωνα με τις καταστάσεις που επισυνάπτονται στα Παραρτήματα στην ένσταση, οι περισσότερες δαπάνες αφορούσαν υλικά, για παράδειγμα, υλικά οικοδομής, μωσαϊκά, σουβάδες, ψησταριές, πέτρες, ζωοτροφές, έξοδα και καύσιμα αυτοκινήτων, λάστιχα, ραδιατέρ, μέτρημα τιμονιού κλπ, και τα οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ να θεωρηθούν ως υποκείμενα σε μίσθωση ή να είναι εξοπλισμός στην έννοια του Ογδόου Παραρτήματος.

 

 Ευλόγως η Έφορος θεώρησε ότι τέτοιου είδους υλικά και οι σχετικές επ΄ αυτών δαπάνες, αφορούσαν είτε στην ανέγερση της δισκοθήκης ως κτιρίου, είτε στην ανακαίνιση του, αμφότερα όμως σχετίζονται με την εκμίσθωση της δισκοθήκης και, ως ανέφερε η λειτουργός που ετοίμασε τη σχετική έκθεση, (Παράρτημα ΙΙ στην ένσταση), εφόσον «.. η ενοικίαση του κτιρίου εξαιρείται από το Φ.Π.Α. δεν παρέχεται στο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο το δικαίωμα να εκπέσει το ποσό του φόρου που αφορά τα έξοδα για την ανέγερση του κτιρίου, καθώς και το ποσό της αγοράς παγίων που είναι άμεσα συνδεδεμένα με το κτίριο, όπως κλιματιστικά, εντοιχισμένοι πάγκοι, πάγκοι και ράφια μπαρ, ηλεκτρικά και υδραυλικά, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ν. 95(Ι)/2000-2007, αφού δεν αφορούν φορολογητέα δραστηριότητα της εταιρείας.».

 

        Εύλογα επίσης κρίθηκε ότι οι δαπάνες, ακόμη και αν ήταν για τη μίσθωση αυτού του εξοπλισμού και των μηχανημάτων, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τέτοιες.  Εκείνο το οποίο στην ουσία λένε οι αιτητές είναι ότι οι δαπάνες αυτές ήταν αναγκαίες για την τοποθέτηση υλικών και εκτέλεση εργασιών ως μέρος της συμφωνίας ενοικίασης.  Αλλά, δεν ισχύει αυτό που εισηγούνται οι αιτητές στην απαντητική τους αγόρευση ότι «Οι δαπάνες για την τοποθέτηση υλικών και εκτέλεση εργασιών αποτελούν μέρος της συμφωνίας ενοικίασης».  Πουθενά στη συμφωνία ενοικίασης δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο.

 

        Αντίθετα, η ίδια η συμφωνία ενοικίασης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού, παράπεμπε ακριβώς σε ενοικίαση των όσων εκ των υστέρων οι αιτητές προσπάθησαν να αιτιολογήσουν ως περιεχόμενα στον Πίνακα (που κακώς δεν υπήρχε εξ αρχής συνημμένος στη συμφωνία), αλλά για τον οποίο εξοπλισμό και μηχανήματα λάμβαναν ως ενοίκια συγκεκριμένο ποσό ήτοι €1.700 μηνιαίως.  Από τη θεώρηση αυτή, δεν υπήρχαν επί μέρους μηχανήματα και εξοπλισμός επί των οποίων επιβαλλόταν Φ.Π.Α. για να τυγχάνουν εκ των υστέρων εκπτωτικής διεκδίκησης.

 

        Μετέπειτα, όλα τα αναφερόμενα στις καταστάσεις που εκ των υστέρων έδωσαν οι αιτητές σχετίζονται όντως με υλικά που χρησιμοποιούνται είτε για ανέγερση, είτε για ανακαίνιση οικοδομής, που εν πάση περιπτώσει δεν αφορούν μηχανήματα και εξοπλισμό.  Όλα τα αναλυτικά αναφερόμενα στις σελ. 183-192, είναι όντως αντικείμενα που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εμπίπτοντα σε μηχανήματα ή εξοπλισμό εντός της έννοιας της παρ. 1(α)(iii) του Όγδοου Παραρτήματος, πόσο μάλλον «μονίμων εγκατεστημένων», όπως είναι και το σχετικό προαπαιτούμενο.  Το επιχείρημα ότι τα υλικά αυτά έχουν μέσο όρο ζωής 7-10 χρόνια, ή, ότι μετέπειτα μετακινούνται ως άχρηστα με προκύπτουσα την ανάγκη αντικατάστασης ή ανακαίνισης τους, δεν είναι σχετικό. Όπως ορθά υπέδειξε και ο κ. Λαζάρου στη γραπτή του αγόρευση, η απόφαση στη Rosary Gardens Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 427, επικύρωσε ότι δαπάνες για υλικά, όπως και στην παρούσα περίπτωση, αποτελούν δαπάνες σχετιζόμενες άμεσα και ευθέως με την ανέγερση κτιρίου, με καθοριστικό στοιχείο το σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν.  Η απόφαση αυτή είχε ερμηνεύσει την πρόνοια του άρθρου 25(13)(α) του καταργηθέντος Νόμου. 

 

        Από όλα τα δεδομένα της υπόθεσης διαπιστώνεται ότι έχει γίνει πλήρης έρευνα από την Έφορο και αυτό είναι φανερό μέσα από την ανάλυση στην οποία προέβηκε ο κ. Λαζάρου κατά τις διευκρινίσεις με αναφορές στα επιμέρους στοιχεία των καταστάσεων που παρέδωσε ο λογιστής και τα οποία αναλύθηκαν από τη λειτουργό της Εφόρου στη σχετική έκθεση της.  Η λειτουργός, Παναγιώτα Δημητρίου, στην έκθεση ελέγχου της, Παράρτημα ΙΙ στην ένσταση, συγκέντρωσε και αξιολόγησε κάθε τι ουσιώδες με βάση τα στοιχεία που της δόθηκαν.  Όπως είναι εμφανές από τη μελέτη της έκθεσης αυτής, η οποία και οδήγησε μετά την έγκριση της στην προσβαλλόμενη πράξη, η λειτουργός ανέλυσε όλα τα σχετικά στοιχεία, όπως αυτά εκτίθενται αναλυτικά στα Παραρτήματα 1-12 που εμφαίνονται στους υποφακέλους των κυανών αρ. 44-45 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α», κατά τις διευκρινίσεις και που αναπαράγονται στο Παράρτημα ΙΙ της ένστασης ως σελίδες 000037-000179.  Η λειτουργός με στοχευμένες επικεφαλίδες για κάθε Παράρτημα ταξινόμησε τα δεδομένα σε ανάλογες κατηγορίες που περιελάμβαναν, για παράδειγμα, το φόρο εισροών που αφορούσε το κτίριο που δεν παρεχόταν δικαίωμα έκπτωσης (σελ. 000150), το φόρο εισροών που διεκδικήθηκε με τιμολόγια που έφεραν άλλο όνομα (σελ. 000157), το φόρο εισροών που δεν δικαιούνταν οι αιτητές λόγω του ότι αφορούσε στοιχεία ψυχαγωγίας και εκτός επιχείρησης (σελ. 000158), κλπ.

 

  Όπως έχει αποφασιστεί στη Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339, δέουσα και πλήρης έρευνα υπάρχει όταν το διοικητικό όργανο ζητά και λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά και αναγκαία στοιχεία ως προς το ιστορικό της υπόθεσης.  Η αναζήτηση στοιχείων και δεδομένων από τους αιτητές έγινε κατά τον ορθό τρόπο και εντάσσεται στην ευρύτερη νομολογιακή αρχή ότι η έρευνα που επεκτείνεται σε κάθε τι το αναγκαίο, είναι επαρκής, η διερεύνηση δε των ουσιωδών στοιχείων δυνατό να ποικίλει ανάλογα και με το υπό εξέταση θέμα (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Δημοκρατία ν. Μαρίλιας Παντζαρή-Ελισσαίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 168 και Logicom Ltd v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 287).  Τα στοιχεία που δόθησαν ήταν ελλιπή, όπως αβίαστα εξάγεται από την έκθεση της λειτουργού όπου στη σελ. 000038, αναφέρεται ότι ζητήθηκαν οικονομικές καταστάσεις ή τα ισοζύγια, αλλά δεν προσκομίστηκαν, όπως βέβαια και ο Πίνακας με τον εξοπλισμό και τα μηχανήματα, στη θέση του δε παρουσιάστηκαν οι συνημμένες στην έκθεση καταστάσεις.

 

        Περαιτέρω, έχει κατά κόρον νομολογηθεί ότι εναπόκειται στο φορολογούμενο να διατηρεί και να παρουσιάζει όλα τα απαραίτητα στοιχεία σε σχέση με τον προσδιορισμό της φορολογικής του κατάστασης και δεν αποτελεί ευθύνη των αρμοδίων φορολογικών υπηρεσιών να αναζητούν οι ίδιες στοιχεία αναφορικά με τα εισοδήματα αυτά  (δέστε την υπόθεση Βιομηχανία Υποδημάτων Αφροδίτη Λτδ ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 47 και Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 363). 

 

        Στα πλαίσια αυτής της διερεύνησης από πλευράς της Εφόρου έγιναν και διάφορες επισκέψεις στο λογιστή των αιτητών όπου συζητήθηκαν τα διάφορα ζητήματα όπως βεβαιώνεται και από τις σελ. 000042 και 000043 της έκθεσης της λειτουργού, Παράρτημα ΙΙ στην ένσταση.  Εξ αυτών των δεδομένων καταρρίπτεται και ο ισχυρισμός περί στέρησης του δικαιώματος των αιτητών να ακουστούν επαρκώς για να απαντηθούν οι ισχυρισμοί της διοίκησης. 

        Απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι και ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι.  Πέραν από την απλή παράθεση των γενικών αρχών στις σελ. 19-20 της αγόρευσης των αιτητών, τίποτε δεν συγκεκριμενοποιείται που να παρέχει υπόσταση στο επιχείρημα.  Αντίθετα, από τα όλα δεδομένα είναι φανερό ότι οι αιτητές ασκούσαν ελεύθερα την επιχείρηση τους προβαίνοντας σε συμφωνίες ενοικίασης και χειρίζονταν κατά τον τρόπο που θεωρούσαν οι ίδιοι ορθό τις δραστηριότητες τους.

 

        Η νομολογία αποκαλύπτει με αναφορά στις φορολογικές αποφάσεις της διοίκησης ότι το Δικαστήριο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και στο κατά πόσο η διοίκηση έχει υπερβεί με οποιοδήποτε τρόπο τα ακραία όρια της ευχέρειας της.  (δέστε G & Galibers Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 533, A & A Constantinou Bros Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 43 και Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού ν. Εφόρου Φ.Π.Α. (2001) 4 Α.Α.Δ. 660). 

 

        Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη της διοίκησης, ούτε παρερμηνεία των νομοθετικών προνοιών, η δε προσβαλλόμενη πράξη είναι πλήρως αιτιολογημένη και σαφής.

 

        Υπό το φως όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του               Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                Στ. Ναθαναήλ,

                                                             Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο