ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1728/2006 )

 

19 Φεβρουαρίου, 2010

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  23,  25,  28,  35  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.  ΑΝΔΡΕΑΣ  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

2.  ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ  ΚΑΙ/Ή

2.  ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ  ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ  ΓΡΑΦΕΙΟΥ  ΠΑΦΟΥ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ  ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ  ΚΑΙ  ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Μαρία Στυλιανού - Λοττίδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων  η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Οι αιτητές, συνιδιοκτήτες κατά ½ μερίδιο του κτήματος με Αρ. Εγγραφής D16, Φ/Σχ. 51/19.Ε.2, τεμάχιο 16, στη Γεροσκήπου, με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Πάφου, (ο «Λειτουργός»), ημερομηνίας 21/8/2006, με την οποία αίτησή τους για διαχωρισμό του κτήματός τους απορρίφθηκε.

 

Οι αιτητές, στις 29/11/1996, υπέβαλαν στο Λειτουργό αίτηση για διαχωρισμό του κτήματός τους σε 49 τεμάχια και, στις 28/1/1997, ζήτησαν επίσπευση της εξέτασής της, η οποία εγκρίθηκε.  Στη συνέχεια, το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων ενημέρωσε το Λειτουργό ότι το νερό υφιστάμενης γεώτρησης στο κτήμα των αιτητών ήταν επαρκές και κατάλληλο για σκοπούς άρδευσης των νέων τεμαχίων που θα προέκυπταν από το διαχωρισμό.  Επίσης, ο υπεύθυνος του Κλάδου Αναδασμού, με σχετικό σημείωμά του,  ενημέρωσε το Λειτουργό ότι το κτήμα των αιτητών βρισκόταν εκτός της περιοχής αναδασμού.  Ακολούθως, στις 25/10/2002, ο Λειτουργός υπέβαλε την αίτηση μαζί με τα σχετικά έγγραφα στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ζητώντας τη συγκατάθεσή του για έγκριση.  Ο τελευταίος απευθύνθηκε στο Διευθυντή του Τμήματος Αναδασμού, ζητώντας, με σχετική επιστολή ημερομηνίας 18/11/2002, να πληροφορηθεί κατά πόσο το κτήμα των αιτητών ενέπιπτε στην περιοχή αναδασμού Γεροσκήπου και κατά πόσο αυτό βρισκόταν μέσα σε περιοχή που είχε καθοριστεί ως περιοχή που δεν είχε επηρεαστεί άμεσα από μέτρα ενοποίησης και αναδιανομής, ή αν ήταν ιδιοκτησία που είχε τύχει εξαίρεσης, με βάση την παράγραφο (7) του Πρώτου Πίνακα του περί Ενοποιήσεως και Αναδιανομής Αγροτικών Κτημάτων Νόμου του 1969, (Ν. 24/69), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος).

 

Ο Διευθυντής του Τμήματος Αναδασμού απάντησε στις 6/3/2003 ότι το κτήμα περιλαμβάνεται στην περιοχή αναδασμού Γεροσκήπου και ότι η περιοχή του κτήματος (περιοχή διαύλου αεροδρομίου Γεροσκήπου) δεν καθορίστηκε ως περιοχή που δεν επηρεάστηκε άμεσα από μέτρα ενοποίησης και αναδιανομής.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω διαβουλεύσεων, ο Αν. Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας θεώρησε ότι το θέμα της διαίρεσης του κτήματος των αιτητών ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Τμήματος Αναδασμού και, γι' αυτό, στις 12/8/2003, υπέβαλε το φάκελο της αίτησης στο Διευθυντή του εν λόγω Τμήματος, για έγκριση του διαχωρισμού ή επιβολή όρων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 43(1) του Νόμου

 

Το Τμήμα Αναδασμού, αφού προηγουμένως εξασφάλισε σχετική γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας, απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 20/12/2005 ότι το όλο θέμα, όντως, ενέπιπτε στις αρμοδιότητές του και υπέδειξε στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να ενημερώσει τους αιτητές, έτσι ώστε αυτοί να υποβάλουν αίτηση διαίρεσης του τεμαχίου τους στο Διευθυντή του Τμήματος Αναδασμού, μέσω του Επαρχιακού Λειτουργού Αναδασμού Πάφου.

 

Ακολούθως, ο Λειτουργός κοινοποίησε στους αιτητές την πιο κάτω επιστολή, ημερομηνίας 25/1/2006:-  (Παράρτημα Ξ στην ένσταση)

 

«Αναφέρομαι στην αίτηση σας με αριθμό Α 1339/96 για διαχωρισμό του κτήματος σας με αριθμό εγγραφής D 16, Φ/Σχ 51/19.Ε.2 τεμάχιο 16 στη Γεροσκήπου και σας πληροφορώ ότι έχει απορριφθεί γιατί ο διαχωρισμός όπως έχει γίνει αντιβαίνει τις πρόνοιες του άρθρου 27 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224.

 

Ο διαχωρισμός του κτήματος σας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Τμήματος Αναδασμού και εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 43(1) και (2) του περί Ενοποίησης και Αναδιανομής Αγροτικών Κτημάτων Νόμου Αρ. 24/69 και του άρθρου 27(2) του Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, σχετικά με τις ελάχιστες εκτάσεις.

 

Με βάση τα πιο πάνω εάν επιθυμείτε διαίρεση του υπό αναφορά τεμαχίου σας, μπορείτε να υποβάλετε αίτηση στο Διευθυντή Τμήματος Αναδασμού, μέσω του Επαρχιακού Λειτουργού Αναδασμού Πάφου, στην οποία να αναφέρετε και τον τρόπο που επιθυμείτε τη διαίρεση.»

 

 

 

΄Εξι και πλέον μήνες αργότερα οι αιτητές επανήλθαν, μέσω του συνηγόρου τους, και ζήτησαν, με επιστολή ημερομηνίας 31/7/2006, από το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να επανεξετάσει το ζήτημα, ισχυριζόμενοι ότι το κτήμα τους δεν υπάγεται στην περιοχή Αναδασμού Γεροσκήπου και ότι το αίτημα διαχωρισμού ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Τμήματός τους.

 

Ο Λειτουργός, με επιστολή του προς το συνήγορο των αιτητών ανέφερε τα εξής:-

 

«Θέμα:  Αίτηση Α 1339/96 για διαχωρισμό του κτήματος

με αρ. εγγραφής D16 Φ/Σχ 51 19.Ε.2 στη Γεροσκήπου

 

 

Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 31.7.06 που είναι σχετική με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι την επιστολή μου με ημερομηνία 25.1.06 με την οποία πληροφορούσα τους πελάτες σας ότι το κτήμα τους εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Τμήματος Αναδασμού και μπορεί μόνο να διαχωρισθεί μόνο αφού υποβληθεί σχετική αίτηση στο Διευθυντή Τμήματος Αναδασμού την απέστειλα αφού έχει εξασφαλίσει τη διαβεβαίωση του Διευθυντή του Τμήματος αυτού ότι το κτήμα εμπίπτει μέσα στα όρια Αναδασμού.

 

      Δεν μπορώ να προβώ στο διαχωρισμό του κτήματος χωρίς τη σχετική ΄Αδεια Διαίρεσης από το Διευθυντή Τμήματος Αναδασμού.

 

΄Ετσι η επιστολή με ημερομηνία 25.1.06 την οποία απέστειλα στους πελάτες σας εξακολουθεί να ισχύει.»

 

 

 

Οι αιτητές, εναντίον της πιο πάνω απόφασης, καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή, ισχυριζόμενοι ότι αυτή:-

 

  (ι)  Συνιστά παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης.

 

 (ιι)  Είναι το αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο· και

 

(ιιι)  Στερείται αιτιολογίας.

 

Εγείρεται από την πλευρά των καθ' ων η αίτηση προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή.  Αποτελεί, ισχυρίζονται, βεβαιωτική απόφαση.  Με αυτή, απλά, ο Λειτουργός εμμένει στις θέσεις που εξέφρασε στην επιστολή του ημερομηνίας 25/1/2006.  Επιπρόσθετα, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας, γιατί έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, εφόσον ο διαχωρισμός του κτήματος των αιτητών εμπίπτει, σύμφωνα με το Νόμο, στην αρμοδιότητα του Τμήματος Αναδασμού.

 

Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.  Οι αιτητές, στην αίτησή τους, προσδιορίζουν ότι το αντικείμενο της προσφυγής τους είναι η απόφαση της 21/8/2006, με την οποία η αίτηση διαχωρισμού του κτήματός τους απορρίφθηκε.  ΄Οπως προκύπτει, όμως, από το περιεχόμενο των δύο επιστολών του Λειτουργού, που προεκτέθηκαν, η απόρριψη της αίτησης τέθηκε σε γνώση των αιτητών με την επιστολή της 25/1/2006.  Ο Λειτουργός, με την επιστολή του της 21/8/2006, δηλώνει ρητά την εμμονή του στην απόφαση που περιλαμβάνεται στην επιστολή της 25/1/2006.

 

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως.  Στη Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, όπου έγινε επισκόπηση των αρχών που διέπουν το θέμα των βεβαιωτικών πράξεων, τονίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:-  (σελ. 401-402)

 

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της 'διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν'.  Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

 

(α)  Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

 

(β)  Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

 

(γ)  Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

 

(δ)  Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

 

(ε)  Ταυτότητα του διατακτικού.

 

(Βλ. Τσάτσου, 'Αίτησις Ακυρώσεως', ΄Εκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση Ολομέλειας).

 

..............................................................................................................

 

Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.)»

 

 

 

(Βλ., επίσης, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364· Χρήστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 71 και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507.)

 

Στην παρούσα περίπτωση, παρά τη χρήση της φράσης «κατόπιν επανεξέτασης» στο αιτητικό της προσφυγής, ούτε από το φάκελο αλλά ούτε και από την επιστολή του συνηγόρου των αιτητών προέκυψε ή ετέθη οποιοδήποτε νέο στοιχείο, το οποίο θα δικαιολογούσε είτε νέα έρευνα είτε επανεξέταση της υπόθεσης.  Συνεπώς, η απόφαση για απόρριψη της αίτησης των αιτητών που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 25/1/2006 συνιστούσε εκτελεστή πράξη, η οποία δεν προσβλήθηκε, ενώ, αντίθετα, η προσβαλλόμενη απόφαση της 21/8/2006 είναι βεβαιωτική και μη δεκτική προσβολής με αίτηση ακυρώσεως.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                               Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                            Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο