ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.1589/2008)

 

19 Φεβρουαρίου, 2010

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 25, 28, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

S.M. SIMPLY MOBILE PHONES (CY) LTD,

 

Αιτήτρια,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Καθ΄ων η Aίτηση.

- - - - - -

Θ. Στυλιανού, για την Αιτήτρια.

 

Μ. Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με επιστολή της ημερομηνίας 12.8.2008 η Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων πληροφόρησε τους αιτητές ότι οφείλουν στη Δημοκρατία εισαγωγικό δασμό ύψους €240.965,00 και χρηματική επιβάρυνση €24.097,00, πλέον ετήσιο τόκο, επειδή πραγματοποίησαν διάφορες εισαγωγές από τρίτες χώρες, στις οποίες διαπιστώθηκε λανθασμένη ταξινόμηση κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων. Σύμφωνα πάντα με τη Διευθύντρια Τελωνείων, με βάση στοιχεία που συνέλεξε, οι εισαγωγές αφορούσαν σε τελωνισμό με καθεστώς επαναποστολής σε άλλο κράτος μέλος εμπορευμάτων και με μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ. Κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων με περιγραφή ipods, όπως πληροφορούνταν οι αιτητές, είχαν οι ίδιοι λανθασμένα ταξινομήσει τα εμπορεύματα αυτά κάτω από τη δασμολογική ταξινόμηση ΔΚ8519819590 και συντελεστή εισαγωγικού δασμού 2%, αντί στη ΔΚ8521900090 προς 13.9%. Αυτή την εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή τους οι αιτητές, επιδιώκοντας την ακύρωσή της και προβάλλουν προς τούτο διάφορους λόγους ακύρωσης. Οι καθ΄ων η αίτηση εμμένουν στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης βεβαίωσης και εγείρουν προς εξέταση προδικαστική ένσταση ως προς το μη παραδεκτό προσβολής μέρους της απόφασης.

 

Προδικαστική Ένσταση.  

 

Με την προδικαστική ένστασή τους, οι καθ΄ων η αίτηση προβάλλουν τη θέση ότι το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά στην επιβολή ποσού εκ €24.097,00 ως χρηματικής επιβάρυνσης, πλέον τόκο, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου βασίζεται στο άρθρο 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004 και στο περί Καθορισμού Ενιαίου Δημόσιου Επιτοκίου Υπερημερίας Διάταγμα ΚΔΠ 28/2007. Οι επιτακτικές πρόνοιες του άρθρου 52, σύμφωνα με τους καθ΄ων η αίτηση, πρέπει απαρέγκλιτα να εφαρμόζονται και οι επιβαρύνσεις να επιβάλλονται κάθε φορά που ποσό βεβαιώνεται εκ των υστέρων, χωρίς το θέμα να επαφίεται στη βούληση ή διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή Τελωνείων και Εφόρου ΦΠΑ. Επομένως, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ων η αίτηση, η επιβολή επιβάρυνσης είναι αναγκαστική από το Νόμο χωρίς δυνατότητα δικαστικού ελέγχου και, συνακόλουθα, δε συνιστά προσβλητέα εκτελεστή διοικητική πράξη. Προς υποστήριξη αυτής της θέσης, οι καθ΄ων η αίτηση παραπέμπουν στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Γ. Καλαπαλίκκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) ΑΑΔ 818 και Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 772. Αυτή η θέση των καθ΄ων η αίτηση είναι βέβαια ορθή και στηρίζεται πράγματι στην παρατεθείσα νομολογία. Όμως, είναι ορθή στο βαθμό και έκταση κατά την οποία ένας αιτητής προσβάλλει με προσφυγή αυτοτελώς και αποκλειστικά την επιβολή επιβάρυνσης και όχι συνάμα και αυτή τούτη την εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής. Όπως ορθά παρατήρησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Χάρης Αργυρού Λτδ ν. Διευθύντριας Τελωνείων και ΦΠΑ, Αρ. Υπόθεσης 1227/2007, ημερομηνίας 2.12.2008, αυτή η αρχή, ως προς το παραδεκτό προσβολής επιβολής επιβάρυνσης, δεν έχει εφαρμογή σε προσφυγή όπου ο αιτητής αμφισβητεί και προσβάλλει τη νομιμότητα της εκ των υστέρων βεβαίωσης της οφειλής, αμφισβήτησης η οποία αναπόφευκτα συμπεριλαμβάνει και την παρεπόμενη πράξη της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και τόκων ως άρρηκτα συνυφασμένων με την κύρια πράξη της βεβαίωσης της οφειλής. Αν διαπιστωθεί παρανομία στη βεβαίωση της οφειλής, η ακύρωση ασφαλώς θα συμπαρασύρει και την επιβολή της επιβάρυνσης και των τόκων.

 

Υιοθετώντας το πιο πάνω σκεπτικό, καταλήγω στο ότι η προβληθείσα προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Θα προχωρήσω να εξετάσω τα θέματα ουσίας που πρόβαλαν οι αιτητές ως λόγους δικαιολογούντες την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτά τα θέματα, όπως έχουν αναπτυχθεί με την αγόρευση των αιτητών, είναι τα ακόλουθα:

 

1.      Ότι τα συμπεράσματα έρευνας των καθ΄ων η αίτηση που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη κατάταξη προϊόντων, είναι εσφαλμένα.

 

2.      Ότι η εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής αποτελεί κατάχρηση/υπέρβαση εξουσίας.

 

3.      Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης και χωρίς διεξαγωγή δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Θα εξετάσω τους πιο πάνω λόγους με τη σειρά που έχουν παρατεθεί.

 

1.      Η κατ΄ισχυρισμό εσφαλμένη κατάταξη των εισαχθέντων από τους αιτητές προϊόντων, εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση.

 

Όπως αναφέρουν οι αιτητές στη γραπτή αγόρευσή τους, η έρευνα και τα συμπεράσματα των καθ΄ων η αίτηση ως προς τα εισαχθέντα προϊόντα είναι απορριπτέα και κυρίως η θέση τους ότι συσκευές ipod, χωρητικότητας μνήμης πέραν του 1GB ή 2GB, αναπαράγουν video, εφόσον από κατάλογο τον οποίο επισυνάπτουν οι αιτητές φαίνεται να υπάρχουν ipods των 5, 10, 20, 50 και 60GB, που δεν αναπαράγουν video, και εμπίπτουν στην κατηγορία ΣΟ 8519819596 στην οποία επιβάλλεται δασμός 2% και όχι στην κατηγορία ΣΟ 8521900090 στην οποία επιβάλλεται δασμός 13,9%. Είναι δυνατό τα ίδια προϊόντα, ίδιας μνήμης και οθόνης, να μην αναπαράγουν video, όπως αποδεικνύεται στην περίπτωση που αποδεδειγμένα οι τελωνιακοί λειτουργοί επέβαλαν δασμό 2% σε τέτοια προϊόντα των αιτητών. Σύμφωνα δε πάντα με τους αιτητές, αυτοί δεν προέβηκαν σε καμιά ψευδή ή παραπλανητική δήλωση, παρά μόνο τοποθέτησαν τα προϊόντα τους στη σωστή κατηγορία, ενώ οι λειτουργοί των καθ΄ων η αίτηση έλεγξαν και αποδέχθηκαν τις δηλώσεις τους ως ορθές, οπότε και επιβλήθηκε και πληρώθηκε ο ανάλογος δασμός.

 

Διαφωνώντας, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση εξηγεί κατ΄ αρχήν ότι, σύμφωνα με την ακολουθητέα διαδικασία, στο λογισμικό σύστημα του Τμήματος Τελωνείων καταχωρούνται αποκλειστικά στοιχεία και πληροφορίες που δίδουν οι ίδιοι οι εισαγωγείς ή οι τελωνειακοί τους αντιπρόσωποι και, επί τη βάσει εκείνων των στοιχείων, αυτόματα το σύστημα βεβαιώνει τον ανάλογο δασμό, σύμφωνα με τα άρθρα 54(1) και 122(1)(β) του περί Τελωνειακού  Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004. Επομένως, τυχόν παράλειψη καταβολής του ορθού ύψους του δασμού οφείλεται αποκλειστικά στη λανθασμένη ταξινόμηση των εμπορευμάτων από μέρους των αιτητών. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι στο στάδιο εκείνο δεν είναι δυνατό να ελέγχουν και δεν ελέγχουν ή βεβαιώνουν την ορθότητα  των στοιχείων που δίδονται από τον εισαγωγέα, η ευθύνη για την οποία βαρύνει τον ίδιο. Σε υστερότερο στάδιο όμως, ο Τομέας Μετελέγχου του Αρχιτελωνείου, ο οποίος είναι ακριβώς επιφορτισμένος να διερευνά εκ των υστέρων διασαφήσεις που σχετίζονται με εμπορεύματα που αποδεσμεύτηκαν με ή και χωρίς τελωνειακό έλεγχο, ερευνά ή αναθέτει έρευνα σε επαρχιακό κλάδο Μετελέγχου, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθότητα της δασμολογικής κατάταξης εισαχθέντων προϊόντων. Εάν στο στάδιο τούτο διαπιστωθεί ότι εισαγωγείς καταχώρησαν εμπορεύματα σε λανθασμένη δασμολογική κατάταξη, τότε προχωρά με εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής για οποιαδήποτε διαφορά σε δασμούς ήθελε προκύψει. Ακριβώς αυτή ήταν η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην προκείμενη περίπτωση των αιτητών. Σύμφωνα δε πάντα με τη συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση, εφαρμόζοντας το άρθρο 48 του Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, άσκησαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση τους και βεβαίωσαν εκ των υστέρων την οφειλόμενη δασμολογική διαφορά που προέκυπτε. Αυτή δε η ενέργειά τους ήταν εύλογα επιτρεπτή και η δέουσα υπό τις περιστάσεις. Σύμφωνα περαιτέρω, με νομολογία στην οποία η ίδια η συνήγορος παρέπεμψε, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα που αφορούν σε θέμα ορθής κατάταξης προϊόντων σε δασμολογικές κατηγορίες, ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος της ορθότητας μιας κατάταξης δεν χωρεί.

 

Η ακολουθούμενη ως ανωτέρω πρακτική και διαδικασία, όπως προβλήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση, παρέμεινε αναντίλεκτη και παρουσιάζεται να μην αντιστρατεύεται οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του συστήματος. Ενός συστήματος, σύμφωνα με το οποίο γίνεται σε πρώτο στάδιο αποδεκτή η κατάταξη στην οποία προβαίνει ο εισαγωγέας, νοουμένου ότι τίποτε το έκδηλα λανθασμένο δεν παρατηρείται σ΄ αυτήν και καταβάλλεται ο υπολογιζόμενος δασμός, έτσι ώστε με ταχύ ρυθμό να διεκπεραιώνεται η εκτελώνιση και διακίνηση στο εμπόριο, ενώ αργότερα διενεργείται ενδελεχής έλεγχος προς διαπίστωση της ορθότητας της κατάταξης και του υπολογισμού του δασμού. Η ευθύνη σε ένα τέτοιο σύστημα για την επιλογή και ορθή ταξινόμηση, επιβαρύνει στο πρώτο στάδιο τον εισαγωγέα, ενώ ο Διευθυντής Τελωνείων διατηρεί το δικαίωμα να επανέλθει εξετάζοντας την ορθότητα της γενόμενης ταξινόμησης και, σε περίπτωση διαφωνίας, μπορεί να προβεί σε εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής ασκώντας την κρίση του. Αυτή η διαδικασία είναι σύμφωνη και ειδικά προβλέπεται στο άρθρο 48(1) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, το κείμενο του οποίου έχει ως εξής:

 

"48.-(1) Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στη σχετική Κοινοτική Νομοθεσία, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής δύναται να βεβαιώσει το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το κοινοποιήσει στο πρόσωπο αυτό."

 

 Ως προς το θέμα της δυνατότητας του Δικαστηρίου να ελέγχει και να επεμβαίνει σε αποφάσεις της διοίκησης επί τεχνικών, εξειδικευμένης φύσεως θεμάτων, όπως ορθά παρατήρησε και παρέπεμψε σε νομολογία η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, η αποφυγή μιας τέτοιας ενέργειας από το Ανώτατο Δικαστήριο είναι διακριτή μέσα από τις αποφάσεις του. (Βλ. π.χ. Εταιρεία Τάκης Γεωργιάδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) ΑΑΔ 1142, Οπτικός Οίκος Θεοφανίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 1619). Ειδικότερα δε, στις περιπτώσεις ταξινόμησης εμπορευμάτων από τελωνειακές αρχές, παρατηρείται η ίδια τάση της νομολογίας. Όπως, για παράδειγμα, είχε επιβεβαιωθεί και στην απόφαση στην υπόθεση Logicom Ltd v. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 257, με αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας σε θέματα δασμολογικών ταξινομήσεων, η ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης είναι ανεξέλεγκτος. Το ίδιο και στην προηγούμενη απόφαση στην υπόθεση Topsun Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 1477, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν επεμβαίνει σε θέματα δασμολογικής ταξινόμησης εμπορευμάτων, αντικαθιστώντας με δική του απόφαση την άσκηση επί του προκειμένου της διακριτικής ευχέρειας του Διευθυντή. Το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης ταξινόμησης, εφαρμόζοντας τις ίδιες, γνωστές γενικές αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο επί διοικητικών αποφάσεων που λαμβάνονται κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

 

Με αυτά τα δεδομένα, και στην απουσία οποιουδήποτε μεμπτού σημείου επί του θέματος τούτου, ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

2.      Η θέση ότι η εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής, αποτελεί κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας.

 

Σύμφωνα με τους αιτητές η προσβαλλόμενη βεβαίωση συνιστά κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας, εφόσον οι καθ΄ων η αίτηση γνώριζαν ότι τα εμπορεύματα αμέσως μετά τη δασμολόγηση τους εξήχθηκαν και πωλήθηκαν αυθημερόν σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως δασμολογηθέντα προϊόντα μετά την πληρωμή των υπολογισθέντων δασμών και έτσι δεν υπήρχε πλέον καμιά δυνατότητα στους αιτητές να επανακοστολογούσαν τα προϊόντα ώστε να μη ζημιωθούν, εφόσον αυτά πλέον πωλήθηκαν και αποξενώθηκαν. Όπως εισηγούνται οι αιτητές, η αρχή της καλής πίστης επέβαλλε όπως η διοίκηση συμπεριφερόταν κατά τρόπο που να μη δημιουργούσε πλάνη και βλάβη επί του διοικουμένου. Περαιτέρω, οι αιτητές εγείρουν το θέμα ότι ακόμα και αν αποδεικνύεται ότι ήταν τελικά ορθή η επαναταξινόμηση στην οποία προέβηκαν, οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να είχαν δράσει μέσα σε εύλογο χρόνο μετά τις εισαγωγές και επανεξαγωγές των επίδικων εμπορευμάτων. Προς υποστήριξη αυτής της θέσης, ο συνήγορος των αιτητών παρέπεμψε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Υποθέσεις Αρ. 143/1976 και 144/1976, Στελλάκης Αγαπίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.1.1991. Σε εκείνες τις υποθέσεις, κατά το 1976, ο Διευθυντής Τελωνείων προέβηκε σε αναταξινόμηση της κλάσης εμπορευμάτων που είχαν εισαγάγει οι αιτητές, μεταξύ των ετών 1973-1976, και βεβαίωσε επιπρόσθετη οφειλή για δασμούς. Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι στον περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμο αρ. 82/1967 δεν υπήρχε πρόνοια για ανάκληση ταξινόμησης, εφάρμοσε στην περίπτωση αρχές του διοικητικού δικαίου σχετικές με την ανάκληση των διοικητικών πράξεων. Εφόσον δε η αρχική πράξη ήταν λανθασμένη και άρα παράνομη, οι προσβαλλόμενες πράξεις θεωρήθηκαν ως ανακλήσεις παράνομων διοικητικών πράξεων. Σύμφωνα δε με τις εφαρμοζόμενες αρχές, ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης θα πρέπει για να είναι έγκυρη, να γίνεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα καθότι, αν παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, το πρόσωπο που επηρεάζεται από την ανάκληση μπορεί να έχει αλλάξει τη θέση του προς το δυσμενέστερο, όπως π.χ. εάν έχει ήδη διαθέσει τα προϊόντα του με κοστολόγηση που βασίστηκε στην αρχική ταξινόμηση.

 

Κατά την άποψή μου, η πιο πάνω αρχή η οποία εκπηγάζει από την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση για τους ακόλουθους λόγους:

 

α. Η απόφαση εκείνη είχε εκδοθεί με το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο ίσχυε πολύ πριν από τη θέσπιση του Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, ο οποίος δίδει σαφή εξουσία στο Διευθυντή να επανέλθει επί επιβληθέντος δασμού και να προβαίνει σε εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής επί παντός οφειλόμενου υπολοίπου.

 

β. Ο Νόμος αρ. 94(Ι)/2004 δεν θέτει κανένα χρονικό όριο για διενέργεια εκ των υστέρων βεβαίωσης οφειλής.

 

γ. Λόγω της ύπαρξης ειδικής νομοθετικής εξουσίας επιπρόσθετης βεβαίωσης δασμολογικής οφειλής, δεν τίθεται θέμα ανάκλησης προηγούμενης διοικητικής πράξης και εφαρμογής των αρχών περί ανάκλησης.

 

δ. Η απόφαση στις υποθέσεις Στελλάκης Αγαπίου κ.ά. (ανωτέρω), ήταν απόφαση μονομέλειας, με την οποία διαφώνησε σε βασικά της σημεία άλλο Δικαστήριο, επίσης με μονομελή σύνθεση στην υπόθεση Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) ΑΑΔ 3876. Το Δικαστήριο στην Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ έκρινε ότι η τότε ισχύουσα νομοθεσία δημιουργούσε απόλυτη και απαράγραπτη υποχρέωση του εισαγωγέα για πληρωμή του καθοριζόμενου από το Νόμο δασμού και ότι ο Διευθυντής έχει υποχρέωση να προωθήσει την είσπραξη του οφειλόμενου δασμού, χωρίς να τίθεται θέμα ανάκλησης. Συμφωνώ με αυτή την προσέγγιση. Εν πάση δε περιπτώσει, παρόλον ότι εδώ παρήλθε ικανό χρονικό διάστημα μέχρι την πλήρη διερεύνηση του όλου θέματος και τη διενέργεια της εκ των υστέρων βεβαίωσης οφειλής, η βλάβη την οποία προβάλλουν οι αιτητές ότι υπέστησαν λόγω κοστολόγησης των προϊόντων τους λαμβάνοντας υπόψη τους εσφαλμένα επιβληθέντες μειωμένους δασμούς, δεν  μπορεί να θεωρηθεί ότι καταλογίζεται στην επέλευση του χρόνου. Αυτού του είδους τη ζημιά την οποία φαίνεται να υπέστησαν οι αιτητές, την υπέστησαν ήδη από την πρώτη ημέρα της πληρωμής των αρχικών δασμών αφού, όπως οι ίδιοι λέγουν, τα εισαχθέντα εμπορεύματα τα πώλησαν και επανεξήγαγαν σε άλλη χώρα αυθημερόν. Επομένως, η όποια ζημιά προκλήθηκε σ΄ αυτούς δεν ήταν αποτέλεσμα καθυστέρησης στον υπολογισμό της ορθής δασμολογικής ταξινόμησης, παρά μόνο ήταν αποτέλεσμα της κατάταξης των προϊόντων σε εσφαλμένη κατηγορία στην οποία όμως οι ίδιοι είχαν δηλώσει ότι ενέπιπταν τα προϊόντα τους.

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

3.      Ισχυρισμός περί ύπαρξης πλάνης, έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Το περιεχόμενο των εγγράφων που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, πρέπει να παρατηρήσω εξαρχής ότι κάθε άλλο παρά πλημμελή, ανεπαρκή ή μη δέουσα διενέργεια έρευνας και απόδοσης αιτιολογίας αποκαλύπτει. Αυτή η έρευνα συνοψίστηκε στην αγόρευση της συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ως ακολούθως:

 

"Αργότερα, ο Τομέας Μετελέγχου του Αρχιτελωνείου, ο οποίος είναι επιφορτισμένος να διερευνά εκ των υστέρων διασαφήσεις που σχετίζονται με εμπορεύματα που αποδεσμεύτηκαν με ή χωρίς τελωνειακών έλεγχο, ανέθεσε στον επαρχιακό κλάδο Μετελέγχου Λάρνακας να προχωρήσει σε έρευνα, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθότητα της δασμολογικής κατάταξης των εισαχθέντων εμπορευμάτων. Σχετικά μελετήθηκε η περιγραφή που δίδεται στα σχετικά με τις επίδικες διασαφήσεις τιμολόγια (Παραρτήματα 11-20 της Ένστασης), τα συμπεράσματα σχετικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στην αγορά (Παραρτήματα 21-22 της Ένστασης), τις πληροφορίες που λήφθηκαν από το διαδίχτυο (Παραρτήματα 23-26 της Ένστασης), και μελετήθηκαν όλα γενικά τα στοιχεία που παρουσίασε η Αιτήτρια. Από τα ενώπιόν του στοιχεία, το Τελωνείο Λάρνακας σχημάτισε την άποψη ότι η Αιτήτρια καταχωρούσε τα εμπορεύματα σε λανθασμένη δασμολογική κατάταξη. Προς επιβεβαίωση της άποψής του, το Τελωνείο Λάρνακας απέστειλε αίτημα, με όλα τα σχετικά στοιχεία, στον εξειδικευμένο Τομέα Ονοματολογίας του Αρχιτελωνείου, για τις απόψεις τους (Παραρτήματα 27 και 28 της Ένστασης). .................

........................... Η απάντηση του Τομέα Ονοματολογίας του Αρχιτελωνείου επισυνάφθηκε ως Παράρτημα 29 της Ένστασης. Σχετικά αναφέρεται ότι «το είδος iPod Shuffle - 1GB ή 2GB στον κωδικό ΣΟ 85198195, ως συσκευή για την ψηφιακή εγγραφή και αναπαραγωγή ήχου και τα είδη iPod Nano - 4GB ή 8GB, iPod Classic - 80GB ή 160GB, iPod Touch - 8GB ή 16GB στον κωδικό ΣΟ 85219000, ως συσκευές για την ψηφιακή αναπαραγωγή ήχου και εικόνας.». Σημειώνεται ότι υπάρχει και είναι σχετικός ο Κανονισμός (ΕΚ) 1056/2006 της Επιτροπής ημερομηνίας 12.7.2006, ο οποίος επισυνάφθηκε ως Παράρτημα 30 στην Ένσταση."

 

Κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις οι καθ΄ων η αίτηση διενήργησαν πλήρη και ενδελεχή έρευνα στα περιστατικά της υπό διερεύνησης υπόθεσης και έδωσαν επαρκή αιτιολογία η οποία, εν πάση περιπτώσει, υποστηρίζεται και συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που έχω προαναφέρει, η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

 

   Κληρίδης,

Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο