ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1657/2008
29 Μαρτίου, 2010
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Καθ' ου η αίτηση
.......
Μ. Τσιανή (κα), για την αιτήτρια
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθ' ου η αίτηση
........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή ζητά από το δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία, την οποία και παραθέτω αυτούσια:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση ημερ. 18/8/08 να επιβάλει τελωνειακή οφειλή με τις γνωστοποιήσεις με αρ. 24/00 και 222/03 ημερ. 27/8/08 να επιβάλει τελωνειακή οφειλή με τις γνωστοποιήσεις με αρ. 41/97 και 195/00 ημερ. 1/9/08 να επιβάλει τελωνειακή οφειλή με τις γνωστοποιήσεις με αρ. 192/97 και 229/00 γνωστοποίηση με αρ. 133/02 που αφορά την άδεια Αποθήκης Αποταμίευσης με Αναγνωριστικό Αριθμό Α513200CY είναι άκυρη και/ή παράνομη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η αιτήτρια είναι δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία δραστηριοποιείται στον ασφαλιστικό τομέα. Με την προσφυγή αρ. 1351/08 που καταχωρήθηκε στις 11/8/08 προσβάλλονται 15 διαφορετικές ανεξάρτητες και ξεχωριστές διοικητικές πράξεις οι οποίες εκτίθενται συνοπτικά σε ένα πίνακα. Εφτά από τις πιο πάνω διοικητικές πράξεις της 1351/08 προσβάλλονται με την παρούσα προσφυγή η οποία καταχωρήθηκε στις 20/10/08.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου η αιτήτρια φαίνεται να είχε εγγυηθεί τη λειτουργία της αποθήκης της εταιρείας Atteshlis Bonded Stores Ltd. που λειτουργούσε κάτω από τον αναγνωριστικό αριθμό G.B.W.5.173.
Μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσες τελωνειακές αποθήκες πληρούσαν τους σχετικούς όρους του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, επανεγκρίθηκαν. Ως εκ τούτου και η ανωτέρω αποθήκη της εταιρείας Atteshlis Bonded Stores Ltd, επανεγκρίθηκε στις 30/4/04 με τον αναγνωριστικό αριθμό Α513200CY. Στη σχετική άδεια/έγκριση διαχείρισης της εν λόγω αποθήκης η Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων έθεσε, μεταξύ άλλων, και την πιο κάτω προϋπόθεση ή όρο:
«2. Θα καταθέσετε εγγυητήριο έγγραφο στο Τελωνείο για το ποσό των Λ.Κ.100.000,00 με εγγυητή εγκεκριμένο τραπεζικό ή ασφαλιστικό οργανισμό, για τη διασφάλιση των οφειλομένων κάθε φορά προς το Δημόσιο δασμών, φόρων και άλλων επιβαρύνσεων που αναλογούν στα αποταμιευμένα/αποτιθέμενα εμπορεύματα στην αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης και γενικότερα να καλύπτει τις υποχρεώσεις σας, ως διαχειριστής της αποθήκης έναντι του Τελωνείου.....»
Η Atteshlis Bonded Stores Ltd προσκόμισε στο Τελωνείο σύμβαση συνεχούς εγγύησης με αρ. 73/04 την οποία η αιτήτρια είχε υπογράψει στις 4/5/04, με την οποία εγγυήθηκε τους πρωτοφειλέτες Atteshlis Bonded Stores Ltd μέχρι συνολικού ποσού Λ.Κ. 100.000,00 για να μπορούν να κατέχουν και διαχειρίζονται την προαναφερθείσα αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης.
Επειδή στο εν λόγω εγγυητήριο είχε σημειωθεί ως αναγνωριστικός ο αριθμός Γ.Α.Α.5.173, που ήταν ο προηγούμενος αναγνωριστικός αριθμός της ίδιας αποθήκης, η αιτήτρια με την χωρίς ημερομηνία επιστολή της, ενημέρωσε το Τελωνείο ότι το πιο πάνω εγγυητήριο παρέμενε σε ισχύ με την προσθήκη στον όρο (β) των λέξεων «για αποστολή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και στον όρο (γ) της αλλαγής του αναγνωριστικού αριθμού της αποθήκης σε Α513200CY.
Στις 9/5/05 η αιτήτρια με επιστολή της ενημέρωσε το Τμήμα Τελωνείων για την πρόθεση της να ακυρώσει τη συνεχή εγγύηση της που σχετίζεται με την εν λόγω εγκεκριμένη αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης. Το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του ημερ. 24/5/05 απάντησε ότι θα εξετάσει το θέμα, αφού προηγουμένως ενημερωθεί από τον οικείο Τελωνειακό Λειτουργό της επαρχίας στην οποία ευρίσκεται η αποθήκη, αν υπάρχουν εκκρεμότητες που σχετίζονται με τον εν λόγω εγγυητήριο. Η εν λόγω επιστολή κοινοποιήθηκε και στον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λεμεσού, με εντολή να διερευνηθεί κατά πόσο η εν λόγω αποθήκη παρουσίαζε τελωνειακές εκκρεμότητες.
Ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός στις 7/6/05 απάντησε με την υπ' αρ. 23.01.001 επιστολή του. Στις 12/9/05 η Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων με την επιστολή της προειδοποίησε τη διαχειρίστρια εταιρεία ότι η άδεια λειτουργίας της ανωτέρω αποθήκης, θα αναστέλλετο στην περίπτωση που:
(α) δεν κατατίθετο νέο εγγυητήριο έγγραφο,
(β) δεν τηρούνται λογιστικά στοιχεία αποθήκης σύμφωνα με τις
απαιτήσεις του Τμήματος,
(γ) παραδίδονται εμπορεύματα από την αποθήκη πριν την υποβολή στο
Τελωνείο των σχετικών τελωνειακών διασαφήσεων και πριν την
καταβολή των δασμών και/ή φόρων που αναλογούν,
(δ) δεν υποβάλλονται οι απαιτούμενες τριμηνιαίες καταστάσεις
αποθεμάτων, και
(ε) δεν διαμορφωθεί κατάλληλα ο αποθηκευτικός χώρος, έτσι ώστε να
παρέχεται δυνατότητα αποτελεσματικού φυσικού και λογιστικού
ελέγχου.
Στις 28/9/05 ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός Λεμεσού με την επιστολή του ενημέρωσε τη Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων ότι η διαχειρίστρια εταιρεία L. Atteshlis Bonded Stores Ltd εξακολουθούσε να μην τηρεί τις σχετικές περί τελωνειακών αποθηκών διατάξεις και τους όρους λειτουργίας της αποθήκης, γεγονός που οδήγησε στην ανάκληση της λειτουργίας της στις 10/10/05.
Στη συνέχεια το Τμήμα Τελωνείων σφράγισε την αποθήκη και διεξήγαγε απογραφή όλων των εμπορευμάτων που ήσαν αποταμιευμένα. Επί των εμπορευμάτων που δεν ανευρέθηκαν και/ή επί των ελλειμμάτων, βεβαιώθηκαν όλοι οι οφειλόμενοι εισαγωγικοί δασμοί και φόροι. Προς είσπραξη των βεβαιωθέντων ποσών, το Τμήμα Τελωνείων απέστειλε ξεχωριστές διπλοσυστημένες επιστολές για εκ των υστέρων Βεβαιώσεις Τελωνειακής Οφειλής και/ή άλλης Τελωνειακής Οφειλής και/ή σχετικές γνωστοποιήσεις οφειλής και/ή άλλες επιστολές, σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 42 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν.94(1)/04 και το άρθρο 20 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου Ν. 91(1)/04:
(α) στους διαχειριστές της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης και
(β) στους αποθέτες και/ή ιδιοκτήτες των αποταμιευμένων εμπορευμάτων.
Το Τμήμα Τελωνείων μετά τον εντοπισμό των ελλειμμάτων, στη βάση όλων των ανωτέρω, διεκδίκησε και από την αιτήτρια, κάθε οφειλόμενο ποσό. Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει τις 7 πράξεις, που παρατίθενται ως Παραρτήματα 16-22 στην Ένσταση.
Με τις επίδικες πράξεις βεβαιώθηκαν:
(α) εισαγωγικοί δασμοί, δυνάμει, μεταξύ άλλων των άρθρων 38, 39, 41, 42, 43 και 44 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου Ν. 94(1)/04,
(β) Φόροι κατανάλωσης, δυνάμει, μεταξύ άλλων, των άρθρων 4, 5, 13, 19 και 20 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου Ν.91(1)/04,
(γ) ΦΠΑ δυνάμει μεταξύ άλλων, των άρθρων 33(2) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν.94(1)/04 και 5(1)(β)(γ), 13(1) και 17 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου Ν. 95(1)/00 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 95(1)/04
(δ) χρηματική επιβάρυνση 10% δυνάμει των άρθρων 52(1) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου και 23(1) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου.
(ε) τόκος 9% από την ημερομηνία γένεσης κάθε επιμέρους κατά πράξη ποσού μέχρι και την 31/12/06 δυνάμει του άρθρου 52(2) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου και 23(2) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου και μειωμένο στα 8% από 1/1/07 δυνάμει του περί Καθορισμού Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Διατάγματος του 2007 (Κ.Δ.Π. 28/07) και του περί Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου, Ν. 167(1)/06.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της αιτήτριας στη γραπτή της αγόρευση (αρχική και απαντητική) ισχυρίζεται ότι οι καθ' ων η αίτηση (α) ενήργησαν κατά παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων και κατά παράβαση του περί Συμβάσεων Νόμου μέρος ΧΙ, (β) δεν προέβηκαν σε διεξαγωγή δέουσας έρευνας (γ) καθυστέρησαν στην επιβολή των φόρων και δασμών και (δ) είχαν καταχρηστική συμπεριφορά.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, στην ένσταση τους, υποβάλλει 3 προδικαστικές ενστάσεις που είναι οι εξής: (α) η αιτήτρια προσβάλλει περισσότερες από μια μη συναφείς μεταξύ τους διοικητικές πράξεις, (β) ότι η παρούσα προσφυγή εγείρεται απαράδεκτα και/ή κατά κατάχρηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου γιατί στην 1351/08 αμφισβητεί τη νομιμότητα και αυτών των πράξεων και (γ) ότι το μέρος των προσβαλλομένων πράξεων που αφορά στην επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.
Επιπρόσθετα η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει βάσιμο λόγο ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης και ζητά την απόρριψη της προσφυγής.
Στις 18/11/09, ημέρα των διευκρινίσεων ενώπιον του δικαστηρίου η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση απέσυρε την προδικαστική ένσταση για κατάχρηση εξουσίας.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας λόγω ταυτόχρονης προώθησης αιτήματος για τις ίδιες θεραπείες, ενόψει του ότι η δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση έχει αποσύρει αυτή, δεν χρειάζεται να εξεταστεί από το Δικαστήριο.
Παραμένουν όμως οι άλλες δυο προδικαστικές ενστάσεις (α) ότι προσβάλλονται πέραν της μιας διοικητικές πράξεις, οι οποίες δεν είναι συναφείς μεταξύ τους και (β) ότι το μέρος των προσβαλλόμενων αποφάσεων που αφορά στην επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.
Αναφορικά με τη (β) προδικαστική ένσταση, αυτή θα ευσταθούσε αν η προσφυγή αφορούσε μόνο την επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου. Από τη στιγμή όμως που προσβάλλεται η νομιμότητα επιβολής του ποσού του φόρου για το οποίο επιβάλλονται η χρηματική επιβάρυνση και τόκου, τότε η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Αν στο τέλος φανεί ότι το απαιτούμενο ποσό του φόρου είναι νόμιμο, τότε αυτόματα είναι νόμιμη και η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου. Σχετικές επί του θέματος είναι και οι προηγούμενες μου αποφάσεις με τελευταία την Petrolina (Holdings) Public Ltd. v. Υπουργού Οικονομικών κα , υποθ. αρ. 994/08 ημερ. 21/10/09. Έτσι η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Στρέφομαι τώρα στην (α) προδικαστική ένσταση, ότι δηλαδή συμπροσβάλλονται αποφάσεις που δεν είναι συναφείς μεταξύ τους.
Σύμφωνα με τη νομολογία και τα σχετικά συγγράμματα, υπάρχει συνάφεια «όταν η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία». (Βλ. μεταξύ άλλων Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 273, 274, Θ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Έκδοση Τρίτη σελ. 68, Επαμεινώνδα Σπηλιωτοπούλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 5η έκδοση σελ. 518, Συμεωνίδου κα ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 358, Χριστοφίδης & άλλος ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766 και Κιττής κα ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734).
Σύμφωνα με τις ίδιες πιο πάνω αυθεντίες ακόμα και εκεί που αποδεικνύεται ο ισχυρισμός ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι συναφείς, δεν απορρίπτεται ολόκληρη η προσφυγή αλλά διατάσσεται χωρισμός του δικογράφου. Η προσφυγή περιορίζεται στην πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση και στη διαταγή για χωρισμό γίνεται πρόνοια ότι η νέα προσφυγή που θα προκύψει λόγω χωρισμού θεωρείται ως «εμπροθέσμως καταχωρηθείσα», νοουμένου πάντοτε ότι η αρχική προσφυγή είναι εμπρόθεσμη.
Στρεφόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προσέχω ότι με την προσφυγή προσβάλλονται συνολικά 7 διαφορετικές αποφάσεις, 2 ημερ. 18/8/08, 2 ημερ. 27/8/08, 2 ημερ. 1/9/08 και 1 ημερ. 5/9/08. Η πρώτη της 18/8/08 αφορά εμπορεύματα που αποταμιεύθηκαν στις 12/1/00, η δεύτερη της 18/8/08 εμπορεύματα που αποταμιεύτηκαν στις 16/12/03. Από αυτές της 27/8/08 η πρώτη αφορά εμπορεύματα που αποταμιεύτηκαν στις 22/1/97 και η δεύτερη στις 14/7/00. Από αυτές της 1/9/08 η πρώτη αφορά εμπορεύματα που αποταμιεύτηκαν στις 17/12/03 και η δεύτερη στις 19/6/97. Αυτή της 5/9/08 αφορά εμπορεύματα που αποταμιεύτηκαν στις 30/4/02,
Όλες οι πιο πάνω αποφάσεις έχουν ακριβώς πανομοιότυπη αιτιολογία που βασίζεται σε έλεγχο που πραγματοποιήθηκε κατά τους μήνες Δεκέμβριο του 2007 και Ιανουάριο του 2008 κατά τον οποίο διαπιστώθηκαν τα ελλείμματα των διαφόρων εμπορευμάτων (τσιγάρα, ποτά, μακαρόνια κ.λ.π.) που αναφέρονται στην κάθε απόφαση.
Εξετάζοντας τις διοικητικές πράξεις και/ή αποφάσεις που προσβάλλονται με την παρούσα προσφυγή, όπως με λεπτομέρεια ανέφερα πιο πάνω, κρίνω ότι αυτές μπορούν να θεωρηθούν συναφείς, έστω και αν η μια δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, αφού καλύπτονται από το διαζευκτικό κριτήριο ότι αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του Νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο. Βασίζονται όλες στην ίδια διαδικασία, δηλαδή τον έλεγχο της αποθήκης που έγινε τον Δεκέμβριο του 2007 και Ιανουάριο του 2008 και στο αποτέλεσμα του εν λόγω ελέγχου. Το μόνο που διαφέρει είναι η ημερομηνία της κάθε απόφασης που δεν το κρίνω τόσο σημαντικό να διαταχθεί διαχωρισμός. Το μόνο που θα επιτυγχάνετο με τέτοια διαταγή, είναι πολλαπλότητα της διαδικασίας και δημιουργία πολύ περισσότερων εξόδων. Έτσι απορρίπτεται και η (α) προδικαστική ένsταση.
Με βάση τα πιο πάνω προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Ουσιαστικής σημασίας για το θέμα που εξετάζουμε είναι το εγγυητήριο έγγραφο (παράρτημα 24 στην ένσταση). Από το λεκτικό του φαίνεται σαφώς ότι οι αιτητές είχαν δικαίωμα να τερματίσουν την εγγύηση δίνοντας προειδοποίηση τουλάχιστον 30 ημερών, ούτως ώστε θα απαλλάσσονταν ευθύνης για μελλοντικά ελλείμματα, αλλά για οιονδήποτε έλλειμμα της περιόδου που κάλυπτε το εγγυητήριο έγγραφο, η ευθύνη της αιτήτριας συνέχισε να είναι σε ισχύ.
Η διαδικασία αποθήκευσης εμπορευμάτων είναι όπως περιγράφεται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του καθ' ου η αίτηση.
Στην έκταση που η αιτήτρια προβάλλει ισχυρισμό για παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του καθ' ου η αίτηση, όπως προκύπτει από το εγγυητήριο και τα άρθρα του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, τα οποία επικαλείται, αυτός δεν ευσταθεί. Σχετική είναι και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Κirzis Stephanou Terminal & Bonded Warehousing κα ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 575. Έχει όμως η αιτήτρια ως εγγυητής έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση αφού, όπως αποφασίστηκε στην ίδια (πιο πάνω) υπόθεση, αν αυτή ακυρωθεί, αποφασίζεται ταυτόχρονα πως η ίδια δεν έχει ευθύνη για την πληρωμή των δασμών. Αν όμως η διοικητική πράξη επικυρωθεί, τότε δημιουργείται και η ευθύνη του εγγυητή που προκύπτει από τη σύμβαση εγγύησης. Οτιδήποτε όμως αφορά τη σύμβαση στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αποφασίζεται από το αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο. Σχετική είναι και η υπόθεση Κοσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ. ν. Υπουργείου Οικονομικών υποθ. αρ. 946/07 ημερ. 21/10/08.
Είναι ο ισχυρισμός της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι εδώ η εγγύηση δόθηκε στις 9/5/05 και ότι από τις 9/6/05 είχε ακυρωθεί νομότυπα. Με τον έλεγχο που έγινε τον Δεκέμβριο του 2007 και Ιανουάριο του 2008, χωρίς τη δέουσα έρευνα, το Τμήμα Τελωνείων ζήτησε, χωρίς να έχει στοιχεία ότι η μετακίνηση των εμπορευμάτων δεν ήταν νόμιμη, τους σχετικούς δασμούς, κάτι που είναι ενάντια της απόφασης στην προαναφερθείσα υπόθεση (βλ. Kirzis Stefanou Terminal & Bonded Warehousing κα ν. Δημοκρατίας).
Η πλευρά του καθ' ου η αίτηση προβάλλει τη θέση ότι οι οφειλές γεννήθηκαν σε χρόνο (11/5/05) που η εγγύηση ήταν σε ισχύ. Επίσης ότι η παρούσα διακρίνεται από την προαναφερθείσα υπόθεση Kirzis Stefanou Terminal & Bonded Warehousing κα, για το λόγο ότι εκεί, το Τμήμα Τελωνείων, λόγω καταστροφής των σχετικών εγγράφων (αφού αυτά ήσαν πέραν των 8 χρόνων), δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει την ορθότητα της απόφασης του. Εδώ όμως υπάρχουν όλα τα σχετικά γεγονότα, τα οποία εξέτασε ο καθ' ου η αίτηση.
Εξέτασα και για την ουσία της υπόθεσης τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Λαμβανομένης υπόψη και της διαδικασίας που ακολουθείται σχετικά με την αποταμίευση εμπορευμάτων όπως αυτή, περιγράφεται στη γραπτή αγόρευση του καθ' ου η αίτηση, έχω καταλήξει να δεχθώ τη θέση της δικηγόρου του.
Σε περιπτώσεις διαπίστωσης ελλειμμάτων η τελωνειακή οφειλή και η άλλη τελωνειακή οφειλή γεννάται την ημέρα διαπίστωσης των ελλειμμάτων, εκτός αν το Τμήμα Τελωνείων διαπιστώσει από στοιχεία που διαθέτει ότι η τελωνειακή οφειλή γεννήθηκε σε χρόνο προγενέστερο. (βλ. μεταξύ άλλων, άρθρο 214(2) του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, άρθρα 38 και 42 (ε) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, άρθρα 5(3) και 19 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004, Ν. 91(1)/2004, άρθρα 5(4) και 13 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν. 95(1)/2000).
Επομένως ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι τα εμπορεύματα τα οποία δεν ανευρέθηκαν επί των οποίων επιβλήθηκαν οι φόροι και δασμοί αποταμιεύτηκαν στην αποθήκη πριν την 4/5/04, δεν μπορεί να κλονίσει τη νομιμότητα της επίδικης πράξης, αφού τα εμπορεύματα ήταν αποταμιευμένα υπό καθεστώς καταβολής φόρων και δασμών, και, οι οφειλές για τους φόρους και δασμούς που απαιτούνται με τις επίδικης πράξεις, γεννήθηκαν κατά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων, δηλαδή κατά την 11/5/05, ημερομηνία κατά την οποία η αποθήκη σφραγίστηκε, και διεξήχθη ο έλεγχος που έφερε στην επιφάνεια την ύπαρξη των εν λόγω ελλειμμάτων. Την ημέρα εκείνη, η Συνεχής Εγγύηση που έδωσε η αιτήτρια βρισκόταν σε ισχύ (αφού και η αιτήτρια δέχεται ότι η Εγγύηση ακυρώθηκε στις 9/6/05) και γιαυτό νόμιμα και ορθά απαιτήθηκαν οι οφειλόμενοι φόροι και δασμοί.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας για παράβαση των Άρθρων 23-26 και 28 του Συντάγματος, δεν βρίσκω να ευσταθούν. Το ίδιο απορρίπτεται και ο ισχυρισμός περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας. Έγινε έλεγχος μιας περιόδου από το Δεκέμβριο του 2007 και Ιανουάριο του 2008 από την οποία διαπιστώθηκαν τα προαναφερθέντα ελλείμματα, για τα οποία δε δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση από τους ιδιοκτήτες της αποθήκης. Τέτοια έρευνα θεωρείται επαρκής (βλ. μεταξύ άλλων Anvar Supplies v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 124 και F & A Supermarket Ltd. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 31/07 ημερ. 8/3/10).
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθ΄ού η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς