ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση  Αρ. 453/2009)

 

5 Φεβρουαρίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 35, 125,  146 ΚΑΙ 179 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΤΣΟΥΝΤΑ,

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Α. Τσούντας, για  την Αιτήτρια.

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Η αιτήτρια με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως ζητά από το Σεβαστό Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

 

«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 31.10.2008, αριθμός δημοσιεύσεως 7445, και με την οποίαν οι Καθ΄ ων η Αίτηση προήγαγαν σε Ανώτερο Ασφαλιστικό Λειτουργό Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων από 1.10.2008 το Ενδιαφερόμενο μέρος Γεωργία Πέτρου αντί και ή στη θέση της Αιτητρίας είναι άκυρη και ή παράνομη και εστερημένη εννόμου αποτελέσματος.»

 

 

Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής και η διαδικασία πλήρωσης της άρχισε με τον καθιερωμένο τρόπο. Εκείνο που ενδιαφέρει για σκοπούς της εξεταζόμενης προσφυγής είναι η συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 22/9/08 κατά την οποία δόθηκε η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ενδιαφερόμενου προσώπου και λήφθηκε η επίδικη απόφαση.

 

Ο Διευθυντής, προβαίνοντας στη σύσταση του, ανέφερε τα εξής:

 

« Έχω μελετήσει, με προσοχή τόσο τους Προσωπικούς Φακέλους όσο και τους Φακέλους των Ετήσιων Εμπιστευτικών Υπηρεσιακών Εκθέσεων των προάξιμων υποψηφίων. 'Έχω, επίσης, διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους τους και έχω συλλέξει στοιχεία και πληροφορίες για την ικανότητα και την προσφορά τους στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Με βάση τα πιο πάνω, τις προσωπικές μου απόψεις και λαμβάνοντας υπόψη τα τρία κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα  σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολο τους και αποδίδοντας σ' αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης και την καταλληλότητα  των υποψηφίων γι' αυτήν, συστήνω για προαγωγή την Πέτρου Γεωργία η οποία υπερτερεί σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων που δε συστήνονται.

 

Σ' ότι αφορά την αξία, όπως αυτή προκύπτει από τις Ετήσιες Εμπιστευτικές Υπηρεσιακές Εκθέσεις, στο σύνολό τους, με έμφαση στα πέντε τελευταία έτη, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αυτή  βρίσκεται στα ίδια περίπου επίπεδα με τους υποψηφίους που δε συστήνονται.

 

Η υποψήφια που συστήνεται δεν υστερεί σε προσόντα έναντι των προάξιμων υποψηφίων, εκτός από τη Σολωμού Σωτηρία, η οποία διαθέτει Accounting Higher L.C.C., προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, που όμως δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, απέδωσα σε αυτό την ανάλογη βαρύτητα και το συνεκτίμησα με τα άλλα στοιχεία κρίσης.

 

Σημειώνω, επίσης, ότι η υποψήφια Δρουσιώτη Ελένη διαθέτει Certificate of Secretarial Arts, Cyprus College (1971-72), προσόν που δεν είναι, όμως, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, επομένως, δεν απέδωσα σε αυτό ουσιώδη βαρύτητα.

 

Ενόψει των ανωτέρω, λοιπόν, θεωρώ ότι η Πέτρου Γεωργία, την οποία συστήνω, υπερέχει των λοιπών προάξιμων υποψηφίων και είναι καταλληλότερη για προαγωγή.».

 

 

Ο Διευθυντής μετά την παράθεση της σύστασης του, αποχώρησε από τη συνεδρία και στη  συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και κατέληξε ότι η κα Γ. Πέτρου υπερέχει των άλλων υποψηφίων και  την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη για προαγωγή στην μόνιμη θέση του Ανώτερου Ασφαλιστικού Λειτουργού, από 1.10.2008.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, για να επιτύχει την ακύρωση της επίδικης απόφασης, εισηγείται πως η σύσταση του Διευθυντή πάσχει πολλαπλώς και δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, σύμφωνα με τις αρχές που υιοθέτησε η νομολογία. Ειδικότερα, διατείνεται ότι η κρίση του Διευθυντή  διαμορφώθηκε αυθαίρετα και μη αξιοκρατικά, από διαβουλεύσεις ή απόψεις που πήρε από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτει ποιοι ήταν αυτοί ή τι ελέχθη από αυτούς. Οι  απόψεις εκείνες  των προϊσταμένων οι οποίες συντέλεσαν στη διαμόρφωση της σύστασης δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένες. Περαιτέρω, από το  κείμενο της σύστασης δεν διακρίνεται ο αποχρών  λόγος  της προτίμησης του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου. Ελλείπει επομένως η απαιτούμενη αιτιολογία και τα περιστατικά ή τα στοιχεία εκείνα πέραν του φακέλου που θα δικαιολογούσαν την προτίμηση του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου. Εφόσον η  σύσταση απλώς αναφερόταν στα στοιχεία των φακέλων, τα οποία ήδη βρίσκονταν ενώπιον της ΕΔΥ, η αξία της σύστασης του Διευθυντή ήταν μηδενική. Ο Διευθυντής επίσης, παραγνώρισε την υπεροχή της αιτήτριας σε αξία καθώς κατά τα τελευταία χρόνια, η τελευταία έχει άριστες υπηρεσιακές εκθέσεις συγκεντρώνοντας σε όλα τα επιμέρους στοιχεία το βαθμό εξαίρετα κάτι το οποίο δεν ισχύει για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος κάνει αναφορά στο πόσο σημαντική είναι  η υπεροχή σε αξία ακόμη και  κατά τρία περισσότερα εξαίρετα  και παραπέμπει σε αποφάσεις αναφορικά με το πώς, σε άλλες περιπτώσεις, μέτρησαν τέτοιες διαφορές.  Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι  ο Διευθυντής παραγνώρισε ότι η αιτήτρια υπερέχει σε σύνολο αρχαιότητας έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου επειδή, πριν να προαχθεί σε μόνιμο Ασφαλιστικό Γραφέα την 1.5.72,  αυτή εργαζόταν ως ημερομίσθια στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Η εργασία της εκείνη κατά την περίοδο 4.7.1968-30.4.1972, σύμφωνα πάντοτε με τον ισχυρισμό του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας , προσθέτει και επαυξάνει την αξία της λόγω μεγαλύτερης πείρας. Ο Διευθυντής παρέλειψε επίσης να αναφερθεί στο πρόσθετο, μη απαιτούμενο, προσόν της  αιτήτριας το ότι δηλαδή είχε φοιτήσει στο Τεχνικό και Οικονομικό Ινστιτούτο Λευκωσίας στο Τμήμα Γραμματέων από 16 Οκτωβρίου 1967 μέχρι 2 Ιουλίου 1968. Εν γένει η σύσταση του Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη και επομένως δεν θα έπρεπε να είχε  προσμετρήσει αυξάνοντας την αξία της αιτήτριας. Συνακόλουθα η κρίση της ΕΔΥ  θα πρέπει να θεωρηθεί πάσχουσα και λανθασμένη αφού απλά δέχτηκε τη σύσταση, χωρίς να ζητήσει περαιτέρω επεξηγήσεις από το Διευθυντή. Καταλογίζεται  επίσης ελλιπής έρευνα σε σχέση με το μη απαιτούμενο  πρόσθετο προσόν αλλά και  σε σχέση με την πείρα της αιτήτριας που, κατ' ισχυρισμό, παραγνωρίστηκαν ή εν πάση περιπτώσει  δεν αποτιμήθηκαν ορθά ως προς τη βαρύτητά τους, με  τελικό αποτέλεσμα να επιλεγεί, παράτυπα, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. 

 

Από την άλλη πλευρά, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση,  ο ευπαίδευτος συνήγορός τους  υποδεικνύει ότι όλα τα στοιχεία ήταν ενώπιον τόσο του Διευθυντή όσο και της ΕΔΥ παρέχοντας την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς τους λόγους προτίμησης του ενδιαφερόμενου μέρους το οποίο ως προς την αξία ήταν «περίπου ισοδύναμο» με την αιτήτρια, (όπως προκύπτει από τους σχετικούς φακέλους),  δεν υστερούσε σε προσόντα  και είχε διοριστεί στην υπηρεσία, στη θέση Ασφαλιστικού Λειτουργού 3ης Τάξης νωρίτερα από την αιτήτρια  κατά 2 χρόνια και επομένως ορθά θεωρήθηκε ότι υπερτερούσε σε αρχαιότητα. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέθετε επίσης, υπέρ του,  τη σύσταση του Διευθυντή , η οποία και αποτελεί ένα ουσιώδες, ανεξάρτητο και ξεχωριστό στοιχείο προσδιορισμού της αξίας και επομένως δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί από  την ΕΔΥ. Τα τρία περισσότερα, «εξαίρετα», της αιτήτριας κατά τα τελευταία πέντε χρόνια δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκή αιτιολογία για τυχόν  παράκαμψη  της  σύστασης του Διευθυντή.

 

Η αναζήτηση πληροφοριών από προϊσταμένους των υποψηφίων, για την υπηρεσιακή απόδοση τους, προς μορφοποίηση της προσωπικής άποψης του Διευθυντή για την αξία των υποψηφίων, κρίθηκε κατ' επανάληψη, παραδεκτή από τη νομολογία.

 

Έχει επίσης καθιερωθεί νομολογιακά ότι ο Διευθυντής δεν έχει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων που συνέλεξε από τους άμεσα προϊσταμένους  των υποψηφίων και  αποκάλυψης των σχετικών πηγών των πληροφοριών του (Δέστε: Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480 και Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213). Ακόμη  ο προϊστάμενος δεν έχει υποχρέωση να αναφερθεί σε όλους τους υποψήφιους ή σε υποψήφιους που δεν επιθυμεί να συστήσει (Δέστε: Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170).

 

Προκύπτει από την εξέταση των φακέλων  των ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων  των τελευταίων πέντε χρόνων δηλαδή της περιόδου 2003-2007, στην οποία δόθηκε βαρύτητα από το Διευθυντή, ότι η αιτήτρια συγκεντρώνει «εξαίρετα» σε όλα τα επιμέρους στοιχεία αξιολόγησης για όλα τα έτη.

 

Αντίστοιχα, το ενδιαφερόμενο μέρος, για το έτος 2004, βαθμολογήθηκε σε τρία τετραγωνάκια ως πολύ ικανοποιητική (στην  Επαγγελματική/Κατάρτιση, Συνεργασία/Σχέσεις και στη  Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα ) ενώ για τα έτη 2003, 2005, 2006 και 2007 βαθμολογήθηκε σε όλα «εξαίρετα». Επομένως συγκεντρώνει τρία «εξαίρετα» λιγότερα από την αιτήτρια  κατά την ίδια πενταετή χρονική περίοδο αξιολόγησης.

 

Αναφορικά με τα προσόντα, σημειώνεται ότι στο σχετικό πίνακα που καταρτίστηκε από την ΕΔΥ, στη στήλη που αναφέρεται στα  ακαδημαϊκά  προσόντα και προσόντα των υποψηφίων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας για το μεν ενδιαφερόμενο πρόσωπο καταγράφεται ότι κατέχει Απολυτήριο Παγκυπρίου Λυκείου και Γυμνασίου Θηλέων Λάρνακας (17 και 12/13) (1962-1968) και Πιστοποιητικό Αγγλικής γλώσσας (6ου έτους), Ινστιτούτα ξένων γλωσσών. Στη στήλη με θέμα άλλα προσόντα καταγράφηκε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο  κατέχει το τίτλο του  Book Keeping, Ιntermediate, LCC (1968) και για άλλα προσόντα γίνεται παραπομπή στον προσωπικό της φάκελο.

 

Για την αιτήτρια, στις αντίστοιχες στήλες, καταγράφηκε ότι κατέχει Απολυτήριο Γυμνασίου Θηλέων Φανερωμένης (16 και 4/13), (1961) και για άλλα προσόντα γίνεται παραπομπή στο φάκελό  της.

 

Σε σχέση με την αρχαιότητα, τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχουν προαχθεί στη θέση Ασφαλιστικού Λειτουργού 2ης τάξης την 1.11.85 και στη θέση Ασφαλιστικού Λειτουργού την 15.3.04. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διορίστηκε σε Ασφαλιστικό Λειτουργό 3ης Τάξης την 1.7.1970. Η αιτήτρια διορίστηκε στη θέση Μόνιμου Ασφαλιστικού Γραφέα την 1.5.72 η οποία θέση μετονομάστηκε σε Ασφαλιστικό Λειτουργό 3ης Τάξης την 1.1.81.

 

Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, ο Διευθυντής στη σύστασή του ανέφερε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, είναι «περίπου ισοδύναμο» της αιτήτριας ως προς την αξία. Έχει βεβαίως κριθεί από τη νομολογία ότι ακόμη και μικρή διαφορά στις ετήσιες αξιολογήσεις μπορεί να αποκτήσει σημασία ενόψει της ισοπεδωτικής εικόνας που κατά κανόνα παρουσιάζουν οι υποψήφιοι αλλά έχει ταυτόχρονα νομολογηθεί ότι είναι η συνολική εικόνα που μεταδίδει ο υποψήφιος που λογίζεται στην κρίση της αρμόδιας αρχής (Δέστε: Ελένη Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485 και Πούρος κ.ά. ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 374).

 

Όμως στην απόφαση της Ολομέλειας στην  Βασιλειάδης  v Τσιάππα (2005)  3 ΑΑΔ 403,  υπεροχή στην αξία με 5 «εξαίρετα» περισσότερα κατά τα τελευταία 5 έτη, χαρακτηρίστηκε  ως οριακή.  Περαιτέρω λέχθηκε ότι τα  5 περισσότερα «εξαίρετα» που είχε  η εφεσίβλητη στην υπόθεση εκείνη δεν μπορούσαν να είχαν  τη βαρύτητα που είχε δοθεί  από το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά αυτά θα έπρεπε να εξεταστούν κάτω από το φως της γενικής εικόνας των υποψηφίων.

 

Αναφορικά με το  στοιχείο της αρχαιότητας, κρίνω ότι η   αναφορά του Διευθυντή στο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο  υπερέχει σε αρχαιότητα βρίσκει έρεισμα στο  άρθρο 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας  Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) το οποίο ορίζει πώς γίνεται ο υπολογισμός της αρχαιότητας. Ορθά επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, λήφθηκε  υπόψη η ημερομηνία διορισμού  στη μόνιμη θέση του Ασφαλιστικού Λειτουργού 3ης Τάξης στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προσλήφθηκε 2 περίπου χρόνια νωρίτερα από ότι η αιτήτρια.

 

Η αιτήτρια  ισχυρίζεται επίσης, ότι η σύσταση πάσχει,  επειδή αυτή είχε  φοιτήσει στο Τεχνικό και Οικονομικό Ινστιτούτο Λευκωσίας από 16 Οκτωβρίου 1967 μέχρι 2 Ιουλίου 1968, γεγονός ωστόσο που δεν ανέφερε ο Διευθυντής στη σύστασή του και δεν λήφθηκε υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν.  Επισύναψε, με τη γραπτή αγόρευσή της, τη σχετική βεβαίωση ημερομηνίας  9.4.1971 από το Ίδρυμα εκείνο με την οποία πιστοποιείται η  εγγραφή και φοίτησή της στο  Τμήμα Γραμματέων.  Σημειώνω συναφώς ότι στον προσωπικό της φάκελο της δεν έχει εντοπιστεί η εν λόγω βεβαίωση.

 

Η μη αναφορά στη φοίτηση της αιτήτριας στο Τεχνικό και Οικονομικό Ινστιτούτο Λευκωσίας, δεν θα μπορούσε ωστόσο, κατά την κρίση μου,  να αφαιρέσει από την ορθότητα της σύστασης του Διευθυντή, ούτε θα μπορούσε να καταστήσει τη σύσταση του Διευθυντή πάσχουσα για το συγκεκριμένο λόγο.

 

Ο Διευθυντής, και στη συνέχεια  η ΕΔΥ ενισχυμένη από τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε, πως ενόψει της οριακής μόνο διαφοράς, σε αξία, του ενδιαφερόμενου μέρους, έναντι άλλων υποψηφίων και δεδομένου ότι δεν υστερούσε σε προσόντα, θα ήταν δίκαιο να προσδοθεί  μεγαλύτερη βαρύτητα, στην αρχαιότητα, του  ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Κάτω  από τα δεδομένα της προκείμενης περίπτωσης, δεν μπορώ να δεχτώ ότι δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτό να στηριχτεί η διοίκηση στην υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αρχαιότητα,  έναντι της πολύ οριακής υπεροχής της αιτήτριας σε αξία.

 

Η βαρύτητα εξάλλου των στοιχείων κρίσης δεν μπορεί να προκαθοριστεί, όπως τονίστηκε από την Ολομέλεια στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου)  ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 3868, ημερομηνίας 1.6.07.  Αναγνωρίζεται επομένως στη διοίκηση η δυνατότητα αποτίμησης της βαρύτητας των στοιχείων κρίσης και γνώμονας, κατά τον  αναθεωρητικό έλεγχο του Δικαστηρίου, είναι το ευλόγως επιτρεπτό, στο πλαίσιο των δεδομένων της κάθε περίπτωσης.

 

Η επιλογή του καταλληλότερου προκύπτει από τους συσχετισμούς που τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης δικαιολογούν. Η σημασία του ενός σε σχέση με το άλλο, εμπίπτει στη διακριτική εξουσία της διοίκησης και δεν τίθεται ζήτημα πρωτογενούς κρίσης από το Δικαστήριο.

 

Σε συνάρτηση με τα όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω,  κρίνω ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του νόμιμη και αιτιολογημένη σύσταση, η οποία και συνείδε  με το περιεχόμενο των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της Επιτροπής .  Η  ΕΔΥ, με τη σειρά της, λειτούργησε εντός των  ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν μπορώ να θεωρήσω ότι η αιτήτρια,  στην προκείμενη περίπτωση, με αντιπαραβολή μόνο της οριακής υπεροχής  της σε αξία, έναντι της ουσιαστικής αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους, κατέδειξε έκδηλη υπεροχή. Συνακόλουθα κρίνω ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται με  €1.200.- έξοδα, εις βάρος της αιτήτριας.

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                   Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο