ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υποθεση αρ. 1256/2008
8 Μαρτίου, 2010.
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28,29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΙΖΙΔΗΣ
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ
ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
.........................
Γ. Παπαδόπουλος για Ηλιάδης και Συνέταιροι, για τον αιτητή
Ευγ. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ' ων η αίτηση
.............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή του ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η Αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερ. 22/5/08 να τερματίσουν την παροχή στον Αιτητή δημοσίου βοηθήματος και του αναπηρικού του επιδόματος και να απαιτήσουν την πληρωμή του ποσού των €49.96 είναι άκυρη παράνομη και στερείται έννομου αποτελέσματος.»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο αιτητής γεννήθηκε στις 6/2/81 και είναι εκ γενετής ανάπηρος (τυφλός). Φοίτησε στη Σχολή Τυφλών και αποφοίτησε στις 20/6/96. Εργαζόταν στην αρχή ως πλανόδιος πωλητής λαχείων και μετά ως τηλεφωνητής στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Στις 20/11/00 τέλεσε τον πρώτο του γάμο με αλλοδαπή και διέλυσε τον γάμο του στις 10/12/00. Τέλεσε τον δεύτερο του γάμο στις 18/1/05 με επίσης αλλοδαπή από την Σρι-Λάνκα. Απέκτησε δύο παιδιά τα οποία είναι επίσης τυφλά και έχουν εγκριθεί ως ανάπηρα και λαμβάνουν χωριστά δημόσιο βοήθημα.
Η σύζυγος του δεν εργάζεται και ουδέποτε προσκόμισε δικαιολογητικά όπως κάρτα ανεργίας ή ιατρική βεβαίωση για ανικανότητα εργασίας, όπως προνοεί ο νόμος, με το δικαιολογητικό ότι φροντίζει τα παιδιά της και οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας το αποδέχθηκαν και δίδουν αναλογία φροντίδας στα δύο παιδιά τους.
Ο αιτητής λάμβανε δημόσιο βοήθημα από 10/1/90 μέχρι το Φεβρουάριο του 2007. Επειδή ο μισθός του δεν ήταν σταθερός, λόγω υπερωριών, του ζητήθηκε γραπτώς να προσκομίσει κατάσταση μισθοδοσίας, για την περίοδο από 1/12/06 μέχρι το Φεβρουάριο του 2007. Στα εισοδήματα του φαίνεται η υπερωριακή απασχόληση του, η οποία δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό του εισοδήματος του, εφόσον το εισόδημα του από υπερωρίες είναι αρκετά ψηλό και σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο οι υπερωρίες πέραν του μισθού του αποτελούν εισόδημα. Για παράδειγμα αναφέρεται ότι κατά το μήνα Φεβρουάριο 2007, η ολική καθαρή του πληρωμή ήταν 1.950,05 λίρες (633 λίρες μισθός και 1.355 λίρες υπερωρίες για το Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2006).
Ο αιτητής κλήθηκε αρκετές φορές να προσκομίσει τις βεβαιώσεις εισοδημάτων του, γιατί το εισόδημα του είχε αυξομειώσεις και έτσι γίνεται σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, αλλά δεν ήταν συνεργάσιμος κατά παράβαση του άρθρου 3(10)(θ) (Ν.95(1)/2006).
Στις 19/10/07 πραγματοποιήθηκε συνάντηση στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λευκωσίας με την αρμόδια Λειτουργό, όπου του εξηγήθηκε η αναγκαιότητα της προσκόμισης μηνιαίας αναλυτικής κατάστασης εισοδήματος με τις υπερωρίες. Ο ίδιος αρνήθηκε εκ νέου, αναφέροντας ότι το ποσό που λαμβάνει από υπερωρίες δεν μπορεί να υπολογίζεται για σκοπούς παροχής δημόσιου βοηθήματος.
Αργότερα όμως, στις 28/2/08, με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 6/2/08, ο αιτητής υπέβαλε καταστάσεις για τις συνολικές απολαβές του για το 2007 τις οποίες, αφού εξέτασαν οι καθ' ων η αίτηση, με την επιστολή τους ημερ. 22/5/08 απέρριψαν το αίτημα του. Έτσι ακολούθησε η παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση (αρχική και απαντητική) υποστηρίζει ότι (α) οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κάτω από πλάνη ως προς το Νόμο και τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης (β) δεν υπήρξε επαρκής έρευνα (γ) κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας των καθ' ων η αιτηση, (δ) παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και (ε) έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται την απόρριψη της προσφυγής αναφέροντας ότι κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους δεν έχει τεκμηριωθεί από τον αιτητή.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αρχίζω την εξέταση της υπόθεσης παραθέτοντας αυτούσιο το κείμενο της επιστολής ημερ. 22/5/08 με το οποίο κοινοποιήθηκε στον αιτητή η προσβαλλόμενη απόφαση. Αυτό έχει ως εξής:
«Σε συνέχεια της επιστολής μας ημερομηνίας 10/5/2008 που στάληκε στο δικηγορικό γραφείο Eliades & Partners, σας πληροφορούμε ότι μετά την λήψη των καταστάσεων των συνολικών απολαβών σας για το έτος 2007, στις 28/2/2008 και τη μελέτη των δικαιωμάτων σας, βάση των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(1)/2006 προκύπτει ότι
α) Το οικογενειακό εισόδημα σας, υπερβαίνει των αναγκών όπως καθορίζονται από τον περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο 95(1)/2006.
β) Στα πλαίσια μελέτης των μηνιαίων εισοδημάτων σας, διαπιστώθηκε ότι υπήρξε υπερπληρωμή λόγω αυξομειώσεων που παρουσιάζονται στο εισόδημα σας. Το ύψος της υπερπληρωμής το οποίο προκύπτει είναι €49.96 και καλείστε να το επιστρέψετε.
γ) Ο φάκελος της περίπτωσης έχει τερματιστεί ηλεκτρονικά και σε περίπτωση νέων δεδομένων θα πρέπει να υποβάλετε νέα αίτηση Δημοσίου Βοηθήματος.
δ) Η Κοινωνική Λειτουργός της περιοχής Λατσιών στην οποία μπορείτε να αποταθείτε για τυχόν απορίες σε σχέση με τα πιο πάνω είναι η κ. Μ. Καραγιάννη.»
Μεταξύ των λόγων ακύρωσης είναι και ο ισχυρισμός περί ελλειπούς αιτιολογίας. Το τι αποτελεί επαρκή αιτιολογία εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
Σε σχέση με το θέμα της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων σχετική είναι η απόφαση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 273, όπου αναφέρονται τα εξής:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»
Βέβαια υπάρχει νομολογία και συγγράμματα που υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων της διοίκησης. Όμως αυτό τότε μόνο πρέπει να γίνεται «εφόσον ευθέως και αμέσως προκύπτει από το φάκελο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του φακέλου». Αυτά υποστηρίζονται, μεταξύ άλλων υποθέσεων και από την απόφαση του Καλλή Δ. στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1223/03-1227/03 Χαράλαμπος Πετεινός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 4/6/04 με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες μεταξύ των οποίων και στην προαναφερθείσα υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας. Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στις υποθέσεις Ράφτη ν. Δημοκρατίας κα (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 365-366,Σολωμού κα ν. Αρχηγού Αστυνομίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 271, Μαραθεύτη ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 26 και Δημοκρατία ν. Bellfoods (2008) 3 Α.Α.Δ. 517.
Το θέμα διέπεται και από τα άρθρα 26-28 του προαναφερθέντος Ν. 158(1)/99. Στο άρθρο 28(2) διαλαμβάνεται ρητά ότι δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση, ούτε και η απλή αναφορά των γενικών όρων του Νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.
Την προσβαλλόμενη απόφαση την παρέθεσα ήδη πιο πάνω. Η αιτιολογία είναι αυτή που φαίνεται στην παράγραφο (α), ότι δηλαδή το οικογενειακό εισόδημα του αιτητή υπερβαίνει των αναγκών όπως καθορίζονται από τον περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο (Ν. 95(1)/2006). Θεωρώ την εν λόγω αιτιολογία ασαφή και ανεπαρκή. Σύμφωνα με το Μέρος ΙΙ του Νόμου 95(1)/2006 με τίτλο «ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΒΟΗΘΗΜΑΤΟΣ», η παροχή τέτοιου βοηθήματος κρίνεται με βάση διάφορους παράγοντες. Στην εν λόγω επιστολή, δεν εξηγείται γιατί ο αιτητής δεν δικαιούται.
Εξέτασα το θέμα και σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 10/5/08 της οποίας η επιστολή της 22/5/08 αποτελεί συνέχεια, αλλά και πάλιν δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό το γιατί το εισόδημα υπερβαίνει των αναγκών του αιτητή. Το άρθρο 3(10(θ) του νόμου που διαλαμβάνει ότι δεν παρέχεται βοήθημα αν ο αιτητής αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες ή στοιχεία στο Διευθυντή σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση, στο οποίο άρθρο γίνεται αναφορά στην επιστολή της 10/5/08, δεν είναι το άρθρο στο οποίο στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αφού αυτή βασίζεται σε στοιχεία που υπέβαλαν οι δικηγόροι του αιτητή στις 28/2/08.
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας αιτιολογίας και αυτός είναι αρκετός λόγος για επιτυχία της προσφυγής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς