ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση  Αρ. 1544/2008)

 

8 Μαρτίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ  146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΡΥΣΩ  ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Α. Ευσταθίου (κα.), για  την Αιτήτρια.

Ρ. Παπαέτη (κα.), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων

η αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Με την εξεταζόμενη προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή) με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κα Δημητρίου Ελένη επιλέγηκε στη μόνιμη θέση Βοηθού Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, (θέση προαγωγής), αντί της αιτήτριας.

 

Η Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας  με βάση τις προσωπικές της γνώσεις για τους υποψήφιους και αφού διαβουλεύθηκε προηγουμένως με τους άμεσα προϊστάμενούς τους  προέβηκε σε σύσταση.

 

Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τη σύσταση της διευθύντριας αυτούσια:

 

«Γνωρίζω προσωπικά τους υποψηφίους και έχω άμεση γνώση των ικανοτήτων και δυνατοτήτων τους στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, παρά το ότι δεν είμαι άμεσα προϊστάμενη όλων. Προκειμένου, όμως, να προβώ σε σύσταση, πήρα στοιχεία και πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων και μελέτησα, επίσης, τους Προσωπικούς τους Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων.

 

Έχω, επίσης, λάβει υπόψη ότι το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης διαθέτουν οι Νεοφύτου Χρύσω, Δημητρίου Ελένη, Πανταζή Ρίτα, Αναστασίου Ανδρούλα, Παυλίδου Μαρία, Λαούρη Κυριακή, Κουσιάππας Παντελής, Ευσταθίου Φρύνη και Παπαδόπουλος Χρίστος.

 

Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας, επίσης, υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - καθώς και τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι' αυτήν, συστήνω για προαγωγή τη Δημητρίου Ελένη.

 

Συστήνοντας τη Δημητρίου, έλαβα υπόψη ότι, σ' ό, τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Αξιολογήσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία χρόνια, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αυτή υπερέχει των Νεοφύτου και Λαούρη, έστω και πάρα πολύ οριακά, κατά ένα μόνο στοιχείο στην αξιολόγηση για το έτος 2007, και υπερέχει επίσης έναντι της Ευσταθίου κατά τέσσερα στοιχεία στα τελευταία τρία χρόνια και δεν υστερεί έναντι των Πανταζή, Αναστασίου, Αποστόλου, Παυλίδου, Κουσιάππα, Λαουτάρη και Παπαδόπουλου, αξιολογηθείσα, όπως και αυτοί, ως καθόλα εξαίρετη.

 

Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Δημητρίου υστερεί μόνο έναντι της Νεοφύτου Χρύσως, κατά δύο χρόνια και πέντε μήνες στην προηγούμενή τους θέση, η οποία ανάγεται στη δεκαετία του '80, η συστηνόμενη, όμως, υπερέχει αυτής, έστω και πάρα πολύ οριακά, σε αξία.

 

Συγκρίνοντας τη Δημητρίου με τους άλλους υποψηφίους, έλαβα υπόψη ότι αυτή υπερέχει σε αρχαιότητα, κατέχει, όπως και οι πλείστοι από αυτούς, το πλεονέκτημα και ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία.».

 

 

Στο σημείο αυτό η Διευθύντρια αποχώρησε από τη συνεδρία.

 

Στη συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων καταλήγοντας  ότι η Δημητρίου Ελένη υπερέχει των άλλων υποψηφίων, επιλέγοντας την  ως την πιο κατάλληλη για προαγωγή στην επίδικη  θέση σημειώνοντας στο σχετικό πρακτικό ότι  «έλαβε υπόψη ότι αυτή ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία χρόνια, στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη, διαθέτει, όπως και οι πλείστοι από τους λοιπούς υποψηφίους, το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας και, επιπλέον, έχει υπέρ της τη σύσταση της Διευθύντριας, που συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων».

 

Η ευπαίδευτη  συνήγορος της αιτήτριας με εκτενή αναφορά στη νομολογία που διέπει το θέμα των συστάσεων, και ειδικότερα το συσχετισμό της αρχαιότητας με την αξία, υπέβαλε ότι η σύσταση της Διευθύντριας είναι αναιτιολόγητη και πεπλανημένη.   Η Διευθύντρια, όπως υποδεικνύει η συνήγορος,  ενώ αναφέρει την «πάρα πολύ οριακή» όπως τη χαρακτηρίζει υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία έναντι της αιτήτριας και ενώ αναφέρει ότι η αιτήτρια υπερέχει κατά δύο χρόνια και πέντε μήνες στη θέση Λειτουργού Ευημερίας 1ης Τάξης, εντούτοις δεν διευκρινίζει πώς και σε ποιό βαθμό η  κατ΄ ισχυρισμό  υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία σταθμίστηκε, αντιπαραβαλλόμενη, με την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, η οποία ναι μεν δεν είναι αρχαιότητα από την αμέσως προηγούμενη θέση, αλλά δεν παύει να αποτελεί κριτήριο επιλογής το οποίο και θα έπρεπε να είχε σταθμιστεί, αντιπαραβαλλόμενο  με τα άλλα κριτήρια. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η κρίση της Διευθύντριας ότι η αιτήτρια υστερεί  σε αξία, έστω και αν την χαρακτηρίζει για σκοπούς και μόνον φραστικούς ως παρά πολύ οριακή, δεν είναι εύλογα επιτρεπτή, και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, καθώς με βάση τη σταθερή και διαχρονική θέση της νομολογίας, οι επιμέρους ασήμαντες διαφοροποιήσεις στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις δεν προσδίδουν ουσιαστική υπεροχή αλλά καθιστούν τους υποψήφιους ουσιαστικά ισοδύναμους. Αναφέρει στο σημείο αυτό  ότι η αιτήτρια στον τομέα της Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας αξιολογείτο διαχρονικά ως Εξαίρετη εκτός στην τελευταία υπηρεσιακή έκθεση του 2007.  Με δεδομένο αυτό και μόνο, διατείνεται η ευπαίδευτη συνήγορος,  δεν εδικαιολογείτο η αναγωγή της διαφοράς εκείνης σε «υπεροχή» υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αξία, έστω κι αν είχε χαρακτηριστεί από τη Διευθύντρια  ως «πάρα πολύ οριακή»   και η παραγνώριση της σημαντικής αρχαιότητας της αιτήτριας.

 

Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται η ευπαίδευτη συνήγορος για την αιτήτρια, ότι δεν φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη και οι άλλοι συσχετισμοί που προέκυπταν από το σύνολο των υπηρεσιακών δεδομένων της αιτήτριας. Υποδεικνύει ότι η αιτήτρια προήχθη στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Ευημερίας (στην αμέσως προηγούμενη θέση της επίδικης) το 1996 και ασκούσε τα καθήκοντα της θέσης μέχρι το 1999 όταν με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακυρώθηκε η προαγωγή της. Η πείρα όμως που είχε αποκτήσει στη θέση εκείνη κατά το χρονικό διάστημα πριν την ακύρωση της δεν έπαυσε να αποτελεί  πραγματικό γεγονός και θα έπρεπε, σύμφωνα πάντοτε με την εισήγηση της ευπαίδευτης  συνηγόρου της αιτήτριας, να είχε ληφθεί υπόψη κατά την προαγωγική διαδικασία.  Είναι περαιτέρω εισήγηση της δικηγόρου της αιτήτριας ότι η μείωση της βαθμολογίας της για το έτος 2007 ήταν εκδικητική. Σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμό εκδικητική μείωση της βαθμολογίας της αιτήτριας κατά 1 «Εξαίρετα» το έτος 2007,  γίνεται αναφορά σε διαφωνία μεταξύ της Διευθύντριας και της αιτήτριας που διαδραματίστηκε το 2007 ως προς το χειρισμό συγκεκριμένου θέματος. Η μεταξύ τους διαφωνία, υποβάλλει, είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση της βαθμολογίας της αιτήτριας το 2007 η οποία και αποτέλεσε την αιτιολογική βάση για την μη επιλογή της. Συνακόλουθα  η Διευθύντρια δεν πληρούσε τα εχέγγυα αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης όταν προέβηκε σε σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου.

 

Από την άλλη πλευρά είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου για τους καθ' ων η αίτηση ότι η σύσταση της Διευθύντριας βρίσκεται εντός των ορίων της κατευθυντήριας γραμμής που έδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, αφού το ενδιαφερόμενο μέρος σε βαθμολογημένη αξία υπερέχει της αιτήτριας έστω και οριακά κατά ένα μόνο στοιχείο στην αξιολόγηση του έτους 2007, γεγονός το οποίο συμφωνεί με τα στοιχεία των φακέλων. Δεδομένης της «ισοπεδωτικής» πρακτικής αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, η έστω και οριακή υπεροχή του Ε/Μ σε αξία, αποκτά σημασία.  Επίσης υπέβαλε ότι η υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, επειδή δεν είναι στην αμέσως προηγούμενη θέση αλλά στην προηγούμενη θέση, είναι απομακρυσμένη και επουσιώδους σημασίας.  Περαιτέρω είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση  ότι εφόσον τα όσα αναφέρει η Διευθύντρια συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων δεν τίθεται θέμα πλάνης, αλλά ούτε πάσχουσας αιτιολογίας.   Η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν εν προκειμένω  καθόλα νόμιμη και η αιτιολογία της σύστασης ήταν επαρκής.

 

Προκύπτει από την εξέταση των φακέλων  των ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων  των τελευταίων δέκα χρόνων ότι και οι δύο υποψήφιες αξιολογούνταν σε όλα τα σημεία αξιολόγησης ως εξαίρετες.   Η μοναδική διαφοροποίηση που παρουσιάζεται είναι σε σχέση με την υπηρεσιακή έκθεση του 2007 κατά την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος Δημητρίου Ελένη αξιολογείται σε ένα μόνο στοιχείο, αυτό της Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας, με Εξαίρετα, ενώ η αιτήτρια με Πολύ Ικανοποιητικά.  Σε αρχαιότητα υπερέχει η αιτήτρια κατά 2 χρόνια και 5 μήνες στην προηγούμενη θέση Λειτουργού Ευημερίας 1 ης Τάξης. (Σημειώνω συναφώς ότι στην αμέσως προηγούμενη θέση Ανώτερου Λειτουργού Ευημερίας και οι δύο υποψήφιες προήχθησαν την ίδια ημερομηνία). Σε προσόντα και οι δύο υποψήφιες  κατέχουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αφού κατέχουν Δίπλωμα Ανώτερης Σχολής Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας.

 

Το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας της σύστασης, προς συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο ελέγχεται με αναφορά στα ειδικά περιστατικά της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης. Προκύπτει,  από το περιεχόμενο της σύστασης την οποία έχω παραθέσει αυτούσια, ότι  η Διευθύντρια ναι μεν αναφέρθηκε στα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια αλλά δεν φαίνεται να έχει προβεί στη μεταξύ τους  σύγκριση  και στάθμιση, αποδίδοντας  την ανάλογη σημασία στο κάθε ένα.  Κρίνω επομένως   βάσιμο τον ισχυρισμό της ευπαίδευτης συνηγόρου της  αιτήτριας ότι η Διεύθυντρια δεν προέβηκε σε  ουσιαστική στάθμιση της υπέρτερης, έστω κάπως απομακρυσμένης, αρχαιότητας της  αιτήτριας έναντι της πολύ οριακά καλύτερης βαθμολογίας του ενδιαφερόμενου προσώπου, με  αποτέλεσμα η αρχαιότητα  της πρώτης να μην  έχει αντιπαραβληθεί με την, μόνο κατά ένα «κουτάκι», πολύ οριακή διαφορά σε αξία υπέρ της τελευταίας. 

 

Η βαρύτητα των νόμιμων κριτηρίων προαγωγής δεν μπορεί να προκαθοριστεί.  Η  στάθμιση τους και η βαρύτητα τους σε συνάρτηση με τα στοιχεία των φακέλων αποτελεί αποκλειστικό έργο της αρμόδιας διοικητικής αρχής και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στη σχετική διεργασία (Δέστε:  Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374) . Παρέχεται δε στο διοικητικό όργανο ευρεία ευχέρεια μέσα στο πλαίσιο στάθμισης και συνολικής συνεκτίμησης των ενώπιον του στοιχείων, να αποδώσει περισσότερη σημασία στο ένα κριτήριο αντί στο άλλο.

 

Αναφορικά δε με την αποστολή του προϊσταμένου, στην Μοδίτης (ανωτέρω) έχουν λεχθεί τα ακόλουθα σχετικά:  «Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του.  Να επισημάνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις  ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος».

 

Συνακόλουθα, η απλή παράθεση των στοιχείων των φακέλων και των νόμιμων κριτηρίων χωρίς την αντιπαραβολή και στάθμιση τους από το αρμόδιο διοικητικό όργανο δεν είναι αρκετή από μόνη της  να στηρίξει την υπέρ της συσταθείσας προτίμηση της Διευθύντριας  έναντι των υπολοίπων υποψηφίων, ιδιαίτερα όταν η σύστασή της απαιτείτο να είναι αιτιολογημένη, δεδομένου ότι η θέση είναι θέση προαγωγής και έχοντας επίσης υπόψη τη νομολογιακή αρχή ότι σημασία έχει η γενική εικόνα όπως αναδύεται από τη συνολική και όχι επιμέρους βαθμολογία στις αξιολογικές εκθέσεις.   

 

Ενόψει των πιο πάνω παρατηρήσεων κρίνω ως όχι αβάσιμη τη θέση της ευπαίδευτης  συνηγόρου της αιτήτριας ότι η Διευθύντρια, στην εξεταζόμενη προσφυγή, κατά τη σύσταση της δεν προέβηκε σε  αντιπαραβολή της ουσιαστικά υπέρτερης (έστω και απομακρυσμένης) αρχαιότητας της  αιτήτριας έναντι της πολύ οριακά καλύτερης επιμέρους βαθμολογίας του ενδιαφερόμενου προσώπου στην αξιολογική έκθεση κατά το έτος 2007,  με αποτέλεσμα η σύσταση της να καθίσταται τρωτή και μη αιτιολογημένη συμπαρασύροντας  σε ακυρότητα και  την τελική απόφαση της Επιτροπής, η οποία είχε στηριχθεί  σε αυτή. 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με €1.200 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

                                                               Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                             Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο