ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 157/2008]
23 Mαρτίου, 2010
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ (ΠΑΝΙΚΟΣ) ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Στάθης Κιττής για τον αιτητή.
Φίλιππος Κωμοδρόμος για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ημερομηνίας 31 Δεκεμβρίου 2007 με την οποία οι Π. Αντωνίου και Α. Κυριάκου (ενδιαφερόμενοι) προάχθηκαν στο βαθμό του Αστυνόμου Β.
Στη διαδικασία της προαγωγής, κατά τον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004 (Ν. 71(Ι)/2004, όπως τροποποιήθηκε και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004 Κ.Δ.Π. 214/04) εμπλέκονται η Επιτροπή Αξιολόγησης και ο Αρχηγός της Αστυνομίας. Κατά τον Κανονισμό 22, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση αιτιολογημένη για κάθε ένα υποψήφιο αφού λάβει υπόψη τις γραπτές απόψεις του αρμόδιου Βοηθού Αρχηγού ή του Αστυνομικού Διευθυντή ή του Διοικητή Μονάδας του αξιολογουμένου. Κατά τη σύνταξη δε της έκθεσής της, «λαμβάνει υπόψη την αξία, όπως αυτή προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης και από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, τα προσόντα και την αρχαιότητα του αξιολογουμένου». Κατά τον Κανονισμό 23, προς το σκοπό υποβολής συστάσεων προς τον Υπουργό, ο Αρχηγός λαμβάνει υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης για τον κάθε υποψήφιο, τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης με έμφαση στα τελευταία δυο έτη και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων όλων των υποψηφίων.
Η Επιτροπή σύστησε σθεναρά τον αιτητή και τους ενδιαφερόμενους. Σαφώς, όμως, διέκρινε μεταξύ τους αφού ενώ χαρακτήρισε και τους τρεις ως πολύ καλούς στα προσόντα, τους ενδιαφερόμενους τους χαρακτήρισε ως εξαίρετους στην αξία ενώ τον αιτητή ως πολύ καλό. Θέτει θέμα, επομένως, ο αιτητής αναφορικά με την αιτιολόγηση αυτής της διάκρισης και συναφώς της αντιστοιχίας της προς το περιεχόμενο των φακέλων∙ αλλά και των απόψεων των αμέσως προϊσταμένων τους.
Ο αιτητής ήταν αισθητά αρχαιότερος από τους ενδιαφερόμενους και είδαμε πως, ως προς τα προσόντα, όπως έγινε δεκτό και ενώπιόν μου, ήταν όλοι ίσοι. Ως προς την αξία, αν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί κάποιας μορφής υπεροχή με βάση τις ετήσιες εκθέσεις, αυτή θα ήταν υπέρ του αιτητή. Τελικά, οι απόψεις των προϊσταμένων τους ήταν θετικές και για τους τρεις. Τους σύστησαν για προαγωγή, μάλιστα στην περίπτωση του Αντωνίου και του αιτητή, των οποίων ο άμεσα προϊστάμενος ήταν ίδιος, δηλαδή ο Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου, οι μικρές διαφορές που εντοπίζονται, μόνο υπέρ του αιτητή θα μπορούσαν να λειτουργήσουν. Εν τούτοις, η Επιτροπή Αξιολόγησης θεώρησε, όπως είδαμε, τους ενδιαφερόμενους ως εξαίρετους ως προς την αξία ενώ τον αιτητή ως πολύ καλό. Και, στη συνέχεια, σύστησε τους ενδιαφερόμενους ακριβώς επειδή «έκδηλα υπερέχουν έναντι των υπολοίπων. αφού στο θεσμοθετημένο κριτήριο της αξίας έχουν καταταγεί στην κατηγορία του εξαίρετου.». Περαιτέρω, επειδή συστήθηκαν σθεναρά από τους προϊσταμένους αλλά και γιατί, όπως προστίθεται, η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούσαν τα ελάχιστα απαιτούμενα εχέγγυα για επιτυχία στα καθήκοντα του επόμενου βαθμού «σε σύγκριση με τους υπόλοιπους που υστερούν σε κάποια από τα κριτήρια αξιολόγησης, όπως αναλύονται στην αιτιολογημένη έκθεση για τον καθένα». Ποια ήταν αυτά τα στοιχεία υστέρησης δεν προσδιορίζονται και δεν νομίζω πως η παραπομπή στο λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε για τους τρεις, κατά την περιγραφή των ιδιοτήτων τους, αποτελεί στην περίπτωση ασφαλές υποκατάστατο. Εν πάση περιπτώσει, το μείζον ζήτημα αφορά στη βάση πάνω στην οποία θα ήταν δυνατό να δικαιολογηθούν οι όποιες διαφοροποιήσεις και, εν τέλει, η διαφορετική κατάταξη των μεν ως εξαίρετων και του αιτητή ως πολύ καλού. Δεν ήταν δυνατό να αποτελέσουν τέτοιο στήριγμα οι ετήσιες αξιολογήσεις στις οποίες ρητά παραπέμπει ο Κανονισμός, ενόψει των ευνοϊκών για τον αιτητή συσχετισμών που προκύπτουν από αυτές. Η γενική αναφορά στο περιεχόμενο των φακέλων, χωρίς προσδιορισμό κάποιου σχετικού στοιχείου, δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε. Είδα στην Έκθεση της Επιτροπής αναφορά σε κάποιο επεισόδιο σεξουαλικής παρενόχλησης σε σχέση με το οποίο ο αιτητής διώχθηκε. Ορθώς, όμως, δεν συναρτήθηκε η αξιολόγηση προς αυτό αφού το θέμα της όποιας ευθύνης του αιτητή βρίσκεται ακόμα σε εκκρεμότητα και δεν θα ήταν δυνατό, σε εκείνο το στάδιο, να του καταλογιστεί οτιδήποτε.
Ευνοϊκή για τους ενδιαφερομένους ήταν και η σύσταση του Αρχηγού της Αστυνομίας και ο αιτητής θέτει δύο, ουσιαστικά, θέματα. Υποστηρίζει πως ο Αρχηγός ήταν προκατειλημμένος εναντίον του, αλλά αυτό χωρίς καμιά απολύτως παραδεχτή βάση. Το γεγονός ότι και στο παρελθόν, στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, η άποψη του Αρχηγού, υπό άλλη ιδιότητα τότε, ήταν αρνητική για τον αιτητή, δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό. Είναι όμως προφανώς βάσιμο το δεύτερο θέμα. Ο Αρχηγός, συστήνοντας τους ενδιαφερόμενους και όχι τον αιτητή, προέβη σε αξιολόγηση εμφανώς δυσμενή για τον αιτητή, ως ακολούθως:
«Έχοντας ιδία γνώση και αντίληψη του υποψηφίου, αφού εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων μου είναι η καθημερινή επαφή, εποπτεία και έλεγχος των Αστυνομικών Διευθύνσεων, των Τμημάτων/Επαρχιών, Μονάδων και Υπηρεσιών και επομένως έχω την ευκαιρία να παρακολουθήσω το κύριο έργο του υποψηφίου, ως εκ τούτου βρίσκω ότι ο Ανώτερος Υπαστυνόμος ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ Παναγιώτης παρουσιάζει ελλείψεις όσον αφορά στις δυνατότητες διοίκησης, συντονισμού, ελέγχου, εποπτείας, ως επίσης και στην πρακτική εξάσκηση και δεν έχει αποκτήσει τις απαραίτητες εμπειρίες και γνώσεις στα γενικά αστυνομικά καθήκοντα και αυτό φαίνεται και από το ότι οι γνώσεις και εμπειρίες του στον τομέα εκτέλεσης αστυνομικών καθηκόντων δεν είναι πλούσιες. Δεν έχει εργασθεί στον επιχειρησιακό τομέα και έχει ελλείψεις γνώσεων και εμπειριών. Πρόσθετα, η απόδοση του και η αποτελεσματική διεκπεραίωση των καθηκόντων του βρίσκονται σε σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο. Παρόλα αυτά θεωρώ ότι μπορεί να ανταποκριθεί σχετικά ικανοποιητικά στα καθήκοντα της ανώτερης θέσης, αφού η εκτέλεση των σημερινών του καθηκόντων και οι εμπειρίες που έχει αποκτήσει από αυτά, σε συνδυασμό με τις γνώσεις και δυνατότητες του, τον καθιστούν ικανό και κατάλληλο να ανταπεξέλθει σχετικά ικανοποιητικά στα καθήκοντα της θέσης του Αστυνόμου Β΄, γι' αυτό και τον συστήνω για προαγωγή.»
Ασφαλώς αυτά θα αποτελούσαν νόμιμο έρεισμα αν είχαν αντίκρισμα στα δεδομένα. Ο Αρχηγός παρέπεμψε στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, στις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης με έμφαση στα δυο τελευταία έτη και στο περιεχόμενο των φακέλων. Η πλημμέλεια ως προς την αιτιολόγηση της σύστασης της Επιτροπής, μεταφέρεται βεβαίως και στη σύσταση του αρχηγού και όσα παρατήρησα σε σχέση με τις αναφερθείσες υπηρεσιακές εκθέσεις και τη γενική, χωρίς καμιά εξειδίκευση παραπομπή στο περιεχόμενο των φακέλων, ισχύουν και εν προκειμένω. Σαφώς η αναφορά του Αρχηγού στα καθήκοντα που διαχρονικά άσκησε ο αιτητής, παραγνωρίζει τη βασική αρχή πως δεν είναι παραδεκτή η θυματοποίηση με τη στεγνή αναφορά στα καθήκοντα που άσκησε, ασφαλώς επειδή αυτά του ανατέθηκαν. Σημειώνω ως προς αυτά και τη θέση του αιτητή, ακριβώς ενόψει των καθηκόντων που άσκησε, ότι εδικαιούτο καλύτερης αποτίμησης αλλά, βεβαίως, με την ίδια παρατήρηση. Είναι πρόδηλο πως ο Αρχηγός, όπως είναι το βασικό παράπονο του αιτητή, ανάπλασε την εικόνα με επίκληση στοιχείων που δεν προέκυπταν από όσα, κατά τον Κανονισμό, μπορούσαν να αποτελούσαν την πηγή, κατ' επίκληση της προσωπικής του γνώσης, διατυπωμένης όχι θεσμικά κατά την πορεία της σταδιοδρομίας αλλά ειδικά για τους σκοπούς της σύστασης. Αυτό, όπως και στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων (βλ Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695) είναι ανεπίτρεπτο. Η απόφαση του Νικολάου, Δ., στη Γεώργιος Φράγκου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 667/2005 κ.α., ημερομηνίας 8.1.2008, στην οποία, αφού προηγουμένως έγιναν ορισμένες επισημάνσεις αναφορικά με το ρόλο της Επιτροπής Αξιολόγησης που δεν έχουν συζητηθεί εδώ, εξηγήθηκε πως ο Αρχηγός δεν είχε εξουσία «κατ' επίκληση κυρίως της δικής του προσωπικής γνώσης για τους υποψήφιους», να προβεί «σε αναμόρφωση της υπηρεσιακής τους εικόνας, κατ' αντίθεση προς τα στοιχεία επί των οποίων όφειλε να στηριζόταν για να διατυπώσει τις συστάσεις του», είναι σχετική και με βρίσκει σύμφωνο.
Ο Υπουργός κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση με κατ' ευθείαν παραπομπή στα πιο πάνω από την έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης και στη σύσταση του Αρχηγού και, συνεπώς, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά