ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 687/2007)
17 Φεβρουαρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Λ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Ε. Γαβριήλ, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ήταν μεταξύ των υποψηφίων για την πλήρωση τεσσάρων μόνιμων θέσεων Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως.
Η καθ΄ ης η αίτηση (ΕΔΥ), στα πλαίσια της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων, κάλεσε τον αιτητή να προσέλθει σε γραπτή εξέταση που θα διεξαγόταν στις 13.9.2006. Ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 10.9.2006, μεταξύ άλλων και προς την ΕΔΥ, πληροφόρησε τους παραλήπτες ότι δεν θα λάμβανε μέρος στη γραπτή εξέταση, χωρίς αυτό να συνεπάγεται και έλλειψη ενδιαφέροντος για τις υπό πλήρωση θέσεις. Ταυτόχρονα υπέβαλε σωρεία αιτημάτων που αφορούσαν σε ζητήματα και γεγονότα εξ αντικειμένου άσχετα με το θέμα της αίτησης του για τις υπό πλήρωση θέσεις, πολλά από τα οποία έθεσε προς εξέταση ανεπιτυχώς ως λόγους ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο και στο παρελθόν (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1336/00, ημερ. 10.9.2003 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 236).
Ο αιτητής ζήτησε με την πιο πάνω επιστολή του να εξεταστούν, μεταξύ άλλων και η παράνομη συμπεριφορά εις βάρος του καθώς και η κατ΄ ισχυρισμό ηθική παρενόχληση και οι απειλές εντός του γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως κατά την διάρκεια της υπό δοκιμασία υπηρεσίας του εκεί.
Ζήτησε επίσης να εξεταστούν από ανεξάρτητο ερευνώντα λειτουργό οι ενέργειες της Επιτρόπου Διοικήσεως και μελών του γραφείου της για πειθαρχική και ποινική ευθύνη σχετικά με το χειρισμό των υπηρεσιακών του θεμάτων καθώς και πιθανή δυσφήμηση του από την αναφορά στο πρακτικό ημερ. 10.05.00 της ΕΔΥ για μη ικανοποιητική διαγωγή του, θέμα για το οποίο δεν είχε ενημερωθεί. Ζήτησε ακόμα να εξεταστεί θέμα παραβίασης ιατρικού απορρήτου καθώς και επέμβασης στην ιδιωτική του ζωή. Αναφέρθηκε σε περιστατικό της 12.07.00 όταν υπάλληλος της ΕΔΥ με τη συμμετοχή οργάνου της ΚΥΠ, τον επισκέφθηκαν αργά το βράδυ στην οικία του για να του επιδώσουν κλήση να παρουσιασθεί την επομένη σε Ιατροσυμβούλιο.
Οι καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 10.9.2006 προς τον αιτητή απαντούν:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 10.9.2006, η οποία απευθύνεται μεταξύ άλλων και στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, σχετικά με την πρόθεσή σας να μην προσέλθετε στη γραπτή εξέταση που διεξήχθηκε στις 13.9.2006 από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, που συστάθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας πλήρωσης τεσσάρων κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, καθώς επίσης σειρά άλλων θεμάτων και επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι:
1. Η διαδικασία για την πλήρωση των τεσσάρων κενών θέσεων Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως βρίσκεται υπό εξέλιξη και δεν έχει υποβληθεί η σχετική έκθεση από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή. Ενόψει τούτου, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει τη δήλωσή σας για μη προσέλευση στην προαναφερθείσα γραπτή εξέταση.
2. Τα θέματα τα οποία απαριθμείτε στην προαναφερθείσα επιστολή σας έτυχαν εξέτασης στο παρελθόν από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Συναφώς επισημαίνεται ότι αυτά είχαν απορριφθεί πρωτόδικα και κατ΄ έφεση. Η Προσφυγή αρ. 1336/2000 και η Αναθεωρητική Εφεση αρ. 3709 είναι σχετικές και το περιεχόμενό τους αποτελεί δεδικασμένο.»
Η υπό εξέταση προσφυγή έχει ως αντικείμενο το περιεχόμενο της προαναφερόμενης επιστολής. Ο αιτητής φαίνεται να θεωρεί ότι η ΕΔΥ είχε συνεχιζόμενη υποχρέωση διερεύνησης των παραπόνων του παρά το ότι από 31.8.00 έπαυσε να είναι δημόσιος υπάλληλος (μετά από την παραίτηση του) και ότι η προσβαλλόμενη πράξη ισοδυναμεί με παράλειψη οφειλομένης ενέργειας. Οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης αλλά πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα.
Οι διάδικοι κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις για το προδικαστικό ζήτημα το οποίο προέχει προς εξέταση. Είναι σαφές ότι το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης επιστολής πληροφορεί τον αιτητή σχετικά με το στάδιο εξέλιξης της διαδικασίας των υπό πλήρωση θέσεων, χωρίς να τοποθετείται ούτε ως προς την αποχή του από τις γραπτές εξετάσεις (ορθά, αφού οι συνέπειες θα καθορίζονταν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή) ούτε ως προς τα πολλαπλά αιτήματα του προς διερεύνηση. Συνεπώς δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα για τον αιτητή ούτε περιέχει εκτελεστή απόφαση ή παράλειψη υποκείμενη σε ακυρωτικό έλεγχο βάσει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος.
Τα θέματα που θίγει ο αιτητής, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τους και το αν συνεπάγονται παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων (θέμα για το οποίο ισχυρίζεται ότι έχει προσφύγει στο ΕΔΑΔ), ανάγονται σε περιστατικά τουλάχιστον 10 χρόνων τα οποία, εν πάση περιπτώσει εμποδίζεται να επαναφέρει κατά το δοκούν στην παρούσα προσφυγή, λόγω του ακυρωτικού αποτελέσματος στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 236 από την οποία το σχετικό απόσπασμα:
«Ο αδελφός μας Δικαστής αντιμετώπισε ορθά αυτές τις εισηγήσεις. Όπως υπέδειξε, τα θέματα που ο Εφεσείων είχε θέσει με προηγούμενα παράπονα του θα μπορούσαν να ήσαν σχετικά αν επρόκειτο για την αρχική διαδικασία που είχε ως αντικείμενο το κατά πόσο ο Εφεσείων θα έπρεπε να μονιμοποιηθεί ή όχι. Η διαδικασία εκείνη όμως ουσιαστικά διεκόπη με την υποβολή της παραίτησης του Εφεσείοντα στα πλαίσια της οποίας δεν ήσαν πλέον σχετικά τα θέματα εκείνα. Φρονούμε και εμείς ότι, με δεδομένη τώρα την επιθυμία του ίδιου του Εφεσείοντα να παραιτηθεί, η όλη προηγούμενη διαδικασία, η οποία ουσιαστικό σκοπό είχε να δώσει στον Εφεσείοντα την ευκαιρία να εξηγήσει γιατί να μην ετερματίζοντο οι υπηρεσίες του, έχασε το νόημα της εφ΄ όσον το ζητούμενο δεν ήταν πλέον ζητούμενο αλλά επιθυμία του ιδίου του Εφεσείοντα, ως δεσπόζον και κυρίαρχο στοιχείο. Το καθήκον της ΕΔΥ διαφοροποιείτο πλέον αναλόγως και εμειώνετο στη διερεύνηση εκείνων των στοιχείων που αφορούσαν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της να εγκρίνει ή όχι την παραίτηση. Και εφ΄ όσον ούτε η Επίτροπος Διοικήσεως επεσήμανε τέτοια στοιχεία παρά μάλλον συνιστούσε την αποδοχή της παραίτησης ούτε η ΕΔΥ είχε λόγο να μην την εγκρίνει, δεν υπάρχει έρεισμα σε οποιαδήποτε εισήγηση ότι η ΕΔΥ ενήργησε με σπουδή και χωρίς δέουσα έρευνα.»
Σχετική επί του προκειμένου είναι και η Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007 ) 3 ΑΑΔ, 38.
Ο ίδιος ο αιτητής, μετά την παραίτηση του από τη δημόσια υπηρεσία, απεμπόλησε οποιαδήποτε δυνατότητα μελλοντικής εξέτασης των ισχυρισμών του τόσο από τη διοίκηση όσο και από το ακυρωτικό δικαστήριο. Ούτε στα πλαίσια της παραίτησης του, ούτε φυσικά στην παρούσα διαδικασία υπήρχε νομική υποχρέωση της ΕΔΥ να εξετάσει τα εν λόγω θέματα.
Για να έχει η διοίκηση τέτοιο νομικό καθήκον το οποίο, εφόσον παραλείπει να πράξει, θεωρείται «παράλειψη», στην έννοια του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, θα πρέπει αυτό που έπρεπε να πράξει να αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Μια παράλειψη υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο Νόμος.
Στη Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑ. 165, σελ. 167 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Το επίδικο θέμα όπως στοιχειοθετείται στην προσφυγή, συνίσταται στην παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος. Παραλείψεις της Διοίκησης είναι εκτελεστές και μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο αναθεώρησης μόνο εφόσον η λήψη θετικής ενέργειας επιβάλλεται από το νόμο (βλ. μεταξύ άλλων, Mustafa Humza Uludag v. Republic 5 R.S.C.C. 131, Police Association and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 1, The Cyprus Tannery Ltd v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 405 και Ekaterini Colocassidou Costea v. Republic (1983) 3 C.L.R. 115).
Όπου ο νόμος παρέχει εξουσία για διοικητική ενέργεια και αφήνει την άσκησή της στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου να προβεί στη λήψη απόφασης δεν είναι εκτελεστή. Η έκδοση απόφασης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του οργάνου και ό,τι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης είναι η άσκηση της διακριτικής ευχέρεια και απόφαση η οποία συναρτάται με αυτή.»
(Βλ. επίσης Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 ΑΑΔ 219.
Η καθ' ης η αίτηση δεν είχε καμιά νομική υποχρέωση να εξετάσει τα παράπονα του αιτητή. Θεωρητικά θα υπήρχε τέτοια υποχρέωση, προκύπτουσα από την αρχή της χρηστής διοίκησης στα πλαίσια συγκεκριμένης διαδικασίας ενόσω ακόμα ο αιτητής υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος. Η ΕΔΥ όμως δεν είναι πλέον εργοδότης του.
Ούτε τα άρθρα 81 και 82 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου βοηθούν την περίπτωση του αιτητή γιατί αφενός, προνοούν για πράξεις διακριτικής ευχέρειας και αφετέρου, οι αόριστες καταγγελίες του αιτητή για πειθαρχική ευθύνη υπαλλήλων στο γραφείο της Επιτρόπου Διοίκησης δεν στρέφονται εναντίον συγκεκριμένων προσώπων ούτε και συνοδεύονται από πρόταση της αρμόδιας αρχής ώστε να ενεργοποιείται η υποχρέωση της Επιτρόπου Διοικήσεως ή της ΕΔΥ για έρευνα σε αυτή τη νομική βάση.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Η επιστολή ημερ. 10.9.2006, αντικείμενο της προσφυγής, έχει πληροφοριακό χαρακτήρα και στερείται εκτελεστότητας.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή με €1200 έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.