ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 94/2009)

 

 

23 Φεβρουαρίου, 2010

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

 

Ευγ. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση, ημερομηνίας 25/11/2008,               με την οποία απερρίφθη η ιεραρχική προσφυγή της  για παροχή σύνταξης ανικανότητας, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης έννομου αποτελέσματος.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή είναι περιληπτικά τα πιο κάτω:

 

Η αιτήτρια στις 11/12/2007 υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων για λόγους υγείας. Στην αίτηση επισυνάπτετο γνωμοδότηση του θεράποντα ιατρού της. Στις 25/6/2008 η αιτήτρια εξετάστηκε και από ειδικό νευρολόγο στον οποίο οι καθ'ων η αίτηση την παρέπεμψαν. Ο τελευταίος γνωμοδότησε ότι η αιτήτρια είναι ικανή για άσκηση του επαγγέλματός της. Σημειώνεται ότι η αιτήτρια από το 1979 μέχρι το 2006 που αφυπηρέτησε, εργαζόταν στις Κυπριακές Αερογραμμές ως λογίστρια στο λογιστήριο της εν λόγω εταιρείας. Σαν αποτέλεσμα η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε στις 9/7/2008. Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας. Η αιτήτρια αντιδρώντας στην απορριπτική απόφαση των καθ'ων η αίτηση, προσέφυγε με ιεραρχική προσφυγή στην αρμόδια Υπουργό, ζητώντας επανεξέταση από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, αίτημα που έγινε δεκτό. Ως αποτέλεσμα, η αιτήτρια κλήθηκε και επανεξετάστηκε από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο και γνωμάτευσε ότι η αιτήτρια είναι ικανή για εκτέλεση του επαγγέλματός της. Υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, οι καθ'ων η αίτηση προχώρησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προς συμπλήρωση των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα προσφυγή, θα πρέπει να λεχθούν και τα πιο κάτω τα οποία συνιστούν κοινό έδαφος.

 

Αρχικά η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτηση να της χορηγηθεί επίδομα ασθενείας για λόγους υγείας. Της καταβλήθηκε το εν λόγω επίδομα αρχικά για την περίοδο 18/6/2007 - 15/10/2007. Στη συνέχεια η αιτήτρια κλήθηκε και εξετάστηκε από το Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Επιδόματος Ασθενείας στις 15/1/2008. Με επιστολή του ημερομηνίας 16/1/2008, δηλαδή την επομένη της εξέτασης, το εν λόγω Ιατροσυμβούλιο πληροφόρησε την αιτήτρια σχετικά με την αίτηση της ότι, «για να μπορέσουμε να την εξετάσουμε είναι απαραίτητο να μας στείλετε τα πιο κάτω πιστοποιητικά μαζί με την επιστολή αυτή». Τα «πιο κάτω» πιστοποιητικά ήταν έντυπο για υποβολή αίτησης για σύνταξη ανικανότητας, το οποίο επισυνάπτετο στην επιστολή του Ιατροσυμβουλίου.

 

Σαν αποτέλεσμα, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας. Πρόκειται για την αίτηση που απορρίφθηκε στις 9/7/2008, με αποτέλεσμα την υποβολή από την αιτήτρια της ιεραρχικής προσφυγής στα πλαίσια της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή, απόφαση. Θα πρέπει να λεχθεί ότι το Ιατροσυμβούλιο που εξέτασε την αιτήτρια για σκοπούς έγκρισης του αιτήματος της για σύνταξη ανικανότητας, ήταν διαφορετικό από το Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Επιδόματος Ασθενείας που την είχε αρχικά εξετάσει. Και τούτο γιατί η εξέταση των δύο Ιατροσυμβουλίων βασίζεται σε διαφορετικά άρθρα της σχετικής με τις κοινωνικές ασφαλίσεις νομοθεσίας. Μετά την απόρριψη του αιτήματος για σύνταξη ανικανότητας, καταβλήθηκε στην αιτήτρια επίδομα ασθενείας και για την περίοδο 16/10/2007 μέχρι 27/12/2007, περίοδο για την οποία η αιτήτρια προσκόμισε σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά.

 

Ως λόγοι ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλονται από την αιτήτρια οι εξής:

 

(1) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο.

 

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης, περιστρέφεται γύρω από τους πιο κάτω άξονες:

 

(α) Ενώ το Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Επιδόματος Ασθενείας, έκρινε ότι η περίπτωση της αιτήτριας «επέβαλλε να εξεταστεί για σύνταξη ανικανότητας» και μάλιστα «κατηύθυνε», σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, την αιτήτρια στην υποβολή σχετικής αίτησης, το Ιατροσυμβούλιο που εξέτασε την υποβληθείσα για σύνταξη ανικανότητας αίτηση της αιτήτριας, την απέρριψε. Η «αντιφατική», όπως την χαρακτηρίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, συμπεριφορά της Διοίκησης, στέρησε από την αιτήτρια την εξέταση του αιτήματος της για επίδομα ασθένειας. «Ποιο από τα δύο Ιατροσυμβούλια ήταν το ορθό;», διερωτάται ο ευπαίδευτος συνήγορος της.

 

(β) Η γνωμάτευση των ιατρών της αιτήτριας και η πραγματική κατάσταση της υγείας της, αγνοήθηκαν παντελώς από το Ιατροσυμβούλιο που εξέτασε την αίτηση για σκοπούς σύνταξης ανικανότητας, με αποτέλεσμα τη λήψη απόφασης με περιεχόμενο εντελώς αντίθετο προς το ιστορικό υγείας της αιτήτριας.

 

(γ) Δεν διερευνήθηκαν οι λόγοι που η αιτήτρια παρά τις προσπάθειες της από το 2006 για εξεύρεση εργασίας, έστω και εργασίας για την οποία δεν είχε γνώση και ειδίκευση, δεν καρποφόρησαν, όπως δεν διερευνήθηκαν οι λόγοι υγείας που την οδήγησαν σε αναγκαστική αφυπηρέτηση από τις Κυπριακές Αερογραμμές, ενώ οι προσωπικές της ανάγκες αγνοήθηκαν παντελώς.

 

(δ) Ενώ είχε διαπιστωθεί ότι λόγω των προβλημάτων υγείας που η αιτήτρια αντιμετώπιζε «παρατηρείτο κατά την εκτέλεση εργασίας εύκολη κόπωση», η αιτήτρια κρίθηκε ικανή προς εργασία. «Για ποιο είδος εργασίας κρίθηκε ικανή;», διερωτάται ο ευπαίδευτος συνήγορος της.

 

(2) Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας.

 

Η αρμόδια Υπουργός δεν αιτιολογεί με οποιοδήποτε τρόπο την απόφαση της. Αντί να υιοθετήσει την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου του Τμήματος Επιδόματος Ασθενείας, που ήταν, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, και το σώμα που «κατηύθυνε» την αιτήτρια στην υποβολή της αίτησης για σύνταξη ανικανότητας, υιοθέτησε την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου που έκρινε την αιτήτρια ικανή προς εργασία, απόφαση που ήταν και η πλέον δυσμενής για την αιτήτρια.

 

 Οι θέσεις των καθ'ων η αίτηση είναι περιληπτικά οι πιο κάτω:

 

(α) Ο ρόλος του Ιατροσυμβουλίου του Τμήματος Επιδόματος Ασθενείας, το οποίο ήταν το Ιατροσυμβούλιο που εξέτασε την αιτήτρια σχετικά με το αίτημα της για επίδομα ασθενείας και το οποίο απέστειλε στην αιτήτρια την επιστολή 16/1/2008 με επισυνημμένο το έντυπο για υποβολή αίτησης για σύνταξη ανικανότητας, δεν είναι δεσμευτικός. Ο ρόλος του είναι καθαρά συμβουλευτικός και συνεπώς η υποβολή του αιτήματος για σύνταξη ανικανότητας ήταν αποκλειστικά επιλογή της αιτήτριας.

 

(β) Η αρμόδια Υπουργός υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας, αφού μελέτησε τα δεδομένα της υπόθεσης το σύνολο των οποίων ήταν ενώπιόν της. Και η γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου που υιοθέτησε η αρμόδια Υπουργός, ήταν το προϊόν ενδελεχούς έρευνας.

 

(γ) Η αιτήτρια, η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, απέτυχε να το πράξει. Η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται επί της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο αποφάσισε κατά τρόπο τεκμηριωμένο ότι η αιτήτρια ήταν ικανή για το επάγγελμα της λογίστριας.

 

(δ) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, κάτι το οποίο προκύπτει από αυτή την ίδια τη γνωμοδότηση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, η οποία είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Έχοντας συνοψίσει τις εκατέρωθεν θέσεις, προχωρώ να εξετάσω την ουσία της προσφυγής.

 

Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση της αρμόδιας Υπουργού ημερομηνίας 25/11/2008, με την οποία απερρίφθη η ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας. Συνεπώς το ερώτημα του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας «ποιο από τα δύο Ιατροσυμβούλια, το Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Επιδόματος Ασθενείας ή το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο που εξέτασε την αιτήτρια για σκοπούς σύνταξης ανικανότητας, είναι το ορθό;», δεν μπορεί να έχει θέση στην περίπτωση μας. Με το εν λόγω ερώτημα αφήνεται, εμμέσως πλην σαφώς, από την αιτήτρια να νοηθεί ότι με την ενέργεια του να αποστείλει στην αιτήτρια την επιστολή ημερομηνίας 15/1/2008 με επισυνημμένο έντυπο υποβολής αιτήματος για σύνταξη ανικανότητας, το Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Επιδόματος Ασθενείας είτε αρνήθηκε να εξετάσει το σχετικό αίτημα της είτε το απέρριψε, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη ενέργεια του να εμπίπτει στην εμβέλεια του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Έστω και αν θεωρήσουμε τη συγκεκριμένη ενέργεια του εν λόγω Ιατροσυμβουλίου ότι εμπίπτει στην εμβέλεια του εν λόγω άρθρου του Συντάγματος, κάτι για το οποίο δεν αποφαίνομαι, η νομιμότητα της δεν μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής. Και αυτό απλά γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα θα προσέκρουε στον κανόνα που απαγορεύει παρεμπίπτοντα έλεγχο στη νομιμότητα διοικητικών πράξεων, οι οποίες θα έπρεπε να είχαν αποτελέσει αντικείμενο άλλης προσφυγής. (Βλ. Καλαϊτζής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 554 και Λάρκος ν. Δημοκρατίας (2006)                 3 Α.Α.Δ. 745).

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η αρμόδια Υπουργός δεν διενήργησε δική της έρευνα ούτε εξέτασε τους λόγους της ιεραρχικής προσφυγής προτού                  την απορρίψει. Απλά υιοθέτησε το περιεχόμενο του πορίσματος του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, επισφραγίζοντας ουσιαστικά, τις ενέργειες του.

 

Όπως έχει νομολογηθεί, σκοπός της ιεραρχικής προσφυγής δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου, αλλά η υπόθεση εξετάζεται εξ υπαρχής, χωρίς το ιεραρχικά ανώτερο όργανο να δεσμεύεται με οποιοδήποτε τρόπο με την απόφαση του κατώτερου οργάνου.  (Βλ. Ε. Kyriakou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1207 και Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426).

 

Έχει επίσης νομολογηθεί ότι «. το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε επανεκτίμηση των γεγονότων και να υποκαταστήσει την κρίση της αρμόδιας αρχής με τη δική του». (Mohammad Reza Zahmatkesh ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 376).

 

Οι πρόνοιες του εδαφίου (3) του άρθρου 78 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, προβλέπουν ότι:

 

"78.-(3) Όταν ο λόγος ή ένας από τους λόγους της προσφυγής, αφορά γνωμάτευση ή απόφαση Ιατρικού Συμβουλίου, ο Υπουργός παραπέμπει την υπόθεση για επανεξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο."

 

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση έγινε ακριβώς αυτό. Η αρμόδια Υπουργός παρέπεμψε την υπόθεση της αιτήτριας για επανεξέταση από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο και γνωμοδότησε ότι «Με βάση την κλινική εξέταση και λοιπά ιατρικά στοιχεία η αιτήτρια κρίνεται ικανή για το επάγγελμα της λογίστριας σε πλήρη απασχόληση. Η ασθένεια της είναι σε ύφεση χωρίς να της δημιουργεί λειτουργικά προβλήματα».

 

Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο δεν γνωμοδότησε με βάση τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Πρωτοβάθμιου Ιατροσυμβουλίου, ούτε και η έρευνα του Πρωτοβάθμιου Ιατροσυμβουλίου αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της αιτήτριας, αποτέλεσε με οποιοδήποτε τρόπο βάση επί της οποίας το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο βάσισε τη γνωμοδότησή του. Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο διενήργησε εξ υπαρχής έρευνα, τη δική του έρευνα, σαν αποτέλεσμα της οποίας κατέληξε στα δικά του ευρήματα και συμπεράσματα.  Και είναι στα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με βάση τη δική του έρευνα που το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο βάσισε τη γνωμοδότηση του περί ικανότητας της αιτήτριας να εργαστεί ως λογίστρια στη βάση πλήρους απασχόλησης. Στα πλαίσια της εν λόγω έρευνας η αιτήτρια υπεβλήθη σε σειρά εξειδικευμένων εξετάσεων, το είδος, ο τύπος και η φύση των οποίων περιγράφεται σε σχετικά έντυπα (Παραρτήματα 6 και 7 στην ένσταση). Στα ίδια έντυπα είναι καταχωρημένες οι λεπτομέρειες των ευρημάτων και διαπιστώσεων του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου όπως και των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε, ενώ παράλληλα εξειδικεύονται οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκεκριμένη γνωμοδότηση. Στα εν λόγω ευρήματα και συμπεράσματα περιλαμβάνεται η διαπίστωση της ασθένειας gravis από την οποία η αιτήτρια υποφέρει. Παράλληλα περιλαμβάνεται διαπίστωση του Ιατροσυμβουλίου ότι η συγκεκριμένη ασθένεια «βρίσκεται σε ύφεση». Τέλος, διαπιστώνεται και διατυπώνεται η αναγκαιότητα επανεξέτασης της αιτήτριας «σε δύο χρόνια ή σε περίπτωση άμεσης επιδείνωσης της υγείας της».

 

Η αρμόδια Υπουργός ρητά παραπέμπει στους εξειδικευμένους λόγους που οδήγησαν το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο στη λήψη της υπό αμφισβήτηση γνωμοδότησης του, σαφώς εν γνώσει των στοιχείων που ο φάκελος ευθέως αποκάλυπτε περιλαμβανομένων αυτών που περιέχονται στα Παραρτήματα 6 και 7 στην ένσταση. Επίσης εν γνώσει των παραστάσεων της αιτήτριας στην ιεραρχική προσφυγή της. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την επιστολή  ημερομηνίας 25/11/2008, με την οποία η Υπουργός κοινοποιεί στην αιτήτρια την απόφαση της, την οποία η αιτήτρια προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

 

". Μετά από εξέταση της υπόθεσης και αφού έχω λάβει υπόψη τα στοιχεία και τις ιατρικές μαρτυρίες που βρίσκονται στο φάκελο σας καθώς και την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου που σας εξέτασε στις 17/9/2008, κρίνω ότι όντως συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υιοθέτηση της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου το οποίο σας έχει κρίνει ικανή για εκτέλεση της εργασίας σας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 38 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.

 

     Ως εκ τούτου, η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψει την αίτηση σας για σύνταξη ανικανότητας ημερ. 9/7/2008, δεν μπορεί να αναθεωρηθεί γιατί τέτοια ενέργεια θα ήταν αντίθετη με ρητές πρόνοιες της νομοθεσίας. ."

 

 

Επομένως η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και κατ' επέκταση καθίσταται αδύνατο να ελεγχθεί δικαστικά, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Δεν με βρίσκει σύμφωνο επίσης η θέση ότι στην υπό κρίση περίπτωση απαιτείτο άλλη περαιτέρω εξειδίκευση ως προς τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. (Polyancon Estates Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 52/2007, 2/7/2009).

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας. Έχει νομολογηθεί ότι στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσης που λήφθηκαν υπόψη από τη Διοίκηση, η κρίση της οποίας επί τέτοιων θεμάτων στην ουσία παραμένει ανέλεγκτη. Εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πρόδηλο λάθος στην όλη εξέταση του θέματος. Κοντολογίς το ζητούμενο είναι αν όλα τα στοιχεία λήφθηκαν υπόψη και διερευνήθηκαν δεόντως προτού ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων ν. Περικλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 619, 626, 627, και CCC Laundries Limited v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 167/2006, 7/7/2009).

 

Στην προκείμενη περίπτωση το κατά πόσο η αιτήτρια ήταν ικανή προς εργασία και ειδικότερα ικανή για το επάγγελμα της λογίστριας σε πλήρη απασχόληση, δεν είναι θέμα για το οποίο το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί. Η ουσία είναι ότι όλα τα στοιχεία περιλαμβανομένων αυτών που η αιτήτρια έθεσε ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, λήφθηκαν υπόψη και η περίπτωση της εξετάστηκε σφαιρικά αλλά το αποτέλεσμα ήταν αυτό που το Ιατροσυμβούλιο διαπιστώνει με τη γνωμοδότησή του. Κατά συνέπεια δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα και εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία υπενθυμίζω ρητώς παραπέμπει στα στοιχεία που ο φάκελος αποκαλύπτει και στη γνωμοδότηση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, καταλήγω ότι η τελική κρίση ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν παρέχεται περιθώριο για επέμβαση.

 

Με αναφορά στην ενέργεια του Πρωτοβάθμιου Ιατροσυμβουλίου να αποστείλει στην αιτήτρια την επιστολή ημερομηνίας 16/1/2008, με επισυνημμένο έντυπο για υποβολή αιτήματος για σύνταξη ανικανότητας, όπως και στο πόρισμα του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου σύμφωνα με το οποίο η αιτήτρια κρίθηκε ικανή προς εργασία, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας χαρακτήρισε τη συμπεριφορά της Διοίκησης «αντιφατική», θέτοντας έτσι κατά τρόπο έμμεσο πλην όμως σαφή, θέμα παράβασης από πλευράς της Διοίκησης της αρχής της καλής πίστης. Ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Αν η αιτήτρια θεωρούσε τη συγκεκριμένη ενέργεια του Πρωτοβάθμιου Ιατροσυμβουλίου ως άρνηση να εξετάσει το αίτημα της για επίδομα ασθενείας ή ως απόρριψη του εν λόγω αιτήματος, θα μπορούσε να προσφύγει στο Δικαστήριο, πράγμα που δεν έπραξε. Εν πάση περιπτώσει, στην αιτήτρια, μετά την απόρριψη του αιτήματος της για σύνταξη ανικανότητας, καταβλήθηκε επίδομα ασθενείας για ολόκληρη την περίοδο για την οποία είχε υποβάλει σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά.

 

 

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. σε βάρος της αιτήτριας.

 

 

 

 

 

 

                                                       Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                     Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο