ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1619/2008)
4 Μαρτίου, 2010
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Πηλείδου (κα), για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 5.8.08 με την οποία το 3ο και το 4ο επίδομα καλής διαγωγής που του παραχωρήθηκε, κατασχέθηκε και/ή αποκόπηκε από τις 27.2.08, καθώς και ότι τα κατασχεθέντα επιδόματα του Αιτητή θα επανακτηθούν μετά από περίοδο δύο χρόνων συνεχούς καλής διαγωγής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Ο Αιτητής ο οποίος είναι αστυφύλακας, σε έλεγχο που του διενεργήθηκε στις 23.1.2006 παρά το χωριό Αστρομερίτης, από μέλη της Τροχαίας Μόρφου, διαπιστώθηκε ότι το όχημα του ήταν διαγραμμένο, αφού η άδεια κυκλοφορίας του ίσχυε μέχρι τις 31.12.2002 και δεν είχε πιστοποιητικό καταλληλότητας.
Έτσι ο Αιτητής καταγγέλθηκε και κατηγορήθηκε γραπτώς, για διάπραξη σχετικού ποινικού αδικήματος, ενώ στις 27.2.2008 κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το οποίο του επέβαλε χρηματική ποινή €200 για το αδίκημα της χρήσης μη εγγεγραμμένου οχήματος.
Μετά από αυτήν την εξέλιξη, ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη εναντίον του, ο οποίος στις 20.10.2006 κρίθηκε ένοχος για ανάρμοστη συμπεριφορά κατά παράβαση των Κανονισμών 8 και 22(1) των περί Αστυνομίας Πειθαρχικών Κανονισμών του 1989 ως 2004 και του επιβλήθηκε χρηματική ποινή ύψους Λ.Κ.£20.
Ο Αιτητής εναντίον της απόφασης αυτής άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε από το Συμβούλιο Εφέσεων και επικυρώθηκε η καταδίκη του.
Ο Κανονισμός 25(2)(β) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/1989), στο εξής «οι Κανονισμοί», όπως τροποποιήθηκαν μέχρι σήμερα, προβλέπει ότι:-
«25(2)(β) Όταν Λοχίας ή Αστυφύλακας ή Τακτικός Ειδικός Αστυφύλακας τιμωρείται με χρηματική ποινή που υπερβαίνει τις απολαβές δύο ημερών ή του επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή ή καταδικάζεται από Δικαστήριο, τα δύο τελευταία επιδόματα που απέκτησε θα αποκόπτονται, εκτός αν ο Αρχηγός ορίσει διαφορετικά.».
Στη βάση του πιο πάνω Κανονισμού, έγινε εισήγηση στον Αρχηγό της Αστυνομίας, όπως αποκοπούν από τον Αιτητή τα δύο τελευταία επιδόματα που απέκτησε λόγω καλής διαγωγής του. Ακολούθως ο Αρχηγός της Αστυνομίας, αφού αποδέχθηκε την εισήγηση, ενέκρινε την κατάσχεση των δύο επιδομάτων καλής διαγωγής. Σχετικά ενημερώθηκε ο Αστυνομικός Διευθυντής Μόρφου, ως άμεσα προϊστάμενος του Αιτητή, ενώ δόθηκαν οδηγίες όπως ενημερωθεί και ο ίδιος.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 25(3)(α) των Κανονισμών, τα επιδόματα καλής διαγωγής που έχουν αποκοπεί, ανακτώνται μετά από πάροδο δύο χρόνων συνεχούς καλής διαγωγής.
Ο Αιτητής προς ακύρωση της απόφασης αυτής προβάλλει 6 λόγους ακύρωσης: (1) έλλειψη δέουσας αιτιολογίας, (2) μη δέουσα έρευνα, (3) παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, (4) πλάνη περί το νόμο, (5) η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε καθ' υπέρβαση και κατά παράβαση του Κανονισμού 25(2)(β) και (6) λόγω αναδρομικής κατάσχεσης των επίδικων επιδομάτων.
Η Νομική Πτυχή
Παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης - Λόγος ακύρωσης 3
Ο Αιτητής προβάλλει ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης. Όπως ισχυρίζεται, λόγω της φύσης της απόφασης, ως δυσμενές διοικητικό μέτρο, έπρεπε πριν τη λήψη της, να του είχε δοθεί η δυνατότητα να ακουστεί. Αυτό, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του, προκύπτει και από το λεκτικό του Καν. 25(2)(β) των Κανονισμών το οποίο ορίζει ανάμεσα σε άλλα ότι η αποκοπή του επιδόματος γίνεται κατόπιν απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας, ο οποίος όμως έχει τη διακριτική εξουσία να αποφασίσει διαφορετικά, δηλαδή την μη αποκοπή του.
Ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση υποστηρίζει ότι πρόκειται για διοικητικό μέτρο που απορρέει ουσιαστικά απευθείας από το Νόμο, ένεκα της καταδίκης του Αιτητή. Επίσης προς υποστήριξη της άποψης του παραθέτει απόσπασμα από το Ελληνικό Σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο του Π.Δ. Δαγτόγλου, όπου γίνεται αναφορά σε δύο περιπτώσεις που το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης μπορεί να μην ασκηθεί. Μια από αυτές, ανέφερε ο κ. Σταυρινός, καλύπτει και την παρούσα περίπτωση.
Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Όταν προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης η παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, λόγω της φύσης του εγειρόμενου νομικού σημείου, αυτό εξετάζεται κατά σειρά προτεραιότητας. Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της φυσικής δικαιοσύνης, όπως αυτές κωδικοποιούνται στο άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση της πράξης ή άλλου διοικητικού μέτρου, το οποίο είναι πειθαρχικής φύσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.
Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 4η Έκδοση, σελ. 289, αν η βλάβη «προέρχεται απ' ευθείας από το νόμο ως "αυτόματη" έννομη συνέπεια του, ενώ στη διοίκηση δεν απομένουν παρά "δέσμιες" ενέργειες, η προηγούμενη ακρόαση δεν απαιτείται, γιατί είναι άσκοπη, αφού δεν μπορεί να επηρεάσει την απόφαση της διοικήσεως».
Από μια προσεκτική μελέτη του σχετικού Κανονισμού, δεν προκύπτει ότι πρόκειται για μέτρο το οποίο λαμβάνεται δέσμια ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του Κανονισμού. Μπορεί η αποκοπή εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ότι είναι αυτόματη, όμως ο Αρχηγός θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια κατά πόσον θα «ορίσει διαφορετικά», δηλαδή θα πρέπει να κρίνει ότι δεν επιβάλλεται να ληφθεί το συγκεκριμένο δυσμενές μέτρο. Έτσι δεν πρόκειται για μέτρο που στην ολότητα του λαμβάνεται «αυτόματα» από το νόμο και δέσμια, ένεκα της καταδίκης του Αιτητή, όπως εισηγείται ο κ. Σταυρινός· και αυτό γιατί, αν ο Αρχηγός «ορίσει διαφορετικά», θα εξαλειφθεί η φαινομενικά αυτόματη αποκοπή, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Αρχηγού να «ορίσει διαφορετικά» είναι αυτή που στην ουσία επιφέρει ή όχι την αποκοπή. Ως εκ τούτου θα έπρεπε, πριν ληφθεί η απόφαση του Αρχηγού να είχε δοθεί στον Αιτητή το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, εφόσον η απόφαση τελικά ήταν δυσμενής για τον Αιτητή (βλ. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ν. Σπύρου Κέττηρου (2007) 3 ΑΑΔ 555).
Οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης
Παρά την επιτυχία του 3ου λόγου ακύρωσης, θα προχωρήσω για να διατυπώσω την κρίση του Δικαστηρίου επί των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.
Ο 1ος λόγος ακύρωσης, ο οποίος αφορά σε έλλειψη αιτιολογίας, δεν ευσταθεί, αφού στην απόφαση ημερομηνίας 5.8.2008, περιέχονται ικανοποιητικά στοιχεία που επιτρέπουν στον Αιτητή να αντιληφθεί τους λόγους που λήφθηκε. Επίσης, ικανοποιεί τις ανάγκες του δικαστικού ελέγχου.
Δεν ευσταθούν ούτε οι λόγοι 2 και 4 οι οποίοι αφορούν στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και σε πλάνη περί το νόμο, εφόσον είναι φανερό από τα στοιχεία του φακέλου ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η έρευνα ήταν ικανοποιητική. Πλην της μη παραχώρησης του δικαιώματος ακρόασης, δεν διαπιστώνω να υπήρξε οποιαδήποτε άλλη πλάνη. Ούτε διαπιστώνω οποιαδήποτε άλλη παράβαση του Κανονισμού 25(2)(β) του Νόμου. Δεν θα εξετάσω τα όσα αναφέρονται σε σχέση με τον Κανονισμό 25(1)(α), αφού δεν απαιτείται να κριθεί το θέμα, για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Το ίδιο ισχύει και για τον 6ο λόγο ακύρωσης, που αφορά στην αναδρομική αποκοπή επιδόματος.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε παράνομα και θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ