ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.1375/2008)

 

19 Μαρτίου, 2010

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 23, 24, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΤΡΗ ΧΡ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ

2.      ΤΜΗΜΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,

 

Καθ΄ων η Αίτηση.

- - - - - -

Α. Χαραλάμπους, για την Αιτήτρια.

 

Α. Καλησπέρα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή είναι μια από σειρά υποθέσεων που ήχθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου από αγοραστές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων πολυτελείας, τα οποία είχαν εισαχθεί και εκτελωνισθεί νόμιμα στην Κύπρο από το Ηνωμένο Βασίλειο, πλην όμως, σύμφωνα με στοιχεία τα οποία δόθηκαν στις αρχές της Δημοκρατίας, επρόκειτο για κλοπιμαία αυτοκίνητα, η εισαγωγή και εγγραφή των οποίων συνοδεύτηκε με παραποιημένα έγγραφα.

 

Στην παρούσα περίπτωση, η αιτήτρια, προφανώς ανυποψίαστη και καλή τη πίστη, αγόρασε κατά το 2007 μεταχειρισμένο αυτοκίνητο τύπου BMW X5, μετά που το όχημα αυτό είχε εισαχθεί στην Κύπρο από το Ηνωμένο Βασίλειο από εταιρεία η οποία κατέβαλε όλους τους οφειλόμενους δασμούς και φόρους. Με επιστολή του ημερομηνίας 9.6.2008, ο Αν. Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων πληροφόρησε την αιτήτρια ότι τέθηκαν ενώπιόν του στοιχεία και πληροφορίες σύμφωνα με τα οποία τα έγγραφα που είχαν παρουσιαστεί κατά την εγγραφή του οχήματος στο Μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων είναι πλαστά ή δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο όχημα που ενεγράφη, ή/και ότι η ταυτότητα του οχήματος είναι παραποιημένη και όχι η χαραχθείσα από τον κατασκευαστή του. Επιπρόσθετα, ότι το ίδιο όχημα ενδέχεται να είναι προϊόν κλοπής. Ως εκ τούτου, το πιστοποιητικό καταλληλότητας του οχήματος έπαυσε να ισχύει. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του Νόμου αρ. 1(Ι)/2007, όπως επληροφορείτο περαιτέρω η αιτήτρια, συνεπεία των ανωτέρω, απαγορευόταν η οδική χρήση του οχήματος το οποίο δεν ήταν πλέον εφοδιασμένο με πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε άδεια κυκλοφορίας του λογιζόταν ως ανασταλείσα μέχρι την εξασφάλιση πιστοποιητικού καταλληλότητας. Μέχρι δε την παρουσίαση αυθεντικών εγγράφων και στοιχείων ως προς την πραγματική ταυτότητα του οχήματος και το πραγματικό ιδιοκτησιακό καθεστώς του, ο Έφορος απαγόρευσε τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης σχετικά με το όχημα, περιλαμβανομένης της μεταβίβασής του, της αποξένωσης και της έκδοσης αδειών και πιστοποιητικών και κάλεσε την αιτήτρια να του παραδώσει το εκδοθέν πιστοποιητικό εγγραφής του οχήματος, την άδεια κυκλοφορίας και το πιστοποιητικό καταλληλότητας.

 

Τις πιο πάνω περιγραφείσες ενέργειες των καθ΄ων η αίτηση προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια, επιζητώντας την ακύρωση των αποφάσεων που της είχαν κοινοποιηθεί. Προβάλλει δε η αιτήτρια 22 συνολικά νομικούς λόγους για τους οποίους ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση των καθ΄ων η αίτηση θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Επειδή αρκετοί από τους λόγους ακύρωσης συνδέονται μεταξύ τους, η αιτήτρια στην αγόρευσή της τους έχει προωθήσει μαζί και έτσι θα εξετασθούν και στην παρούσα απόφαση.

 

Λόγοι ακύρωσης αρ. 1, 12, 18, 20, 21.

 

Με αυτούς τους λόγους ακύρωσης η αιτήτρια προβάλλει την κεντρική της θέση σύμφωνα με την οποία κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν κατά προφανή πλάνη περί το Νόμο και τα γεγονότα και εφάρμοσαν εσφαλμένα το άρθρο 11 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Τεχνικός Έλεγχος και Κέντρα Τεχνικού Ελέγχου) Νόμου αρ. 1(Ι)/2007. Σημειώνεται ότι το άρθρο 11 του Νόμου εκείνου απαγορεύει την οδική χρήση οχήματος που δεν είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό καταλληλότητας. Όμως, όπως εξηγείται στην αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση και όπως είχε γίνει αποδεκτό από το Ανώτατο Δικαστήριο σε άλλες προσφυγές με τα ίδια επίδικα θέματα, στην παρούσα περίπτωση οι καθ΄ων η αίτηση δεν επεστράτευσαν τις πρόνοιες του άρθρου 11 του Νόμου αρ. 1(Ι)/2007, παρά μόνο ο Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων ενήργησε με βάση γενικότερες αρχές του διοικητικού δικαίου περί εξουσίας ανάκλησης διοικητικής πράξης, σύμφωνα με το άρθρο 54(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Στην Υπόθεση αρ. 1376/2008, Βανέσσα Σπύρου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14.10.1999, η οποία αφορούσε τα ίδια ακριβώς επίδικα γεγονότα και θέματα σε σχέση με άλλο εισαχθέν όχημα, ο Χατζηχαμπής Δ. ανέφερε και τα εξής σε απάντηση του ίδιου με εδώ επιχειρήματος:

 

"Το άρθρο 11 προδήλως αφορά μόνο την περίπτωση ανάκλησης μετά από έκτακτο τεχνικό έλεγχο από τον οποίο προκύπτει ότι το όχημα, προφανώς μετά από την έκδοση του πιστοποιητικού καταλληλότητας, δεν είναι πλέον σε κατάλληλη κατάσταση για οδική χρήση (εξ ου και η περίληψη του στο μέρος ΙΙ υπό τον τίτλο «Περιοδικός και Έκτακτος Τεχνικός Έλεγχος - Επανέλεγχος Μηχανοκινήτων Οχημάτων»). Ρυθμίζει λοιπόν, όπως λέγει και η Αιτήτρια, τελείως διαφορετική περίπτωση από την προκειμένη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι γενική δυνατότητα της διοίκησης για ανάκληση διοικητικής πράξης δεν περιορίζεται και δεν εξαντλείται στην ειδική ρύθμιση που αφορά τον έλεγχο της συνεχιζόμενης καταλληλότητας του οχήματος για γενική χρήση, ρύθμιση που γίνεται μόνο για την ειδική περίπτωση εκείνη και όχι γενικά. Ιδιαιτέρως, συνεχίζει να υφίσταται στην περίπτωση που συνιστά και την κλασσική περίπτωση ανάκλησης, όπως η προκειμένη, που διαπιστώνεται εκ των υστέρων ότι η διοικητική πράξη έγινε υπό πλάνη, στα πλαίσια δηλαδή που εκφράζει και το άρθρο 54(4). Είχε λοιπόν η διοίκηση τη δυνατότητα να ανακαλέσει το πιστοποιητικό καταλληλότητας εφ΄ όσον διαπίστωσε ότι οι όροι υπό τους οποίους είχε εκδοθεί και αφορούσαν την ταυτότητα του οχήματος δεν επληρούντο διότι τα στοιχεία της ταυτότητας είχαν παραποιηθεί."

 

Συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση, η οποία υιοθετήθηκε αργότερα και από τον Κραμβή Δ. στην Υπόθεση αρ. 1374/2008, Νεοκλής Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.10.2010.

 

Για αυτούς τους λόγους δεν μπορούν να ευσταθήσουν οι λόγοι ακύρωσης αρ. 1, 12, 18, 20, 21.

 

 

 

 

Λόγοι ακύρωσης αρ. 2, 4, 13.

 

Με αυτούς τους λόγους ακύρωσης εγείρεται και προωθείται το θέμα ότι η επίδικη απόφαση πάσχει για το λόγο της μη διεξαγωγής δέουσας και επαρκούς έρευνας.

 

Όσον αφορά στις διενεργηθείσες έρευνες, αυτές συνοψίζονται με επάρκεια στην σχετική ανταλλαγείσα αλληλογραφία, τα κύρια σημεία της οποίας παρατέθηκαν προηγουμένως. Αυτά τα στοιχεία, και άλλα που λεπτομερώς περιέχονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καταδεικνύουν επαρκή διερεύνηση μεταξύ μελών της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας του Αρχηγείου Αστυνομίας, σε συνεργασία με ειδικά αφιχθέντες Άγγλους ανακριτές οι οποίοι παρέσχαν στοιχεία. Επίσης, καταδεικνύουν, όπως άλλωστε ειδικά αναφέρεται στην επιστολή του Β. Αρχηγού Αστυνομίας, ότι ο έλεγχος και η επιθεώρηση των υπό διερεύνηση οχημάτων, γινόταν σε πλήρη συνεργασία με το Τ.Ο.Μ. (δηλαδή το Τμήμα Οδικών Μεταφορών), του οποίου προΐσταται ο καθ΄ου η αίτηση. Εύλογα, επομένως, προκύπτει το ερώτημα ποία περαιτέρω διερεύνηση θα απαιτείτο να εγίνετο από τον καθ΄ου η αίτηση, προτού αυτός λάβει τις επίδικες αποφάσεις του, και εξίσου εύλογα εξάγεται και το συμπέρασμα ότι η προηγηθείσα έρευνα ήταν επαρκής υπό τις περιστάσεις, κατ΄ εφαρμογή και του άρθρου 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.

 

Ούτε και μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός της αιτήτριας που επίσης προωθήθηκε κάτω από αυτούς τους συνεξεταζόμενους λόγους ακύρωσης ως προς την έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους της διοίκησης. Σύμφωνα με αυτή την εισήγηση, με την αποδοχή της επ΄ ονόματι της αιτήτριας εγγραφής του οχήματος και την έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας και άδειας κυκλοφορίας, δημιουργήθηκε προς όφελος της αιτήτριας μια ευνοϊκή κατάσταση πραγμάτων από τη διοίκηση η οποία δεν μπορούσε αργότερα να συμπεριφερθεί αντινομικά και να ανακαλέσει τις πράξεις της παραβιάζοντας τις αρχές της καλής πίστης σε σχέση με παρατυπίες που όφειλε να εντοπίσει αρχικά. Σε σχέση και με αυτή τη θέση δίδεται η απάντηση στην προαναφερθείσα υπόθεση αρ. 1376/2008 όπου στην σελίδα 8 της απόφασης αναφέρθηκαν και τα εξής, με τα οποία και συμφωνώ:

 

"Εισηγείται ακόμα η Αιτήτρια ότι η απόφαση ήταν παράνομη καθ΄ όσον, με την εγγραφή του αυτοκινήτου, την έκδοση άδειας κυκλοφορίας και την έκδοση του πιστοποιητικού καταλληλότητας δημιουργήθηκε μια ευνοϊκή κατάσταση για την ίδια. Δεν συμφωνώ. Εδώ είναι περίπτωση που η ανάκληση βασίζεται στην παρανομία της αρχικής εγγραφής και έκδοσης των εν λόγω πιστοποιητικών, έστω και αν η Αιτήτρια ήταν αμέτοχη στην παρανομία, και μάλιστα η ανάκληση έγινε σε πολύ σύντομο χρόνο μετά από την έκδοση, ήταν δε δικαιολογημένη. Δεν μπορούσε λοιπόν να υπάρχει θέμα κωλύματος της διοίκησης να προβεί σε ανάκληση, όπως εισηγείται η Αιτήτρια."

 

Ούτε και μπορεί να ευσταθήσει άλλος ισχυρισμός κάτω από τους ίδιους λόγους ακύρωσης, σύμφωνα με τον οποίο οι καθ΄ων η αίτηση με την επίδικη απόφασή τους παραβίασαν την αρχή της ισότητας επειδή δεν απαίτησαν και από την εταιρεία που εισήγαγε και αρχικά ενέγραφε το όχημα στην Κύπρο, να παρουσιάσει τα αυθεντικά έγγραφα ως προς την ταυτότητα του οχήματος.

 

Κατά την άποψή μου, υπό το φως των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν διαφαίνεται να έχει λάβει χώρα καμιά παραβίαση είτε του Άρθρου 28 του Συντάγματος, είτε του άρθρου 38(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Όταν εισήχθηκε το εν λόγω όχημα από την εταιρεία εκείνη στην Κύπρο, ενεγράφη στο μητρώο με βάση τα παρουσιασθέντα στοιχεία, που τίποτε δεν έδειχνε ότι ήσαν πλαστά, ούτε και υπήρχε καμιά πληροφορία ότι το όχημα ενδεχόμενα ήταν κλοπιμαίο και εδιεκδικείτο από άλλους. Όταν όμως αργότερα ο καθ΄ου η αίτηση έλαβε τη σχετική ενημέρωση και τα αποτελέσματα των ερευνών της Αστυνομίας και του Τμήματός του, έλαβε τότε όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα έναντι του προσώπου στο όνομα του οποίου το όχημα ήταν τότε εγγεγραμμένο. Τα δε μέτρα που λήφθηκαν δεν ήσαν τιμωρητικής φύσεως αλλ΄ αποσκοπούσαν αφ΄ ενός στη διαφύλαξη του οχήματος που εδιεκδικείτο ως κλοπιμαίο και κυρίως, στην απαγόρευση της κυκλοφορίας του, αφού η ταυτοποίηση του με οποιοδήποτε εκδοθέν νόμιμο πιστοποιητικό δεν ήταν δυνατή.

 

Επομένως, αυτοί οι λόγοι ακύρωσης δεν μπορούν να ευσταθήσουν.

 

Λόγοι ακύρωσης αρ. 5, 9 και 10.

 

Σύμφωνα με τους προβαλλόμενους τούτους λόγους ακύρωσης, οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν εξουσία να ακυρώσουν το εκδοθέν πιστοποιητικό καταλληλότητας ούτε και να επιβάλουν τους επιβληθέντες όρους στην αιτήτρια.

 

Αυτοί οι λόγοι και ιδιαίτερα η νομιμότητα της ανάκλησης της έκδοσης πιστοποιητικού καταλληλότητας έχουν ήδη απαντηθεί προηγουμένως. Τα παρεπόμενα, όπως η μη ισχύς της εκδοθείσας άδειας κυκλοφορίας, και η απαγόρευση της αποξένωσης και μετεγγραφής του οχήματος, ήσαν τα φυσικά νομικά επακόλουθα της πράξης ανάκλησης.

 

 

 

 

Λόγοι ακύρωσης αρ. 3, 7, 8 και 11.

 

Με παραπομπή σε αποφάσεις από τη νομολογία και στις εφαρμοζόμενες στην περίπτωση νομοθετικές πρόνοιες, η αιτήτρια ισχυρίζεται περαιτέρω και εντάσσει κάτω από αυτούς τους λόγους έφεσης τη γενική θέση της, σύμφωνα με την οποία η επίδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας. Ότι η όποια αιτιολογία δόθηκε για να δικαιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι γενική και αόριστη.

 

Θα διαφωνήσω και με τη θέση αυτή. Λαμβανομένων υπόψη των όσων είχαν προηγηθεί της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, των πληροφοριών που είχαν ληφθεί, της διερεύνησης στα της εισαγωγής και εγγραφής των υπό αναφορά οχημάτων και των αποτελεσμάτων της συντονισμένης διερεύνησης μεταξύ Αστυνομίας Κύπρου - Βρετανικής Αστυνομίας και T.O.M., η αιτιολογία που δόθηκε στην αιτήτρια όπως περιεχόταν στις παραγράφους 1, 2 και 3 της επιστολής, στην οποία ενσωματώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν σαφής, πλήρης και επαρκής.

 

 

 

Λόγος ακύρωσης αρ. 22.

 

Η αιτήτρια επικαλείται τελικά τις πρόνοιες του άρθρου 308 του Ποινικού Κώδικα οι οποίες, κατά την εισήγησή της, είχαν παραβιασθεί από τους καθ΄ων η αίτηση. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 308, ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο αποκτά νόμιμο τίτλο σε αντικείμενο το οποίο είχε προηγουμένως αποκτηθεί με διάπραξη ποινικού αδικήματος η μεταγενέστερη αποδοχή του αντικειμένου, δεν συνιστά ποινικό αδίκημα, αν και ο αποδέκτης γνωρίζει περί του τρόπου της προηγούμενης απόκτησής του. Σύμφωνα λοιπόν με την αιτήτρια, ενώ η ίδια ήταν καλή τη πίστη αγοράστρια η οποία δεν θεωρείται από το νόμο ότι διέπραξε κανένα αδίκημα, εν τούτοις, με την ακύρωση του πιστοποιητικού καταλληλότητας του οχήματός της, αντιμετωπίστηκε ως έχουσα κακή πίστη.

 

Ούτε και αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει. Όπως έχω προαναφέρει, οι ενέργειες στις οποίες προέβηκαν οι καθ΄ων η αίτηση μετά την εξακρίβωση των προαναφερθεισών πληροφοριών, δεν στρέφονταν εναντίον της αιτήτριας, ούτε ήσαν ή θεωρούνται ως τιμωρητικής ή ποινικής φύσεως. Επρόκειτο εδώ περί εγγραφής οχήματος με χρήση πλαστών εγγράφων και περί οχήματος το οποίο ανεζητείτο ως κλοπιμαίο, γι΄ αυτό και λήφθηκαν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούσαν στη διαφύλαξη του οχήματος και στην απαγόρευση κυκλοφορίας ή αποξένωσής του λόγω του τρόπου με τον οποίο είχε εξασφαλιστεί η αρχική εγγραφή του και η έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας, αλλά και της όλης αμφισβήτησης της ίδιας της ταυτότητας του οχήματος. Αναπόφευκτα βέβαια, η αιτήτρια, η οποία φαίνεται να έπεσε θύμα παράνομων ενεργειών άλλων που είχαν προηγηθεί, είναι το πρόσωπο το οποίο δυστυχώς υφίσταται τις συνέπειες, τόσο των προηγηθέντων γεγονότων όσο και των συνεπειών από τη λήψη μέτρων προς αποκατάσταση της τήρησης της έννομης τάξης.

 

Επομένως, ούτε αυτός ο τελευταίος λόγος ακύρωσης που αναπτύχθηκε με την αγόρευση εκ μέρους της αιτήτριας μπορεί να επιτύχει.

 

Άλλοι λόγοι οι οποίοι δεν έχουν ειδικά εξετασθεί, δεν είχαν θιγεί στην αγόρευση και θεωρούνται ότι είχαν συγχωνευθεί με τους εξετασθέντες λόγους, ή ότι είχαν εγκαταλειφθεί.

 

Η προσφυγή αναπόφευκτα απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

   Κληρίδης,

Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο